Ξένη προπαγάνδα και εκπαιδευτικός ανταγωνισμός στην υποδιοίκηση Σιδηροκάστρου (Δεμίρ Ισάρ) την περίοδο 1870-1913 ... Ταουσάνης, Νικόλαος Ιωάννη

Ξένη προπαγάνδα και εκπαιδευτικός ανταγωνισμός στην υποδιοίκηση Σιδηροκάστρου (Δεμίρ Ισάρ) την περίοδο 1870-1913 ... Ταουσάνης, Νικόλαος Ιωάννη
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεολογική Σχολή, Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας και Χριστιανικού Πολιτισμού
Ημ/νία έκδοσης: 2021
Μορφή PDF ΕΔΩ

Περίληψη: 
Η παρούσα εργασία, αναγνωρίζοντας την ιδιαιτερότητα της χρονικής περιόδου 1870-1913, τις δυσκολίες των ελληνικών κοινοτήτων στην Μακεδονία, τον έντονο εθνικισμό και τον εθνικό ανταγωνισμό των βαλκανικών κρατών, προσανατολίστηκε στην, κατά το δυνατό, διερεύνηση των τεκταινόμενων στην υποδιοίκηση του Δεμίρ Ισάρ, δηλαδή της σημερινής περιοχής της Σιντικής (Σιδηροκάστρου). Αναλυτικότερα, το ερευνητικό ενδιαφέρον προσανατολίστηκε στις ξένες προπαγάνδες που αναπτύχθηκαν στον χώρο, και στον εκπαιδευτικό ανταγωνισμό που προκλήθηκε, κατά την εποχή του Μακεδονικού Ζητήματος. Ο καζάς του Δεμίρ Ισάρ αποτελούσε μια από τις σημαντικότερες και ίσως από τις πιο κρίσιμες περιοχές για τον Ελληνισμό. Η περιοχή αυτή, της οποίας η ελληνοφωνία ενισχύθηκε σημαντικά μετά και την είσοδο πληθυσμού από το ελληνόφωνο Μελένικο (Κωστόπουλος, 2018:54), αντιμετώπισε τα ίδια προβλήματα που αντιμετώπισε σχεδόν ολόκληρη η μακεδονική χώρα. Οι ξένες προπαγάνδες, άλλες σε μικρότερο και άλλες σε μεγαλύτερο βαθμό και ο εκπαιδευτικός ανταγωνισμός και κυρίως ο ελληνοβουλγαρικός, απασχόλησαν την περιοχή κατά την προαναφερθείσα περίοδο. Οι ξένες προπαγάνδες στο σύνολό τους, στηρίχθηκαν σε έναν άκρατο αντιπατριαρχισμό, αποδίδοντας σε όλες τους τις ενέργειες έναν ιδιαίτερα ανθελληνικό χαρακτήρα, με σκοπό να περιορίσουν τους εκκλησιαστικούς και εκπαιδευτικούς δεσμούς των πληθυσμών με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και να ελαχιστοποιήσουν την ελληνικότητα των ορθοδόξων κοινοτήτων ενώ τo ζήτημα της παιδείας των κατοίκων της Μακεδονίας πρωταγωνίστησε στη διαμάχη μεταξύ των διαπλεκόμενων μερών και στον εθνικό ανταγωνισμό που χαρακτηρίζει την περίοδο αυτή.

Περιεχόμενα
Πρόλογος..............................................................................................................................3
Εισαγωγή ..............................................................................................................................5
Κεφάλαιο 1ο
........................................................................................................................ 11
Η υποδιοίκηση (καζάς) του Δεμίρ Ισάρ ............................................................................... 11
1.1 Η ανθρωπογεωγραφία της περιοχής και η διοίκηση του καζά-Ο πληθυσμός της
υποδιοίκησης του Δεμίρ Ισάρ .......................................................................................... 11
Κεφάλαιο 2o ....................................................................................................................... 23
Ξένες προπαγάνδες και ελληνική εκπαίδευση στον καζά του Δεμίρ Ισάρ κατά την περίοδο
1870-1913........................................................................................................................... 23
2.1 Η ξένη προπαγάνδα στην υποδιοίκηση Δεμίρ Ισάρ .................................................... 23
2.2 Η ελληνική Εκπαίδευση στη υποδιοίκηση Δεμίρ Ισάρ την περίοδο 1870-1913........... 48
Συμπεράσματα .................................................................................................................... 56
Βιβλιογραφία ...................................................................................................................... 66
Παράρτημα Φωτογραφιών .................................................................................................. 73
3
Πρόλογος
Η παρούσα εργασία, αναγνωρίζοντας την ιδιαιτερότητα της χρονικής περιόδου 1870-
1913, τις δυσκολίες των ελληνικών κοινοτήτων στην Μακεδονία, τον έντονο εθνικισμό
και τον εθνικό ανταγωνισμό των βαλκανικών κρατών, προσανατολίστηκε στην, κατά
το δυνατό, διερεύνηση των τεκταινόμενων στην υποδιοίκηση του Δεμίρ Ισάρ, δηλαδή
της σημερινής περιοχής της Σιντικής (Σιδηροκάστρου). Αναλυτικότερα, το ερευνητικό
ενδιαφέρον προσανατολίστηκε στις ξένες προπαγάνδες που αναπτύχθηκαν στον χώρο,
ιδίως των Βουλγάρων, και στον εκπαιδευτικό ανταγωνισμό που προκλήθηκε, κατά την
εποχή του Μακεδονικού Ζητήματος, έως και τη λύση του (1870-1913), ανάμεσα στην
Ελλάδα και την Βουλγαρία. Το σχετικό έργο του καθηγητή Αθ. Αγγελόπουλου για τη
γειτονική επαρχία Πολυανής υπήρξε πολύτιμος οδηγός, καθώς καταδεικνύει με
λεπτομέρεια τα τεκταινόμενα στην γύρω περιοχή την υπό έρευνα εποχή. Η έρευνα,
παρόλο που αναγνωρίζει ως βασικό ανταγωνιστή της Ελλάδας τη Βουλγαρία, ωστόσο
αναφέρεται και σε άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις, μικρότερης έντασης που όμως και
αυτές, στον ανάλογο βέβαια βαθμό, η κάθε μια απασχόλησαν τον χώρο και
προκάλεσαν ανησυχία στον Ελληνισμό της περιοχής.
Η μελετώμενη περίοδος χαρακτηρίζεται από τον ελληνοβουλγαρικό
ανταγωνισμό, που ξεκίνησε ήδη πριν από την έναρξη του Μακεδονικού Ζητήματος. Η
επιλογή της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου για την παρούσα μελέτη, δικαιολογείται
από την αναγκαιότητα της ανάδειξης των εξελίξεων στον συγκεκριμένο γεωγραφικό
χώρο και την παρουσίαση των γεγονότων που συντάραξαν την Μακεδονία και το Δεμίρ
Ισάρ ειδικότερα και τους ελληνικούς πληθυσμούς που διέμεναν σε αυτό. Ο
ανταγωνισμός μεταξύ των Ελλήνων και των Βουλγάρων διαφαινόταν σε ένα ιδιαίτερο
τρίπτυχο, που κινούταν ανάμεσα στα γεγονότα που αφορούσαν το μέλλον της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στις βουλγαρικές ένοπλες επιδρομές, καθώς και στην
εκπαίδευση των πληθυσμών. Η προπαγανδιστική δράση των Βουλγάρων στην περιοχή
η οποία με λάβαρο την σχισματική Εκκλησία και την δική τους εκπαίδευση,
αποσκοπούσε στην προσέλκυση στον βουλγαρισμό των κατοίκων, κυρίως των
σλαβόφωνων που διέθεταν ακόμη ρευστή εθνική συνείδηση, προκαλούσε ανησυχία,
αγανάκτηση και θλίψη στον ελληνικό πληθυσμό της περιοχής και γενικότερη
αναστάτωση μεταξύ των πληθυσμών της.
Η περιοχή του Δεμίρ Ισάρ, αποτελούσε ίσως χαρακτηριστικό παράδειγμα για
την περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας, η οποία βίωσε ξένες επιβουλές και
4
προπαγανδιστικές προσπάθειες που επιχειρούσαν να μειώσουν τη δυναμική που είχε
αναπτύξει ο Ελληνισμός, όχι μόνο στα ημιαστικά κέντρα αλλά και σε ολόκληρη την
περιφέρεια. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μέσω της μητρόπολης Μελενίκου και η
ελληνική διπλωματία, μέσω του ελληνικού Προξενείου Σερρών, κατανοώντας τις
προπαγανδιστικές αυτές ενέργειες σε βάρος του Ελληνισμού της περιοχής, αλλά και
την αδράνεια των Οθωμανών, απέναντι σε αυτά τα γεγονότα, κατήγγειλαν τις
προπαγανδιστικές προσπάθειες στην περιοχή, ως μια άμετρη απειλή, τόσο κατά
Ελληνισμού της, όσο και κατά της Οθωμανικής διοίκησης. Όταν μάλιστα οι
προπαγανδιστικές ενέργειες ιδίως, των Βουλγάρων, έφτασαν στο σημείο ακροτήτων
και βιαιοτήτων ο Ελληνισμός της περιοχής, με τη στήριξη της Εκκλησίας και των
εκπροσώπων της ελεύθερης Ελλάδας, δεν δίστασαν να οργανώσουν την άμυνά τους,
διοργανώνοντας τις κοινότητές τους, ενισχύοντας την ταυτότητα των κατοίκων μέσω
της παιδείας και των φιλεκπαιδευτικών συλλόγων αλλά και συστήνοντας, όταν πλέον
οι συνθήκες το απαιτούσαν και ένοπλα σώματα για την προστασία του ελληνικού
πληθυσμού (Γούναρης, 1983: 153-154). Ο Ελληνισμός στήριξε την ανταπάντησή του
στις βουλγαρικές θρησκευτικές και εκπαιδευτικές προπαγάνδες, χρησιμοποιώντας
κυρίως την ελληνική εκπαίδευση και κουλτούρα για τη συγκράτηση των πληθυσμών
και την ενίσχυση της εθνικής του ταυτότητας σε αντίθεση με τον βουλγαρικό εθνικισμό
ο οποίος στηριζόταν περισσότερο στο κριτήριο της γλώσσας και την κακοδιοίκηση των
οθωμανικών αρχών, ώστε να προσεταιριστούν τους σλαβόφωνους πληθυσμούς με
σκοπό να τους επιβάλλουν τελικά την βουλγαρική εθνική συνείδηση (Καλπουρτζής,
2006:23-24).
Η διπλωματική αυτή εργασία, προσέφερε την χαρά της έρευνας, της συγγραφής
και της δημιουργίας. Οι πηγές που συγκεντρώθηκαν για την εκπόνηση του συνολικού
έργου, προήλθαν, μετά από ενδελεχή έρευνα στο διαδίκτυο και σε κατάλληλες
προγενέστερες έρευνες, ηλεκτρονικής μορφής. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η
διπλωματική αυτή εργασία δεν θα μπορούσε να λάβει την τελική της μορφή, δίχως την
σημαντική συνεισφορά και αρωγή του επιβλέποντος καθηγητή κ. Ι. Μπάκα ο οποίος
στήριξε την προσπάθειά μου, με καθοδήγησε και μου αφιέρωσε πολύτιμο χρόνο, ώστε
να οδηγηθούμε στην ολοκλήρωση του έργου. Τέλος, στις ευχαριστίες δεν θα μπορούσα
να μην αναφέρω και την οικογένειά μου, της οποίας η συμπαράσταση μου έδωσε
ώθηση να συνεχίσω.
Νικόλαος Ταουσάνης
5
Εισαγωγή
Η παρούσα εργασία τοποθετεί στο ερευνητικό της επίκεντρο την περιοχή του
Σιδηροκάστρου στην σημερινή περιφερειακή ενότητα Σερρών, γνωστό και ως Δεμίρ
Ισάρ κατά την Οθωμανική περίοδο. Ευρισκόμενη εντός των γεωγραφικών ορίων της
Μακεδονίας, η πόλη του Δεμίρ Ισάρ (σημερινό Σιδηρόκαστρο) και η γύρω περιοχή της,
που της ανήκε διοικητικά, ακολούθησαν την ιστορική εξέλιξη του
ευρύτερουμακεδονικού χώρου, με όλα τα παρελκόμενα γεγονότα που έλαβαν χώρα σε
δύσκολες και ταραγμένες εποχές. Οι ελληνικές κοινότητες του Δεμίρ Ισάρ και των
χωριών της ομώνυμης οθωμανικής υποδιοίκησης, παρέμεναν πάντοτε ενεργές,
στηρίζοντας την ελληνικότητά τους, την ιστορία, τα ήθη και τα έθιμά τους.
Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή των Ελλήνων του Δεμίρ Ισάρ, το 1878, από ένα
πεπαιδευμένο κάτοικο της πόλης, ο οποίος αρθρογραφούσε ανώνυμα στο περιοδικό
«Παρνασσός»των Αθηνών. Σύμφωνα με τη μαρτυρία αυτή, η ελληνική κοινότητα του
Δεμίρ Ισάρ ενδιαφερόταν και μοχθούσε για την πνευματική πρόοδο των μελών της.
Η πόλη ήταν έδρα καϊμακάμη, με περαιτέρω δυνατότητες ανάπτυξης. Μαζί με
τη γειτονική περιοχή της Τζουμαγιάς μάλιστα, ευρισκόταν στο βόρειο άκρο της
ευρύτατης και πλουσιότατης σερραϊκής πεδιάδας. Η προαναφερθείσα πηγή
χαρακτηρίζει το Δεμίρ Ισάρ και την Τζουμαγιά ως τα έσχατα προπύργια του
Ελληνισμού και των μελλοντικών ελληνικών διεκδικήσεων (Καραθανάσης, 2013: 287)
Προσεγγίζοντας την ιστορία του Δεμίρ Ισάρ, κρίνεται ωστόσο απαραίτητη η
κατανόηση του ευρύτερου ιστορικού, πολιτικού και κοινωνικού πλαισίου της υπό
κρίση εποχής, ώστε να δημιουργηθεί στον αναγνώστη μια διασύνδεση με τις συνθήκες
που επικρατούσαν στο Δεμίρ Ισάρ, από τα μέσα του 19ο αιώνα και ως τις αρχές του
20ού
. Συγκεκριμένα, η περιοχή του Σιδηροκάστρου θα ερευνηθεί στη μελέτη αυτή κάτω
από το πρίσμα των γεγονότων που λάμβαναν χώρα, κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και
τις αρχές του 20ού στη Μακεδονία, που βίωνε το επονομαζόμενο Μακεδονικό Ζήτημα
μέρος του ευρύτερου Ανατολικού Ζητήματος.
Ωστόσο, το Μακεδονικό Ζήτημα, ως ιστορικό γεγονός το οποίο επηρεάζει
σημαντικά την υπό μελέτη περιοχή, κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, πρέπει να
διερευνηθεί σε χρόνο πριν ακόμη την εμφάνιση των συμβάντων που ορίζουν την
χρονική του παρουσία, ώστε να κατανοηθεί ευκολότερα και σαφέστερα. Ο
Μακεδονικός Αγώνας ξεκίνησε ουσιαστικά το 1821 και μέσα από τα αλυσιδωτά
επαναστατικά κινήματα (1854, 1865, 1878, 1896, 1904-1908) κατέληξε στην οριστική
6
λύση που δόθηκε με τους Βαλκανικούς Πολέμους. Φυσικά, ο Μακεδονικός Αγώνας
δεν ήταν μόνο η ένοπλη φάση του (1904-1908). Στην έννοια του Αγώνα αυτού
εμπεριέχεται ο σκληρός ανταγωνισμός μεταξύ των διαφόρων εθνικών ομάδων που
κατοικούσαν στον χώρο στο εκπαιδευτικό και εκκλησιαστικό πεδίο, καθώς και η
επαναστατική κινητοποίηση τωνβαλκανικών κρατών για την αποτίναξη της
οθωμανικής κυριαρχίας (Βακαλόπουλος, 1999:17).
Η απαρχή λοιπόν του υπό μελέτη θέματος, που αφορά τις ξένες προπαγάνδες
και τον υποκινούμενο από αυτές εκπαιδευτικό ανταγωνισμό, πρέπει να αναζητηθεί
πολύ πριν την ίδρυση της Βουλγαρικής Εκκλησιαστικής Εξαρχίας και τον
Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1877-1878, το πέρας του οποίου σημάνθηκε με την
υπογραφή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, ανάμεσα στις αντιμαχόμενες χώρες και
στη συνέχεια με τη «διορθωτική» της, Συνθήκη του Βερολίνου, το 1878. Η Συνθήκη
του Βερολίνου όρισε την πλήρη ανεξαρτησία των χωρών του Μαυροβουνίου, της
Σερβίας, της Ρουμανίας, αλλά και τη δημιουργία της αυτόνομης Βουλγαρικής
Ηγεμονίας. Ο περιορισμός του κράτους της Βουλγαρίας σε περιοχές βορείως του
Αίμου, έλαβε χώρα με τη Συνθήκη του Βερολίνου (1878), ενώ η Ανατολική Ρωμυλία
παρέμεινε ως ημιαυτόνομη επαρχία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, έως το 1885,
οπότε πραξικοπηματικά ενσωματώθηκε στη Βουλγαρία. Με τη συνθήκη του
Βερολίνου η Μακεδονία παρέμεινεστο σύνολό της υπό οθωμανικό έλεγχο. Οι
πληθυσμοί της Μακεδονίας, όπως και σε ολόκληρη την Οθωμανική Αυτοκρατορία,
θεωρούσαν ως βασικό στοιχείο της ταυτότητάς τους, κυρίως τη θρησκεία τους
(Danforth, 1995: 65).
Οι Βούλγαροι κυρίως, έναντι των άλλων εθνοτήτων του βαλκανικού χώρου, με
ισχυρές βλέψεις στη Μακεδονία, προσπάθησαν να κυριαρχήσουν στους ευαίσθητους
τομείς της εκκλησίας και της εκπαίδευσης. Αποτυγχάνοντας με προπαγανδιστικά μέσα
χρησιμοποίησαν στη συνέχεια βία ώστε να επιτύχουν τον προσεταιρισμό των
κατοίκων, κυρίως των σλαβόφωνων,λόγω της γλώσσας τους. Ο διαχωρισμός του
ορθόδοξου χριστιανικού πληθυσμού ανάμεσα σε πατριαρχικούς και εξαρχικούς ήταν
πλέον κρίσιμος για την επιβίωση των χριστιανικών πληθυσμών. Η ελληνική πλευρά
συνειδητοποίησε πως η θέση της μετατράπηκε σε αμυντική, με κύριο αντίπαλο τον
βουλγαρικό εθνικό επεκτατισμό(Μαζαράκης, 1977: 232).Μετά το 1893, το κύριο έργο
της Βουλγαρικής εθνικής δράσης ανέλαβε η Εσωτερική Μακεδονική Αδριανοπολιτική
Επαναστατική Οργάνωση (Ε.Μ.Α.Ε.Ο) η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε
Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (Internal
7
MacedonianRevolutionary Organization, VMRO). Από την ελληνική πλευρά, το 1894
νέοι στρατιωτικοί ίδρυσαν την «Εθνική Εταιρία», ενώ το καλοκαίρι του 1896
οργανώθηκαν και στάλθηκαν ένοπλα σώματα στις νότιες επαρχίες της Μακεδονίας. Η
κίνηση αυτή επαναλήφθηκε την άνοιξη του 1897, όταν στάλθηκαν εκ νέου ένοπλες
ομάδες, καλύτερα οργανωμένες και εξοπλισμένες. Μολονότι η πρώτη αποστολή δεν
ενόχλησε τις οθωμανικές αρχές, αντιθέτως, η δεύτερη προκάλεσε την αντίδραση της
Πύλης (Shea, 1997: 167-168).
Η γεωγραφική θέση της Μακεδονίας, ανάμεσα στα νεότερα κράτη της
Βαλκανικής, την καθιστούσε το μήλο της Έριδος ανάμεσά τους. Επιπρόσθετα, το
γεγονός ότι η περιοχή αποτελούνταν πληθυσμιακά από έναν μεγάλο αριθμό
διαφορετικών φυλετικών ομάδων, ανθρώπων με άλλη γλώσσα, θρησκεία και
κουλτούρα, διευκόλυνε τις εντάσεις και τις εκατέρωθεν διεκδικήσεις. Ο αγώνας έλαβε
γρήγορα τη μορφή προπαγάνδας από μέρους των ανταγωνιστών, με θρησκευτικό,
εκπαιδευτικό και πολιτιστικό χαρακτήρα, που γιγαντώθηκε όταν ένοπλες αντάρτικες
ομάδες ανέλαβαν δράση σε πλήρη πολεμική διάταξη στα χρόνια των Βαλκανικών
Πολέμων (Rossos, 2008: 61-72).
Οι χριστιανοί της Μακεδονίας, έως και το 1870 εκπροσωπούνταν στο σύνολό
τους έναντι της οθωμανικής διοίκησης από τον Οικουμενικό Πατριάρχη ο οποίος είχε
τον ρόλο του εθνάρχη (milletbasi), ανεξάρτητα γλωσσικού και πολιτιστικού
υποβάθρου. Ελληνόφωνοι, σλαβόφωνοι, αλβανόφωνοι, τουρκόφωνοι και βλαχόφωνοι
αποτελούσαν διακριτές ομάδες ενός πολύγλωσσου κόσμου, που διέθετε ως μόνο
αξιόπιστο στοιχείο προσδιορισμού του, μέχρι τις αρχές περίπου του 20ού αιώνα, την
ορθόδοξη πίστη και τη θρησκευτική του προσήλωση σε μια ενιαία θρησκευτική αρχή,
το οικουμενικό Πατριαρχείο. Ωστόσο, εξαιτίας των πολιτικών πιέσεων της εποχής, η
οθωμανική διοίκηση αναγνώρισε, με φιρμάνι του 1870, την αυτοδιοίκητη Βουλγαρική
Εκκλησία, που επέκτεινε τη θρησκευτική αλλά και την εθνική της δράση και ισχύ σε
μεγάλα τμήματα της Μακεδονίας, πυροδοτώντας τις εξελίξεις και τη διάσπαση του έως
τότε ενιαίου millet (Bechev, 2009: 58).
Η Ελλάδα, έχοντας αρχικό προβάδισμα έναντι των λοιπών στη Μακεδονία,
καθώς αποτελούσε το πρώτο ανεξάρτητο κράτος της Βαλκανικής, υποβοηθούνταν από
την ελληνική γλώσσα της ορθόδοξης λατρείας, την ακτινοβολία και τη διάχυση της
ελληνικής παιδείας, την ισχυρή θέση των Ελλήνων εμπόρων, που μαζί με τους
βλαχόφωνους Έλληνες κυριαρχούσαν στις περισσότερες μακεδονικές πόλεις και τέλος
από τη δραστηριότητα των ελληνικών προξενείων. Στις αγροτικές περιοχές της
8
Μακεδονίας ωστόσο, η συστηματική προσηλυτιστική δραστηριότητα της βουλγαρικής
Εξαρχίας, που προσέφερε τη λατρεία στη μητρική γλώσσα των σλαβόφωνων χωρικών,
είχε κατορθώσει να κλονίσει την πρωτοκαθεδρία του Πατριαρχείου (Καρακασίδου,
2000: 255).
Ο βουλγαρικός εθνικισμός, ιδίως μετά και το 1870, οδήγησε σε απαιτήσεις που
αφορούσαν την αποκλειστική χρήση της βουλγαρικής γλώσσας στα σχολεία και τις
εκκλησίες, επιδιώκοντας την άμεση απόσχιση όλο και περισσότερων ορθοδόξων
πιστών από Οικουμενικό Πατριαρχείου (Aarbakke, 2003: 43). Η Εξαρχία με την
ίδρυσή της, το 1870, περιλάμβανε 13 εκκλησιαστικές επαρχίες, με δυνατότητα
επέκτασης και σε άλλες επαρχίες, εφόσον τα δύο τρίτα (άρθρο 10 του Φιρμανίου) των
ορθοδόξων κατοίκων τους το επιθυμούσαν (Κολιόπουλος, 1992: 491-492).
Το Σχίσμα της βουλγαρικής Eκκλησίας από το Πατριαρχείο, το 1872,
δημιούργησε ανεπανόρθωτους τριγμούς στο οικοδόμημα της Ορθόδοξης Εκκλησίας,
γεγονός που δεν άφησε ανεπηρέαστη την εξωτερική πολιτική και τη διπλωματία των
δύο βαλκανικών χωρών, Ελλάδας και Βουλγαρίας (Μελιόπουλος, 2019: 13).Οι εθνικοί
ανταγωνισμοί συνέχιζαν ακάθεκτοι και αφορούσαν τη λειτουργία των σχολείων, των
εκκλησιών, του τύπου, των προξενείων και των ενόπλων ομάδων δράσης (Barker,
1996: 504).
Ωστόσο, πέρα από τον ελληνοβουλγαρικό ανταγωνισμό αναπτύχθηκαν και άλλες
προγανδιστικές κινήσεις στον Μακεδονικό χώρο. Παράλληλα, κυρίως στα τέλη του
19ου αιώνα για τη μελετώμενη περιοχή, δραστηριοποιήθηκε και η σερβική
προπαγάνδα, η οποία ήταν και αυτή ενεργή, ήδη από το 1868, με την ίδρυση διαφόρων
οργανισμών και εταιριών, όπως το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο, ο «Άγιος Σάββας», η
«Αλληλεγγύη» και η «Σέρβικη Αδελφότητα». Στόχος των συσσωματώσεων αυτών, ήταν
η εγκατάσταση Σέρβων διδασκάλων και ο διαμοιρασμός σχολικών βιβλίων σε σχολεία
της Μακεδονίας. Μάλιστα, η Αυστροουγγαρία ενθάρρυνε τους Σέρβους να
«ενδιαφερθούν» για τα ιστορικά «δίκαιά» τους στη Μακεδονία των μεσαιωνικών
χρόνων του βασιλείου του Στεφάνου Δουσάν. Επιδίωκε με τον τρόπο αυτό να
αποπροσανατολίσει το ενδιαφέρον της από τις σερβικές διεκδικήσεις στη Βοσνία.
Ακολουθώντας την πολιτική του διαίρει και βασίλευε ο Σουλτάνος, επέτρεψε στους
Σέρβους να εγκαταστήσουν προξενεία στη Θεσσαλονίκη και στα Σκόπια το 1887 και
στο Μοναστήρι το 1888 (Μελιόπουλος, 2019: 18), αλλά και στις Σέρρες, το 1896
(Μπάκας, 2000: 228).
9
Η άνοδος του βαλκανικού εθνικισμού, οδήγησε στην απόσχιση από τορωμαίικο
ορθόδοξο μιλλέτ (γένος)με τη δημιουργία δύο ακόμη νέων, του βουλγαρικού το 1870
και του Ρουμουνικού το 1905. Πριν την παραπάνω διαίρεση, όπως αναφέρθηκε, στο
μιλλέτ των Ρωμιών συμπεριλαμβάνονταν ελληνόφωνοι, σλαβόφωνοι, τουρκόφωνοι,
αλβανόφωνοι και βλαχόφωνοι, καθώς όλοι μαζί αποτελούσαν ένα ενιαίο γένος κάτω
από τη σκέπη και την πνευματική φροντίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ένα
ενιαίο σώμα με το όνομα των Ρωμαίων (Μαυρίδης, 2018: 14). Οι Βούλγαροι
διαισθάνθηκαν πως η επιτυχία του εγχειρήματός τους εξαρτιόταν από την
απαγκίστρωση των σλαβόφωνων ορθόδοξων πληθυσμών από το Οικουμενικό
Πατριαρχείο(Μαυρίδης, 2018: 15).
Οι εθνικές προπαγάνδες, ιδίως της Βουλγαρίας, που ήταν η ισχυρότερη σε
βάρος των Ελλήνων της Μακεδονίας, δραστηριοποιούνταν κυρίως μέσα στα σχολεία,
όπου η διδασκαλία της μητρικής γλώσσας θεωρούνταν βασικό στοιχείο για την
οικοδόμηση εθνικής ταυτότητας. Ουσιαστικά, η ανάδειξη των εθνικών συνειδήσεων
στους πληθυσμούς της Βαλκανικής οδήγησε στο να περιθωριοποιηθείη ευρύτερη
ταυτότητα του Ορθόδοξου χριστιανού. Η αλλαγή της συνείδησης και η προώθηση της
εθνικής γλώσσας, επέφερε αλλαγή και στον εκκλησιαστικό φορέα στον οποίο, έως τότε
εντασσόταν ο ορθόδοξος πληθυσμός (Πατριαρχείο ή Εξαρχία) (Μαυρίδης, 2018: 23).
Στις λειτουργίες και τα εκκλησιαστικά μυστήρια οι Βούλγαροιενίσχυαν την
αποκλειστική διδασκαλία της βουλγαρικής γλώσσας, ενώ η ίδρυση σχολείου με
Βούλγαρο διδάσκαλο προωθούσε τον σταδιακό εκβουλγαρισμό του πληθυσμού
(Μπάκας, 2003: 87)
Για τους Έλληνες η Μακεδονία κατοικούνταν κυρίως από Έλληνες
(Ελληνόβλαχους και Ελληνομακεδόνες), Οθωμανούς (σε αυτούς συγκαταλέγονταν οι
Βαλαάδεςτης Δυτικής Μακεδονίας και οι Πομάκοι), Βούλγαρους (με την έννοια των
«φθαρέντων» Ελλήνων) και σλαβόφωνους ορθοδόξους που έτειναν προς τη Σερβία
(Φιλιππίδης, 1906: 36-37). Η ίδια πηγή αναφέρει μόνο ελληνοβλάχους και όχι
ρουμανίζοντες Βλάχους ή Βλάχους ως ξεχωριστό έθνος. Τέλος, συμπεριλαμβάνει τους
Αθίγγανους, τους Εβραίους και τους Δυτικοευρωπαίους, ως κατοίκους της
Μακεδονίας.
Οι κάτοικοι της Μακεδονίας, ειδικά, πριν το ξέσπασμα των εθνικιστικών
δράσεων στην περιοχή τους, δε συνειδητοποιούσαν τις εθνοτικές διαφορές μεταξύ
τους, διότι ενέμεναν σε μια συνθετότερη και παλαιότερη μορφή κοινωνικής και εθνικής
δομής, μέσα από την «ρωμαϊκή» ελληνορθόδοξη πολιτιστική παράδοση, που τους
10
στήριζε (Γιαννούλη, 1987: 110). Ουσιαστικά, η αποκρυστάλλωση της εθνογραφικής
εικόνας της Μακεδονίας του 19ου αιώνα, θεωρείται σήμερα, σχεδόν απίθανη ως
γεγονός. Οι εσπευσμένες, προπαγανδιστικές και βίαιες έννοιες εθνικού χαρακτήρα και
ταυτότητας, που εισήχθησαν στην Μακεδονία την εποχή εκείνη, στερούνται
αναδρομικότητας και δεν δύνανται να προσδιορίσουν τις παραμέτρους που έως τότε
ρύθμιζαν κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά, τις σχέσεις χριστιανικών σλαβόφωνων
και βουλγαρόφωνων πληθυσμών με το ελληνικό εθνικό κράτος (Kofos, 1989: 48-50).
Με γνώμονα τα ανωτέρω και ολοκληρώνοντας μια πρώτη αδρομερή
παρουσίαση των ιστορικών, κοινωνικών και πολιτικών γεγονότων της ευρύτερης
περιοχής της Μακεδονίας, στην οποία εντάσσεται και η υπό έρευνα περιοχή του Δεμίρ
Ισάρ (Σιδηροκάστρου), η παρούσα εργασία χωρίζεται σε δύο ενότητες. Η πρώτη, με
τίτλο «Η υποδιοίκηση (καζάς) του Δεμίρ Ισάρ», δίδει μια σφαιρικότερη παρουσίαση της
ανθρωπογεωγραφίας της περιοχής και της ιστορικής διαδρομής της κατά την υπό
μελέτη κυρίως περίοδο. Η δεύτερη ενότητα τιτλοφορείται «Ξένες προπαγάνδες και
ελληνική εκπαίδευση στον καζά του Δεμίρ Ισάρ την περίοδο 1870-1913», όπου
περιγράφονται τα όσα λαμβάνουν χώρα στην υπό κρίση περιοχή και περίοδο.
Διαχωρίζεται δε στις υποενότητες «Η ξένη προπαγάνδα και οι άλλες κινήσεις στην
υποδιοίκηση Δεμίρ Ισάρ» και «Η ελληνική Εκπαίδευση στην υποδιοίκηση Δεμίρ Ισάρ την
περίοδο 1870-1913». Τέλος, παρουσιάζονται τα συμπεράσματα της παρούσης μελέτης,
αναφορικά με τα τεκταινόμενα στην περιοχή.
11
Κεφάλαιο 1ο
Η υποδιοίκηση (καζάς) του Δεμίρ Ισάρ
1.1 Η ανθρωπογεωγραφία της περιοχής και η διοίκηση του καζά-Ο πληθυσμός
της υποδιοίκησης του Δεμίρ Ισάρ
Ο καζάς (υποδιοίκηση) ∆εμίρIσάρ (παράρτημα φωτογραφιών-εικόνα 1)
υπαγόταν, μετά την διοικητική μεταρρύθμιση του 1864, στο βιλαέτι Θεσσαλονίκης
(παράρτημα φωτογραφιών -εικόνα 2), στο Σαντζάκι των Σερρών και στην
εκκλησιαστική επαρχία Μελενίκου (Μαυρίδης, 2018: 8). Ειδικότερα, ο καζάς
∆εμίρIσάρ περιελάμβανε την ομώνυμη κωμόπολη του Σιδηροκάστρου (παράρτημα
φωτογραφιών - εικόνα 3), καθώς και ακόμη άλλα 59 χωριά (Σχινάς, 1886: 424), εκ των
οποίων 31 χριστιανικά, 19 μουσουλμανικά και 9 μικτά (Χαλκιόπουλος, 1910: 53-54).
Άλλη πηγή της εποχής, τοποθετεί τον αριθμό των χωριών σε 58, εκ των οποίων 24
χριστιανικά, 19 μουσουλμανικά και 15 μικτά (Ιγγλέσης, 1910: 64). Τα χωριά Λάτροβο,
Bέτερνα, ∆ερβέντTσιφλίκ, Mπαρακλή, Λαϊλιάς, Kιουπρί, Kαμαρότι, Pάντοβο, Pάμνα
και Kουμλί φαίνεται πως ήταν αμιγώς ελληνικά, με πληθυσμούς ελληνόφωνους ή
σλαβόφωνους. Στα υπόλοιπα χωριά (π.χ.: Σάβιακο, Kρούσοβο, Άνω Πορρόια),
ελληνικοί πληθυσμοί, είτε κατά πλειοψηφία, είτε μειοψηφικά, διαβιούσαν με άλλους
πληθυσμούς της περιοχής (Δημητριάδης, 1973: 530-531). Οθωμανικές πηγές,
βασισμένες στα ληξιαρχικά έγγραφα της περιοχής, ανέφεραν πως τη δεκαετία του
1880, ο καζάς ∆εμίρIσάρ κατοικούνταν από 14.000 Ρωμιούς (Έλληνες), 14.000
μουσουλμάνους και 7.000 Βουλγάρους (Μπάκας, 2003: 45).
Σε διοικητικό επίπεδο, ο καζάς του Δεμίρ Ισάρ περιλάμβανε επίσης στα όριά
του τρεις ναχιγιέδες (δήμους) το 1889, οι οποίοι μειώθηκαν σε δύο στις αρχές του
επόμενου αιώνα. Ο αριθμός των χωριών, όπως έχει ήδη αναφερθεί, με τις διαφορές του
από πηγή σε πηγή, ποίκιλε ανάλογα με τον καταγραφέα, είτε εξαιτίας σκοπιμοτήτων,
είτε πρόχειρων υπολογισμών, είτε εξαιτίας των αλλαγών που συνέβαιναν συχνά σε
διοικητικό επίπεδο στα όρια των οθωμανικών υποδιοικήσεων. Μέχρι το 1904, ο
αριθμός των χωριών υπολογίζονταν σε ογδόντα, ενώ στη συνέχεια, περί τα είκοσι από
τα παραπάνω χωριά ενσωματώθηκαν στον γειτονικό καζά Μελενίκου μεταβάλλοντας
τα όρια μεταξύ των δύο καζάδων (Μπάκας, 2003: 45).
12
Από την άποψη της φυσικής γεωγραφίας, η περιοχή ήταν ημιορεινή και
περιλάμβανε και την οροσειρά του Μπέλες (Κερκίνης).Η ορεινότητα του εδάφους,
έδινε τη δυνατότητα στους κατοίκους, είτε ήταν χριστιανοί, είτε μουσουλμάνοι, να
απασχολούνται με την ξυλεία, την υλοτομία και την κτηνοτροφία. Ακόμη, το βουνό
Μπέλες (Κερκίνη), διερχόταν από πολλά και ορμητικά ρεύματα, που κινούσαν με τη
δύναμη και την ορμή τους, τους νερόμυλους. Τον καζά διέσχιζε ο ποταμός Στρυμόνας,
ενώ ανατολικά του ποταμού άλλος ένας ορεινός όγκος, το όρος Τσεγγέλ (Άγκιστρο)
αποτελούσε φυσικό όριο με τον γειτονικό καζά Νευροκοπίου. Ένας ακόμη ποταμός
διερχόταν τον καζά, ο ποταμός Κρουσοβίτης, που περνούσε και μέσα από την πόλη
του Δεμίρ Ισάρ. Ο Κρουσοβίτης βοηθούσε στη λειτουργία των βυρσοδεψείων της
πόλης. Κοντά στις πηγές του ποταμού, βρισκόταν ο ορεινός όγκος Σαρλίγια, όπου
διέμεναν μουσουλμάνοι Γιουρούκοι ποιμένες. Νότια του Δεμίρ Ισάρ, εκτεινόταν η
πλούσια πεδιάδα του Στρυμόνα, όπου το βαμβάκι και το ρύζι αποτελούσαν τις βασικές
καλλιέργειες (Μαυρίδης, 2018: 10).
Σύμφωνα με υπομνήματα και χρονικά της εποχής, στα τέλη του 19ουκαι στις
αρχές του 20ούαιώνα, το Δεμίρ Ισάρ ήταν μια πόλη κτισμένη σε λόφο, σε σχήμα
ισοσκελούς τριγώνου, με ωραίους κήπους οπωροφόρων δέντρων, λαχανικών,
συκομορέων, με θερμά νερά και υδρόμυλους. Οι ίδιες περιγραφές εξήραν τα ήθη των
χριστιανών του ∆εμίρΙσάρ, καθώς τα θεωρούσαν χρηστά και σύμφωνα με την εποχή,
τονίζοντας πως αποτελούσαν μια κοινωνία προοδευτική και φιλομαθή, επηρεαζόμενη
όμως και από τα τουρκικά ήθη. Οι Έλληνες κατοικούσαν κυρίως στη συνοικία Βαρόσι,
της οποίας ο ναός του Αγίου Γεωργίου κτίστηκε το 1813, σε ερείπια παλαιοτέρου, ενώ
το 1866 έγινε επέκτασή του (Μπάκας, 2003: 48). Στην ίδια συνοικία, βρισκόταν και το
οίκημα του μητροπολίτη Μελενίκου ή του βοηθού επισκόπου (συνήθως με τον ψιλό
τίτλο του επισκόπου Δαφνουσίας), το καταπληκτικό σε ύψος σχολείο, καθώς και τα
σπίτια πλουσίων Ελλήνων. Η αγορά, οι υπηρεσίες και τα καταστήματα βρίσκονταν
στην άλλη πλευρά του ποταμού που διέσχιζε την πόλη. Στις αρχές του 20ούαιώνα, οι
Έλληνες κατοικούσαν και στην κάτω συνοικία, στην οποία έκτισαν το ναό του
Ευαγγελισμού(Τζανακάρης, 1991: 149). Άλλη ωστόσο πηγή (Καραθανάσης, 2013:
288), αναφέρει πως οι Έλληνες του Σιδηροκάστρου διέμεναν στην κάτω συνοικία μέχρι
το 1383, όταν εγκαταστάθηκαν στη πόλη οθωμανικοί πληθυσμοί, που εκδίωξαν τους
Έλληνες από τις εστίες τους και τους ανάγκασαν να συνοικίσουν στην άνω άνυδρη και
απόκρημνη συνοικία. Ωστόσο, τίποτε δεν αποκλείει αρκετές ελληνικές οικογένειες να
παρέμειναν στη συνοικία αναμεμειγμένες με Οθωμανούς, γεγονός που στα κατοπινά
13
έτη, τα οποία αποτελούν και αντικείμενο ενδιαφέροντος της παρούσης, να άλλαξαν τις
ισορροπίες, επαναφέροντας τους Έλληνες στη συνοικία.
Στις αρχές του 19ουαιώνα, ο μουσουλμανικός πληθυσμός στην ίδια την πόλη
του ∆εμίρΙσάρ, υπερτερούσε συντριπτικά του χριστιανικού, όμως εξολοθρεύθηκε
σχεδόν από πανώλη, τις περιόδους 1816-1820 ή 1822 και 1836-1840. Οι Τούρκοι την
περίοδο της επιδημίας μετρούσαν τουλάχιστον χίλια θύματα, ενώ οι Έλληνες μόλις
πέντε ή έξι (Δημητριάδης, 1878: 530). Στα μέσα του 19ουαιώνα ο ελληνικός πληθυσμός
αυξήθηκε αισθητά και με τις μαζικές μεταναστεύσεις αστών Μελενικίων προς το
∆εμίρΙσάρ, αλλά και προς ολόκληρη τη γύρω περιοχή. Σύμφωνα με πηγή της εποχής
(Ζώτος Μολοσσός, 1887: 399), η πόλη του Μελένικου, ο βόρειος ακρίτας του
Ελληνισμού, είχε μεγάλο γυναικείο πληθυσμό, ο οποίος εισερχόμενος μέσω των γάμων
στην περιοχή του ∆εμίρΙσάρ, που είχε έντονο το μουσουλμανικό στοιχείο,
άλλαξεσταδιακά τη δημογραφία,όχι μόνο της πόλης αλλά και ολόκληρης της περιοχής,
βοήθησαν στον γλωσσικό εξελληνισμό της και επέδρασαν στους τρόπους και στα ήθη
των κατοίκων. Ακόμη, η ενίσχυση του Ελληνισμού του ∆εμίρΙσάρ, υποβοηθήθηκε και
από την επικοινωνία της περιοχής με τις Σέρρες και τη Θεσσαλονίκη, ιδιαιτέρως δε
μετά την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής η οποία επιτάχυνε τους ρυθμούς
ανάπτυξης της πόλης (Μπάκας, 2003: 46).
Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες της εποχής, στα τέλη της δεκαετίας του 1870,
η πόλη του Δεμίρ Ισάρ κατοικούνταν από 700 οικογένειες (Δημητριάδης, 1878: 531),
200 ελληνικές (ελληνόφωνων και σλαβόφωνων Ελλήνων), 300 τουρκικές, 50
κιρκάσιες και 150 αθιγγάνων χριστιανών ή μουσουλμάνων (Σφήκα-Θεοδοσίου, 1989:
261-275). Όσοι ήταν σλαβόφωνοι, προέρχονταν από τις γύρω περιοχές και ήταν κυρίως
γεωργοί και κηπουροί στο επάγγελμα. Παρά το ότι ήταν ξενόφωνοι, ο γλωσσικός
εξελληνισμός τους είχε προχωρήσει αρκετά με τη μεγάλη, σχεδόν ραγδαία, ανάπτυξη
της ελληνικής εκπαίδευσης τις δύο τελευταίες δεκαετίας του 19ουαιώνα. Την δεκαετία,
του 1880, ο Ζώτος Μολοσσός (1887), τοποθετεί τον πληθυσμό του ∆εμίρΙσάρ σε 500
περίπου ελληνικές οικογένειες, 100 «σλαβικές» και 200 μουσουλμανικές Κιρκασίων
και Αθιγγάνων, ενώ ο Σχινάς (1886), αναφέρει ότι η πόλη είχε πληθυσμό 600
οθωμανικών οικογενειών και 200 περίπου χριστιανικών. Το 1885, η υποδιοίκηση
∆εμίρΙσάρ είχε πληθυσμό 53.220 συνολικά κατοίκους από τους οποίους, χριστιανοί
ήταν οι 38.885(Μπάκας, 2003: 45).
Οι απαρχές του 20ουαιώνα, βρήκαν το Δεμίρ Ισάρ με 3.000 μουσουλμάνους
κατοίκους, 1.200 ορθόδοξους πατριαρχικούς και 20 μόλις εξαρχικούς (Paillarès, 1994:
14
194). Το 1905 στην πόλη κατοικούσαν 4.500 κάτοικοι από τους οποίους οι 1.000 ήταν
Έλληνες, οι 2.500 Τούρκοι, οι 700 Κιρκάσιοι, οι 250 Αθίγγανοι και οι 50 Βούλγαροι
(Ιγγλέσης, 1910: 64).Λίγα χρόνια αργότερα, το 1909, ο πληθυσμός της πόλης
ανερχόταν σε 4.700 κατοίκους, ενώ ο διαχωρισμός των κατοίκων σε οικογένειες,
ισοδυναμούσε με 250 ελληνικές οικογένειες, 800 μουσουλμανικές και μόλις 15
σχισματικές. Οι τελευταίες, αν και μειονότητα, διέθεταν ιδιαίτερη συνοικία, με
Βούλγαρο αρχιμανδρίτη, σχολείο και οικοτροφείο (Τζανακάρης, 1991: 150). Κατά τον
Στιβαρό (1910), την ίδια χρονιά, 3000 κάτοικοι του Δεμίρ Ισάρ ήταν Τούρκοι, 1000
ήταν Έλληνες, 300 τουρκόγυφτοι, 200 Κιρκάσιοι, 150 χριστιανοί αθίγγανοι και 50
μόλις Βούλγαροι. Ωστόσο, λίγο αργότερα και με βασική αιτία τους Βαλκανικούς
Πολέμους, εντάθηκαν οι μεταναστευτικές ροές από την περιοχή Μελενίκου στον καζά
του ∆εμίρΙσάρ, με αποτέλεσμα να αυξηθεί ο αριθμός των Ελλήνων σε 6000, έναντι
9000 μουσουλμάνων, 500 Αθιγγάνων και 175 Βουλγάρων (Σκληρός, 1913: 199).
Αναφορικά με το μουσουλμανικό στοιχείο της πόλης, περιγραφές αναφέρονται
και στους Τούρκους και Αθίγγανους του ∆εμίρΙσάρ, σχετικά με τα στοιχεία της
καταγωγής, της γλώσσας τους, των ηθών τους και του ακριβούς τόπου διαμονής τους
μέσα στην πόλη (Δημητριάδης, 1878: 402-403). Οι Τούρκοι κατοικούσαν στην κάτω
συνοικία, ανάμεσα σε κήπους, βλάστηση, ευφορία, που προκαλούνταν από το
νερό.Ωστόσο 25 μουσουλμανικές οικογένειες κατοικούσαν και στη χριστιανική
συνοικία. Η πόλη διέθετε πέντε τεμένη, από τα οποία τέσσερα διέθεταν μιναρέ, ενώ
υπήρχε ακόμη ένας μιναρές ερειπωμένος. Αξιόλογη είναι η αναφορά ότι ο μιναρές ενός
εν λειτουργία τεμένους, στην άκρη της χριστιανικής συνοικίας, είχε στην κορυφή του
μικρό σταυρό, ανάμεσα στις κεραίες της ημισελήνου. Η πόλη είχε ακόμη δυο
σιντριβάνια, πέντε μουσουλμανικές σχολές, μεντρεσέδες, με τριάντα ως σαράντα
ιεροσπουδαστές, καθώς και δύο στοιχειώδη σχολεία στα οποία δίδασκαν
ιεροδιδάσκαλοι (Μπάκας, 2003: 49). Οι μουσουλμάνες γυναίκες του Δεμίρ Ισάρ δεν
μετείχαν της εκπαίδευσης, αλλά μάθαιναν μόνο την προσευχή των Μωαμεθανών,
σύμφωνα με την θρησκευτική τους παράδοση. Αναφορικά με τα επαγγέλματά τους, οι
μουσουλμάνοι κάτοικοι της πόλης ήταν γεωργοί, εργάτες, κουρείς, πεταλωτές και
έμποροι. Ωστόσο υπήρχαν και ορισμένοι αρκετά πλούσιοι μπέηδες, αλλά και ισχυροί
βυρσοδέψες, με την αντίστοιχη συντεχνία τους (Καραθανάσης, 2013: 288)
Από οικονομικής πλευράς, η υποδιοίκηση ∆εμίρΙσάρ παρήγαγε καπνό, σιτηρά,
βαμβάκι, μετάξι, αφιόνι, σουσάμι (Ιγγλέσης, 1910: 14), όσπρια και ξυλάνθρακες και
κυρίως οπωροκηπευτικά (Μπάκας, 2003: 45). Η πόλη ήταν σπουδαίο κέντρο
15
βυρσοδεψίας, με μεγάλη εξαγωγή κατεργασμένων δερμάτων (Σκληρός, 1913: 205). Οι
κάτοικοι ασχολούνταν επίσης με την υφαντουργία ταπήτων, υφασμάτων και
προσοψιών, ενώ γινόταν εβδομαδιαία αγορά κάθε Σάββατο και οι επαγγελματίες ήταν
οργανωμένοι στις συντεχνίες των κηπουρών, παντοπωλών και υποδηματοποιών
(Ιγγλέσης, 1910: 64). Το 1866, μετά την εκδίωξή τους από την ρωσική επικράτεια,
εγκαταστάθηκαν στο Δεμίρ Ισάρ 50 οικογένειες Κιρκάσιων, που σταδιακά
ενσωματώθηκανμε τους υπόλοιπους μουσουλμάνους στη γλώσσα και τις συνήθειες.
Ως άνθρωποι ωστόσο απείχαν αρκετά από την ραθυμία των Τούρκων, ήταν όμως
επιρρεπείς στην κλοπή σύμφωνα με τις μαρτυρίες. Οι γυναίκες τους ασχολούνταν
κυρίως με τη ραπτική, την υφαντουργία και την κατασκευή υποδημάτων και κυρίων
σανδαλιών. Εκτός των ανωτέρω πληθυσμών, στον Δεμίρ Ισάρ κατοικούσαν ως ήδη
ελέχθη και Αθίγγανοι. Όσοι ήταν μουσουλμάνοι ζούσαν αναμεμειγμένοι με Τούρκους,
ενώ οι χριστιανοί, διαβιούσαν αντίστοιχα στην ελληνική συνοικία. Οι μουσουλμάνοι
Αθίγγανοι ήταν κυρίως σιδηρουργοί ή εργάτες στα κτήματα των τσιφλικάδων, ενώ οι
χριστιανοί ήταν επίσης σιδηρουργοί ή εργάτες στους μύλους (Καραθανάσης, 2013:
288).
Οι πόροι της ελληνικής κοινότητας, κατά την δεκαετία του 1870, δεν ήταν λίγοι
και ανέρχονταν σε πολλές χιλιάδες οθωμανικές λίρες, παρά το γεγονός ότι η οικονομία
της περιοχής περνούσε πολλές φορές κρίση. Το ταμείο του Κοινού διαχειριζόταν ο
ετησίως εκλεγόμενος έφορος, ο οποίος, μετά τη λήξη της θητείας του, ήταν υπόχρεος
να δίδει λογαριασμό στη γενική συνέλευση της κοινότητας. Κάθε έτος εκλεγόταν και
ο επίτροπος της εκκλησίας για να διαχειρίζεται τα έσοδα από το παγκάρι. Οι
συνελεύσεις της κοινότητας πραγματοποιούνταν στο οίκημα που διέμενε ο
αρχιερατικός επίτροπος του μητροπολίτη Μελενίκου, ο οποίος αρκετές φορές ήταν
επίσκοποςκαι ο οποίος συγκαλούσε και προήδρευε των συνελεύσεων. Ωστόσο, τη
δεκαετία του 1870, η κοινότητα ∆εμίρΙσάρ δεν διέθετε ακόμη Κανονισμό. Το
Οικουμενικό Πατριαρχείο, με επιστολή του στους προκρίτους του ∆εμίρΙσάρ,
εξέφραζε συχνά το ενδιαφέρον του αλλά και τη μέριμνά του για τα εκκλησιαστικά αλλά
και τα κοινοτικά της πόλης, κυρίως όμως όταν προκαλούνταν ζητήματα γύρω από τη
διαχείριση των εκπαιδευτικών πραγμάτων (Μπάκας, 2003: 50).
Σύμφωνα με πηγές των μέσων του 19ουαιώνα, πολλοί Έλληνες του Δεμίρ Ισάρ
έλκυαν την καταγωγή τους από το Μελενίκο, το οποίο στις περιγραφές της εποχής
χαρακτηρίζεται ως «ελληνικότατη περιοχή». Μάλιστα, στον ανώνυμο
αρθρογραφούντα στο περιοδικό«Παρνασσός», οι κάτοικοι του Μελενίκου ήταν
16
ιδιαίτερα εξευγενισμένοι, γνώστες της ελληνικής γλώσσας, εργατικοί και ευφυείς
(Καραθανάσης, 2013: 288-289).Η σταδιακή παρακμή του Μελένικου, ήδη από τα τέλη
του 19ουαιώνα, οδήγησε πολλούς από τους κατοίκους του, ιδίως εμπόρους, να
μετοικήσουν στο Πετρίτσι, στην Άνω Τζουμαγιά, και κυρίως στο Δεμίρ Ισάρ, καθώς
και άλλα μέρη, ενισχύοντας τον ελληνισμό των περιοχών αυτών. Επομένως, ο
Ελληνισμός στο Δεμίρ Ισάρ ενισχύθηκε σημαντικά δημογραφικά και πολιτιστικά από
ελληνικής καταγωγής μέτοικους από το γειτονικό Μελένικο, αλλά και από αρκετούς
αστούς Ηπειρώτες, που ήταν είτε ελληνόφωνοι είτε βλαχόφωνοι. Δίπλα σε αυτούς τους
πληθυσμούς, εξελληνίστηκαν γλωσσικά αρκετές οικογένειες σλαβόφωνων από τα
γύρω χωριά (Strezov, 1981: 851-852).
Πριν την εδραίωση της ελληνοφωνίας στο Δεμίρ Ισάρ, στις αρχές του 19ουαι.
(Δημητριάδης, 1878: 530), οι χριστιανοί της πόλης ήταν στην πλειοψηφία τους
σλαβόφωνοι, γεγονός που επιβεβαιώνει, εκτός από τον Στρέζοφ και τον Κάντσοφ
(1900) και ο Ι. Καλοστύπης (1886). Η ελληνική γλώσσα, γνώρισε ανάπτυξη και σε
άλλα μέρη στον καζά του Δεμίρ Ισάρ, ακολουθώντας το παράδειγμα της πόλης, του
διοικητικού κέντρου της περιοχής. Σε αμιγώς βλαχόφωνα χωριά (παράρτημα
φωτογραφιών- εικόνα 4), σύμφωνα με εκτιμήσεις (Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, 1993:
336), όπως χαρακτηριστικά στο χωριό Ράμνα, και μέσω της ελληνικής παιδείας, το
1912, υπήρχαν αρκετοί ελληνόφωνοι (Επιτελική Υπηρεσία του Ελληνικού Στρατού,
1919: 9). Στα Άνω Πορόια, με βάση την ίδια πηγή, γίνεται λόγος για 125 ελληνικές
βλαχόφωνες οικογένειες και παράλληλα και για 15 ελληνόφωνες οικογένειες
(Brancoff, 1905: 98).Θα πρέπει ακόμη να σημειωθεί η ύπαρξη τεραστίων διαφορών
πού παρουσιάζουν οι στατιστικές ακόμη και όταν ανήκουν στην ίδια εποχή, καθώς
έχουν διαφορετική προέλευση και εκφράζουν ανάλογα διαφορετικές επιδιώξεις και
στόχους των συντακτών τους (Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, 1993: 336). Ο γλωσσικός
εξελληνισμός της υπόλοιπης περιοχής ολοκληρώθηκε μετά την ενσωμάτωση της
περιοχής στον ελληνικό κορμό και με τον εποικισμό Ελλήνων προσφύγων ήδη από το
καλοκαίρι του 1915 (Επιτελική Υπηρεσία του Ελληνικού Στρατού, 1919: 9-10).
Οι Έλληνες κάτοικοι του Δεμίρ Ισάρ είχαν ωστόσο διαφορές στην ντοπιολαλιά
τους από τους κατοίκους του Μελένικου, συνηθίζοντας να χρησιμοποιούν συχνά το
υποκοριστικό «-πούλον» (ξυλόπουλον, ψωμόπουλον, γατόπουλον), ενώ σπάνιες ήταν
οι περιπτώσεις χρήσης βουλγαρικών ή τουρκικών λέξεων στο λεξιλόγιό τους. Φυσικά,
οι Έλληνες του Δεμίρ Ισάρ ενδιαφέρονταν για την εκπαίδευση και την πρόοδο των
παιδιών τους, ωστόσο δεν παρέλειπαν να εισάγουν στην καθημερινότητά τους
17
τουρκικά τραγούδια και τουρκική μουσική. Σε κάθε περίπτωση αξίζει να αναφερθεί για
τους Έλληνες κατοίκους του Δεμίρ Ισάρ πως ήδη από το έτος 1832 ανοικοδόμησαν
σχολείο με έξοδα της εκκλησίας, ενώ ως διδάσκαλος είχε διοριστεί κάποιος από το
Μελένικο. Η προσπάθεια για τη διατήρηση της ελληνικής παιδείας συνεχίστηκε και
στα επόμενα χρόνια, ενώ γενικότερα, στα σχολεία του Δεμίρ Ισάρ εισήχθησαν νέες
μέθοδοι, αλλά και τραγούδια με θέμα την Ελλάδα και την ελληνική ιστορία,
ενισχύοντας το εθνικό φρόνιμα των μαθητών (Καραθανάσης, 2013: 289).
Σε ό,τι αφορά τους βλαχόφωνους, αυτοί μετακινήθηκαν, όπως προαναφέρθηκε,
από την Ήπειρο στην Μακεδονία κατά κύματα στα τέλη του 18ουαι. μέχρι τις αρχές
του 19ου (Μαυρίδης, 2018). Οι πληθυσμοί αυτοί που μετοίκησαν στην περιοχή,
διαχωρίστηκαν σε δυο ομάδες, βασισμένες στην εργασία τους και στην κοινωνική τους
θέση. Με γνώμονα δε αυτόν τον διαχωρισμό, εγκαταστάθηκαν και σε διαφορετικές
περιοχές. Όσοι ήταν αγροκτηνοτρόφοι, ακολουθούσαν συνήθως τη νομαδική ζωή,
μετακινούμενοι σε πεδιάδες τους χειμερινούς μήνες και στα ορεινά τους
καλοκαιρινούς, ωστόσο πολλοί είχαν εγκατασταθεί μόνιμα στα χωριά της περιοχής.
Στη Ράμνα, για παράδειγμα, παρατηρήθηκε συνεχής παρουσία Βλάχων από το 1873,
γεγονός που φανερώνει ότι ήταν εδραίοι, ενώ στα ορεινά χωριά βορειοανατολικά του
Δεμίρ Ισάρ, οι αριθμοί των κατοίκων μεταβάλλονταν σε κάθε στατιστική, γεγονός που
φανερώνει ότι μάλλον μετακινούνταν στα βοσκοτόπια τους χειμώνακαλοκαίρι. Αυτή
ήταν και η κύρια αιτία αδυναμίας ακριβούς υπολογισμού των Βλάχων ημινομάδων
(Μαυρίδης, 2018, 33). Οι κάτοικοι της Ράμνας (300-500 άτομα), που ήταν ένα
απομονωμένο ορεινό χωριό, καθώς δεν υπήρχε βορειότερα κάποιο άλλο και οι κάτοικοι
της κοιλάδας, δεν το επισκέπτονταν συχνά, μιλούσαν βλάχικα, κυρίως οι γυναίκες, ενώ
οι άντρες γνώριζαν και τα βουλγάρικα (Weigand, 1899: 222-223).
Η δεύτερη ομάδα Βλάχων ήταν εκείνη των εμπόρων, που λόγω της
δραστηριότητάς τους μετοίκησαν μόνιμα στην περιοχή. Αρκετοί εγκαταστάθηκαν στο
Δεμίρ Ισάρ, άλλοι στα Άνω Πορόια, άλλοι στην ΒαϊρακλήΤζουμαγιά (σημερινή Νέα
Ηράκλεια, νοτίως του Δεμίρ Ισάρ). Σε ό,τι αφορά τον αριθμό των αστών αυτών
βλαχοφώνων, στα Άνω Πορόια διαβιούσαν 1000 άτομα, στο Δεμίρ Ισάρ 500, στο
Κρούσοβο 60 άτομα, στο Σεγγέλοβο 70, στην Τσέρβιστα 50-90 άτομα και στο Πέτροβο
60 άτομα (Brancoff, 1905: 105-113). Μετά το 1900 εμφανίζονται 20-25 οικογένειες
και στο Λιπός, ορεινό χωριό ανατολικά των Άνω Ποροΐων (Μαυρίδης, 2018: 34).
Σε ό,τι αφορά τους τουρκόφωνους και σλαβόφωνους πληθυσμούς στο Δεμίρ
Ισάρ, είχαν πιο δυναμική παρουσία συγκριτικά με τους Βλάχους. Αυτό διαφαίνεται από
18
τα ελάχιστα βλάχικα τοπωνύμια που άφησαν στις περιοχές διαμονής τους, ενώ τα
τουρκικά και τα σλαβικά που εντοπίζονται είναι πολύ περισσότερα. Ωστόσο, μολονότι
ο πληθυσμός των Βλάχων ήταν μικρός, η επιρροή τους στους σύνοικους πληθυσμούς
ήταν πολύ μεγάλη, καθώς προωθούσαν δυναμικά τον Ελληνισμό, στους χώρους
εγκατάστασής τους (Μαυρίδης, 2018: 35). Οι βλαχόφωνοι έμποροι ενίσχυσαν έτσι τον
ελληνικό χαρακτήρα της περιοχής, προωθώνταςτον γλωσσικό εξελληνισμό των
σλαβόφωνων και των Ρομάμέσω της ενίσχυσης της ελληνικής εκπαίδευσης, την οποία,
με την οικονομική δυνατότητα που διέθεταν, στήριξαν σημαντικά (Καφταντζής και
Τενεκετζής, 1973: 257-264).
Οι ίδιοι οι βλαχόφωνοι της Ράμνας με επιστολές τους προς την οθωμανική
διοίκηση στα τέλη του 19ου αιώνα, αυτοαποκαλούνταν ελληνόβλαχοι, ομιλητές της
ελληνικής γλώσσας και ταυτόχρονα της βλαχικήςδιαλέκτου, χριστιανοί ορθόδοξοι και
πιστοί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο τοποθετώντας οι ίδιοι τους εαυτούς τους στους
Έλληνες Ορθοδόξους και στο Rum-i-milleti. Μάλιστα, αποκήρυτταν κάθε προσπάθεια
προσεταιρισμού τους από τη ρουμάνικη προπαγάνδα, εμμένοντας στην ελληνικότητά
τους (Βλάχος, 1979: 109-110). Μοναδική εξαίρεση ίσως, στα Άνω Πορόια όπου οι
σλαβόφωνοι εξαρχικοί κάτοικοι, επηρέασαν και τους βλαχόφωνους της ίδιας
κοινότητας, απομακρύνοντας ένα μέρος τους από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και
συμβάλλοντας κατ’ επέκταση στη δημιουργία μιας μικρής ρουμανικής κοινότητας εκεί
ήδη από το 1900. Η αλλαγή που συντελέστηκε στα Άνω Πορρόια, επηρέασε, όπως ήταν
φυσικό, και τους κατοίκους της γειτονικής Ράμνας, η οποία περιτριγυρισμένη από
χωριά ενταγμένα στη Βουλγαρική Εξαρχία, δεχόταν ποικίλες πιέσεις με σκοπό να
αποσχιστεί και αυτή από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η άνοδος του βουλγαρισμού
στα σλαβόφωνα χωριά είχε ως αποτέλεσμα την αντίστοιχη ενδυνάμωση του
ρουμανισμούς τους βλαχόφωνους της υπαίθρου, κυρίως κτηνοτρόφους (Μπάκας,
2003: 51).
Κατά τον 19οαιώνα ο χριστιανικός πληθυσμός στον καζά του Δεμίρ Ισάρ ήταν,
όπως προαναφέρθηκε, πλειοψηφικά σλαβόφωνος (Βακαλόπουλος, 1996: 264-265). Οι
σλαβόφωνοι χριστιανοί υπήρξαν η πληθυσμιακή ομάδα της Οθωμανικής Μακεδονίας
με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τους ερευνητές, ιστορικούς και ιστοριοδίφες της
εποχής. Η βασική αιτία αυτής της ερευνητικής διάθεσης για τον συγκεκριμένο
πληθυσμό, ήταν η ομοιότητά του, γλωσσική και πολιτιστική τόσο με τους Βούλγαρους,
όσο και με τους Σέρβους. Εξαιτίας της σημαντικής τους παρουσίας στον χώρο της
Μακεδονίας, η δύναμη που θα τους κατηύθυνε θα είχε και τον έλεγχο της Μακεδονίας.
19
Ωστόσο, στην πλειοψηφία τους και παρά την αλλογλωσσία τους, είχαν καθαρή εθνική
ελληνική συνείδηση, την οποία υπεράσπισαν με αγώνες εμμένοντας ταυτόχρονα στην
υπαγωγή τους στο Οικουμενικό Πατριαρχείο (Μιχαηλίδης, 2003: 101).
Οι σλαβόφωνοι χριστιανοί της Μακεδονίας αλλά και κατ΄ επέκταση της
περιοχής του Δεμίρ Ισάρ, βρέθηκαν όπως αναμενόταν στο επίκεντρο του κυκεώνα του
βαλκανικού ανταγωνισμού, προσδιόριζαν, όπως προαναφέρθηκε, οι περισσότεροι τους
εαυτούς τους ως Ρωμιούς (Ορθοδόξους Χριστιανούς) ακολουθώντας τον διαχωρισμό
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε μιλλέτ βάσει του θρησκεύματος (Μαζάουερ, 2002:
101)ή απλά ως Έλληνες (Abbott, 1903: 109-110). Αντίθετα, προσδιόριζαν τον εαυτό
τους ως Βούλγαρους, όσοι είχαν διαμορφώσει βουλγαρική εθνική συνείδηση μετά τα
μέσα του 19ου αιώνα (Κωστόπουλος, 2008: 48-49).
Μετά την πόλη του Δεμίρ Ισάρ, τα Άνω Πορρόια ήταν ο δεύτερος σε μέγεθος
οικισμός της ομώνυμης υποδιοίκησης. Το χωριό είναι κτισμένο αμφιθεατρικά σε δύο
αντικριστές πλευρές μιας χαράδρας της οροσειράς του Μπέλλες (Κερκίνης) και
διαρρεέται από άφθονα νερά (Πέννας, 1989: 10). Το χωριό διαχωριζόταν σε δύο
μεγάλες συνοικίες, το Βαρόσι και τον Πελοπόννησο Μαχαλά. Η δεύτερη αυτή
συνοικία, ονομάστηκε έτσι από τους ελληνόφωνους κατοίκους της και διέθετε τέσσερις
εκκλησίες της, την εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, του Αγίου Γεωργίου, του
Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Νικολάου (Μπάκας, 2003: 51). Η ελληνική κοινότητα
αποτελούνταν κυρίως από βλαχόφωνους, ελληνόφωνους και λίγους σλαβόφωνους
κατοίκους, ενώ ήταν η κοινότητα με τα περισσότερα μέλη στην περιοχή. Οι έριδες που
προκλήθηκαν εξαιτίας της ανάπτυξης του βαλκανικού εθνικισμού, οδήγησαν στην
πυρπόληση του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου το 1907, από τους ρουμανίζοντες
του χωριού, σε συνεργασία με τους Βουλγάρους κομιτατζήδες (Πέννας, 1989: 31-32).
Ωστόσο, γρήγορα ο ναός ανοικοδομήθηκε εκ νέου, μετά από διενέργεια εράνου. Το
πρώτο σχίσμα στην έως τότε ενιαία ορθόδοξη κοινότητα επήλθε ήδη από το έτος 1883,
όταν, στα Άνω Πορρόια, οι βουλγαρόφρονες κάτοικοι ίδρυσαν διαφορετική κοινότητα,
με δικό τους ναό και σχολείο και με την αρωγή του Σερραίου Λελεγιάννη, οργάνου της
Βουλγαρικής Εξαρχίας, του πρώην ελληνοδιδασκάλου Στογιάννη Γκαϊγκάρωφ και του
ηγουμένου της μονής Προδρόμου Σερρών ∆ιονυσίου. Το 1908, στα Άνω Πορρόια
κατοικούσαν 125 οικογένειες Ελλήνων βλαχοφώνων, 40 οικογένειες βουλγαρικές, 100
τουρκικές και 40 ρουμανιζόντων. Στα γειτονικά Κάτω Πορόια, ελληνόφωνη ήταν μόνο
η οικογένεια του Ιωάννη Καγιάννου, ενώ υπήρχαν 200 οικογένειες μουσουλμανικές
και 300 οικογένειες σλαβόφωνες (Μπάκας, 2003: 51).
20
Στο σαντζάκι των Σερρών ανάμεσα στα έτη 1782 έως 1813, κατέφυγαν πολλοί
πληθυσμοί, κατατρεγμένοι από τη δικαιοδοσία του Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Πολλοί
απ' αυτούς ήταν, όπως αναφέρθηκε, Βλάχοι, αλλά μάλλον μαζί με αυτούς έφθασαν και
πολλοί Αλβανοί μουσουλμάνοι και ενδεχομένως και άλλοι σλαβόφωνοι (Πέννας, 1966:
99-101). Οι ερχόμενοι στην περιοχή οι Αλβανοί, δε διέθεταν μια παγιωμένη εθνική
συνείδηση, με αποτέλεσμα, ανάλογα στο περιβάλλον στο οποίο κατέληγαν και
ανάλογα με την πίστη τους, να θεωρούν τους εαυτούς τους πότε Τούρκους, πότε
Έλληνες ακόμα και Βούλγαρους (Ivanov, 1915: LXII). Χαρακτηριστικά, κατά τη
διάρκεια του 1907, σημειώνεται η παρουσία Αλβανών στο ΓενίΤσιφλίκ (Λαούρδας και
Πέννας, 1959: 111) και σε χωριά του καζάΜελενίκου, ενώ για το Δεμίρ Ισάρ, Έλληνες
και Βούλγαροι ιστοριοδίφες των τελών του 19ου και αρχών του 20ού αιώνα δεν
αναφέρουν τίποτα για αλβανικούς πληθυσμούς, παρόλο που υπάρχουν ορισμένα
λείψανα της παρουσίας τους σε επίθετα και στην ενδυμασία (Ιγγλέσης, 1910: 65).
Εκτός από τους Αλβανούς και τους υπόλοιπους πληθυσμούς που διαβιούσαν
στην Μακεδονία κατά την υπό μελέτη περίοδο, στην ανθρωπογεωγραφία των
πληθυσμών ανήκαν και οι Πομάκοι, μολονότι ο κύριος όγκος παρουσίας τους ήταν στη
γειτονική οροσειρά της Ροδόπης (Δυτική Ροδόπη). Ως Πομάκοι χαρακτηρίζονταν στα
τέλη του 19ου αιώνα οι σλαβόφωνοι μουσουλμάνοι. Την εποχή αυτή, οι Πομάκοι δεν
αποτελούσαν ξεχωριστή εθνότητα μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στο καζά του
Δεμίρ Ισάρ υπήρχε ένα πομακικό χωριό, το Πάλμες (Strezov, 1891: 860), το οποίο μαζί
με το Άνω Γκορμπάσοβο και Κάτω Γκορμπάσοβο του καζά Δοϊράνης συνέθεταν μια
μικρή νησίδα σλαβόφωνων μουσουλμάνων(Kanchov, 1900: 44-45).
Άλλη μια εθνοτική ομάδα, αυτή των Τσερκέζων, ήρθε στην περιοχή της
Βαλκανικής και της Μακεδονίας ειδικότερα, μετά από μετατοπίσεις και
μεταναστεύσεις, από τον Καύκασο και κατόπιν διώξεων από τους Ρώσους. Οι
μετατοπίσεις αυτές, ευνοήθηκαν από την οθωμανική ηγεσία, καθώς οι Τσερκέζοι ήταν
μουσουλμάνοι και για τον λόγο αυτό, η Οθωμανική Αυτοκρατορία τους τοποθέτησε σε
σύνορα ή αραιοκατοικημένες περιοχές κυρίως κατά μήκος των νέων σιδηροδρομικών
γραμμών (Quataert, 2006: 207). Στο καζά του Δεμίρ Ισάρ εγκαταστάθηκαν περίπου
500-1000 Τσερκέζοι. Λίγες μέρες αφ' ότου έφτασαν στην περιοχή, μοιράστηκαν στα
γύρω χωριά, στα οποία τους δόθηκαν δωρεάν κατοικίες και γαίες. Πέρα από την πόλη
του Δεμίρ Ισάρ, συναντώνται 25 οικογένειες στη Βέτερνα και άλλες 15 στο Μπαρακλή
(Kanchov, 1900: 116-117). Οι Τσερκέζοι επιδίδονταν σε ληστρικές επιδρομές σε βάρος
κυρίως των χριστιανών κατοίκων της περιοχής (Δημητριάδης, 1878: 536), ενώ
21
χαρακτηρίζονται και ως ιδιαίτερα αδέξιοι στην εκμάθηση της τουρκικής γλώσσας
(Μπάκας, 2003: 210, 216).
Ένας ακόμη πληθυσμός της περιοχής οι Ρoμά, αναφέρονται ήδη από το δεύτερο
μισό του 15ου αιώνα στο Δεμίρ Ισάρ, ως πρώτη αναφορά εμφάνισής τους, σε
απογραφικά κατάστιχα (Ζάχος, 2011: 227). Ο αριθμός τους σύμφωνα με αυτά, ήταν
252 οικογένειες στην περιοχή. Η διαφορετικότητα των Ρομά από τις άλλες
πληθυσμιακές ομάδες ήταν έκδηλη, καθώς διαφοροποιούνταν, είτε ως χριστιανοί είτε
ως μουσουλμάνοι. Επί παραδείγματι, οι άντρες μουσουλμάνοι Ρομά στο Δεμίρ Ισάρ
δεν πήγαιναν στο τζαμί, ενώ οι γυναίκες μουσουλμάνεςΡομά δεν κάλυπταν το σώμα
και το πρόσωπό τους. Η γλώσσα τους ήταν η ρομανί, που ανήκει στις Ινδοευρωπαϊκές
γλώσσες. Οι ίδιοι ήδη από τα τέλη του 19ουαιώνα αυτοαποκαλούνταν Ρομά, παρόλο
που τα άλλα έθνη τους ονόμαζαν με διαφορετικούς τρόπους. Αυτή η επιλογή των Ρομά,
προκαλούσε το ενδιαφέρον των μελετητών και ερευνητών της εποχής (Δημητριάδης,
1878: 538).Οι Ρομά του Δεμίρ Ισάρ είχαν επιλέξει την εγκατάσταση στα περίχωρα της
πόλης, κοντά όμως στους υπόλοιπους μουσουλμανικούς πληθυσμούς και οι
περισσότεροι εργάζονταν για εκείνους, σε εργασίες σιδηρουργικής και γεωργικής κ.ά.
(Δημητριάδης, 1878: 537-538). Οι γυναίκες Ρομά κατέληγαν ως υπηρέτριες σε
τούρκικα σπίτια. Οι σχέσεις των Ρομά, χριστιανών και μουσουλμάνων, με τους
Τούρκους ως προς την οικονομική της έκφανση, υπήρξε ιδιαιτέρως στενή (Gavrilova,
1999: 114-116) με αποτέλεσμα τη σύντομη χρονικά εναλλαγή της γλώσσας τους και
τον σταδιακό γλωσσικό εκτουρκισμό τους. Χωριά με χριστιανούς εδραίους Ρομά, όπως
το Ερνί-Κιοΐ (σημ. Ποντισμένο), επίσης εκτουρκίζονται γλωσσικά (Χατζηκυριάκος,
1906: 219-220). Ο γλωσσικός εκτουρκισμός αποτελούσε απότοκο της επαφής των
Ρομά κυρίως με τους Τούρκους, που τους οδηγούσε, στην πορεία των ετών, να χάσουν
τη δική τους μητρική γλώσσα χάριν της τουρκικής (Κωστούλα-Μακράκη, 2001: 47-
50).
Η πληθυσμιακή ομάδα των Βοσνίων και των μουσουλμάνων Σέρβων
εγκαταστάθηκε στην Μακεδονία από το 1878 έως το 1908, μετά από τις αναταραχές
στη Βοσνία με την Αυστροουγγαρία. Η γλώσσα αυτών των πληθυσμών ήταν η ίδια με
τους Σέρβους ορθοδόξους και τους Κροάτες ρωμαιοκαθολικούς. Ωστόσο, εξαιτίας της
διαφορετικότητας της θρησκείας από τους Νεότουρκους αποκαλέστηκαν και
«Muhadjirs», δηλαδή πρόσφυγες και για τον λόγο αυτόν χρησιμοποιήθηκαν για τον
εποικισμό της Μακεδονίας και της Θράκης, ενδυναμώνοντας, βάσει σχεδίου, το
μουσουλμανικό στοιχείο της περιοχής. Μάλιστα, χαρακτηριστική είναι η αντίδραση
22
των πληθυσμών των περιοχών για την έλευση των Βοσνίων και μουσουλμάνων
Σέρβων με το παράδειγμα του συλλαλητηρίου διαμαρτυρίας στο Μελένικο το 1910
(Μπάκας, 2003: 185).
23
Κεφάλαιο 2o
Ξένες προπαγάνδες και ελληνική εκπαίδευση στον καζά του
Δεμίρ Ισάρ κατά την περίοδο 1870-1913
2.1 Η ξένη προπαγάνδα στην υποδιοίκηση Δεμίρ Ισάρ
Οι προπαγανδιστικές κινήσεις στην Μακεδονία υπήρξαν πολλές, κυρίως κατά
τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, με διαφορετικό περιεχόμενο και
στόχευση η καθεμιά. Χαρακτηριστικά, οι Βούλγαροι αποπειράθηκαν με αφορμή την
ορθοδοξία και τη σλαβοφωνία μέρους των κατοίκων, να συσπειρώσουν τους
σλαβόφωνους χριστιανούς της Μακεδονίας. Η βουλγαρική αυτή δράση οδήγησε σε μια
σειρά ενόπλων συγκρούσεων, με αποκορύφωμα τα έτη 1904 έως 1908, την ένοπλη
δηλαδή φάση του Μακεδονικού Αγώνα (Τσάμης, 1975: 47-49). Την περίοδο αυτήν, η
ευρύτερη περιοχή της Σιντικής υπέφερε τα πάνδεινα από του Βούλγαρους
κομιτατζήδες, ακολουθώντας την τύχη πολλών περιοχών στην Μακεδονία. Ήδη,από
το 1900,βουλγαρικές ένοπλες ομάδεςεισχώρησαν στο Μελένικο, στο Πετρίτσι, στο
Σιδηρόκαστρο και στις λοιπές περιοχές του καζάΔεμίρ Ισάρ, προβαίνοντας σε
επιθέσεις, λεηλασίες, εμπρησμούς ελληνικών περιουσιών, αλλά και σε δολοφονίες και
βιασμούς σε βάρος των κατοίκων (Καραθανάσης, 2013: 290)
Στον σχεδιασμό τους οι Βούλγαροι επιχείρησαν να χρησιμοποιήσουν και τις
ξένες δυνάμεις. Επιφανείς δημοσιογράφοι, σε μεγάλες ευρωπαϊκές εφημερίδες της
εποχής, όπως η ελβετική L' Effort, έγραφαν άρθρα χρηματοδοτούμενοι από τη Σόφια.
Το Βαλκανικό Κομιτάτο επίσης συνετέλεσε στη δημιουργία μιας όχι αμελητέας
φιλοβουλγαρικής βιβλιογραφίας, στην οποία και περιέχονταν φωτογραφίες
εγκλημάτων σε βάρος Βουλγάρων από Έλληνες κυρίως. Βούλγαροι πολιτικοί,
δημοσιογράφοι, αναλυτές, ακαδημαϊκοί, όργωναν την Ευρώπη και προέβαιναν σε
ομιλίες για την τυχόν αδικία που υφίστανται οι Βούλγαροι της Μακεδονίας. Σε
αντίθεση με τους Έλληνες ενόπλους, οι Βουλγαρικές συμμορίες δρούσαν ανενόχλητες
σε ολόκληρη τη Μακεδονία, εξαιτίας της συνεργασίας τους με τους Νεότουρκους
(Ριτζαλέος, 2006: 232).
Ειδικότερα, για την περιοχή του Δεμίρ Ισάρ οι προσπάθειες εκβουλγαρισμού
των σλαβόφωνων κατοίκων δεν ήταν λίγες. Όλες οι απόπειρες αποσκοπούσαν στη
μείωση ή και στην εξάλειψη του ρόλου και της συμμετοχής των Ελλήνων της περιοχής
24
στις εξελίξεις για το μέλλον των μακεδονικών αυτών περιοχών. Τα βουλγαρικά ένοπλα
σώματα, λαμβάνουν μεγαλύτερη και εντονότερη δράση εναντίον των Ελλήνων από τις
αρχές του 1898. Συγκεκριμένα, στα βουλγαρικά ένοπλα σώματα που έδρασαν στην
περιοχή του Δεμίρ Ισάρ, ως αρχηγός τους τοποθετήθηκε ο Σίτσο Άτσεφ (Τσάμης, 1975:
102). Λίγα χρόνια αργότερα, στις αρχές του 20ού αιώνα οι δράσεις των βουλγαρικών
ένοπλων σωμάτων στις υποδιοικήσεις Μελενίκου και ∆εμίρ Ισάρ γίνονται εντονότερες,
τρομοκρατώντας τα πατριαρχικά χωριά και πράττοντας συνεχόμενες προβοκάτσιες
(Μπάκας, 2003: 237). Μάλιστα, οι Βούλγαροι κομιτατζήδες τον Απρίλιο του 1902,
δολοφόνησαν τον πρόκριτο του χωριού Σάβγιακο Γεώργιο Λιόντα, καθώς με την
αρωγή του θύματος, η πλειοψηφία των κατοίκων του χωριού υπόκειντο στο
Πατριαρχείο (Μπάκας, 2003: 238).
Η προπαγάνδα των Βουλγάρων, ήταν έντονη και στο ζήτημα της εκπαίδευσης.
Αποτέλεσμα να προκληθεί ένας άτυπος «πόλεμος» στο χώρο της εκπαίδευσης μεταξύ
Ελλήνων και Βουλγάρων και ένας ισχυρός ανταγωνισμός μεταξύ τους. Μάλιστα, ως
προς το σκέλος της ίδρυσης και λειτουργίας βουλγαρικών σχολείων στην Μακεδονία,
το βουλγαρικό κράτος ήταν αποφασισμένο να προβεί σε όλες τις απαραίτητες νόμιμες
και παράνομες ενέργειες, αρκούσε μόνο να αύξανε τον αριθμό των βουλγαρικών
σχολείων και των Βούλγαρων διδασκάλων προκειμένου μέσω της παιδείας να
επηρεαστεί και η ταυτότητα των κατοίκων της περιοχής. Από έρευνα της εποχής, που
διεξήχθη από τις οθωμανικές αρχές, αποδείχθηκε ότι από τα βουλγαρικά σχολεία που
λειτουργούσαν στην περιοχή των Σερρών, εννέα δεν διέθεταν την απαιτούμενη άδεια
και ότι από τους 48 διδασκάλους, οι 23 έφεραν εικονικές άδειες διδασκαλίας
ανύπαρκτων βουλγαρικών γυμνασίων στο ∆εμίρΙσάρ, το Σπάτοβο και την Τζουμαγιά
(Μπάκας, 2003: 252).
Οι Βούλγαροι επιδίωκαν συστηματικά την ανάδειξη της βουλγαρικής
παρουσίας στην Μακεδονία, χρησιμοποιώντας ως εργαλείο τη γλώσσα των
πληθυσμών, την οποία όπως ανέφεραν, έπρεπε να διδάσκονται στα σχολεία ως μητρική
τους οι κάτοικοι της Μακεδονίας. Ωστόσο, παρά την προπαγανδιστική αυτή
προσπάθεια των Βουλγάρων να περιορίσουν την ελληνική γλώσσα, η εκπαιδευτική
επικράτηση του Ελληνισμού στη Μακεδονία υπήρξε πασίδηλη. Την υπεροχή της
ελληνικής εκπαίδευσης κατεδείκνυαν και οι σύγχρονοι χάρτες του RichardvonΜach
(1899 στο Γούναρης, 2010: 230). Στην παραπάνω ελληνική προσπάθεια, έντονη ήταν
και η βουλγαρική απάντηση, με αντίστοιχες δημοσιεύσεις. Ο ΒασίλΚάντσεφ,
επιθεωρητής των βουλγαρικών σχολείων της Μακεδονίας, σε έργο του που αφορούσε
25
αναλυτικούς πίνακες δημογραφικών στοιχείων για κάθε χωριό, ανέδειξε τη
Μακεδονία, ως μια κατεξοχήν βουλγαρική χώρα, με σχεδόν αποκλειστικά Βούλγαρους
κατοίκους. Ανάλογος ήταν και ο χάρτης της Βουλγαρικής Εξαρχίας του Ινστιτούτου
Χαρτογραφίας της Σόφιας. Εν αντιθέσει με σερβικούς και ελληνικούς χάρτες, οι
βουλγαρικοί αυτοί χάρτες δεν παρουσίαζαν περιοχές που επηρεάζονταν από τη
Βουλγαρία, αλλά βουλγαροποιούσανσχεδόν ολόκληρη την μακεδονική χώρα.
Μάλιστα λίγα χρόνια αργότερα, το 1904, η βουλγαρική προπαγάνδα στη μητρόπολη
Μελενίκουκαι συνεπώς και στην υποδιοίκηση του Δεμίρ Ισάρ, ενθάρρυνε μελλοντικές
εξεγέρσεις Βουλγάρων χωρικών της περιοχής. Παράλληλα, διάφορες βουλγαρικές
συμμορίες (Ζλάτκου, Ντόντσιου) τρομοκρατούσαν, λεηλατούσαν και φορολογούσαν
τα χωριά της περιοχής. Ο δε αριθμός των ένοπλων ομάδων, ολοένα και μεγάλωνε, με
αποτέλεσμα το 1905 οι βουλγαρικές συμμορίες να είναι ακόμη περισσότερες,
λεηλατώντας όλες τις περιοχές της Μακεδονίας γενικότερα και των Σερρών ειδικότερα,
με τις περιοχέςτης Άνω Τζουμαγιάς, του Μελενίκου, του Πετριτσίου και του
∆εμίρΙσάρ, να βιώνουν ένα μεγάλο άγχος (Μπάκας, 2003: 245, 250).
Οι βουλγαρικές ένοπλες ομάδες εκμεταλλευόντουσαν κάθε πιθανή ευκαιρία
που τους δινόταν για εκφοβισμό (DemeterandCsaplár-Degovics, 2014: 21) ώστε να
διατρέχουν με την ανοχή των οθωμανικών αρχών, όλη την μακεδονική επικράτεια.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το 1905, όταν διενεργήθηκε απογραφή του
πληθυσμού από τις οθωμανικές αρχές. Οι Βούλγαροι διέτρεχαν τις περιοχές της
επαρχίας Μελενίκου και κυρίως το διαμέρισμα του ∆εμίρΙσάρ, τρομοκρατώντας όλους
τους ορθόδοξους σλαβόφωνους χωρικούς ώστε να δηλώσουν στην απογραφή ως
Βούλγαροι εξαρχικοί. Ουσιαστικά, επεδίωκαν να δημιουργήσουν την πεποίθηση ότι οι
πληθυσμοί αυτοί είναι διαφορετικοί από τους υπόλοιπους χριστιανούς και πως δεν
ανήκαν στο μιλλέτ των Ρωμιών, όπως ίσχυε μέχρι πρότινος. Πολλοί χωρικοί,
βλέποντας πως κινδύνευαν σοβαρά από τη δράση των Βούλγαρων εξαρχικών και από
απόγνωση, υποχωρούσαν και δήλωναν πίστη στη Βουλγαρική Εξαρχία. Στο χωριό
Ράδοβο μάλιστα, οι Βούλγαροι ένοπλοι προέβησαν σε ξυλοδαρμό τεσσάρων
προκρίτων, προς παραδειγματισμό των χωρικών, καθώς τους ζητούσαν να
απομακρυνθεί ο Έλληνας ιερέας τους. Σε περίπτωση άρνησης του χωριού να
ικανοποιήσει το αίτημά τους, απείλησαν τους χωριανούς με πυρπόληση του
οικισμού(Μπάκας, 2003: 138).
Οι κάτοικοι της περιοχής, απέστειλαν επιστολές διαμαρτυρίας στο
Πατριαρχείο, εκφράζοντας την αγανάκτηση, τον φόβο και το παράπονό τους για τις
26
βουλγαρικές ενέργειες εναντίον τους, τονίζοντας παράλληλα και την αδράνεια των
τοπικών οθωμανικών αρχών. Ανάλογη ήταν και η μορφή του οικονομικού πολέμου
που κήρυξαν οι σχισματικοί στο ∆εμίρΙσάρ εναντίον των σλαβόφωνων πατριαρχικών
κατοίκων, δηλαδή αυτών με την αναμφισβήτητη ελληνικήσυνείδηση (Μιχαηλίδης,
2007: 325), ώστε να τους εξαναγκάσουν να αποσχιστούν και εκείνοι. Η δράση ωστόσο
των Βούλγαρων εξαρχικών, δεν γνώρισε ανάσχεση, παρόλο που υπήρχαν και ελληνικά
σώματα στην περιοχή. Τα βουλγαρικά ένοπλα σώματα συνέχισαν να δολοφονούν,
δικαιολογώντας τις ενέργειές τους, ως απαραίτητες για την εθνική και πατριωτική
συγκρότηση της Βουλγαρίας. Το 1907 μάλιστα δραστηριοποιούνταν δύο βουλγαρικές
συμμορίες στον καζά του ∆εμίρΙσάρ.
Η δράση των ομάδων αυτών, ήταν έντονη, δριμεία και δεν διαχώριζε τους
στόχους της, καθώς στρεφόταν τόσο εναντίων Ελλήνων και Οθωμανών, όσο και των
ίδιων των Εξαρχικών, όσων δηλαδή διαφωνούσαν ανοιχτά με τις δράσεις και την
πολιτική του Κομιτάτου και τις αθρόες δολοφονίες πολιτών (Μπάκας, 2003: 254-255).
Ο πόλεμος που είχαν κηρύξει οι Βούλγαροι σε βάρος των Ελλήνων του Δεμίρ Ισάρ
διέθετε και οικονομικές προεκτάσεις, καθώς αποπειράθηκαν να περιορίσουν τις
οικονομικές και επαγγελματικές συναλλαγές των Ελλήνων, με σκοπό και τον
οικονομικό αφανισμό τους. Ωστόσο, οι Έλληνες κάτοικοι αντιτάχθηκαν σθεναρά σε
αυτές τις προσπάθειες, εφευρίσκοντας μεθόδους αλληλοβοήθειας, όπως ήταν και η
πρόταση του Έλληνα Στιβαρού, για την ίδρυση παραρτήματος ελληνικής Τράπεζας,
που θα διευκόλυνε του Έλληνες βιοτέχνες και εμπόρους, αλλά και η πρόταση για την
ίδρυση ελληνικού εργοστασίου, που θα αξιοποιούσε την υδάτινη αφθονία της περιοχής
(Καραθανάσης, 2013: 290). Η προπαγανδιστική συμπεριφορά των Βουλγάρων
αναπτυσσόταν ακόμη και σε οικονομικό επίπεδο, όπως ήδη ελέχθη. Δεν ήταν μάλιστα
σπάνια η τακτική οι Βούλγαροι να εκμισθώνουν μεγάλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις
ανθρώπων, κυρίως Ελλήνων, οι οποίοι απουσίαζαν από την περιοχή και διέμεναν στη
Θεσσαλονίκη ή στην Αθήνα. Στόχος ήταν οι Βούλγαροι να αποκτήσουν την
οικονομική δύναμη της περιοχής, αποτελώντας βασικούς εργοδότες των χωρικών, με
αποτέλεσμα οι τελευταίοι να παρασύρονται από αυτούς και να
εκβουλγαρίζονται(Μπάκας, 2003: 238).
Σε ό,τι αφορά ευρύτερα την περιοχή, μεροληπτική υπέρ των Βουλγάρων ήταν
και η στάση των Ευρωπαίων αστυνομικών που στις αρχές του 20ουαιώνα βοηθούσαν
στη μεταρρύθμιση της οθωμανικής χωροφυλακής και ιδίως των Γάλλων. Οι τελευταίοι
απέστειλαν αξιωματικούς ώστε να εποπτεύσουν την περιοχή και να εξάγουν
27
χρήσιμακαιαξιοποιήσιμασυμπεράσματα για αυτήν (Βούρη, 1992: 184). Ωστόσο, από
όσα συντελέστηκαν, οι αξιωματικοί αυτοί που είχαν αναλάβει την οργάνωση της
χωροφυλακής στο Σαντζάκι των Σερρών, επεδίωκαν τη δημιουργία προβλημάτων στον
Ελληνισμό της περιοχής. Ο λοχαγός LeonLamouche, υπεύθυνος για το διαμέρισμα
∆εμίρΙσάρ, επισκέφθηκε την περιοχή δράσης του, συζήτησε με τους κατοίκους σε
εκκλησίες και χωριά και επιχείρησε ανεπιτυχώς να εκμαιεύσει από τους μαθητές και
τους χωρικούς την ομολογία ότι η μητρική τους γλώσσα ήταν η βουλγαρική ή η
βλαχική και όχι η ελληνική. Επίσης, και ο υπεύθυνος για το γειτονικό διαμέρισμα
Μελενίκου υπολοχαγός Jaroux έλαβε ξεκάθαρη στάση υπέρ των Βουλγάρων (Μπάκας,
2003: 248). Την ίδια εποχή, ο Paillarès, διεξήγαγε επιτόπια έρευνα σε ολόκληρη την
προξενική περιφέρεια Σερρών για την εθνικότητα των κατοίκων. Τα πορίσματα
ωστόσο, κατέδειξαν την υπεροχή του Ελληνισμού στην περιοχή, ανταπαντώντας στη
βουλγαρική προπαγάνδα του Βούλγαρου D. M. Brancoff (1905) που εξαφάνιζε σχεδόν
τον Ελληνισμό της περιοχής και κυρίως των μεγάλων κέντρων της. Η έρευνα του
Paillarès (Paillarès, 1994) υπήρξε καθοριστική για την εξέλιξη των γεγονότων, μιας και
ανέτρεψε εντελώς το εγχείρημα των Βουλγάρων να αποδείξουν στην Ευρώπη την
υπεροχή τους στο μακεδονικό χώρο.
Στις προπαγανδιστικές ενέργειες των Βουλγάρων εντάσσονταν και οι πολιτικές
υποσχέσεις τους στους κατοίκους της Μακεδονίας, για φορολογική ατέλεια, για
ανάπτυξη του βιοτικού επιπέδου, για ίδρυση εκκλησιών, σχολείων και έργων
υποδομής, για την ενίσχυση των συγκοινωνιών, για δωρεάν παιδεία και φυσικά για
αναδιανομή των εθνικών γαιών στους ακτήμονες. Οι χωρικοί ευελπιστώντας σε ένα
καλύτερο για εκείνους μέλλον, πείθονταν να πραγματοποιήσουν πολυπληθή
συλλαλητήρια, στις περιοχές του Μελενίκου, του Νευροκοπίου, του Δεμίρ Ισάρ και
της Κάτω Τζουμαγιάς, εναντίον της οθωμανικής τοπικής διοίκησης και της ελληνικής
κοινότητας. Απώτερος στόχος των συλλαλητηρίων αυτών ήταν για τους Βούλγαρους,
η ανάδειξη στην Ευρώπη, της βουλγαρικής υπεροχής. Καθώς στα αστικά και ημιαστικά
κέντρα ο πληθυσμός ήταν κατεξοχήν ελληνικός, οι δράσεις αυτές λάμβαναν χώρα στην
ύπαιθρο, υποκινούμενες από Βούλγαρους οπλαρχηγούς, που ήταν συνήθως και οι
βασικοί ομιλητές της διαδήλωσης όπως ο Βούλγαρος οπλαρχηγός
ΓιάνεΣαντάνσκι(Μπάκας, 2003: 261).
Οι εκβιασμοί, οι απειλές, οι ένοπλες επιθέσεις αλλά και η πίεση του
οικονομικού αποκλεισμού των εμπόρων τωναντίπαλων μερίδων (Μαυρίδης, 2018: 62),
υπήρξαν μέρος της καθημερινότητας για τις ελληνικές κοινότητες της περιοχής.
28
Απάντηση στη βία των Βουλγάρων, δόθηκε από ελληνικά ένοπλα τμήματα, που
στόχευαν στο να ανακουφίσουν από τα δεινά του τον ελληνικό πληθυσμό. Κατά το
1909, Έλληνες αξιωματικοί υπηρετούσαν ως έμμισθοι πολιτοφύλακες και
αγγελιοφόροι των ελληνικών σωμάτων που δρούσαν στην ευρύτερη περιοχή του Δεμίρ
Ισάρ, ενώ ο μητροπολίτης Μελενίκουμε δικές του ενέργειες προσπαθούσε να επιλύσει
τα γενόμενα προβλήματα, αποτρέποντας βουλγαρικές ενέργειες, μέσω κατάλληλων
ενημερώσεων των οθωμανικών αρχών και του Πατριαρχείου για τα
τεκταινόμενα(Μπάκας, 2003: 261, 268). Μέχρι το 1907 δραστηριοποιούνταν ήδη
τέσσερα ελληνικά σώματα στην ευρύτερη περιοχή των Σερρών. Οι απόπειρες της
ελληνικής πλευράς να προστατέψει τους Έλληνες της Μακεδονίας, δυσχεραινόταν
όμως, σε περιπτώσεις περιοχών, όπως η περιοχή του Δεμίρ Ισάρ, που βρίσκονταν
σχετικά κοντά στα οθωμανοβουλγαρικά σύνορα. Η εγγύτητα αυτή με τη Βουλγαρία,
υποβοηθούσε ώστε να περνούν και σχεδόν ανεμπόδιστα, συμμορίες και όπλα.
Η ελληνική απάντηση στους Βούλγαρους κομιτατζήδες, οργανώθηκε ως
ένοπλη ελληνική δράση, η οποία στρατολογούσε μικρά σώματα ντόπιων, εκτός των
αξιωματικών που έρχονταν από την Ελλάδα. Το Εθνικό Κέντρο των Αθηνών, που
συντόνιζε τις δράσεις των ελληνικών ενόπλων ομάδων, είχε δώσει μάλιστα σαφείς
εντολές ώστε η δράση των ομάδων αυτών να στρέφεται αποκλειστικά κατά του
βουλγαρικού Κομιτάτου και κατά της τρομοκράτησης των Ελλήνων χωρικών, τις
δολοφονίες και τους εμπρησμούς. Για αυτόν τον λόγο, ελάχιστες υπήρξαν οι
συγκρούσεις με τις οθωμανικές αρχές, καθώς σε αντίθετη περίπτωση, αυτό θα
οδηγούσε σε αντεκδικήσεις και αντίποινα, επιδεινώνοντας τη θέση των ελληνικών
πληθυσμών (Πέτροβιτς, 1958: 177). Για την καλύτερη οργάνωση της Ελληνικής
Άμυνας, η ευρύτερη περιοχή του Σαντζακίου των Σερρών διαιρέθηκε μυστικά σε δέκα
τμήματα, κάποια εκ των οποίων αφορούσαν την ευρύτερη περιοχή του Δεμίρ Ισάρ, υπό
τη γενική διοίκηση του Δημοσθένη Φλωριά, υπαλλήλου του Ελληνικού Προξενείου
Σερρών (Μπάκας, 2003: 259).
Συχνή από μέρους των Βουλγάρων ακόμη, ήταν η επιδίωξη της λειτουργίας
βουλγαρικών εκκλησιών και βουλγαρικών σχολείων, σε περιοχές που είχαν ελάχιστο
βουλγαρικό πληθυσμό. Μάλιστα, πολύ συχνά, με την ανοχή των οθωμανικών αρχών,
διορίζονταν Βούλγαροι διδάσκαλοι, χωρίς όμως οι ίδιοι να διαθέτουν πράγματι τα
απαιτούμενα προσόντα και την απαιτούμενη άδεια διδασκαλίας από τις οθωμανικές
αρχές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν περίπτωση του ∆εμίρΙσάρ, όπου τρεις
Βούλγαροι διδάσκαλοι και μία Βουλγάρα διδασκάλισσα διορίστηκαν για τρεις μόνο
29
σχισματικές οικογένειες. Επιπρόσθετα, ως προς τη λειτουργία των κοινοτήτων, η
συνήθεια των εύπορων Ελλήνων να χρησιμοποιούν Βούλγαρους τεχνίτες και εργάτες
στις δουλειές τους, έδιδε την ευκαιρία και το πρόσφορο έδαφος στους Βούλγαρους που
εισέρχονταν στο υποστατικό να ασκήσουν στους υπόλοιπους εργαζόμενους
φιλοβουλγαρική επίδραση. Ακόμη, Βούλγαροι εξαρχικοί που διέθεταν οικονομική
δυνατότητα, αγόραζαν εγκαταλελειμμένα ή εκποιούμενα οικόπεδα, οικοδομές και
σπίτια, εγκαθιστώντας εκεί Βουλγάρους κατοίκους (Μπάκας, 2003: 271).
Οι βίαιες αποφάσεις του κομιτάτου έφταναν ακόμη και στον εξαναγκασμό των
κατοίκων ώστε να υπογράψουν την προσχώρησή τους στην Εξαρχία ενεργοποιώντας
έτσι το άρθρο 10 του φιρμανίου ίδρυσης της Εξαρχίας που προέβλεπε όπου τα δύο
τρίτα των κατοίκων προσχωρούσαν σε αυτήν τότε θα λάμβαναν και την ηγεσία της
κοινότητας, την εκκλησία και το σχολείο. Σε κάθε περίπτωση, αν οι κάτοικοι
αρνούνταν να προσυπογράψουν, ένοπλες ομάδες (κομιτατζήδες) προχωρούσαν σε
τρομοκρατικές ενέργειες (Στεφάνου, 2017: 18) λεηλασίες, άρπαζαν χρήματα και
χρυσαφικά, τρόφιμα και κρασιά από τα κελάρια, κατέστρεφαν σπίτια και καλλιέργειες
(Μπάκας, 2003: 272). Δεν ήταν δε σπάνιες οι περιπτώσεις που οι Βούλγαροι ένοπλοι
καταλάμβαναν ελληνικά σχολεία και εκκλησίες για τον στρατωνισμό τους, ενώ
επιχειρούσαν παράλληλα να επιβάλλουν δικούς τους ανθρώπους στις κοινοτικές
διοικήσεις. Χαρακτηριστικά στο ∆εμίρΙσάρ, με την επικουρία των Οθωμανικών
αρχών, άνθρωποι του Σαντάνσκι επιχείρησαν να καταλάβουν κυβερνητικές θέσεις, ενώ
οι Έλληνες σχεδόν αποκλείστηκαν από κάθε αξίωμα στην οθωμανική διοίκηση
(Γκισδαβίδης, 1957: 102-103). Άλλες προπαγανδιστικές πράξεις, περιλάμβαναν τις
ψευδές κατηγορίες, συνήθως εναντίον Ελλήνων κληρικών, που σύμφωνα με τους
κατηγόρους τους, εξύβριζαν Βούλγαρους, ενώ συχνά ιερείς και ποίμνιο δέχονταν
επίθεση όταν επιχειρούσαν να λειτουργήσουν στην ελληνική γλώσσα, όπως έγινε και
στο χωριό Σάβγιακο (Μπάκας, 2003: 274).
Στην περιοχή του ∆εμίρΙσάρ, συχνοί ήταν οι φόνοι τόσο Ελλήνων, όσο και
Βούλγαρων αντιφρονούντων στην τρομοκρατία των ένοπλων σωμάτων. Η δυσπιστία
από μέρους των Βουλγάρων χωρικών υπήρχε απέναντι στις δράσεις του κομιτάτου και
του αρχηγού του, του ΓιάνεΣαντάνσκι. Ωστόσο, το Κομιτάτο της Εσωτερικής
Οργάνωσης συντηρούσε με βιαιότητες και δολοφονίες, με εκφοβισμούς και με
κηρύγματα τους οπαδούς τους στη Μακεδονία. Όπως ήδη αναφέρθηκε, το 1909,
πραγματοποίησε σε καθαρά ελληνικές πόλεις, όπως στο Δεμίρ Ισάρ, συλλαλητήρια
Βούλγαρων χωρικών από τα γύρω χωριά που ζητούσαν αναδιανομή της γης (Μπάκας,
30
2003: 265). Όταν ένα χωριό ενέδιδε στη βουλγαρική προπαγάνδα, όπως
χαρακτηριστικά το Σταρός, οι Βούλγαροι κομιτατζήδες καταλάμβαναν τα δημόσια
κτίρια, το σχολείο και την εκκλησία, εκδίωκαν τους ιερείς και τους διδασκάλους,
εγκαθιστώντας αντίστοιχους Βούλγαρους (Μπάκας, 2000: 230).
Οι ελληνικές επιτροπές που έδρασαν κατά αντιστοιχία των βουλγαρικών
συγκροτήθηκαν μάλλον μεταξύ 1906-1907. Χαρακτηριστικά στα Άνω Πορρόια
οργανώθηκε από τον οπλαρχηγό Στέργιο Βλάχμπεη. Οι κινήσεις για τη δικτύωση στην
περιοχή, συμπεριλάμβαναν μοιρασμένες αρμοδιότητες, συμβούλια μελών, κρυφά
δικαστήρια με σκοπό να ακολουθούνται πιστά οι εντολές, έρανοι για τη συντήρηση
του συστήματος, καθώς και άλλες σχετικές ενέργειες. Ο ελληνικός πληθυσμός
μάλιστα, πραγματοποιούσε εράνους υπέρ των Ανταρτικών Σωμάτων και της
περίθαλψης όσων δρούσαν στην περιοχή, κάτω από την καθοδήγηση των οπλαρχηγών
Στέργιου Βλάχμπεη και Αλεξάνδρου Ευρυθιώτη και γενικά βρίσκονταν σε άμεση
επαφή με το Ελληνικό Προξενείο σε κάθε τους δραστηριότητα (Πέννας, 1989: 61).
Οι σλαβόφωνοι πληθυσμοί της μακεδονικής υπαίθρου αποτέλεσαν κυρίως το
μήλο της έριδος ανάμεσα στους Έλληνες και τους Βούλγαρους, με τις δύο χώρες να
ανταγωνίζονται για τον προσεταιρισμό αυτών των πληθυσμών. Οι Βούλγαροι μάλιστα,
επεδίωξαν ανοικτά να προσεγγίσουν και τους σλαβόφωνους που αισθάνονταν μέρος
του ελληνορθόδοξου μιλλέτ, τους γραικομάνους όπως τους χαρακτήριζαν,
δελεάζοντάς τους με την ίδρυση σχολείων και εκκλησιών, διορίζοντας ιερείς,
χρηματοδοτώντας χάρτες και εθνογραφικές μελέτες, με σκοπό να διαδώσουν τα εθνικά
τους ιδεώδη και να εδραιώσουν τις εθνικές τους διεκδικήσεις. Μάλιστα, ο
ανταγωνισμός, μετά το 1878, ανάμεσα στα δύο κράτη Βουλγαρία και Ελλάδα, ώθησε
τους Βούλγαρους να χρηματοδοτήσουν ένοπλες ομάδες ώστε με οικονομικές πιέσεις,
την προπαγάνδα και με τον φόβο ενόπλων, οι πληθυσμοί τελικά να αποδεχθούν τη
βουλγαρική ταυτότητα. Η Ελλάδα, σε μια προσπάθεια να προστατεύσει τους
πληθυσμούς αυτούς στη Μακεδονία καθώς και την ελληνικότητά τους ανταπάντησε
στις βουλγαρικές ενέργειες στηρίζοντας την ανάπτυξη της εθνικής ταυτότητας μέσω
της παιδείας αλλά και εξοπλίζοντας και αποστέλλοντας και τα δικά της ένοπλα σώματα
ώστε να στηριχθεί το ηθικό των Ελλήνων κατοίκων. Η υποδιοίκηση του Δεμίρ Ισάρ
αποτέλεσε μια χαρακτηριστική περίπτωση ανάπτυξης του παραπάνω έντονου
ανταγωνισμού (Μπάκας, 2003: 200).
Εκτός από τις προπαγανδιστικές προσπάθειες των Βουλγάρων, και οι Σέρβοι
αναζωπύρωσαν στα τέλη του 19ου αιώνα τις μεγαλοϊδεατικές τους επιδιώξεις για την
31
ευρύτερη περιοχή των Σερρών στηριζόμενοι σε δήθεν ιστορικά δικαιώματα κατά τη
μεσαιωνική περίοδο. Σύμφωνα με τους Σέρβους, η Μακεδονία κατοικούνταν από
πλήθος Σέρβων και μάλιστα αρκετά νοτιότερα από την οροσειρά Σαρ. Τα εθνογραφικά
αυτά κριτήρια που τεχνηέντως επικαλούνταν οι Σέρβοι, ταυτίζονταν με τα όρια του
μεσαιωνικού σερβικού κράτους του Δουσάν, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει και μια
βουλγαροσερβική διαμάχη για τους σλαβόφωνων που κατοικούσαν στην Μακεδονία.
Το ενδιαφέρον για τους Σλάβους της Μακεδονίας, οδήγησε ομάδα Ρώσων μελετητών,
με αφορμή επιστημονικούς λόγους, να περιόδευσαν ολόκληρη τη Μακεδονία
ερχόμενοι σε επαφή με το σλαβόφωνο πληθυσμό της μοιράζοντας ρωσικές εικόνες και
τη φωτογραφία του Τσάρου. Η ελληνική πλευρά θεωρούσε τις κινήσεις αυτές καθαρά
προπαγανδιστικού χαρακτήρα (Μπάκας, 2003: 236).
Οι σερβικές φιλοδοξίες για διεκδικήσεις στη Μακεδονία, και μάλιστα στην
Ανατολική, στηρίζονταν στις αναμνήσεις των Σέρβων στην πάλαι ποτέ αυτοκρατορία
του Δουσάν και του σερβικού Δεσποτάτου των Σερρών (Βακαλόπουλος, 1988: 14-15)
και στις εξελισσόμενες καταστάσεις που λάμβαναν χώρα εκείνη την εποχή στη
βαλκανική χερσόνησο. Η συνθήκη του Βερολίνου (1878), έσβησε και διέγραψε κάθε
ελπίδα επέκτασης της Σερβίας, σε περιοχές με τις οποίες συνδεόταν εθνογλωσσικά,
καθώς η σύνδεσή της με το Μαυροβούνιο εμποδίστηκε και οι επαρχίες της Βοσνίας
και της Ερζεγοβίνης παραχωρήθηκαν στην Αυστροουγγαρία. Με παρότρυνση της
Αυστρίας, η Σερβία αναζήτησε θαλάσσια διέξοδο στο Αιγαίο, μέσω της Μακεδονίας,
καθώς ο αποκλεισμός της από την Αδριατική ήταν τελεσίδικος (Βακαλόπουλος, 1990:
255-256).
Σε ό,τι αφορά την περιοχή του Δεμίρ Ισάρ, έντονη σερβική δραστηριότητα
λαμβάνει χώρα, όπως σημειώθηκε παραπάνω, την τελευταία σχεδόν δεκαετία του
19ουαιώνα. Η μικρή σε διάρκεια εμφάνιση της σερβικής προπαγάνδας στην περιοχή,
συσχετίστηκε με την επίδραση της βουλγαρικής προπαγάνδας, που ήταν έντονη και
μεθοδευμένη (Μπάκας, 2003). Αρχική εμφάνιση των Σέρβων εθνικιστών
πραγματοποιήθηκε στις περιοχές που ορίζονταν από την γραμμή Αχρίδας-ΚρουσόβουΠερλεπέ, αλλά και στις περιοχές της Στρώμνιτσας (Bακαλόπουλος, 1980: 255). Οι
διεκδικήσεις των Σέρβων στις Σέρρες, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται από τον τότε
Έλληνα πρόξενο των Σερρών, ήταν στις παρυφές της προξενικής περιφέρειας, δυτικά
του Πετριτσίου, στην Κερκίνη. Ωστόσο, σύμφωνα με το έργο του Goptchevitch το
1889, στο οποίο στηρίχθηκε όλη η αναζωπύρωση του σερβικού εθνικισμού, τα όρια
32
του κράτους της Σερβίας όφειλαν να φτάνουν στον Στρυμόνα (Μπάκας, 2003: 279-
280).
Η σερβική προπαγάνδα διήλθε διάφορα μέσα, προσπαθώντας να εκμεταλλευθεί
καταστάσεις δυσάρεστες για τον Ελληνισμό και το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Μάλιστα, κατηγόρησε τον τότε μητροπολίτη Μελενίκου Κωνσταντίνο
Χατζηαποστόλου για σκάνδαλα και για μεμπτή συμπεριφορά που δεν άρμοζε με τη
θέση του. Οι Σέρβοι έτσι, με εκβιασμούς, χρησιμοποίησαν τον μητροπολίτη και του
δημιούργησαν προβλήματα που δεν ήταν σε θέση να διαχειριστεί, ούτε αυτός, ούτε η
ελληνική διοίκηση. Σε μια εξονυχιστική έρευνα για τον μητροπολίτη, από ελληνικής
πλευράς, ο Έλληνας πρόξενος των Σερρών Στορνάρης αποκάλυψε ότι ο μητροπολίτης
εξυπηρετούσε τα σερβικά συμφέροντα στην επαρχία του απροκάλυπτα, καθώς
χρηματιζόταν για τις διευκολύνσεις που τους πρόσφερε στην επαρχία του (Μπάκας,
2003: 280). Οι ενέργειες των Σέρβων στην περιοχή δεν είχαν την ανταπόκριση που
επιθυμούσαν οι Σέρβοι, καθώς όλες τους οι δράσεις καταπολεμήθηκαν και
αποκρούστηκαν αποτελεσματικά σε όλη την προξενική περιφέρεια των Σερρών, με
εξαίρεση το χωριό Σταρός, οι κάτοικοι του οποίου ζήτησαν από την οθωμανική
διοίκηση Σερρών, την άδεια ίδρυσης σερβικού σχολείου στο χωριό τους (Μπάκας,
1999-2000: 230).
Σέρβοι, Βούλγαροι και Έλληνες, φάνηκε πως ανέπτυσσαν μεταξύ τους έναν
έντονο ανταγωνισμόδημιουργώντας ένα ιδιότυπο αντιμαχόμενο τρίπτυχο. Η εισβολή
βουλγαρικών σωμάτων στη Μακεδονία, προκάλεσε ανησυχία τόσο στην Ελλάδα όσο
και στην Σερβία. Μολονότι η ανυπαρξία Σέρβων στην περιοχή των Σερρών ήταν ένα
γεγονός, η ανωτέρω σερβική δράση, δημιουργούσε έναν ακόμη πυλώνα ανησυχίας για
την Ελλάδα. Η παρουσία των Σέρβων, ανάγκαζε την ελληνική πλευρά να ενισχύσει
περαιτέρω τις άμυνές της, ενώ παράλληλα την αποδυνάμωσε έναντι των Βουλγάρων.
Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί ότι οι Σέρβοι, καθώς δεν διέθεταν πραγματικά
ερείσματα, τα εφεύρισκαν, στρατολογώντας άπορα ελληνόπαιδα της περιοχής.
Επιπρόσθετα, οι Σέρβοι εκμεταλλεύτηκαν περιστάσεις και καταστάσεις, όπως της
δυσάρεστης κατάστασης αναφορικά με τον μητροπολίτη Μελενίκου Κωνσταντίνου
Χατζηαποστόλου. Η εκμαίευση και η εκμετάλλευση σκανδάλων, αποτελούσαν
εξάλλου μέθοδοι κάθε προπαγάνδας. Έτσι, παρά τις όποιες προσπάθειες, η σερβική
προπαγάνδα στην περιοχή των Σερρών δεν απέδιδε λόγος που τελικά οδήγησε και στην
κατάργηση του βραχύβιου σερβικού προξενείου στις Σέρρες (Μπάκας, 1999-2000:
225-230).
33
Ωστόσο, γεγονός ήταν πως η σερβική προπαγάνδα στην προσπάθειά της να
εδραιωθεί στην περιοχή των Σερρών δεν χρησιμοποίησε τα βίαια μέσα που μετήλθε η
αντίστοιχη βουλγαρική. Η σερβική πολιτική προωθούσε την ίδρυση σερβικών
σχολείων και την εισαγωγή της σερβικής στη λειτουργία. Ουσιαστικά και εκ του
αποτελέσματος όμως, φάνηκε πως όλες οι σερβικές ενέργειες στην ευρύτερη περιοχή
των Σερρών αποσκοπούσε όχι τόσο στην εδραίωση στην περιοχή, αλλά περισσότερο
ως ενέργειες άσκησης πίεσης προς την ελληνική πλευρά, ώστε να ικανοποιηθούν τα
σερβικά αιτήματα στη βόρεια Μακεδονία, και κυρίως με την τοποθέτηση Σέρβων
αρχιερέων στις μητροπόλεις εκεί (Μπάκας, 1999-2000: 234-235)
Εκτός από τους Βούλγαρους και τους Σέρβους, στην Μακεδονία έδρασαν
προπαγανδιστικά, κυρίως στα τελευταία χρόνια του 19ου και τα πρώτα του 20ου αιώνα,
και οι Ρουμάνοι. Συγκεκριμένα, αναφορικά με την υποδιοίκηση του Δεμίρ Ισάρ, το
βλαχόφωνο χωριό Άνω Πορρόια φαίνεται πως υπήρξε το πρώτο που επηρεάστηκε από
την ρουμανική προπαγάνδα στην περιφέρεια του ∆εμίρΙσάρ (Γούναρης και
Κουκούδης, 1997: 121-122). Σύμφωνα με πηγές της εποχής, οι προσπάθειες
εκρουμανισμού των βλαχόφωνων του χωριού, κινήθηκαν από έναν βλάχο με καταγωγή
από τα Τρίκαλα και με τη σύμπραξη του παλαιού ελληνοδιδασκάλου του χωριού.
Αποτέλεσμα της προπαγάνδας τους, ήταν η επιρροή σε 50 με 60 οικογένειες του
χωριού, σε ένα σύνολο 200 οικογενειών (Αργυρόπουλος, 1957: 46). Το 1900 μάλιστα,
υπήρξε και η πρώτη επίσημα αναγνωρισμένη κοινότητα ρουμανιζόντων στα Άνω
Πορρόια, που αποτελούνταν από μια ομάδα 40 οικογενειών κυρίως βλαχοποιμένων.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η «εθνική τοποθέτηση» δεν συσχετιζόταν με το τι
αισθανόταν ο κάθε κάτοικος ξεχωριστά, αλλά με την επιρροή την οποία ασκούσαν
στους χωρικούς συγκεκριμένα σημαίνοντα πρόσωπα μέσα στην κοινότητα. Αυτός είναι
και ο λόγος που συχνά οι ένοπλες ομάδες πίεζαν τους ιερείς, τους εμπόρους, τους
προκρίτους και άλλα σημαίνοντα πρόσωπα, ώστε αυτόματα να τους ακολουθήσουν και
οι χωρικοί πιστά (Πέννας, 1966: 210-211). Ο πρώην ελληνοδιδάσκαλος Νικόλαος
Μπάτζιος, που υποβοηθήθηκε από τους Βούλγαρους εξαρχικούς της κοινότητας για
αυτόν τον σκοπό, απέσπασε μερικές οικογένειες βλαχόφωνων, δημιουργώντας
ρουμανική κοινότητα με πρόεδρο τον εύπορο ΜήταΤσαμπάζη και ιερέα τον
σχισματικό ιερέα της περιοχής και εκκλησία τη βουλγαρική. Τα κίνητρα του Μπάτζιου
ήταν πιθανότατα ιδιοτελή και εκδικητικά, καθώς το Γυμνάσιο Σερρών αρνήθηκε την
εγγραφή του γιού του ως υποτρόφου. Ως ανταπάντηση ο Μπάτζιος έγραψε τον γιο του
σε ρουμάνικο σχολείο και ενήργησε για τη δημιουργία της νέας κοινότητας, αυτής των
34
ρουμανιζόντων, στα Άνω Πορρόια. Μάλιστα, έναν χρόνο αργότερα, επειδή και πάλι το
Γυμνάσιο Σερρών αρνήθηκε την υποτροφία, στον δεύτερο γιο του αυτήν τη φορά,
εκείνος τον έγραψε στο βουλγαρικό γυμνάσιο και ενήργησε, αυτή τη φορά, για τον
σχηματισμό και εξαρχικής κοινότητα στα γειτονικά Κάτω Πορρόια (Μπάκας, 2003:
282-283).
Στη δημιουργία της κοινότητας των ρουμανιζόντων Άνω Πορροΐων συνέβαλαν
και οι πολύ κακές σχέσεις του Έλληνα προξένου Σερρών Ιωάννη Στορνάρη με την
κοινότητα Πορροΐων. Οι κάτοικοι μη συμφωνώντας με τους διορισμένους από το
Προξενείο διδασκάλους που στέλνονταν στο χωριό, με δεδομένο ότι υπήρχε εποπτεία
και έλεγχος από τα Προξενεία στον διορισμό, τις αποδοχές, την επιμόρφωση, την
διδασκαλία και την αξιολόγηση των δασκάλων (Χανουμίδης κ. συν., 2010: 50),
προκάλεσαν τη δυσαρέσκεια του προξένου, ο οποίος διέκοψε την επιχορήγηση των
σχολείων των Άνω Πορροΐων, όπως χαρακτηριστικά αναφερόταν στην πολυσέλιδη
επιστολή του εφόρου των σχολείων της κοινότητας στον Οικουμενικό Πατριάρχη.
Αυτή η αντιπαράθεση, έδωσε το πρόσφορο έδαφος στην εισχώρηση της ρουμανικής
και βουλγαρικής προπαγάνδας στην ορθόδοξη κοινότητα και τη διαίρεσή της, με τη
δημιουργία μιας ρουμανίζουσας κοινότητας, με σχολεία και εκκλησία που θα
χρησιμοποιούσαν οι Ρουμανίζοντες και οι Βούλγαροι από κοινού. Η δημιουργία της
κοινότητας αυτής, άνοιγε όμως τους ασκούς του Αιόλου στην περιοχή του Πετριτσίου
και της Κάτω Τζουμαγιάς, όπου μεγάλο μέρος των κατοίκων ήταν βλαχόφωνοι. Ο
Ρουμάνος διδάσκαλος που έφτασε στα Πορρόια δίδασκε σε περίπου 25 μαθητές και
μαθήτριες. Ωστόσο, η δολοφονία ενός ρουμανίζοντα από σχισματικούς, προκάλεσε
διχόνοια ανάμεσα, στους πρώην συνεργάτες, ρουμανίζοντες και Βούλγαρους
εξαρχικούς, γεγονός που αξιοποιήθηκε από την ελληνική διπλωματία. Μέσω των
ελληνικών διπλωματικών ενεργειών, ο πρόεδρος της κοινότητας των ρουμανιζόντων
απέστειλε τα παιδιά του στα ελληνικά σχολεία των Πορροΐων, γεγονός που επηρέασε
καθοριστικά και τις υπόλοιπες ρουμανίζουσες οικογένειες της κοινότητας (Μπάκας,
2003: 283-5).
Ανάμεσα στα έτη 1900 -όταν συστάθηκε η μικρή ρουμανίζουσα κοινότητα των
Πορροΐων- και 1907, όταν σχεδόν είχε διαλυθεί, η νέα αυτή κοινότητα δεν κατάφερε
να σταθεροποιηθεί, ακριβώς γιατί δεν είχε ιδρυθεί σε πραγματικές βάσεις και ήταν
στηριγμένη σε ιδιοτελή κίνητρα. Μάλιστα το 1907, είκοσι οικογένειες της κοινότητας
αυτής επέστρεψαν και πάλι στην ελληνική κοινότητα (Πέννας, 1966). Η αποτυχία
λειτουργίας της, στην οποία οδηγούνταν η ρουμανίζουσα κοινότητα στα Πορρόια,
35
οδήγησε σε ένταση τους εναπομείναντες ρουμανίζοντες του χωριού ώστε το ίδιο έτος,
να πυρπολήσουν τον κεντρικό ναό της κωμόπολης, αυτόν της Κοιμήσεως της
Θεοτόκου, ως απάντηση στη διάλυση της κοινότητάς τους, ενώ με τη βοήθεια των
εξαρχικών δολοφόνησαν τους στυλοβάτες της ελληνικής κοινότητας, επιχειρώντας να
εμποδίσουν την ανέγερση νέου ναού. Οι κάτοικοι του χωριού απέστειλαν
έγγραφαδιαβήματα στο Πατριαρχείο αναζητώντας βοήθεια, δηλώνοντας την πίστη
τους στο Πατριαρχείο και τονΕλληνισμό και στηλιτεύοντας τις προσπάθειες της
ρουμανικής προπαγάνδας να επιβάλει την ρουμανική γλώσσα σε σχολεία και
εκκλησίες. Έναν χρόνο αργότερα, η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου
προσέφερε συνδρομή και αρωγή για την ανοικοδόμηση του ναού της ελληνικής
κοινότητας Άνω Πορροΐων, καθώς πλέον η πλειοψηφία των τέως ρουμανιζόντων είχε
επιστρέψει οριστικά στο Πατριαρχείο (Μπάκας, 2003: 285).
Αντίστοιχα και στην κοινότητα της Κάτω Τζουμαγιάς (σημερινή Νέα
Ηράκλεια),η οποία ανήκε στην ίδια μητροπολιτική περιφέρεια Μελενίκου και στην
ευρύτερη περιοχή του Δεμίρ Ισάρ, εγκαταστάθηκαν το 1906 με την ανοχή των
οθωμανικών αρχών, δύο διδάσκαλοι απεσταλμένοι από την ρουμανική προπαγάνδα,
μολονότι οι 500 βλαχόφωνες οικογένειες της κωμόπολης δεν είχαν προσχωρήσει στον
ρουμανισμό, ενώ ο οθωμανικός νόμος ρητά όριζε την έλευση διδασκάλου μόνο μετά
τη δημιουργία ρουμανικής κοινότητας 20-25 οικογενειών. Το 1907 οι κάτοικοι της
Κάτω Τζουμαγιάς, από τους απλούς χωρικούς, μέχρι τους ιερείς και τους προκρίτους,
τους προέδρους των συντεχνιών και το προεδρείο της Φιλοπτώχου Αδελφότητος,
εξέφρασαν με αναφορά τους στον Οικουμενικό Πατριάρχη την αντίθεσή τους σε κάθε
προπαγανδιστική κίνηση σε βάρος τους, δηλώνοντας την ελληνική ταυτότητά τους.
Καθώς περνούσαν τα έτη και με το ξέσπασμα του κινήματος των Νεότουρκων, ο
βλαχόφωνος Ελληνισμός της περιοχής της Κάτω Τζουμαγιάς δέχθηκε και πάλι πιέσεις
να εκρουμανιστεί και να απομακρυνθεί από την ελληνική κοινότητα, χωρίς όμως
αποτέλεσμα (Κολτσίδας, 1994: 243, 415).
Το 1906 η ρουμανική προπαγάνδα υποβοηθήθηκε και από τις βουλγαρικές
συμμορίες που λυμαίνονταν την περιοχή. Οι κάτοικοι του χωριού Ράμνα, οι οποίοι
λόγω της επαφής τους με τους ελληνόφωνους του Μελενίκου, του Δεμίρ Ισάρ ή ακόμα
και των Σερρών καθώς και λόγω της σχέσης τους με τα ελληνικά σχολεία διατηρούσαν
το ελληνικό στοιχείο (Μαυρίδης, 2018: 32), βίωσαν τη βιαιότητα της βουλγαρικής
συμμορίας του Παύλε, ο οποίος για να τους τιμωρήσει που ενέμεναν στον Eλληνισμό
και δεν προσχωρούσαν στο ρουμανισμό, σκόπευε στην πυρπόληση της εκκλησίας σε
36
ώρα μάλιστα εκκλησιασμού. Ευτυχώς για τους κατοίκους του χωριού, τουρκικό
στρατιωτικό απόσπασμα εξολόθρευσε τη συμμορία (Μπάκας, 2003: 285).
Ωστόσο, παρά τη γενικότερη άρνηση των πληθυσμών να αποδεχθούν τη
ρουμανική προπαγάνδα, δεν εξάλειψαν και οι περιπτώσεις που κάτοικοι της Ράμνας
και της Κάτω Τζουμαγιάς, οι οποίοι δεχόταν ποικίλες πιέσεις από τα γειτονικά
εξαρχικά χωριά με σκοπό να αποσκιρτήσουν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο
(Μαυρίδης, 2018: 36), υπέβαλαν στις οθωμανικές αρχές αίτημα ίδρυσης ρουμανικών
κοινοτήτων, όπως έγινε και το 1906. Τα αιτήματα αυτά θορύβησαν την ελληνική
πλευρά, η οποία με την αρωγή του μητροπολίτη Μελενίκου Ειρηναίου προέβη σε
ενδελεχή έρευνα, η οποία κατέδειξε και την πλαστότητα της πλειοψηφίας των
κατατεθειμένων υπογραφών. Στις 15 Φεβρουαρίου του 1907, οι κάτοικοι της Ράμνας
απέστειλαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο καταγγελτική αναφορά των προσπαθειών
των ρουμανιζόντων να καταλάβουν το σχολείο και την εκκλησία. Λίγους ωστόσο
μήνες αργότερα, η ρουμανίζουσα μερίδα του χωριού Ράμνα δήλωσε την επιστροφή της
στους κόλπους της μητρόπολης Μελενίκου και του Πατριαρχείου (Μπάκας, 2003:
285).
Τον Ιούνιο του 1911 οι βλαχόφωνοι των χωριών Μποζδόβου, Σιατρόβου και
Λοπόβου της περιφέρειας του ∆εμίρΙσάρ, κατόπιν πιέσεων προσχώρησαν στον
ρουμανισμό, παρά τις προσπάθειες του Ελληνικού Προξενείου Σερρών για το αντίθετο,
καθώς τα χωριά παρέμεναν εκτεθειμένα και απροστάτευτα σε όλες τις πιέσεις που
δέχθηκαν ήδη και από τα προηγούμενα χρόνια. Οι οθωμανικές αρχές επίσης,
υπόσχονταν στους βλαχόφωνους των κοινοτήτων αυτών, πως θα τους παρείχαν
αφθονία βοσκήσιμων γαιών, αν προσχωρούσαν στο ρουμανισμό και δέχονταν την
παρουσία ρουμανίζοντος ιερέα και διδασκάλου. Την ίδια περίοδο ωστόσο, η ελληνική
διπλωματία δεν είχε αναλάβει την απαιτούμενη δράση, εναντίον των υποκινούμενων
από το Βουκουρέστι προπαγανδιστών. Τα επίσημου χαρακτήρα διπλωματικά
διαβήματα της ελληνικής πλευράς ελλείπουν, καθώς ως φαίνεται, υπήρχε μια
γενικότερη τάση υποτίμησης των γεγονότων. Οι Έλληνες πρόξενοι αρκούνταν σε
διαβεβαιώσεις περί ανάσχεσης των ενεργειών των ρουμανιζόντων, καθώς έκριναν πως
δεν αποτελούσαν μια οργανωμένη κρατική προσπάθεια, αλλά απόπειρες μεμονωμένων
ατόμων με ιδιοτελή κίνητρα. Η ελληνική πλευρά δεν επιδίωκε σύγκρουση με τη
Ρουμανία, εν όψει και των βαλκανικών συμμαχιών που επιδιώκονταν αυτήν την εποχή,
ενώ η μόνη αντίδραση από τους υπευθύνους των προξενείων ήταν να ενθαρρύνουν τη
σύνταξη αλλεπάλληλων αναφορών προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την
37
Οθωμανική διοίκηση από τους κατοίκους της περιοχής του Δεμίρ Ισάρ και των
υπολοίπων περιοχών που απειλούνταν από τη ρουμανική προπαγάνδα, εναντίον των
εικασιών της Ρουμανίας για την ύπαρξη ρουμανιζόντων και όχι ελληνοβλάχων.
Οι προαναφερθείσες αναφορές αυτές διέθεταν κοινά χαρακτηριστικά στα
εκφραστικά μέσα και στην επιχειρηματολογία, ενώ αποστέλλονταν και σε κοινό
αποδέκτη. Η βασική ιδέα επάνω στην οποία δομούνταν οι αναφορές, αφορούσε στην
εκμάθηση και στην χρήση της ελληνικής γλώσσας, ως απαραίτητης πλέον ικανότητας
και δεξιότητας, από τους ελληνοβλαχικούς πληθυσμούς της περιοχής. Παράλληλα,
στηλιτευόταν η μεθοδευμένη προσπάθεια της αντίπαλης ρουμανικής πλευράς, να
επιβάλλει και να καθιερώσει την ρουμανική στους ελληνοβλαχικούς πληθυσμούς. Η
επιχειρηματολογία για την αναγκαιότητα εκμάθησης της ελληνικής, στηριζόταν στην
παράδοση των ελληνοβλαχικών κοινοτήτων ως ελληνικών πληθυσμών, που όφειλαν
στην εκπαίδευσή τους, εκτός της βλαχικής, να γνωρίζουν και την ελληνική, καθώς και
στα εθνικά αισθήματα των Βλάχων, που παρέμεναν ελληνικά. Εκτός των ανωτέρω, οι
αναφορές υπογράμμιζαν και την συμπόρευση της γνώσης της ελληνικής, με τα
συμφέροντα των ελληνοβλαχικών πληθυσμών, καθώς η ελληνική γλώσσα ήταν η
γλώσσα της Εκκλησίας και της παιδείας και του εμπορίου γεγονός που θα οδηγούσε
και στην οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη στις κοινότητες αυτές.
Επομένως, υπήρξε απαραίτητη η εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας στις
κοινότητες των ελληνοβλάχων του Δεμίρ Ισάρ, τόσο από άποψη συναισθήματος και
σύνδεσης με το παρελθόν, όσο και από το γεγονός ότι η σχέση της ελληνικής γλώσσας
με τα οικονομικά συμφέροντα των Βλάχων εμπόρων ήταν άρρηκτη. Η ελληνική ήταν
η πλέον κοινή και βασική γλώσσα του εμπορίου της ευρύτερης περιοχής, γεγονός που
επεφύλασσε στους γνώστες της, καλύτερες και περισσότερες εμπορικές ευκαιρίες. Οι
αναφορές επομένως αυτές, αντλούσαν το σύνολο της επιχειρηματολογίας τους από την
προβολή των θετικών επιδράσεων της ελληνικής κουλτούρας στην ηθική και υλική
πρόοδο των κατοίκων. Ουσιαστικά, οι κάτοικοι του καζά Δεμίρ Ισάρ, χρησιμοποιώντας
την ελληνική γλώσσα και μαθαίνοντάς την, συσπειρώνονταν ενάντια στις προπαγάνδες
που απειλούσαν την ταυτότητά τους.
Σε ό,τι αφορά και πάλι τη ρουμανική προπαγάνδα αυτή στόχευε στην εξεύρεση
συμμάχων σε αλλόθρησκους ή αλλόφυλους πληθυσμούς, δημιουργώντας αθροίσματα
ατόμων με ετερόκλητο χαρακτήρα, έτοιμα να αντιπαρατεθούν με το ελληνικό στοιχείο
της περιοχής. Ουσιαστικά, η προσπάθειά της ήταν ευκαιριακή και καιροσκοπική,
ευελπιστώντας να υφαρπάξει περιοχές, παρόλο που το ρουμανικό εκπαιδευτικό
38
σύστημα στηρίχθηκε σε ένα αφερέγγυο μηχανισμό εκπαίδευσης εκπαιδευτικών και σε
μια έλλειψη μέριμνας για την εκμάθηση των γλωσσικών μηχανισμών από τα παιδιά της
προσχολικής ηλικίας (Ηλιάδου-Τάχου, 2000: 239-246).
Οι Έλληνες βλαχόφωνοι του καζά Δεμίρ Ισάρ, καθώς και πλήθος άλλων
αντίστοιχων κοινοτήτων στην ευρύτερη μακεδονική επικράτεια, πιέσθηκαν και από
την ρουμανική προπαγάνδα να αποσχισθούν από το Πατριαρχείο της
Κωνσταντινούπολης. Ο σκοπός αυτής της δράσης φυσικά δεν στόχευε μόνο στην
συναισθηματική αποδέσμευση του βλαχόφωνου πληθυσμού από τον «Έλληνα
ποιμενάρχη», αλλά στην εγκαθίδρυση ενός θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των
ρουμανικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, εκτός της επιρροής του Πατριαρχείου και των
Ελλήνων Αρχιερέων. Ουσιαστικά, επιδιώχθηκε η δημιουργία μιας ανεξάρτητης
θρησκευτικής αρχής στην περιοχή, με δεδομένες τις οθωμανικές μεταρρυθμίσεις, που
έδιδαν αντίστοιχες ελευθερίες σε αναγνωρισμένες κοινότητες. Το σύνολο των
αποπειρών της ρουμανικής προπαγάνδας τα έτη 1893-1903 για απευθείας αναγνώριση
από τηνοθωμανική διοίκηση ρουμανικών σχολείων στην περιοχή, ερμηνεύονται ως
απόπειρες de facto αναγνώρισης ρουμανικών κοινοτήτων (Ηλιάδου-Τάχου, 2000: 247).
Η απελευθέρωση των περιοχών αυτών κατά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο και η ένταξή
τους (υποδιοίκηση ∆εμίρΙσάρ) στο ελληνικό κράτος με τη συνθήκη του
Βουκουρεστίου, έθεσαν τέρμα σε κάθε προπαγανδιστική προσπάθεια ανακίνησης και
δημιουργίας βλάχικου ζητήματος στην περιοχή (Μπάκας, 2003: 286).
Η ρευστότητα της κατάστασης στη Βαλκανική, αλλά και η αναμενόμενη
διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αξίζει να σημειωθεί ότι προκάλεσε το
ενδιαφέρον όχι μόνο των βαλκανικών κρατών, αλλά και των τότε ευρωπαϊκών
δυνάμεων, όπως ήταν η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία (Δογαντζή, 2017: 51). Η
τελευταία, έχοντας επεκταθεί στα Βαλκάνια, μετά και την προσάρτηση της Βοσνίας
και Ερζεγοβίνης, έκρινε ως άριστη ευκαιρία να αναμιχθεί και στο μακεδονικό ζήτημα,
το οποίο από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, διαφαινόταν πως θα λάβει
μεγάλες διαστάσεις. Στα Βαλκάνια οι αναταραχές ήταν έκδηλες, καθώς υπήρχαν και
συνεχόμενες ελεύσεις νέων μουσουλμανικών πληθυσμών από περιοχές της Ρωσίας και
της Βοσνίας, στην Ανατολική Μακεδονία. Οι χριστιανοί της περιοχής πιέζονταν και
δυστυχούσαν. Στις αρχές του 1878, η αυστριακή διπλωματία επιχείρησε να αποκομίσει
και αυτή οφέλη από την περιοχή. Ο Αυστριακός υποπρόξενος Σερρών στάλθηκε στο
Μελένικο, καταγράφοντας εκεί τους κατοίκους που θα ζητούσαν την αυστριακή
προστασία. Με τη δικαιολογία αυτή, η αυστριακή πολιτική θα εύρισκε λόγο
39
παρέμβασης και ανάμειξης στην ευρύτερη περιοχή. Η ορθόδοξη κοινότητα του
Μελενίκου διαβλέποντας την πλεκτάνη και τον κίνδυνο, αρνήθηκε να συμμετάσχει
(Μπάκας, 2003: 281).
Αντίστοιχες ήταν και οι προσπάθειες που έλαβαν χώρα και στη γειτονική
περιοχή του Κιλκίς, όπου και η βουλγαροουνιτική κοινότητα και η προπαγανδιστική
της δράσης δεν κατάφεραν να εδραιωθούν και να θεμελιώσουν την εξάπλωση της
Ουνίας στην Κεντρική Μακεδονία. Η αποτυχία αυτή, οφειλόταν στις αναδυμένες
διαφορές ανάμεσα στον αρχηγό του τάγματος των Λαζαριστών Αυγούστου Bonetti και
του ουνίτη επισκόπου Νείλου. Οι δυο αυτοί άνδρες διέθεταν διαφορετική οπτική στον
τρόπο που θεωρούσαν ότι έπρεπε να λάβει χώρα η οργάνωση της ηγεσίας της
ιεραποστολής στο Κιλκίς. Εκτός από τις διαφορές στον χαρακτήρα της ηγεσίας, η έριδά
τους διέθετε και βαθύτερα πολιτικά ερείσματα, καθώς μέσω αυτών συγκρούσθηκαν
και τα συμφέροντα της Γαλλίας και της Αυστροουγγαρίας στην περιοχή. Αυτές τις
καταστάσεις φαίνεται πως εκμεταλλεύθηκε το ρωσικό προξενείο, αλλά και η
Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, περιστέλλοντας την ουνιτική προπαγάνδα (Αγγελόπουλος,
1973: 100).
Το 1908 με το κίνημα των Νεοτούρκων πραγματοποιήθηκε η οθωμανική
μεταπολίτευση και ανακηρύχθηκε το νέο σύνταγμα, διαψεύδοντας κάθε ελπίδα που
είχαν οι κάτοικοι της Μακεδονίας για απόκτηση ισονομίας και ισοπολιτείας
(Bακαλόπουλος, 1980: 509-525). Το νέο οθωμανικό καθεστώς, παρόλο που είχε
υποσχεθεί αμνηστία σε όσους συμμετείχαν στον ένοπλο αγώνα για τη Μακεδονία,
ωστόσο συνέχιζε να καταδιώκει τα ελληνικά ένοπλα σώματα συλλαμβάνοντας και
φυλακίζοντας τους Έλληνες οπλαρχηγούς τους, όπως τον Στέργιο Βλάχμπεη. Τον
Βλάχμπεη τον συνέλαβαν με αφορμή πυροβολισμούς που ακούστηκαν στον γάμο του.
Οι Νεότουρκοι στράφηκαν εναντίον του, γιατί ήταν στην καταγωγή Βλάχος και
αγωνιζόταν υπέρ του Ελληνισμού. Μάλιστα, οι Νεότουρκοι δεν δίστασαν να
απειλήσουν ολόκληρους οικισμούς και χωριά, ώστε να επιτύχουν τον στόχο τους και
να υποβιβάσουν τον ελληνικό ένοπλο αγώνα. Αντίστοιχες βιαιότητες γνώρισαν και
άλλα χωριά της περιοχής, μετά την ανακήρυξη του Νεοτουρκικού Συντάγματος του
1908. Οι Βούλγαροι εξαρχικοί συμμάχησαν με τους Νεότουρκους εναντίον των
Ελλήνων, με αποτέλεσμα τα χωριά Σάβγιακο, Κουμλί, Κιουπρί, Μπαρακλή, Καμαρότι
και Ράδοβο να γεμίσουν από Βουλγάρους κομιτατζήδες, που συνέχιζαν το εκβιαστικό
έργο τους υπέρ της βουλγαρικής Εξαρχίας (Μπάκας, 2003: 263-264).
40
Τον Ιούλιο του 1908 παρουσιάστηκε στις οθωμανικές αρχές του Πετριτσίου το
ενδεκαμελές ένοπλο σώμα Μελενίκου-∆εμίρΙσάρ και στις αρχές Άνω Πορροΐων το
δεκαμελές σώμα με επικεφαλής τον Αλέξανδρο Ευρυθιώτη, με αφορμή το τέλος της
ένοπλης φάσης του Μακεδονικού Αγώνα. Η επικράτηση των Νεοτούρκων επέφερε μια
γενική ατονία στο Μακεδονικό ζήτημα (Μπάκας, 2003: 262). Ωστόσο, οι Νεότουρκοι
δεν επεφύλασσαν την ίδια αντιμετώπιση και για τους Βούλγαρους, ενώ ήδη, από τις
αρχές του 1909, και οι ίδιοι εντατικοποίησαν τις ένοπλες ομάδες και τις πολιτοφυλακές
που ίδρυαν, με στόχο την προστασία των χωριών με μουσουλμανικό πληθυσμό.
Εύποροι ιμάμηδες των χωριών, όπως η Κάτω Τζουμαγιά, συμμετείχαν ενεργά στο
κίνημα των Νεότουρκων, ενώ και στα Πορρόια, καθημερινή ήταν η τρομοκράτηση των
χριστιανικών πληθυσμών. Στην περιοχή του Δεμίρ Ισάρ, το νέο καθεστώς σημείωσε
μεγάλη επιτυχία και προσέλκυσε σχεδόν ολόκληρο το μουσουλμανικό πληθυσμό.
Μάλιστα οργανωμένες πολιτικά ομάδες Βουλγάρων, όπως οι Βερχοβιστές,
συνέπλευσαν με τους Νεότουρκους, ακολουθώντας την πολιτική γραμμή τους
(Μπάκας, 2003: 266).
Στο πλαίσιο της δράσης των Νεότουρκων, έλαβαν επίσης χώρα αρκετές
συλλήψεις διευθυντών ελληνικών σχολείων, όπως στα Πορρόια. Ο διευθυντής των
σχολείων Πορροΐων Χρήστος Γεωργίου Βιτσικάνος (ψευδώνυμο του δικηγόρου
Γεωργίου M. Παπαηλιάκη) κατηγορήθηκε ότι εξελλήνιζεγλωσσικά τους κατοίκους
γνωρίζοντας ότι αργά η γρήγορα η γλώσσα τους θα τους οδηγήσει να
ακολουθήσουντους ομόγλωσσούς τους (Μαυρίδης, 2018: 22),καθώς οι οθωμανικές
αρχές ανακάλυψαν στον χαρτοφύλακά του σε χειρόγραφα, τοπικά τραγούδια των Άνω
Πορροϊων στην ελληνική, βιβλία και εκθέσεις, που ανέφεραν ως πατρίδα του Μεγάλου
Αλεξάνδρου τη Μακεδονία. Τα ανωτέρω ευρήματα, αποτελούσαν για τους
Νεότουρκους αποδείξεις απόπειρας συνομωσίας και κατασκοπίας σε βάρος της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επιπρόσθετα, οι Νεότουρκοι ψήφισαν νόμους για τις
ελληνικές εκκλησίες και τα ελληνικά σχολεία, φανερά αντισυνταγματικούς και
άδικους, που συχνά προκαλούσαν την αγανάκτηση του λαού και του κλήρου των
ελληνικών κοινοτήτων του ∆εμίρΙσάρ, της Κάτω Τζουμαγιάς και των Πορροΐων.
Μάλιστα, η οθωμανική κυβέρνηση περιόρισε σε μεγάλο βαθμό τις αρμοδιότητες των
μητροπολιτών και των αρχιερατικών επιτρόπων (Βούρη, 1992, 178), ορίζοντας ρητά
πως η οθωμανική διοίκηση δεν θα αποδεχόταν γραπτές αιτήσεις των μητροπολιτών ή
των επιτρόπων τους όταν δεν θα αφορούν υποθέσεις θρησκευτικές ή πνευματικές και
μόνο (Μπάκας, 2003: 269).
41
Την ίδια εποχή η πολιτική των εκβιασμών και των φόνων από το βουλγαρικό
και το νεοτουρκικό κομιτάτο συνεχιζόταν αμείωτη. Οι στυγερές δολοφονίες Ελλήνων
ήταν καθημερινό φαινόμενο και λάμβαναν χώρα συχνά ως αντίποινα ή ως
τρομοκράτηση των κατοίκων, ώστε να απομακρυνθούν από το Πατριαρχείο και να
ενταχθούν στη βουλγαρική Εξαρχία και στο σχίσμα της (Μπάκας, 2003: 269). Σε
απάντηση των όσων πραγματοποιούνταν σε βάρος των Ελλήνων, το Ελληνικό
Υπουργείο Εξωτερικών, το 1911, διόρισε πολιτοφύλακες, ντόπιουςκατοίκους που
επιστρατεύονταν από την εκάστοτεμερίδα για να λειτουργήσουν ως ένα αμυντικό
σώμα, συνήθως προστατεύοντας μια εκκλησία ή ένα σχολείο (Μαυρίδης, 2018: 65)
όπως χαρακτηριστικά συνέβη στο χωριό Γέρμαν του καζά ∆εμίρΙσάρ. Ο διορισμόςκαι
η χρηματοδότηση των πολιτοφυλάκων αυτών πραγματοποιούνταν μετά από εισήγηση
του Ελληνικού προξενείου Σερρών. Σε όλη αυτήν την έκρυθμη κατάσταση, οι κάτοικοι
της περιοχής είχαν να αντιμετωπίσουν και τον φόβο τρομοκρατικών επιθέσεων, όπως
η ανατίναξη αμαξοστοιχίας, στις 20 Νοεμβρίου 1911, στις σιδηροδρομικές γραμμές
των σταθμών Ακήντζαλη και Πορροΐων, που εκτελούσε το δρομολόγιο μεταξύ
Θεσσαλονίκης και Κωνσταντινούπολης. Το συμβάν θορύβησε τον πληθυσμό και τις
οθωμανικές αρχές, ενώ αποδόθηκε στους Βουλγάρους, που μετέρχονταν όλους τους
τρόπους για να επιτύχουν ευρωπαϊκή επέμβαση στη Μακεδονία (Μπάκας, 2003: 271,
273).
Το 1912 συνεχίζονται, με τις ίδιες εντάσεις, οι δυσκολίες για τον ελληνικό
πληθυσμό της Μακεδονίας. Οι δολοφονίες δεν έχουν σταματήσει στον χώρο της
μητρόπολης Μελενίκου.Ανάμεσα στους νεκρούς αναφέρονται και δυο Βλάχοι βοσκοί
από το χωριό Μπόσδοβο. Οι φόνοι αποδόθηκαν από τους Οθωμανούς αξιωματούχους
στη συμμορία του Ντόντσεφ ή του Σαντάνσκι, δεικνύοντας ότι ουδέποτε σταμάτησε η
βουλγαρική τρομοκρατία στην περιοχή (Μπάκας, 2003: 275). Δεν εξέλιπαν πάντως
προσπάθειες συνεννόησης ανάμεσα σε Βούλγαρους και Έλληνες, με πρωτοβουλίες
συχνά των Ελλήνων, χωρίς ωστόσο, οι βουλγαρικές συμμορίες να σταματήσουν να
παρενοχλούν τα χωριά της περιοχής κυρίως του ∆εμίρΙσάρ και της Κάτω Τζουμαγιάς.
Μέσα σε όλα αυτά και παρά τις αντίθετες διακηρύξεις των Νεοτούρκων εμφανίζονται
περιστατικά βίαιου εξισλαμισμούκατοίκων. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του
ΜελενίκειουΝέικου, που βίωσε την οργή των Νεότουρκων επειδή δεν δέχτηκε να γίνει
εξωμότης και δεν αλλαξοπίστησε όπως και οι περιπτώσεις των απαγωγών και βίαιων
εξισλαμισμών τριών κοριτσιών και ενός αγοριού από τον καζά του ∆εμίρΙσάρ ή το
περιστατικό που συνέβη στα Άνω Πορρόια, με την απαγωγή μιας νεόνυμφης, την οποία
42
επιχείρησαν να εξισλαμίσουν τρεις μουσουλμάνοι από το γειτονικό χωριό των Κάτω
Πορροΐων.
Επιδιώκοντας τη σταδιακή αφομοίωση των μη μουσουλμανικών πληθυσμών οι
Νεότουρκοι επιχείρησαν να εμποδίσουν όλες τις επιρροές και σχέσεις που είχαν οι
χριστιανοί της Μακεδονίας με τα εθνικά βαλκανικά κράτη. Έτσι, ασκούσαν έλεγχο
στους εκπαιδευτικούς, λογόκριναν τα σχολικά προγράμματα και τα βιβλία των
μαθητών, απαγορεύοντας αυστηρά όσα έκριναν ότι υποδαύλιζαν τις βαλκανικές
εθνικές ιδέες. Πολλοί εκπαιδευτικοί που είχαν λάβει μέρος στη διεξαγωγή της ένοπλης
δράσης συνελήφθησαν και απομακρύνθηκαν από το εκπαιδευτικό σύστημα (Σφέτας,
2009: 446). Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται μεταξύ άλλων και η σύλληψη του
προαναφερθέντος Γεώργιου Μ. Παπαηλιάκη (Βλάχος, 1979: 130-131) που δούλευε ως
πράκτορας του ελληνικού δικτύου (Ζιώγας, 2015). Αντίστοιχα, επιβάλλονταν
περιορισμοί στις αρμοδιότητες των θρησκευτικών λειτουργών των χριστιανικών
μειονοτήτων. Οι Νεότουρκοι επέβαλλαν τον απόλυτο έλεγχό, αποκόπτοντας τον κλήρο
από το ποίμνιο και από σοβαρές αποφάσεις που το αφορούσαν (Λαούρδας και Πέννας,
1964: 111). Μάλιστα, οι προσπάθειες εκτουρκισμού ήταν φανερές σε όλες τις ενέργειες
του νεοτουρκικού κινήματος. Από το χριστιανικό χωριό ΕρνίΚιοΐ, στο οποίο διέμεναν
τουρκόφωνοι Ρομά, απομακρύνθηκε η καμπάνα και η κίνηση αυτή ερμηνεύθηκε από
την ελληνική διπλωματία ως τμήμα του γενικότερου σχεδίου εκτουρκισμού των
κατοίκων της περιοχής (Ζιώγας, 2015: 85).
Το ελληνικό κράτος, μετά το Κίνημα των Νεότουρκων, δεν ήταν σε θέση να
παρεμβαίνει με την ίδια αποφασιστικότητα στο Μακεδονικό Ζήτημα και για τον λόγο
αυτό, μετά το 1908, είχε περιοριστεί κυρίως στην αποστολή όπλων και πυρομαχικών
στις ελληνικές πατριαρχικές κοινότητες. Το Σεπτέμβριο του 1908, με τον
μετασχηματισμό του Μακεδονικού Κομιτάτου προέκυψε η «Πανελλήνια Οργάνωση»
(Βακαλόπουλος, 1996: 386-387), με συνολικά 12 πολιτοφύλακες κατά το έτος 1909 σε
έξι χωριά του Δεμίρ Ισάρ (Μπάκας, 2003). Φυσικά και οι Νεότουρκοι δημιουργούσαν
τα δικά τους ένοπλα σώματα και τα σώματα πολιτοφυλακής. Δημιούργησαν έτσι στις
αρχές του 1909 ένα εξαμελές σώμα μουσουλμάνων πολιτοφυλάκων στα Πορρόια και
ένα δεκαμελές στη Κάτω Τζουμαγιά. Κύριος σκοπός τους, ήταν να καταστείλουν κάθε
εθνική έκφραση στον χριστιανικό πληθυσμό, να αντιμετωπίσουν τις ενδεχόμενες
εξεγέρσεις των αντιφρονούντων στο καθεστώς στοιχείων, να τονώσουν το ηθικό του
μουσουλμανικού πληθυσμού. Οι μουσουλμάνοι ένιωθαν πλέον πιο ήρεμοι και σίγουροι
πως δεν θα απειλούνταν ξανά από τις χριστιανικές ένοπλες ομάδες.
43
Τα νέα αυτά δεδομένα στη μακεδονική ύπαιθρο και η αλλαγή των συσχετισμών
και των δυνάμεων απέναντι στον ένοπλο τώρα ανταγωνισμό των μουσουλμάνων, είχε
ως αποτέλεσμα οι τελευταίοι να δεθούν περισσότερο μεταξύ τους και να επιζητήσουν
να πάρουν εκδίκηση από όλους τους χριστιανούς, ανεξαιρέτως καταγωγής. Ανάμεσα
στον Ιούνιο και τον Σεπτέμβριο 1910, μουσουλμάνοι ένοπλοι δολοφονούν χριστιανούς,
πατριαρχικούς και εξαρχικούς, προπηλακίζουν χωρικούς και προβαίνουν σε άκρατες
βιαιότητες στα χωριά Σπάτοβο, Ράντοβο και Καμαρότι (Βλάχος, 1979: 131-135).
Παράλληλα, οι τάξεις των Νεότουρκων πολιτοφυλάκων, γνωρίζοντας πως η Ελλάδα
εξόπλιζε τις πατριαρχικές ελληνικές κοινότητες, κατά τον αφοπλισμό του 1910, πίεζαν
τους Έλληνες να αποκαλύψουν τις κρύπτες των όπλων τους (Μπάκας, 2003).
Ήδη στην εκπνοή του 1911, η περιφέρεια των Σερρών είχε βιώσει τρομακτικές
αλλαγές, που έσυραν τη δημόσια ασφάλεια των πολιτών σε ακραίο πιθανό σημείο,
συνεπεία της μεγάλης αδιαφορίας των οθωμανικών αρχών. Τουρκικές ληστρικές
συμμορίες, λυμαίνονταν τους χριστιανούς με την ανοχή των αρχών και φαινόμενα,
όπως εγκλήματα κάθε είδους και βιαιοπραγίες, ήταν καθημερινότητα για τους
χριστιανούς κατοίκους. Συχνά μάλιστα, οι ληστρικές αυτές συμμορίες ήταν
εξοπλισμένες με την αρωγή της ίδιας της οθωμανικής κυβέρνησης, η οποία ανεχόταν
και την συνεχιζόμενη παρουσία αντίστοιχων ληστρικών ομάδων, που συγκροτούνταν
από Βουλγάρους. Οι βουλγαρικές αυτές συμμορίες τριγυρνούσαν στον καζά Δεμίρ
Ισάρ, προβαίνοντας όμως κυρίως σε πράξεις πίεσης πολιτικού χαρακτήρα και
δευτερευόντως ληστρικού. Αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε μέχρι την κήρυξη του Α΄
Βαλκανικού Πολέμου, ακόμα και κατά τη διάρκεια των ελληνοβουλγαρικών
προσεγγίσεων (Μαυρίδης, 2018: 86).
Στο όλο Μακεδονικό Ζήτημα που αφορά την περιοχή, εισήλθε και η
Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία η οποία, μέσω της ουνίας, είχε επηρεάσει τη γειτονική
περιοχή του Κιλκίς, καθώς και ο Προτεσταντισμός, που επεδίωξαν να εκμεταλλευτούν
τις περιστάσεις. Η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, αναγνωρίζοντας το κενό που
δημιουργούσε το γεγονός ότι οι ελληνόφωνοι ρωμαιοκαθολικοί κάτοικοι της
Μακεδονίας δεν αποτελούσαν μέρος του ορθόδοξου μιλλέτ, καθώς και οι ίδιοι
διαχώριζαν τους εαυτούς τους, προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τις περιστάσεις. Οι
ρωμαιοκαθολικοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας απέκτησαν ξεχωριστό μιλλέτ μόλις
το 1852 (Μαυρίδης, 2018: 14). Αξίζει να αναφερθεί ότι η ρωμαιοκαθολική προπαγάνδα
εμφανίζεται πολύ νωρίτερα στην περιοχή, ήδη από το 1641, κατά την περίοδο που ήταν
μητροπολίτης ο Χριστόφορος. Τότε παρατηρούνται οι πρώτοι προσηλυτισμοί και οι
44
πρώτες προσηλυτιστικές απόπειρες της Ουνίας, με την παραμονή στο Δεμίρ Ισάρ του
μισιονάριου της ρωμαιοκαθολικής προπαγάνδας Κωνσταντίνου Λογοθέτη, τον
Σεπτέμβριο του 1643 (Βαλαής, 2006:200).
Η απόκτηση ολόκληρων κοινοτήτων και η είσοδός τους στον
ρωμαιοκαθολικισμό δημιουργούσε νέους πολιτικούς συσχετισμούς και απέφευγε την
περιθωριοποίηση των νεοφώτιστων στο δόγμα από την λοιπή κοινωνία, καθιστώντας
τους δυνατότερους. Επιπρόσθετα, υπήρχε μια ριζοσπαστικότητα στην προσέγγιση του
προσηλυτισμού από την ευέλικτη θρησκευτική κατασκευή της Ουνίας, που προέβαινε
σε προτροπή των πάλαι ποτέ ορθόδοξων πληθυσμών που προσηλύτιζε, να διατηρήσουν
το ορθόδοξο τυπικό της λατρείας, αναγνωρίζοντας απλώς τον Πάπα ως την ανώτατη
εκκλησιαστική αρχή. Από τις πρώτες μεθοδευμένες προσπάθειες διείσδυσης της
Ουνίας στην Μακεδονία, ικανή να προκαλέσει κινδύνους και τριγμούς τόσο στο
Πατριαρχείο, όσο και στην Εξαρχία, έλαβε χώρα το 1877 με την επίσημη εγκατάσταση
στη γειτονική περιοχή του Κιλκίς, του Ιζβόροφ, ενός γνωστού βουλγαροουνίτη
επισκόπου. Η συγκεκριμένη εγκατάσταση είχε ως αποτέλεσμα να προσχωρήσουν
μαζικά στην Ουνία οι κάτοικοι της πόλης που ανήκαν στον σλαβόφωνο πληθυσμό της,
αλλά και άλλων 32 χωριών της επαρχίας Πολυανής (Κωστόπουλος, 2018:570).
Σε ό,τι αφορά τη δράση των ρωμαιοκαθολικών μισσιοναρίων στην ευρύτερη
περιοχή των Σερρών, η θρησκευτική τους δικαιοδοσία ανήκε στον εφημέριο της
καθολικής ενορίας της Θεσσαλονίκης. Την διεύθυνση της εν λόγω ενορίας κατείχαν οι
Ιησουίτες ιεραπόστολοι της Θεσσαλονίκης, ήδη από το 1783, καθώς το αντίστοιχο
τάγμα καταργήθηκε το 1773. Οι Λαζαριστές της Θεσσαλονίκης στη συνέχεια,
διηύθυναν την καθολική ενορία εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των ομολογουμένως λίγων
σε αριθμό ρωμαιοκαθολικών των γύρων περιοχών, κυρίως εμπόρων και διπλωματών.
Οι ιερείς της ιεραποστολής επισκέπτονταν τις περιοχές διαμονής αυτών των
ρωμαιοκαθολικών, δημιουργώντας μια «κινητή» ιεραποστολική δράση, συνεχίζοντας
την παράδοση των προκατόχων τους. Ειδικότερα, για την περίπτωση των Σερρών,
γνωστή είναι η επίσκεψη του ιεραποστόλου Λαζαριστή εφημέριου Θεσσαλονίκης
JosephLepaves. Μάλιστα θεωρείται πως είναι και η παλαιότερη χρονικά γνωστή
επίσκεψη ιεραποστόλου του ρωμαιοκαθολικού δόγματος στις Σέρρες. Η επίσκεψη
πραγματοποιήθηκε το 1852, με αφορμή την επιστροφή του ιεραποστόλου από την
Καβάλα. Αξίζει να αναφερθεί ότι δεν υπάρχει πλήρης καταγραφή του αριθμού των
καθολικών της ευρύτερης περιοχής των Σερρών, υποδηλώνοντας αυτή η απουσία και
το ολιγάριθμό τους.
45
Παρά τον αδιαμφισβήτητα μικρό αριθμό ρωμαιοκαθολικών στην περιοχή, το
1887 πραγματοποιήθηκε μια τομή στα τεκταινόμενα που αφορούσαν τους
ρωμαιοκαθολικούς σε περιοχές ανατολικά της Θεσσαλονίκης. Ειδικότερα, στις 13
Οκτωβρίου 1887 εγκαταστάθηκε ο ιερέας της ιεραποστολής C. Hypert στην Καβάλα,
με αποτέλεσμα να παγιώσει καθολικές ιεραποστολές στην περιοχή για περίπου έναν
αιώνα. Μετά το 1887 οι Λαζαριστές της Καβάλας ανταποκρίνονται στις πνευματικές
ανάγκες της ρωμαιοκαθολικής παροικίας της περιοχής των Σερρών. Η ίδρυση αυτής
της ιεραποστολής στην κοντινή πόλη της Καβάλας, δημιούργησε τον κατάλληλο
δίαυλο πραγματοποίησης συχνών επισκέψεων ιεραποστόλων και στις Σέρρες και στην
ευρύτερη περιοχή που υπηρετούσαν, καλύπτοντας μια ευρεία έκταση. Ενίοτε η δράση
των ρωμαιοκαθολικών ήταν συλλογική, καλώντας έναν μισσιονάριο, όπως στην
περίπτωση των ρωμαιοκαθολικών των Σερρών. Η πρόσκληση ενός μισσιονάριου από
την εκάστοτε παροικία, κινητοποιούσε τους ιερείς της ιεραποστολής, οι οποίοι
μετέβαιναν στην περιοχή για να καλύψουν τις ανάγκες του ποιμνίου τους, αλλά και για
να επωφεληθούν γενικότερα αρκετά του χρόνου παραμονής τους σε έναν
τόπο(Κουτζακιώτης, 1996: 15-20).
Αξίζει βέβαια να σημειωθεί πως υπήρξαν και οι περιπτώσεις που οι ιερείς της
ρωμαιοκαθολικής ιεραποστολής στις Σέρρες διαβιούσαν αρμονικά με τους
ορθοδόξους, ανταλλάσσοντας επισκέψεις με την ιεραποστολή Καβάλας και τον
μητροπολίτη Σερρών να προβαίνουν στις απαραίτητες εθιμοτυπίες. Αυτή η αρμονική
συνύπαρξη που συχνά κατακτιόταν, κατέρριπτε τις προκαταλήψεις και τη δυσπιστία
ενάντια στον ρωμαιοκαθολικό κλήρο. Δεν ήταν λίγες μάλιστα οι φορές που πληθυσμοί
και κοινότητες θεωρούσαν τους ρωμαιοκαθολικούς ιεραποστόλους καλύτερους από
τους ορθοδόξους στον τομέα αυτόν. Ωστόσο δεν εξέλιπαν και ιδιάζουσες καταστάσεις,
όπως εκείνη στις 12 Φεβρουαρίου 1889, κατά την επίσκεψη του π. C. Hypert στις
Σέρρες για την τέλεση μιας κηδείας, όπου παρίσταντο οι αντιπρόσωποι των διαφόρων
ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και πλήθος κόσμου. Κατά την διεξαγωγή της τελετής, οι
ορθόδοξοι δεν του επέτρεψαν να πραγματοποιήσει τον ενταφιασμό του νεκρού
ανάμεσα στους δικούς τους, ορίζοντας ένα μέρος του κοιμητηρίου για τους
ρωμαιοκαθολικούς. Αργότερα όμως οι ορθόδοξοι δέχθηκαν τον ενταφιασμό στο
κοιμητήριο, αλλά το περιστατικό δεν τελείωσε εκεί, καθώς ένα ιερέας αρνήθηκε να
δανείσει τα απαραίτητα σκεύη για την τελετή(Κουτζακιώτης, 1996: 15-20).
Οι επισκέψεις και η δράση του π. C. Hypert στην περιοχή των Σερρών δεν
περιορίστηκε στην απλή παρουσία ιερέων της ιεραποστολής στις Σέρρες. Η παρουσία
46
των Λαζαριστών υπήρξε έκδηλη μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα. Οι
ρωμαιοκαθολικοί ιερείς εξυπηρετούσαν την μικρή καθολική παροικία των Σερρών
συνεχώς, όπως υποδηλώνουν και τα αντίστοιχα αρχεία της ιεραποστολής της Καβάλας
(Κουτζακιώτης, 1996: 20-24). Φυσικά η δράση των ιεραποστόλων ήταν πολυδαίδαλη
και πολυεπίπεδη και δεν υστερούσε σε τίποτα από τις υπόλοιπες προπαγάνδες που
αποπειρόνταν να προσεταιριστούν την περιοχή των Σερρών και του καζά Δεμίρ Ισάρ,
παρότι για τον τελευταίο λείπουν οι λεπτομερείς ειδήσεις. Η ρωμαιοκαθολική
ιεραποστολή ίδρυε και εκείνη σχολεία και ευκτήριους οίκους, ενώ για να εξυπηρετήσει
τους δικούς της σκοπούς χρησιμοποιούσε τους βουλγαροουνίτες, επιδιώκοντας την
διάδοση της βουλγαρικής γλώσσα μέσω έντυπου υλικού που διαμοίραζε στους
πληθυσμούς. Η Αγία Γραφή, υμνολόγια και άλλα έντυπα διακινούνταν γραμμένα στα
βουλγαρικά από τους παραπάνω ιεραποστόλους(Αγγελόπουλος, 1973: 109). Ο τύπος
της εποχής παρέχει περιοδικά ειδήσεις για την εμφάνιση «φράγκων» ιεραποστόλων
στον υπό μελέτη χώρο (Μπάκας, 2003: 287).
Στον καζά Δεμίρ Ισάρ και στην ευρύτερη περιοχή, κυκλοφορούσαν διδακτικά
εγχειρίδια βρίθοντα ρωμαιοκαθολικών δοξασιών σχετικά με το μυστήριο της Αγίας
Τριάδος (filioque), σχετικά με την Θεοτόκο και την Θεία Κοινωνία, τις θρησκευτικές
νηστείες και λατρείες, ενώ δεν εξέλιπαν και τα αντίστοιχα αναγνώσματα και οι
δραστήριοι κληρικοί που επεδίωκαν τον προσηλυτισμό των κατοίκων στην Ουνία
(Αγγελόπουλος, 1973: 104). Εν προκειμένω αξίζει η αναφορά των τεκταινομένων στην
επαρχία Πολυάνης, που γειτνίαζε δυτικά με τον καζά του Δεμίρ Ισάρ και τα γεγονότα
που πραγματοποιήθηκαν σε αυτή αποτελούν μια ισχυρή ένδειξη για τα όσα μπορούσαν
να λαμβάνουν χώρα την ίδια εποχή και στο Δεμίρ Ισάρ, με δεδομένη την έλλειψη
πηγών. Συνολικά από 1040 χριστιανικές οικογένειες της πόλης του Κιλκίς, η
συντριπτική πλειονότητα των 1010 οικογενειών εντάχθηκαν στην Ουνία, ενώ μόλις οι
εναπομείνασες 30 παρέμειναν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ανάλογη είναι και η
κατάσταση που παρουσιάζουν και οι βουλγαρικές αρχές, που προσεγγίζουν τις
οικογένειες, καθώς το 1881, σύμφωνα με τον ΚουζμάνΣαπκάρεφ,
Βούλγαροδιδάσκαλο, από τις 1500 περίπου βουλγαρικές οικογένειες, όπως τις
μετρούσε η Εξαρχία και όπως τις λογάριαζε, μόλις οι 35 διατήρησαν την ορθόδοξη
πίστη τους, με τις υπόλοιπες να έχουν ασπαστεί τον ρωμαιοκαθολικισμό μέσω της
Ουνίας (Κωστόπουλος, 2018:843-855).
Ο προαναφερόμενος βουλγαροουνίτης επίσκοπος το 1879 περιόδευσε σε μια
ευρεία περιοχή, προσεγγίζοντας τους απλοϊκούς κατοίκους και με λιτή γλώσσα που
47
προσάρμοζε κατά τις περιστάσεις, προσηλύτιζε τους κατοίκους στον Ουνιτισμό.
Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι οι περισσότεροι χριστιανοί που κατάφερε να πείσει
ήταν ήδη βουλγαρικής εθνικής συνείδησης. Υποστήριζε για να τον δεχθούν, πως μέσω
της Ουνίας θα ήταν σε θέση να τους απομακρύνει από τον φαναριώτικο πατριαρχικό
κλήρο που τους ταλαιπωρούσε και τους εκμεταλλευόταν και πως σύντομα θα τους
υπήγαγε σε μια αυτοκέφαλη Βουλγαρική Εξαρχία. Στους ακόμα απλοϊκότερους
υποσχόταν πως θα τους απήλλασσε από πολλές υποχρεώσεις τους προς τις τοπικές
Αρχές, αρκεί να έθεταν τους εαυτούς τους κάτω από την προστασία των
ρωμαιοκαθολικών δυνάμεων και του Πάπα. Το τέλος της δράσης του επισκόπου
επήλθε ως αποτέλεσμα του διπλωματικού ανταγωνισμού ανάμεσα στην
Αυστροουγγαρία και στη Γαλλία για την ανάμειξή τους στην περιοχή, αλλά και ως
απότοκο της προσωπικής του φιλοδοξίας, που τον ώθησε να μην ευθυγραμμιστεί
πλήρως με το ρωμαιοκαθολικό τάγμα των Λαζαριστών της Θεσσαλονίκης με άμεση
συνέπεια την απομάκρυνσή του με τονδιορισμό του ως αρχιεπισκόπου των Ουνιτών
στην Κωνσταντινούπολη το 1883. Την ίδια εποχή το σύνολο των ουνιτικών κοινοτήτων
στην Μακεδονία και το οικοδόμημα που έχει δομηθεί, αρχίζει να καταρρέει
(Κωστόπουλος, 2018:843-855).
Ολοκληρώνοντας τη δράση των προπαγανδιστικών ομάδων που δρούσαν στην
περιοχή του Δεμίρ Ισάρ, στην υπό μελέτη περίοδο, πρέπει να γίνει η αναφορά και στην
απόπειρα δράσης στο χώρο της προτεσταντικής προπαγάνδας. Ήδη από το έτος 1850,
πρωτοεμφανίστηκαν στην επαρχία Μελενίκου ομάδες κηρύκων και «λαοπλάνων»,
όπως τους χαρακτηρίζουν οι πηγές της εποχής, που όργωναν τα χωριά. Δημοσιεύματα
του 1881, αναφέρουν την έλευση του προτεσταντισμού στην βορειοανατολική
Μακεδονία. Οι δε θιασώτες του αποτελούσαν μια ακόμη απειλή για τη συνοχή του
χριστιανικού πληθυσμού και κυρίως για τον ελληνικό πληθυσμό. Η μεγαλύτερη
κινητικότητα των προτεσταντών στην περιοχή, έλαβε χώρα μετά το 1887, όταν
οργανωμένοι προτεστάντες ιεραπόστολοι διέτρεχαν ολόκληρη την εκκλησιαστική
επαρχία Μελενίκου, μέρος της οποίας ήταν και η περιοχή του Δεμίρ Ισάρ. Οι
περισσότεροι μάλιστα από αυτούς, με το πρόσχημα της ταυτότητας των πλανόδιων
βιβλιοπωλών, πλησίαζαν ευκολότερα τους κατοίκους, που δεν ήταν υποψιασμένοι για
τις πραγματικές τους προθέσεις (Μπάκας, 2003: 287). Όπως ήταν φυσικό, η
προτεσταντική προπαγάνδα δεν θα μπορούσε να υστερήσει της ρωμαιοκαθολικής
προπαγάνδας. Οι προτεστάντες επεδίωξαν με όλα τους τα μέσα και τις μεθόδους να
επωφεληθούν και αυτοί από την δυσχέρεια που λάμβανε χώρα στους κόλπους του
48
Οικουμενικού Πατριαρχείου, προσεταιριζόμενοι κυρίως τους ορθόδοξους Βουλγάρους
της περιοχής (Αγγελόπουλος, 1973: 106).
Δεν ήταν μάλιστα τυχαία και η συνεργασία των Προτεσταντών με την
Βουλγαρική Ηγεμονία, καθώς όπως φαίνεται, η όλη προσπάθεια προερχόταν και από
την προπαγάνδα των Βουλγάρων, που επεδίωκαν την απομάκρυνση των τοπικών
πληθυσμών από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Στις 31 Δεκεμβρίου 1887, προτεστάντης
κληρικός, με την αρωγή ενός ιατρού και ενός δικηγόρου, σταλμένων από την
Βουλγαρική Ηγεμονία, πέρασε από το Σαντζάκι των Σερρών και την Άνω Τζουμαγιά,
με σκοπό την κατήχηση και τον προσηλυτισμό, Ελλήνων και Βουλγάρων. Οι κάτοικοι
ζήτησαν αρκετές φορές την αρωγή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ώστε το τελευταίο
να διορίσει ιεροκήρυκες επιφορτισμένους με την τόνωση του θρησκευτικού αλλά και
του εθνικού αισθήματος (Στεφάνου, 2017: 60) των χριστιανών της επαρχίας. Αξίζει να
αναφερθεί ότι δεν ήταν λίγοι και οι ιεραπόστολοι της Αγγλοαμερικανικής Εταιρείας,
που μετέφεραν μαζί τους τις δικές τους βίβλους, επηρεάζοντας τις τοπικές κοινότητες
και προσελκύοντας κατοίκους στον προτεσταντισμό (Μπάκας, 2003:288).
Κυρίως προτεστάντες ιεραπόστολοι εμφανίστηκαν στην περιοχή και
αποπειράθηκαν να προσεταιριστούν τους κατοίκους των περιοχών Μπάνσκο, της
επαρχίας Ραζλουκίου, της Θεσσαλονίκης, της Ρεσάνης, του Περλεπέ, της Έδεσσας των
Γιαννιτσών. Μάλιστα, είχε ιδρυθεί μια οργανωμένη προτεσταντική κοινότητα στη
γειτονική Δοϊράνη, με τις ανάλογες προσπάθειες στο Κιλκίς και στη Γευγελή, να
στέφονται από αποτυχία (Μπάκας, 2003: 279). Την προτεσταντική αυτή προπαγάνδα
στην περιοχή, ξεκίνησαν οι Haskell και House, ιδρύοντας σχολείο και χορηγώντας
έντυπο υλικό με προτεσταντικό περιεχόμενο (Καραθανάσης, 1973:480). Γενικότερα, ο
προσηλυτισμός των ρωμαιοκαθολικών κινήθηκε σε αρκετά διαφορετικό επίπεδο από
εκείνο των προτεσταντών, καθώς η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία προσέγγισε το γεγονός
με μεγαλύτερη πολιτική χροιά. Ο ρωμαιοκαθολικός προσηλυτισμός στόχευσε σε έναν
γενικό προσεταιρισμό των πληθυσμών και όχι σε μεμονωμένες και ατομικές
προσπάθειες, όπως έκαναν οι αντίστοιχοι προτεστάντες ιεραπόστολοι (Κωστόπουλος,
2018:445-449).
2.2 Η ελληνική Εκπαίδευση στη υποδιοίκηση Δεμίρ Ισάρ την περίοδο 1870-
1913
To ζήτημα της παιδείας των κατοίκων της Μακεδονίας πρωταγωνίστησε στη
διαμάχη μεταξύ των διαπλεκόμενων μερών και στον εθνικό ανταγωνισμό που
49
χαρακτηρίζει την περίοδο αυτή, από το 1870 έως το 1912 (Χανουμίδης κ. συν., 2010:
58-82). Ήδη μετά το 1865, όταν ολόκληρη η περιοχή γνώρισε οικονομική ανάπτυξη -
ιδίως οι Σέρρες με την αύξηση της τιμής του βαμβακιού εξαιτίας του αμερικανικού
εμφυλίου, του 1864 και εξαιτίας της σιδηροδρομικής σύνδεσης μεταξύ Θεσσαλονίκης
και Κωνσταντινούπολης και της αύξησης των εξαγωγών και της καλλιέργειας του
καπνού-, ιδρύθηκαν αρκετά σχολεία, ενώ συντεχνίες και αδελφότητες μαζί με την
Εκκλησία ανέλαβαν τη συντήρησή τους (Στεφάνου, 2017: 9).
Η κατάσταση στην ελληνική εκπαίδευση έγινε ιδιαίτερα προβληματική το 1883
όταν η Οθωμανική διοίκηση αμφισβήτησε τα προνόμια του Οικουμενικού
Πατριαρχείου. Στόχος ήταν να πληγεί η ελληνική παιδεία, κυρίως στη Μακεδονία, η
οποία, κατά την περίοδο 1876-1878, γνώρισε έντονο ανταγωνισμό λόγω και της
παράλληλης ανάπτυξης της εκπαιδευτικής δραστηριότητας και των άλλων εθνοτήτων
της περιοχής (Βακαλόπουλος, 1980:38). Στο πλαίσιο αυτό η Οθωμανική κυβέρνηση
επιχείρησε τον έλεγχο στους διορισμούς των διδασκάλων, στο περιεχόμενο των
διδακτικών βιβλίων και στα αναλυτικά προγράμματα των σχολείων (Βλάχος, 1935:
103, 104).
Κατά την μελετώμενη χρονική περίοδο, παρά τις δυσχέρειες, παρατηρήθηκε
μια ραγδαία ανάπτυξη της ελληνικής εκπαιδευτικής και φιλεκπαιδευτικής
δραστηριότητας ως αποτέλεσμα του έντονου ανταγωνισμού μεταξύ Ελλήνων και
Βουλγάρων, ιδίως για τις περιοχές των Σερρών, της Θεσσαλονίκης και του
Μοναστηρίου (Παπακυριάκος, 2013: 531). Κατά την οθωμανική περίοδο, οι
εκκλησιαστικές και οι τοπικές κοινοτικές αρχές αποτελούσαν τους κύριους φορείς
ελληνικής εκπαίδευσης. Σε ό,τι αφορά το ∆εμίρΙσάρ, το πρώτο του σχολείο κτίστηκε
το 1832, στον περίβολο του ναού του Αγίου Γεωργίου στη συνοικία Βαρόσι και με
δαπάνες της τοπικής εκκλησίας. Ο πρώτος διδάσκαλος ήταν Μελενίκιος και οι μαθητές
του ηλικίας έως 18 ετών. Αργότερα, το «Ελληνικό» σχολείο ιδρύθηκε το 1844 με 15
μαθητές και πάλι με Μελενίκιοδιδάσκαλο (Μπάκας, 2003: 39). Την περίοδο της
θητείας των δύο ηπειρωτών διδασκάλων Αναστασίου Γ. Κώτσιου και του Μιχαήλ
Γρατσίου, το σχολείο του ∆εμίρΙσάρ λειτουργούσε εύρυθμα σε άριστη κατάσταση,
λόγω και της οικονομικής ευμάρειας των κατοίκων εκείνη την εποχή, με 25 ως 30
μαθητές (Δημητριάδης, 1878: 24-28). Ωστόσο, το 1850 φαίνεται ότι το ίδιο σχολείο
αντιμετώπιζε πρόβλημα λειτουργίας που το οδήγησε σε κλείσιμο (Μπάκας, 2003: 39),
πιθανότατα εξαιτίας των κοινοτικών διαμαχών που αναστάτωσαν την κοινότητα την
περίοδο αυτή. Τη δεκαετία του 1860 λειτουργούσε στο ∆εμίρΙσάρ παράλληλα με το
50
αλληλοδιδακτικό και «Ελληνικό»
1 σχολείο. Το 1861, απόφοιτος της σχολής των
Σερρών, καταγόμενος από το ∆εμίρΙσάρ, ήταν αυτός που εισήγαγε την
αλληλοδιδακτική μέθοδο, διδάσκοντας στο σχολείο της πατρίδας του για τρία χρόνια
(Δημητριάδης, 1878: 400).
Τη δεκαετία του 1870 και ειδικότερα το 1873, στο Δεμίρ Ισάρ λειτουργούσαν
δύο σχολές, μια «Ελληνική», με ελάχιστους όμως μαθητές και μια δημοτική, με 90
παιδιά, διδασκόμενα από δύο διδασκάλους. Τη δαπάνη για τα σχολεία την
επιφορτίζονταν οι κάτοικοι και η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Δεμίρ Ισάρ (Μπάκας,
2003: 45).Κατά το σχολικό έτος 1875-1876, βελτιώνεται σημαντικά η εκπαιδευτική
πραγματικότητα της επαρχίας Μελενίκου, με την ίδρυση, το 1874, της
«Φιλοπροοδευτικής ΑδελφότηταςΔεμίρ Ισάρ», σωματείου που στόχευε να στηρίξει όχι
μόνο τη δημιουργία νηπιαγωγείου και παρθεναγωγείου στην πόλη, αλλά και σχολείων
σε 75 χωριά της περιοχής, με σκοπό την ενίσχυση του Ελληνισμού και την ανάταση
των εθνικών αισθημάτων, καθώς οι κάτοικοι, σε πολλά χωριά, ήταν κυρίως
σλαβόφωνοι, αλλά στη συνείδηση και την ταυτότητά τους Έλληνες, όπως
χαρακτηριστικά αναφέρουν και πηγές της εποχής. Στα τέλη της δεκαετίας του 1870, το
δημοτικό σχολείο του Δεμίρ Ισάρ είχε 70 μαθητές και το Ελληνικό 19. Λόγω της
έλλειψης Παρθεναγωγείου στο δημοτικό σχολείο φοιτούσαν ταυτόχρονα και 30
κορίτσια. Τα σχολεία λειτουργούσαν σε άριστη κατάσταση, συντηρούμενα από το
κοινοτικό ταμείο και τη σχολική περιουσία, ενώ και πάλι ο ναός του Αγίου Γεωργίου
συνεισέφερε ετησίως περί τις 3.000 γρόσια (Μπάκας, 2003: 180-1).
Η ίδρυση της προαναφερθείσας Φιλοπροοδευτικής Αδελφότητας στο Δεμίρ Ισάρ
αποτελούσε ακόμη μια ενεργή προσπάθεια του ελληνικού στοιχείου να ενισχύσει την
ελληνική παιδεία, παρέχοντας ταυτόχρονα βοηθήματα και υλικά αγαθά στους απόρους
(Δημητριάδης, 1878: 546-547). Με δαπάνες της αδελφότητας συντηρούνταν το
ελληνικό και το αλληλοδιδακτικό σχολείο και ιδρύθηκε το παρθεναγωγείο, το
νηπιαγωγείο και το οικοτροφείο για άπορα παιδιά της πόλης και της ευρύτερης
περιοχής (Μπάκας, 2003: 189). Από τις αρχαιρεσίες της Φιλοπροοδευτικής
Αδελφότητας, του έτους 1886,αναδεικνύεται η μεγάλη ανάπτυξη που γνώρισε η
Αδελφότητα καθώς είχε 108 ενεργά μέλη, τρεις ευεργέτες και τριανταένα δωρητές. Η
συνολική δε περιουσία του συλλόγου ανέρχονταν σε 26.764 γρόσια. Η Αδελφότητα
στήριξε άπορους μαθητές των σχολείων του ∆εμίρ Ισάρ, μοιράζοντάς τους δωρεάν
1 Τύπος σχολείου
51
βιβλία και γραφική ύλη και καλύπτοντας υποτροφίες σε άπορους μαθητές. Η επιτυχής
λειτουργία της Αδελφότητας με την πάροδο του χρόνου μεταφραζόταν σε ακόμη
περισσότερο φιλεκπαιδευτικό και κοινωνικό-φιλανθρωπικό έργο. Χαρακτηριστικά, τα
έτη 1887-1888, η Φιλοπροοδευτική Αδελφότητα ∆εμίρ Iσάρ παρουσίασε έσοδα από
συνδρομές, προσφορές και τόκους 5.240,25 γρόσια, έξοδα 3.417,75 και υπόλοιπο
1822,5. Η συνολική περιουσία της αδελφότητας ανέρχονταν στα 31.199,5 γρόσια
(Μπάκας, 2003:191).
Στην εξαιρετική φιλεκπαιδευτική δράση της Αδελφότητος μπορεί να σημειωθεί
το ενδιαφέρον της, μέσω της πρακτικής των υποτρόφων μαθητών, για ανάδειξη
ντόπιων διδασκάλων για την κάλυψη των αναγκών των εκπαιδευτηρίων κυρίως της
περιφέρειας του Δεμίρ Ισάρ στα οποία ασκούσε εποπτεία. Επίσης, η Αδελφότητα
ενδιαφερόταν για την ποιότητα του εκπαιδευτικού έργου και μεριμνούσε για την
παροχή βιβλίων και οποιουδήποτε υλικού αναγκαίου για την ευχερή σχολική φοίτηση
σε αυτά σε αντίθεση με Αδελφότητες άλλων περιοχών, όπως στη Θράκη, οι οποίες
πολλές φορές έθεταν προσκόμματα στις προσπάθειες βελτίωσης της εκπαίδευσης
(Βούρη, 1992: 104). Συντηρούσε ακόμη οικονομικά τα ήδη υφιστάμενα σχολικά
ιδρύματα, μεριμνούσε για τους μισθούς των εκπαιδευτικών και ενίσχυε τις ελληνικές
εθνικές προσπάθειες για την τόνωση του Ελληνισμού της περιοχής σε εποχή έντονου
ανταγωνισμού στο χώρο της παιδείας και όχι μόνο (Μπάκας, 2003: 192).
Κατά τη δεκαετία του 1880, όλα τα σχολεία της περιοχής του ∆εμίρ Ισάρ είχαν
400 μαθητές και 300 μαθήτριες γεγονός που μαρτυρεί την ολοένα και μεγαλύτερη
πρόοδο της ελληνικής παιδείας στην πόλη και την περιοχή (Ζώτος Μολοσσός, 1887:
400). Μάλιστα, τον Οκτώβριο του 1884 και υπό το κράτος του φόβου της ίδρυσης
σχολής από τους ανταγωνιστές Βούλγαρους στην κάτω συνοικία του ∆εμίρ Ισάρ, η
ελληνική κοινότητα ίδρυσε με τρόπο ταχύτατο δημοτική σχολή στη ίδια συνοικία
(Μπάκας, 2003: 183). Η πόλη συνέχισε να διατηρεί τα δύο σχολεία και κατά το 1885,
δηλαδή το «Eλληνικό» και το δημοτικό που λειτουργούσαν ενιαία με πάνω από 90
μαθητές και ήταν διηρημένα σε έξι ή επτά τάξεις (Μπάκας, 2003: 184). Το
παρθεναγωγείο, το οποίο ιδρύθηκε από την Φιλοπροοδευτική Αδελφότητα, το 1880,
διέθετε 69 μαθήτριες, ενώ συνολικά στα ελληνικά σχολεία του ∆εμίρ Ισάρ, φοιτούσαν
190 μαθητές και μαθήτριες από 200 σχεδόν χριστιανικές οικογένειες. Ωστόσο,
δημιουργήθηκε ζήτημα το 1882 στα σχολεία, εξαιτίας της απόφασης του μητροπολίτη
Mελενίκου Προκοπίου να εισάγει και τη διδασκαλία της βουλγαρικής γλώσσας σε αυτά
προκαλώντας μεγάλη αναστάτωση (Μπάκας, 2003: 173-183).
52
Κατά το σχολικό έτος 1888-1889 λειτούργησαν στο ∆εμίρ Ισάρ πρότυπη
πλήρης αστική σχολή με 105 μαθητές, δημοτική σχολή στην κάτω συνοικία με 35
μαθητές και νηπιαγωγείο και παρθεναγωγείο με 80 μαθήτριες. Η σημασία των
σχολείων για την κοινότητα είναι εμφανής και από τις συνεχόμενες επισκέψεις κι
επιθεωρήσεις προεστών και σημαινόντων προσώπων σε αυτά, όπου επιδίδονταν σε
παραινέσεις γεμάτες νόημα για την καλλιέργεια των ελληνικών γραμμάτων και την
εμπέδωση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας. Μάλιστα, κατά το ίδιο σχολικό έτος, στις
ετήσιες εξετάσεις των σχολείων της πόλης παρευρέθηκαν ο επίσκοπος Δαφνουσίας,
αρχιερατικός επίτροπος του μητροπολίτη Μελενίκου στο Δεμίρ Ισάρ, τα μέλη της
εφοροδημογεροντίας, το προεδρείο της Φιλοπροοδευτικής Αδελφότητας και πλήθους
κόσμου. Οιγιορτές και ο εορτασμός τους στα σχολεία της κοινότητας ήταν πολύ
σημαντικές, διότι συνένωναν τον πληθυσμό με την αθρόα συμμετοχή του, όπως και
στην εορτή των Τριών Ιεραρχών του έτους 1889. Κλήρος λαός και μαθητές μετέβησαν
στην κατάλληλα διακοσμημένη μεγάλη αίθουσα της αστικής σχολής της πόλης, όπου
έψαλλαν και τραγούδησαν ύμνους (Μπάκας, 2003: 184-185).
Στις αρχές του σχολικού έτους 1889-1890, οι Βούλγαροι κάτοικοι του
∆εμίρΙσάρ, μολονότι ήταν μόλις 500, σε ένα σύνολο 3000 Οθωμανών και 2000
Ελλήνων, συγκεντρώνοντας είκοσι περίπου μαθητές, κυρίως από τα χωριά της
περιοχής, επιχείρησαν την ίδρυση βουλγαρικού σχολείου στην πόλη. Ωστόσο, η
προσπάθεια όχι μόνο δεν ευοδώθηκε, αλλά και άλλα βουλγαρικά σχολεία στην περιοχή
αναγκάστηκαν να διαλυθούν εξαιτίας της έλλειψης χρηματικών μέσων και πόρων.
Εκτός από την χρηματική ένδεια, σημαντική ήταν και η αποτελεσματικότητα των
ελληνικών ενεργειών στην οθωμανική διοίκηση για την κατάργηση και τη μη
αδειοδότησητων βουλγαρικών σχολείων. Το Μάιο του 1894, ο επίσκοπος ∆αφνουσίας
Βασίλειος Παπαχρήστου ζήτησε τη μεσολάβηση του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης
Αθανασίου, ώστε να ανακληθεί η άδεια λειτουργίας βουλγαρικού σχολείου, που
στεγαζόταν σε ιδιόκτητη οικία στην επί το πλείστον σλαβόφωνη κάτω συνοικία του
∆εμίρΙσάρ (Μπάκας, 2003: 186).
Κατά τα πρώτα έτη του 20ού αιώνα τα σχολεία του ∆εμίρΙσάρ αντιμετώπισαν
έντονο στεγαστικό πρόβλημα. Η εκκλησία συνετέλεσε, για μια ακόμη φορά, στην
εξεύρεση της λύσης, ήδη από το 1905, δίδοντας και παραχωρώντας χώρους της ίδιας ή
άλλων ευεργετών της κοινότητας (Στάμος, 1979: 45). Το 1906, στο ∆εμίρΙσάρ
λειτουργούσαν δύο σχολεία αρρένων, ένα παρθεναγωγείο, ένα επτατάξιοαρρεναγωγείο
καθώς και μικρή μικτή σχολή και νηπιαγωγείο (Ιγγλέσης, 1910: 64). Την ίδια εποχή,
53
οι Βούλγαροι διέθεταν στην πόλη ένα σχολείο αρρένων με είκοσι περίπου παιδιά από
τα γύρω χωριά και ένα σχολείο θηλέων χωρίς όμως μαθήτριες, αποκλειστικά ιδρυμένα
για την εξυπηρέτηση της βουλγαρικής προπαγάνδας (Paillarès, 1994: 194). Στην κάτω
συνοικία του ∆εμίρΙσάρ, όπου και ο ναός του Ευαγγελισμού, συστήθηκε το 1907,
ομώνυμη Φιλόπτωχος Αδελφότης Κυριών, η οποία και πραγματοποιούσε εκδηλώσεις
ερανικού και φιλάνθρωπου χαρακτήρα (Μπάκας, 2003: 187).
Τον Ιανουάριο του 1909, λειτουργούσε στο ∆εμίρΙσάρ Εθνικός Πολιτικός
Σύνδεσμος, ο οποίος και διέθετε και μουσικό τμήμα, με την ονομασία «Μουσικός
Όμιλος Ορφεύς» και διαπλαστικό τμήμα με τον τίτλο «Αναγνωστήριο», όπου πλήθος
ποικίλων εφημερίδων και λαϊκών αναγνωσμάτων ήταν στη διάθεση των
φιλαναγνωστών. Τα ιδρύματα αυτά, διοργάνωναν χοροεσπερίδες και μουσικές
βραδιές, ενισχύοντας οικονομικά την Φιλόπτωχο Αδελφότητα Κυριών ∆εμίρΙσάρ
(Μπάκας, 2003: 188). Ακόμη, διοργανώνονταν από τον Σύνδεσμο ομιλίες και
ενημερώσεις για ζητήματα που αφορούσαν τον πληθυσμό, όπως ήταν οι διαλέξεις
«Περί Γεωπονίας» ή οι ομιλίες για την καλλιέργεια της ελιάς και για την ευφορία του
εδάφους. Μολονότι όμως ο Σύνδεσμος αναπτύχθηκε γρήγορα, το ίδιο γρήγορα έπεσε
σε παρακμή, στα μέσα του 1909 (Τζανακάρης, 1991: 149-150).
Στα τέλη του 1909, στο ∆εμίρΙσάρ λειτουργούσε επτατάξια Αστική σχολή και
τετρατάξιο παρθεναγωγείο, ενώ υψηλός ήταν και ο προϋπολογισμός και οι δαπάνες
που η κοινότητα χορηγούσε για τις εκπαιδευτικές ανάγκες του Δεμίρ Ισάρ. Οι πόροι
για τη λειτουργία των σχολείων αποτελούσε μέλημα της εκκλησίας. Σημαντικό όμως
μέρος προερχόταν και από τις συνεισφορές των μελών της κοινότητας. Την ίδια εποχή
λειτουργούσε στο Δεμίρ Ισάρένα βουλγαρικό οικοτροφείο, με τους μισούς περίπου
μαθητές, συγκριτικά με τα αντίστοιχα ελληνικά σχολικά ιδρύματα και το οποίο
συγκέντρωνε μαθητικό δυναμικό από ολόκληρη την περιφέρεια. Στην πόλη
λειτουργούσε ακόμη και ένα οθωμανικό σχολείο (Μπάκας, 2003: 188-189).
Το χωριό Σταρός ή Σταυρόσοβο, όντας σλαβόφωνο, με την επίδραση της
σερβικής προπαγάνδας επιδίωξε αρχικά τη λειτουργία σερβικού σχολείου σε αυτό. Το
γεγονός αυτό πιθανότατα να προκαλούσε περισσότερα προβλήματα στην ήδη
ταραγμένη περιοχή, καθώς η κίνηση αυτή θα μπορούσε να επηρεάσει και τους
γειτονικούς σλαβόφωνους πληθυσμούς. Ο Έλληνας πρόξενος των Σερρών Στορνάρης,
προσπαθώντας να απομακρύνει αυτό το ενδεχόμενο και να επιστρέψει και το χωριό
στην ελληνική επιρροή, χρησιμοποίησε έναντι αμοιβής τριών οθωμανικών λιρών τον
Βούλγαρο Στογιάννη, για να απειλήσει τους κατοίκους. Με τον εξαναγκασμό του
54
Βούλγαρου κομιτατζή, οι κάτοικοι τους Σταρός ζήτησαν από την οθωμανική διοίκηση
να επιστρέψουν στο προηγούμενο καθεστώς τους, επιθυμώντας την ελληνική γλώσσα
σε εκκλησία και σχολείο, σημειώνοντας πως εξαπατήθηκαν από τους Σέρβους.
Ωστόσο, παρά το ότι το ελληνικό προξενείο Σερρών έσπευσε εκ νέου να εγκαταστήσει
Έλληνα διδάσκαλο στο χωριό, όπως ήδη έχει αναφερθεί παραπάνω, αυτό στη συνέχεια
αποφάσισε να προσχωρήσει στην Εξαρχία και τον βουλγαρισμό και να εγκατασταθεί
τελικά στο χωριό Βούλγαρος διδάσκαλος. Λίγο πριν το 1900 στην κοινότητα των
Πορροΐων, παρατηρήθηκε σημαντική εντατικοποίηση της ρουμανικής προπαγάνδας,
με τη Ρουμανία να διορίζει διδάσκαλο γιατην ίδρυση ρουμανικού σχολείου, γεγονός
που έγινε δεκτό από τις οθωμανικές αρχές, τόσο για την κοινότητα Πορροΐων, όσο και
για την κοινότητα της Κάτω Τζουμαγιάς (Μπάκας, 2003: 280, 282).
Το Ελληνικό Προξενείο Σερρών καθώς και η μητρόπολη Μελενίκου,
υποβοηθούσαν τις κατά τόπους προσπάθειες των κατοίκων της υποδιοίκησης του
Δεμίρ Ισάρ, χρηματοδοτώντας δασκάλους, όταν οι πατριαρχικές κοινότητες
αδυνατούσαν (Λεβέντης, 2010· Μπάκας, 2003: 221). Οι Εξαρχικοί, κατανοώντας τον
ρόλο της Εκκλησίας στην διατήρηση των ελληνικών εθνικών αισθημάτων,
προσπάθησαν να τον καταστρέψουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η
προαναφερθείσα στην αρχή περίπτωση της πυρπόλησης του ναού της Παναγίας των
Άνω Ποροΐων στις αρχές του Μαΐου του 1907 (παράρτημα φωτογραφιών- εικόνα 4).
Μετά την πυρπόλησή του, ούτε η πατριαρχική κοινότητα του χωριού αλλά ούτε και η
μητρόπολη Μελενίκου δεν είχαν τη χρηματική δυνατότητα (300 λίρες) για να
προχωρήσουν στην άμεση ανοικοδόμηση της εκκλησίας. Για το σκοπό αυτό
συγκροτήθηκε επιτροπή για τη διεξαγωγή εράνου όχι μόνο σε τοπικό επίπεδο αλλά σε
ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο (Ζιώγας, 2015: 162-180).
Σε ένα γενικότερο πλαίσιο απάντησης σε όλες τις προπαγανδιστικές κινήσεις
που έλαβαν χώρα στην Μακεδονία γενικότερα και στο Δεμίρ Ισάρ ειδικότερα, από
πλευράς ελληνικής βιβλιογραφίας η ανταπάντηση στις ευρωπαϊκές προπαγάνδες των
Βούλγαρων και των Σέρβων, δεν ήταν ανάλογη με τη διάθεση που είχε η Αθήνα να
υποστηρίξει αυτόν τον σκοπό. Λίγοι μόνο ακαδημαϊκοί, δημοσιογράφοι και
διπλωμάτες έγραψαν αντίστοιχα άρθρα και δοκίμια για την ελληνικότητα της
Μακεδονίας. Σε αυτούς ανήκε ο Νεοκλής Καζάζης, καθηγητής του Δικαίου και της
Πολιτικής Οικονομίας, Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος εξέδωσε τα
βιβλία L' HellenismetlaMacedoine το 1903 και Greeks and Bulgarians in the Nineteenth
and TwentiethCenturies, το 1907, αλλά και το περιοδικό Bulletin d' Orient. Η δράση
55
του ακαδημαϊκού συμπεριελάμβανε διαλέξεις στην Ευρώπη σχετικά με το υπό κρίση
θέμα και κυρίως διαλέξεις στο Παρίσι. Στους κύκλους του Καζάζη δρούσε και ο
προσωπικός του φίλος γερουσιαστής GeorgesClemenceau, ο ακαδημαϊκός Ανδρέας
Ανδρεάδης, καθηγητής των Οικονομικών με σπουδές στην Οξφόρδη και το Παρίσι, ο
Αντώνιος Σπηλιωτόπουλος, δημοσιογράφος με νομικές σπουδές και η Ιωάννα
Σταφανόπολη, η πρώτη Ελληνίδα που μπήκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, κόρη του
εκδότη της Messager d' Athenes. Ο ίδιος κύκλος ξέδωσε επίσης της μελέτες της
MacedoineetMacedoniens, της LaMacedoineetl' Hellenisme και
LettressurlaquestiondeMacedoine. Ωστόσο, η ελληνική βιβλιογραφία περιοριζόταν
κατά πολύ, ίσως σε μόνο πέντε βιβλία και σε ορισμένα κείμενα διαλέξεων (Γούναρης,
2010: 233).
Ο ένοπλος Μακεδονικός Αγώνας (1904-1908) υπήρξε βασική αιτία δυσχέρειας
της εκπαίδευσης. Οι πολεμικές συγκρούσεις, οι καταστάσεις αστάθειας και
αβεβαιότητας, ο οικονομικός μαρασμός και η οικονομική αφαίμαξη για πολεμικούς
λόγους, παρεμπόδιζε ακόμη και την μισθοδοσία των εκπαιδευτικών. Κονδύλια που
παλαιότερα προορίζονταν για την παιδεία, πλέον αποσκοπούσαν στην εκπλήρωση
αναγκών διαφορετικών σκοπών, καθώς ο εθνικός αγώνας στην Μακεδονία πέρασε
τώρα στην ένοπλη φάση του (Βούρη, 1992: 71-78). Μέσα στο ίδιο ανταγωνιστικό
πλαίσιο λειτουργούσαν και οι διδάσκαλοι που δρούσαν στην περιοχή καθώς έγιναν και
αυτοί όργανα εξυπηρέτησης των προπαγανδιστικών ενεργειών με στόχο την όσο το
δυνατό μεγαλύτερη ικανοποίηση των προσδοκιών εκάστου έθνους της Βαλκανικής
(Γκισδαβίδης, 1959: 208-209). Χαρακτηριστικά, τέτοιου είδους προπαγανδιστική
δράση είχε και ο διδάσκαλος Χρήστος Κούσλεφ στα Κάτω Πορόια, ο οποίος σε
συνεννόηση με το ευρύτερο βουλγαρικό δίκτυο, τοποθετήθηκε εκεί και οργάνωσε την
περιοχή δρώντας υπέρ του βουλγαρισμού. Η ελληνική πλευρά υπερασπιζόταν των
δικαιωμάτων της έναντι των βουλγαρικών και άλλων επιδιώξεων, ακολουθώντας
ακόμη και αντίστοιχες πρακτικές προκειμένου να υπερασπίσει και να διασώσει τα
ελληνικά δίκαια στον χώρο (Δογάντζη, 2017:5).
56
Συμπεράσματα
Ολοκληρώνοντας την έρευνα που αφορούσε την περιοχή του Δεμίρ Ισάρ,
καθώς και τα χωριά της ομώνυμης υποδιοίκησης, σε μια ιδιαίτερα ταραγμένη περίοδο,
αξίζει η παράθεση των βασικότερων συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε η παρούσα
μελέτη. Η χρονική περίοδος που εξετάστηκε ενδελεχώς και αφορούσε στα έτη 1879-
1912, αποτέλεσε μια έντονα τεταμένη περίοδο, μια περίοδο κρίσης για την Μακεδονία
και τον Ελληνισμό της ευρύτερης περιοχής, αλλά και της περιοχής του Δεμίρ Ισάρ
ειδικότερα που αποτελεί και το κύριο αντικείμενο της εργασίας. Η επιτυχία μιας
προπαγανδιστικής πολιτικής, όπως αυτές που εμφανίστηκαν στην περιοχή του
ΔεμίρΙσάρ, δεν πρέπει ποτέ να θεωρηθεί δεδομένη, παρόλο που συνήθως στηρίζεται
σε αποτελεσματικότατες τεχνικές. Η αναποτελεσματικότητα μιας προπαγάνδας,
εξαρτάται άμεσα και από τους ανθρώπους στους οποίους απευθύνεται, στη λογική
τους, στο συναίσθημα και στην κριτική τους σκέψη αλλά και από την αποκάλυψη του
αντικειμενικού γεγονότος (Λεοντίου, 2013: 58).
Ο καζάς του Δεμίρ Ισάρ αποτελούσε μια από τις σημαντικότερες και ίσως από
τις πιο κρίσιμες περιοχές για τον Ελληνισμό. Η περιοχή αυτή, της οποίας η
ελληνοφωνία ενισχύθηκε σημαντικά μετά και την είσοδο πληθυσμού από το
ελληνόφωνο Μελένικο (Κωστόπουλος, 2018:54), αντιμετώπισε τα ίδια προβλήματα
που αντιμετώπισε σχεδόν ολόκληρη η μακεδονική χώρα. Οι ξένες προπαγάνδες, άλλες
σε μικρότερο και άλλες σε μεγαλύτερο βαθμό και ο εκπαιδευτικός ανταγωνισμός και
κυρίως ο ελληνοβουλγαρικός, απασχόλησαν την περιοχή κατά την προαναφερθείσα
περίοδο. Οι ξένες προπαγάνδες στο σύνολό τους, στηρίχθηκαν σε έναν άκρατο
αντιπατριαρχισμό, αποδίδοντας σε όλες τους τις ενέργειες έναν ιδιαίτερα ανθελληνικό
χαρακτήρα, με σκοπό να περιορίσουν τους εκκλησιαστικούς και εκπαιδευτικούς
δεσμούς των πληθυσμών με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και να ελαχιστοποιήσουν την
ελληνικότητα των ορθοδόξων κοινοτήτων (Αγγελόπουλος, 1973: 112)
Προς επίτευξη του προπαγανδιστικού τους σχεδίου, οι προπαγανδιστές που
έδρασαν στον υπό μελέτη χώρο, ήταν συνήθως άνθρωποι με κύρος μέσα στις
κοινότητες, εγγράμματοι, πρόκριτοι, ιερείς και διδάσκαλοι, γιατροί, οι οποίοι με τον
λόγο τους και την παρουσία τους, μπορούσαν ευκολότερα να πείσουν τους απαίδευτους
πληθυσμούς, κυρίως της υπαίθρου. Η πρώτη εμφάνιση των εθνικιστικών αυτών
βουλγαρικών τάσεων, αρχικά αντιμετωπίστηκε με ανεκτικότητα από τους
μητροπολίτες της επαρχίας Μελενίκου. Μολονότι μέρος του πληθυσμού είχε αναπτύξει
57
ήδη βουλγαρική εθνική συνείδηση, εντούτοις, η μητρόπολη Μελενίκου ικανοποιούσε,
στο βαθμό που μπορούσε, τα αιτήματά τους για την εκμάθηση της βουλγαρικής στα
σχολεία και την εισαγωγή της στη λατρεία όπου ήταν επιθυμητό. Η δράση της
Βουλγαρικής Εξαρχίας ωστόσο, έφερε τις καταστάσεις στα άκρα. Η εγγύτητα της
περιοχής στη νεοσύστατη Βουλγαρική Ηγεμονία, επέτεινε το πρόβλημα, καθώς εύκολα
περνούσαν σε καθημερινή βάση στην περιοχή του Μελενίκου, προπαγανδιστές και
ένοπλες βουλγαρικές ομάδες. Η σταδιακά αυξανόμενη απόσχιση ποιμνίου από την
μητρόπολη Μελενίκου, οδήγησε τους εκάστοτε μητροπολίτες να συνεργασθούν με το
Ελληνικό Προξενείο Σερρών, το οποίο και αντιπροσώπευε την επίσημη ελληνική
πολιτική στην περιοχή.
Η πορεία και τα κίνητρα της προπαγάνδας των Βουλγάρων στην περιοχή,
ωθήθηκαν από τις οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικό-πολιτισμικές συνθήκες της
περιοχής της Μακεδονίας, αλλά και από την ευρεία ενεργοποίηση του Ελληνισμού στα
Βαλκάνια (Naci, 2019: 27). Οι «Σχισματικοί» Βούλγαροι, όπως αναφέρονταν στις
ελληνικές πηγές της εποχής, εισήλθαν με τρόπο δυναμικό στον ανταγωνισμό στη
Μακεδονία, κυρίως τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου και την πρώτη του 20ού
αιώνα, χρησιμοποιώντας σημαντικά την εκπαίδευση πέρα από την ένοπλη δράση. Το
εγχείρημά τους δεν υπήρξε απλό, καθώς καλούνταν να ανταγωνισθούν την ελληνική
υπεροχή στον χώρο, τη δράση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των ελληνικών
φιλεκπαιδευτικών και κοινωνικών συλλόγων (Αγγελοπούλου, 2004: 62). Ο
ανταγωνισμός μάλιστα, συχνότατα οδηγούσε σε εχθροπραξίες και σε πράξεις
πολεμικές, ιδίως εναντίον πληθυσμών που αρνούνταν να δεχτούν την ένταξή τους σε
ένα νέο millet (βουλγαρικό) (Αψηλίδης, 2018: 20). Οι συγκρούσεις αυτές, εθνικού
χαρακτήρα έλαβαν νέες διαστάσεις μέσω της πολιτικής δράσης και επεκτάθηκαν σε
πολλά επίπεδα, κυρίως όμως στο εκπαιδευτικό και το εκκλησιαστικό (Αψηλίδης, 2018:
39). Η αντιπαράθεση οδήγησε αναπόδραστα και σε ένοπλη αναμέτρηση (Βούρη, 1988:
29-40).
Οι βουλγαρικές ενέργειες κορυφωθήκαν τα τελευταία έτη του 19ου αιώνα,
ιδίως με την ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας (Αψηλίδης, 2018: 240) και με την
συντονισμένη βουλγαρική δράση σε Μακεδονία και Θράκη, που αποσκοπούσε στον
προσηλυτισμό των σλαβόφωνων πληθυσμό με την ανοχή της οθωμανικής αρχής και
στον εν γένει πανσλαβισμό (Βούρη, 1988: 44). Δημιουργήθηκαν έτσι, βουλγαρικές
κοινότητες με σχολεία και ναούς, ώστε να εκβουλγαριστούν οι πληθυσμοί και να
προετοιμαστούν ψυχολογικά και εθνικά για έναν μελλοντικό βουλγαρικό
58
απελευθερωτικό αγώνα (Βλάχος, 1935:138-144). Ωστόσο, τα γεγονότα και η στάση
των γηγενών πληθυσμών, των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, της Ελλάδας και της Σερβίας,
απέτρεψαν σημαντικά τις παραπάνω βουλγαρικές δράσεις (Δογαντζή, 2017: 30).
Το σλαβοβουλγαρικό κίνημα, όπως εμφανίστηκε στην ερευνώμενη εποχή,
στόχο είχε την αναμέτρησή του με το Πατριαρχείο, ώστε να του αποσπάσει τον
αγροτικό κυρίως σλαβόφωνο πληθυσμό, καθώς οι προπαγανδιστές γνώριζαν καλά, πως
στα αστικά κέντρα κυριαρχούσε ως επί το πλείστον η ελληνική γλώσσα. Οι Βούλγαροι
εξαρχικοί, χρησιμοποίησαν προς τον σκοπό αυτόν, ορισμένα μεμονωμένα χωριά, ως
προπύργια του βουλγαρικού αυτού κινήματος, απορρίπτοντας την δικαιοδοσία του
πατριαρχικού μητροπολίτη. Τα χωριά αυτά εξελίχθηκαν ως ορμητήρια σε βάρος των
διπλανών περιοχών και ως κέντρα αναπαραγωγής του τοπικού εξαρχικού μηχανισμού.
Ωστόσο, γνωστή ήταν και η προσπάθεια της βουλγαρικής προπαγάνδας να τοποθετήσει
βουλγαρικούς θύλακες και στα αστικά κέντρα, ώστε να δημιουργήσει τα κατάλληλα
ερείσματα για την οργάνωση της υπαίθρου (Κωστόπουλος, 2018:285). Στο Μελένικο,
η τοπική βουλγαρική κοινότητα συστάθηκε το 1872, κατά παραγγελία της κεντρικής
εξαρχικής ηγεσίας. Σύντομα, μόλις το 1873, ιδρύθηκε και ξεκίνησε να λειτουργεί ένα
βουλγαρικό σχολείο, με μαθητές από την πόλη και τα γύρω χωριά. Ωστόσο, έκλεισε
δυο έτη αργότερα, το 1875, μετά τη δράση των Ελλήνων. Ως προς την απόπειρα που
αφορούσε την ίδρυση σχολείου στο Δεμίρ Ισάρ, το υπό σύσταση σχολείο δεν
λειτούργησε ποτέ, εξαιτίας των βιαιοπραγιών που πραγματοποίησαν νεαροί εξαρχικοί
κατά του περιοδεύοντος μητροπολίτη Βράτσας Νεόφυτου, στο γειτονικό Κρούσοβο
(σημερινό Αχλαδοχώρι) τον Ιούνιο του 1875 (Κωστόπουλος, 2018: 287).
Το Ελληνικό Προξενείο Σερρών καθώς και η μητρόπολη Μελενίκου
αποτελούσαν βασικούς πυλώνες στήριξης των ελληνικών κοινοτήτων στην περιοχή.
Τη σημασία των δυο αυτών θεσμών παρατήρησε και ο Βούλγαρος οπλαρχηγός Γιάνε
Σαντάνσκι, που επεδίωκε να κτυπήσει με κάθε δυνατό τρόπο τα ελληνικά εθνικά
συμφέροντα στο χώρο. Έτσι, πραγματοποίησε μια στοχευμένη επίθεση κατά των
Ελλήνων της ευρύτερης περιοχής Μελενίκου, καταστρέφοντας κτήματα και
υποστατικά, με σκοπό να εξαναγκαστούν να μεταναστεύσουν από την περιοχή ή να
προσχωρήσουν στον βουλγαρισμό. Η πολεμική εναντίον των Ελλήνων, συνεχιζόταν
και σε βάρος των ναών τους. Συχνές ήταν οι πυρπολήσεις και οι εκβιασμοί και οι
τρομοκρατήσεις, ώστε το ελληνικό στοιχείο να μην προβεί στην αναστύλωση του ναού,
όπως συνέβη και με την περίπτωση της πυρπόλησης του ναού της ελληνικής
κοινότητας των Άνω Ποροΐων στις αρχές του Μαΐου 1907.
59
Στο Δεμίρ Ισάρ, καθώς και στα υπόλοιπα χωριά της περιοχής, διαβιούσαν
χριστιανοί, πιστοί στο Πατριαρχείο και τον Ελληνισμό, οι οποίες διέθεταν οικονομική
ευμάρεια, διακρίνονταν για την ανάπτυξη εμπορίου και παρά την πολλές φορές,
οθωμανική κακοδιοίκηση, αγωνίζονταν για την ανάπτυξη της παιδείας και του
πολιτισμού. Ο οικονομικός πόλεμος των Βουλγάρων Εξαρχικών, που επιβαλλόταν στις
περιοχές αυτές σε βάρος των κοινοτήτων που δεν επιθυμούσαν να απαρνηθούν την
ελληνικότητά τους, ο οικονομικός αποκλεισμός, ειδικά των εμπόρων, σήμαινε
αυτομάτως και καταστροφή, τόσο του εμπορίου, όσο φυσικά και της παραγωγής.
Τοποθετώντας το ερευνητικό ενδιαφέρον στην πόλη Δεμίρ Ισάρ, αξίζει να
αναφερθεί πως ήδη από τον 19ο αιώνα, οι κάτοικοί της, παρά τις αντικειμενικές
δυσκολίες που είχαν από την κκοδιοίκηση στην Οθωμανική αυτοκρατορία,
αγωνίζονταν να επιτύχουν τη διατήρηση της λειτουργίας των ελληνικών τους
σχολείων, και των ιερών τους ναών, μέσα από ένα οργανωμένο κοινοτικό σύστημα και
παρά την εμφάνιση του ανασταλτικού παράγοντα του βουλγαρικού εθνικισμού.
Ωστόσο, δεν είναι αδικαιολόγητη και η προσχώρηση στο βουλγαρικό σχίσμα,
ορισμένων σλαβόφωνων χριστιανών της περιοχής, με ρευστή ακόμη συνείδηση, καθότι
είχαν πλέον να αντιμετωπίσουν και τις έντονες βουλγαρικές πιέσεις αλλά και τον
συνειδησιακό τους κλονισμό, από τις συντονισμένες προπαγανδιστικές ενέργειες των
Βουλγάρων. Η προπαγάνδα των Βουλγάρων προσέγγιζε όλους τους σλαβόφωνους
πληθυσμούς του καζά του Δεμίρ Ισάρ ως Βούλγαρους (Κωστόπουλος, 2018: 60).
Οι ελληνικές κοινότητες της περιοχής του Δεμίρ Ισάρ, με την επέλαση του
βουλγαρικού εθνικισμού, που μεταφράστηκε σε προπαγανδιστικούς μηχανισμούς μέσα
στις κοινότητες, στα σχολεία, στις εκκλησίες, στα οικοτροφεία, στις οικονομικές
πιέσεις και στις καθημερινές βιαιότητες, απειλήθηκαν σημαντικά. Άλλες μάλιστα,
κάτω από τις τρομοκρατικές πιέσεις που δέχονταν, αναγκάστηκαν να υποκύψουν. Το
πρόβλημα επεκτάθηκε και στις αρχές του 20ού αιώνα, με την εμφάνιση, παράλληλα με
τη βουλγαρική, της σερβικής αλλά και της ρουμανικής προπαγάνδας στην περιοχή, που
στόχευε τους βλαχόφωνους πληθυσμούς. Τα πλήγματα που βάραιναν τις ελληνικές
κοινότητες ήταν πολλά. Η σερβική προπαγάνδα, για μικρό όμως διάστημα, επιβάρυνε
ακόμη περισσότερο την ήδη βαριά κατάσταση. Ωστόσο, παρά το πλήθος των
προπαγανδιστών, οι Έλληνες της περιοχής, ανεξαρτήτως γλώσσας, φάνηκε πως
παρέμεναν σταθεροί, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, στην ελληνική εθνική τους
συνείδηση και στο Οικουμενικό Πατριαρχείου.
60
Παρά λοιπόν τη συρρίκνωσή του, για όλους τους ανωτέρω λόγους, ο
ελληνισμός του Δεμίρ Ισάρ και της περιοχής του, αγωνίστηκε για να αναπτύξει και να
διατηρήσει την κοινωνική του συνοχή και την εκπαιδευτική του πρόοδο. Η ίδρυση
σχολείων, ναών, βιβλιοθηκών, αναγνωστηρίων, θεάτρων, φιλεκπαιδευτικών και
φιλανθρωπικών συλλόγων, αποδεικνύει την αποφασιστικότητα του πληθυσμού και την
εμμονή του στον Ελληνισμό και τα πάτρια. Σημαντικό μέλημα των ελληνικών
κοινοτήτων αποτελούσε η εξεύρεση ελληνοδιδασκάλων, αλλά και η συμπαράσταση
των απόρων και δυστυχούντων της κοινότητας. Οι στόχοι που πραγματοποιήθηκαν
μέσω των σωματείων και των αδελφοτήτων, αποδεικνύουν πως ο ελληνισμός της
υποδιοίκησης του Δεμίρ Ισάρ ήταν ιδιαίτερα ενεργητικός και αποφασισμένος να
διατηρήσει τις παραδόσεις και την ταυτότητά του, παρά την αριθμητική του μείωση
και τα ποικίλα προβλήματα που προκαλούσε η ανάπτυξη της βουλγαρικής
προπαγάνδας (Μπάκας, 2003).
Με γνώμονα τα προαναφερθέντα, γίνεται αντιληπτό πως και οι σερβικές
βλέψεις για την περιοχή του καζά Δεμίρ Ισάρ δεν διέφεραν από τις λοιπές προπαγάνδες
στο πλαίσιο της σκοπιμότητάς τους. Ωστόσο, φαίνεται πως το σερβικό
προπαγανδιστικό μέτωπο μετερχόταν διαφορετικών μέσων, περισσότερο ειρηνικών
και συμβιβαστικών, που στόχευαν να αναδείξουν την υποτιθέμενη πνευματική
εξάρτηση των κατοίκων ιδίως της Βόρειας Μακεδονίας, από την σερβική εκκλησία και
πολιτεία εν γένει. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο το γεγονός ότι οι Σέρβοι όταν
αντιδικούσαν με τα κατά τόπους όργανα του Πατριαρχείου, επεδείκνυαν μια
εμπιστοσύνη στην διαιτησία του Πατριαρχείου και κατέφευγαν σε αυτό για την
επίλυση των διαφορών. Το δε Πατριαρχείο προσπαθούσε να επιλύσει τις διαφορές
βάσει συνόδων και συνεργατικά με τους διπλωματικούς εκπροσώπους της Σερβίας
στην Κωνσταντινούπολη, ώστε να προωθηθεί η ωφέλεια Ελλήνων και Σέρβων μέσα
στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (Αγγελόπουλος, 1973: 113).
Η πολιτική για την εκπαίδευση έως τα μέσα του 19ου αιώνα στη Μακεδονία και
στον καζά του Δεμίρ Ισάρ, διέθετε ως αποκλειστικό φορέα διαμόρφωσης, την
εκκλησιαστική αρχή, δηλαδή το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Στα τέλη του ίδιου αιώνα
όμως η ανάπτυξη της εκπαίδευσης συνδυάστηκε με την πολιτική δράση από τα
εμπλεκόμενα κράτη. Η Ελλάδα φιλοδοξούσε από την πλευρά της, μέσω των
διπλωματικών της αντιπροσώπων, να επηρεάσει τη λειτουργία των κοινοτικών
εκπαιδευτηρίων, λειτουργώντας άλλοτε συμπληρωματικά και άλλοτε ανταγωνιστικά,
προς την εκκλησιαστική διοίκηση (Δογαντζή, 2017: 32). Αξίζει να αναφερθεί ότι οι
61
οθωμανικές μεταρρυθμίσεις, τον 19οαιώνα, υποβοήθησαν με τους «Γενικούς
Κανονισμούς», την αλματώδη πρόοδο της ελληνικής εκπαίδευσης στη Μακεδονία
γενικότερα και στην περιοχή του Δεμίρ Ισάρ ειδικότερα.
Η ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870, δημιούργησε και αυτή το βασικό
πολιτικό και εθνικό υπόβαθρο για τον εκπαιδευτικό ανταγωνισμό στην περιοχή
(Πολίτης, 2004: 38-39). Το ίδιο επιχείρησαν, σε πολύ μικρότερο βαθμό και σε πιο
περιορισμένο χρονικό διάστημα, λόγω έλλειψης ερεισμάτων στην περιοχή τόσο η
σερβική όσο και η ρουμανική προπαγανδιστική κίνηση. Ειδικότερα, η σχέση που είχε
δημιουργήσει η Σερβία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δεν επέτρεπε στο σερβικό
σχολικό δίκτυο να αναπτυχθεί σε βαθμό αντίστοιχο του ελληνικού και βουλγαρικού.
Δυσκολίες συνάντησε, επίσης, και η ρουμανική εκπαιδευτική κίνηση στη Μακεδονία.
Γενικότερος στόχος των Ρουμάνων ήταν βλαχόφωνοι πληθυσμοί, οι οποίοι όμως
ένιωθαν συνδεδεμένοι εθνικά με την Ελλάδα και τον ελληνισμό (Μπονίδης, 1996: 36).
Οι εθνικιστικές κορώνες των βαλκανικών λαών κατά το β' μισό του 19ουαιώνα,
οδήγησαν τους λαούς στον άκρατο μεταξύ τους ανταγωνισμό, ώστε να
προσεταιριστούν τις μακεδονικές περιοχές, όπως ήταν και ο καζάς του Δεμίρ Ισάρ. Οι
Βούλγαροι κυρίως, στηρίχθηκαν στην πεποίθηση πως οι κάτοικοι του Δεμίρ Ισάρ
διέθεταν ακόμη αδιαμόρφωτη εθνική συνείδηση και για τον λόγο αυτόν, έκριναν πως
αποτελούσαν ένα πρόσφορο έδαφος για την αποδοχή πολιτικών εθνικού
προσηλυτισμού τους (Τερζής και Ζιώγου, 1997: 57-58).Ο ανταγωνισμός Ελλήνων και
Βουλγάρων, εκπήγασε ιδίως εξαιτίας της ανυπαρξίας διαχωρισμού ευδιάκριτων
πληθυσμιακών ζωνών, μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων στις βόρειες περιοχές της
Μακεδονίας, όπως και το Δεμίρ Ισάρ(Γαλάνης, 2010: 225).Οι εθνικοί ανταγωνισμοί,
όπως διαμορφώθηκαν στην υπό διερεύνηση εποχή, υποκινήθηκαν και από τα
μικροσυμφέροντα των επικεφαλής των κοινοτήτων, εκτός από τις αναδυόμενες
ιδεολογίες, αλλά και από τις εντάσεις και τις έχθρες μεταξύ των επιμέρους κοινοτήτων
του Δεμίρ Ισάρ (Μαυρίδης, 2018: 88).
Η βία της εξαρχικής πλευράς συνδέθηκε με την συμβολική άρνηση της
αρχιερατικής δικαιοδοσίας του μητροπολίτη Μελενίκου και με την διεκδίκηση των
κοινοτικών κτιρίων όπως εκκλησιών και σχολείων, αλλά και με ακρότητες που έλαβαν
χώρα στο σημερινό Αχλαδοχώρι και Καρυδοχώρι Σερρών, που την υπό κρίση περιοχή
ήταν γνωστά ως Κρούσοβο και Κίρτσοβο του Δεμίρ Ισάρ. Το 1875 ο επίσκοπος
Βράτσης Νεόφυτος, διορίστηκε από το Πατριαρχείο ως ειδικός απεσταλμένος στην
πόλη του Δεμίρ Ισάρ. Ο επίσκοπος στην επίσκεψή του, κάλεσε τους κατοίκους που
62
είχαν προσηλυτιστεί στη Εξαρχία να επιστρέψουν στο Πατριαρχείο. Ο ίδιος
λειτούργησε με τη βοήθεια της οθωμανικής χωροφυλακής στο Αχλαδοχώρι, με
μοναδικό εκκλησίασμα τους λιγοστούς Βλάχους του χωριού. Μετά την αναχώρησή
του, άφησε την φρουρά του προς προστασία της ανακαταληφθείσας εκκλησίας καθώς
και δέχθηκε επίθεση ομάδας νεαρών με επικεφαλής τον δάσκαλο Νικόλα Γκοστάνοφ
(Κωστόπουλος, 2018: 328).
Η δημιουργία των εθνικών ταυτοτήτων στην Μακεδονία κατά το β΄ μισό του
19ου αιώνα, στηρίχθηκε στις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Οι χριστιανοί και του Δεμίρ
Ισάρ, διεκδικούνταν από τα αντίστοιχα χριστιανικά εθνικά κράτη της Βαλκανικής, με
αποτέλεσμα αυτός ο διχασμός και ο ανταγωνισμός, να επιφέρει διάσπαση της, μέχρι
τότε, ενιαίας ορθόδοξης ταυτότητας στα Βαλκάνια. Σχολεία και εκπαιδευτικοί,
εμφυσούσαν στους μαθητές την αντίστοιχη εθνική ιδέα, ώστε να δημιουργήσουν και
την ανάλογη εθνική ταυτότητα. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες αυτές, μεγάλη μερίδα
των ορθόδοξων χριστιανών του Δεμίρ Ισάρ, αλλά και όλης της Μακεδονίας, κυρίως
της υπαίθρου, παρέμεινε για μεγάλο διάστημα σε μια εθνικά ρευστή κατάσταση
(Σφέτας, 2009: 160-161) γεγονός που ενδυνάμωσε τον εθνικό ανταγωνισμό ο οποίος
έφτασε χρονικά μέχρι και το 1908, με την εμφάνιση του κινήματος των Νεότουρκων
(Μαυρίδης, 2018: 83).
Οι βαλκανικές χώρες στήριξαν το όραμά τους για προσάρτηση της Μακεδονίας
στην πάλαι ποτέ ένδοξη σχέση της με αυτήν στο παρελθόν, επιζητώντας σε αυτό
νομιμοποιητικά ερείσματα των εθνικών προσδοκιών και διεκδικήσεών τους
(Αγγελοπούλου, 2015: 66-67).Ο ιδιαίτερα σκληρός αυτός ανταγωνισμός, μετήλθε
πολλών και διαφορετικών μέσων, με βασικότερο τον ανταγωνισμό στο επίπεδο της
εκπαίδευσης, καθώς η εκπαιδευτική δραστηριότητα κατά τεκμήριο, δεικνύει ασφαλώς
την συγκεκριμένη εθνική συνείδηση των πληθυσμών. Εκτός από τον εκπαιδευτικό
τομέα και το πρόβλημα που δημιουργούσαν οι Βούλγαροι, η βία δεν εξέλιπε και σε
άλλα θέματα που αναδύονταν στην ύπαιθρο του Δεμίρ Ισάρ, όπου καταγράφηκαν
συστηματικές λεηλασίες ολόκληρων χωριών και κοινοτήτων από ένοπλες ομάδες,
καθώς και σποραδικοί φόνοι προεστών ή και άλλων χωρικών, χωρίς διάκριση. Το 1881,
ο Έλληνας πρόξενος των Σερρών, συνέδεσε την παρουσία των βουλγαρικών
συμμοριών στους καζάδες Μελενίκου, Πετριτσίου, Τζουμαγιάς και Δεμίρ Ισάρ, με την
εμφάνιση μιας ομάδας Βουλγάρων διδασκάλων, που περιέτρεχαν τα βουλγαρόφωνα
χωριά και με ραδιουργίες επεδίωκαν την απομάκρυνση των κατοίκων από το
Πατριαρχείο.
63
Ωστόσο, παρά τις συντονισμένες προπαγανδιστικές ενέργειες Βουλγάρων,
Σέρβων και Ρουμάνων, η ελληνική παιδεία και εκπαίδευση ήταν βαθιά ριζωμένη στις
συνειδήσεις των πληθυσμών του Δεμίρ Ισάρ, με τις ελληνικές ή ελληνόφωνες
κοινότητες να διαθέτουν με την βοήθεια του ελληνικού κράτους και του Οικουμενικού
Πατριαρχείου, Γυμνάσια, διδασκαλεία, Ιερατικές σχολές, παρθεναγωγεία, δημοτικά,
γραμματοδιδασκαλεία, ημιγυμνάσια. Η νομιμοποίηση της βουλγαρικής Εξαρχίας από
την Πύλη, πρόσφερε μια εναλλακτική λύση στους πληθυσμούς που επιθυμούσαν να
απαλλαγούν από την εξάρτησή τους από την Κωνσταντινούπολη. Η βουλγαρική
εκπαιδευτική δραστηριότητα ιδίως, υποβοηθήθηκε και από την ουνιτική προπαγάνδρα
που έδρασε κυρίως στα δυτικά τμήματα του καζά που συνόρευαν με την περιοχή του
Κιλκίς (επισκοπή Πολυανής) και την προτεσταντική προπαγάνδα, που υπό τον μανδύα
του θρησκευτικού περιβλήματος, προωθούσε έμμεσα τα βουλγαρικά εθνικά σχέδια. Η
προτεσταντική ιεραποστολική δραστηριότητα μετείχε στον εκπαιδευτικό ανταγωνισμό
ενισχύοντας την βουλγαρική πλευρά, καθώς, επεδίωκε την ίδρυση σχολείων και
εντευκτηρίων οίκων και την διάδοση έντυπου υλικού, όπου ως γλώσσα
χρησιμοποιούνταν η βουλγαρική. Παράλληλα, οι προτεστάντες στήριζαν το
βουλγαρικό αίτημα για εκκλησιαστική χειραφέτηση, γεγονός που ανησυχούσε
ιδιαίτερα την ελληνική πλευρά που αντιλήφθηκε την θρησκευτικά συγκαλυμμένη
βουλγαρική προπαγάνδα (Γούναρης, 1983: 151, 152, 214).
Καταλήγοντας οφείλουμε να αποδώσουμε μια ακόμη εικόνα της εποχής,
χαρακτηριστική της δράσης του Βούλγαρων προπαγανδιστών, οι οποίοι είχαν
κατακλύσει τον καζά του Δεμίρ Ισάρ. Εμφανίζονταν μεταμφιεσμένοι σε πλανόδιους
πωλητές, σε επαίτες και μικροεμπόρους και επεδίωκαν να γνωριστούν με τους
κατοίκους των περιοχών που επισκέπτονταν, με σκοπό με δόλιο τρόπο να τους
προσηλυτίσουν. Παρουσίαζαν τους Έλληνες ως τους μεγαλύτερους εχθρούς των
σλαβόφωνων, επιχειρηματολογώντας πως δεν επέτρεπαν να ελευθερωθεί η Μακεδονία
από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όποιοι τολμούσαν να αντιταχθούν στα λεγόμενα
αυτά, καταγράφονταν σε καταστάσεις και σε σύντομο χρονικό διάστημα
δολοφονούνταν. Παράλληλα, διεκδικούσαν τους ορθόδοξους ναούς και απαιτούσαν να
πραγματοποιείται η θεία λειτουργία στην βουλγαρική γλώσσα. Δεν ήταν δε και λίγες
οι φορές που προέβαιναν σε σκηνές και εικονικές επαναστάσεις καταπιεσμένων
«Βουλγάρων», με σκοπό να προκαλέσουν υπέρ τους την παρέμβαση των Μεγάλων
Δυνάμεων (Παπακυριάκος, 2013: 550-576).
64
Με απώτερο σκοπό την επίτευξη του σκοπού τους, δεν δίσταζαν να δολοφονούν
ιερείς, προύχοντες και διδασκάλους ελληνικής, εξαναγκάζοντας με βία και
τρομοκρατία τους κατοίκους να προσχωρήσουν στην βουλγαρική Εξαρχία. Η
βιαιότητά τους ήταν ωμή και τυφλή, καθώς προσπαθούσαν να πλήξουν με κάθε τρόπο
τους ελληνικούς πληθυσμούς. Χαρακτηριστικά, την άνοιξη του 1907 κατέστρεψαν
περί τα ¾ των αμπελιών των Ελλήνων του Μελένικου, ώστε να τους καταστρέψουν
οικονομικά. Διέθεταν μάλιστα άφθονο χρήμα οι ίδιοι, ώστε να επιτύχουν τα σχέδιά
τους. Δεν δίσταζαν ακόμη να χρηματίσουν Έλληνες που δέχονταν αυτές τις ενέργειες,
ιδίως αν ήταν σημαίνοντα πρόσωπα, όπως διδάσκαλοι και ιατροί, ώστε να τους
χρησιμοποιήσουν ως όργανα στην προπαγάνδα τους. Ίδρυσαν σχολεία και
οικοτροφεία, ώστε να μπορούν να φοιτούν χωριατόπαιδα και μαθητές οικογενειών
χαμηλής οικονομικής επιφάνειας, με σκοπό να τους προσηλυτίσει. Στα σχολεία τους
τοποθετούσαν Βούλγαρους διδασκάλους, ενώ εκδίωκαν με βιαιότητα τους Έλληνες
διδασκάλους, που αρκετοί, όπως αναφέρθηκε, βρέθηκαν δολοφονημένοι. Στην
προπαγανδιστική τους πολιτική ανήκε και η δημοσίευση αναληθών στοιχείων σε
ευρωπαϊκές εφημερίδες (Παπακυριάκος, 2013: 550-576).
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο τρομοκρατίας, οι οθωμανικές αρχές συχνά
αδιαφορούσαν για τα όσα λάμβαναν χώρα σε βάρος των Ελλήνων και των
ελληνόφωνων πληθυσμών, ενίοτε δε, συμμετείχαν και εκείνοι, συνδράμοντας την
βιαιότητα των Βούλγαρων κομιτατζήδων (Παπακυριάκος, 2013: 550-576). Παρόλα
αυτά, το κίνημα των Νεοτούρκων ανέκοψε προσωρινά τον Μακεδονικό Αγώνα και στη
συνέχεια ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος να ξεκινά και να αλλάζει τις ισορροπίες. Ο
βουλγαρικός στρατός, επιδιώκοντας να φτάσει στην Θεσσαλονίκη, κατέλαβε την Άνω
Τζουμαγιά στις 7 Οκτωβρίου 1912, το Μελένικο και το Πετρίτισι δυο μέρες αργότερα
και το Δεμίρ Ισάρ (Σιδηρόκαστρο) στις 13 Οκτωβρίου του ίδιου έτους. Παρά την
υποτιθέμενη συμμαχία τους, οι Βούλγαροι φέρθηκαν ιδιαίτερα βίαια στους
μουσουλμανικούς πληθυσμούς των περιοχών, φτάνοντας στο σημείο να
εκχριστιανίσουν βιαίως Τούρκους και τουρκόγυφτους (Καραθανάσης, 2013: 290).
Καθοριστική για την έκβαση του πολέμου αυτού ήταν η ελληνική νίκη στην
διήμερη μάχη του Δεμίρ Ισάρ (26,27 Ιουνίου 1913). Το τριήμερο 24 - 26 Ιουνίου 1913
ήταν μαρτυρικό για τους Σιδηροκαστρινούς από τα δεινά που υπέστησαν από τους
Βουλγάρους. Ο συνολικός αριθμός των θυμάτων, σφαγιασθέντων και εξαφανισθέντων,
υπερβαίνει τους εκατό (Τολούδη, 1983: 115-116). Η βουλγαρική θηριωδία έληξε, όταν
το πρωί της 27 Ιουνίου άρχισε η αποχώρηση των Βουλγάρων από το Σιδηρόκαστρο,
65
όταν πληροφορήθηκαν την προέλαση της 6ης Μεραρχίας και του 6ου Σ. Π. του
ελληνικού στρατού προς αυτό. Το απόγευμα της ίδιας μέρας μία ίλη ιππικού με
διοικητή τον ανθυπολοχαγό Ιωαννίδη εισήλθε θριαμβευτικά στο Σιδηρόκαστρο. Έτσι,
η ενσωμάτωση της περιοχής στον ελληνικό κορμό οδήγησε και στον τερματισμό των
ποικίλων κινήσεων που απειλούσαν την ταυτότητα και τη συνοχή του συμπαγούς
Ελληνισμού της περιοχής (Καραθανάσης, 2013: 291).
66
Βιβλιογραφία
Aarbakke, V. (2003). Ethnic rivalry and the quest for Macedonia, 1870-1913 (Vol.
629). East European Monographs
Abbott, G. F. (1903). The tale of a tour in Macedonia. E. Arnold.
Barker, E., (1996 ). Η Μακεδονία στις Διαβαλκανικές Σχέσεις και Συγκρούσεις.
Θεσσαλονίκη
Bechev, D., (2009). Historical Dictionary of the Republic of Macedonia. The
Scarecrow Press.
Brancoff D. M., (1905). La Macedoine et la population Chretienne. Paris.
Brancoff, D. M. (1905). La Macédoine et sa population chrétienne... Plon,
NourritetCie.
Clogg, R. (2003). ΣυνοπτικήΙστορίατηςΕλλάδας 1770-2013. Κάτοπτρο.
Danford, L. M., (1999). Η Μακεδονική Διαμάχη, Ο εθνικισμός σε έναν υπερεθνικό
κόσμο, (Μτφρ. Σπύρος Μαρκέτος). εκδ. Αλεξάνδρεια.
Danforth, L. (1995). Η Μακεδονική Διαμάχη: Ο Εθνικισμός σε έναν Υπερεθνικό Κόσμο
[The MacedonianConflict: EthnicNationalism in a Transnational World].
Αλεξάνδρεια
Demeter, G., &Csaplár-Degovics, K. (2014). Social Conflicts, Changing Identities and
Everyday Strategies of Survival in Macedonia on the Eve of the Collapse of
Ottoman Central Power (1903–1912). HungarianHistorical Review, 3, 3.
Ducellier, A. (1994). Οι Αλβανοί στην Ελλάδα (13ος-15ος αι.): η μετανάστευση μιας
κοινότητας. ΊδρυμαΓουλανδρή – Χορν.
Gavrilova, R. (1999). Bulgarian Urban Culture in the Eighteenth and Nineteenth
Centuries. SusquehannaUniversityPress.
Inalcık, Η., (1995). Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, Η κλασσική εποχή 1300-1600 (μτφρ.
Κοκολάκης Μ.). Εκδ. Αλεξάνδρεια.
Iorga, N. (1989). Το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο. Gutenberg.
Jelavich, Β. (2006). Ιστορία των Βαλκανικών Λαών II. 20ος αιώνας (μτφρ.
ΓιαννοπούλουΣ.). Εκδ. Πολύτροπον.
Kofos, E. (1989). National heritage and national identity in nineteenth-and twentiethcentury Macedonia. EuropeanHistoryQuarterly, 19(2), 229-267.
67
Naci, A. (2019). Η διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας της ελίτ των Ορθοδόξων
Αλβανών στο τέλος του 19ου αιώνα: η περίπτωση του ΕυλόγιουΚουρίλα
Λαυριώτη.
Odorico, P., (1996). ConseilsetmemoirsdeSynadinospretredeSerresenMacedoine
(XVIIesiecle). PierreBelon.
Paillarès, Μ. (1994). Η Μακεδονική θύελλα- Τα πύρινα χρόνια 1903-1907:
Θεσσαλονίκη, Κοζάνη, Έδεσσα, Νάουσα, Σέρρες, Καβάλα, Δράμα, Μοναστήρι,
Σκόπια. Τροχαλία.
Quataert, D., (2006). Η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι τελευταίοι αιώνες, 1700-1922.
Εκδ. Σαρηγιαννίδης
Rossos, Α., (2008). Macedonia and The Macedonians: A History. Stanford, Hoover
Institution Press.
Shea, J. (2016). Macedonia and Greece: the struggle to define a new Balkan nation.
McFarland.https://books.google.se/books?id=InyEqBVhH-C&printsec=frontcover/svsv/&hl=el. ΤελευταίαΠρόσβαση 01/02/2021
Stavrianos, L.S., (1958). The Balkans since 1453. Rinehart and Winston.
Strezov, G. (1981). Spomeniotuceniäkija mi zivot v solunskatabälgarskagimnazija
1880-1886
(ΑναμνήσειςαπότησχολικήμουζωήστοβουλγαρικόΓυμνάσιοΘεσσαλονίκης),
Borbiteν Makedonija iOdrinsko, 1878-1912. Spomeni (επψ. K. Pan dev - Zdr.
Noneva), Sofija, σ. 44-51.
Todorov, G. & Zecev, N. (1966). Documents ayant trait aux luttes des Bulgares pour
uneéglise et des écoles nationalesen Macédoine vers milieu du XIXesiede, Etudes
historiques, 3, 173-239
Weigand G, (1899). Aromune, etnograficesko-filologiceskoistoriceskoizdirvaniyanatyinareceniyanarodMakedono-romuneiliTsintsare, για
τη βουλγαρική έκδοσηΒάρνα.
Αγγελοπούλου, A. (2015). Όψεις της σερβικής εθνικής δράσης στους σλαβόφωνους
πληθυσμούς της Μακεδονίας (τέλη του 19ου αιώνα-αρχές του 20ού
αιώνα). FragmentaHellenoslavica, 2, 57-92.
Αργυρόπουλος, Π. Α., (1957). Ο Μακεδονικός Αγών (Απομνημονεύματα). εκδ.
Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών
Βακαλόπουλος, K. (1980). Πως είδαν οι Eυρωπαίοι πρόξενοι την κατάσταση στη
Mακεδονία. Mακεδονικά, 20, 48-102.
68
Βακαλόπουλος, Α. (1996). Νέα ελληνική ιστορία 1204-1985. Βάνιας
Βακαλόπουλος, Κ. (1983). Ο Βόρειος Ελληνισμός κατά την πρώιμη φάση του
Μακεδονικού Αγώνα (1878-1894). Θεσσαλονίκη.
Βακαλόπουλος, Κ. (1988). Νεότουρκοι και Μακεδονία (1908-1912). Αφοί Κυριακίδη.
Βακαλόπουλος, Κ. (1990). Ιστορία του Βορείου Ελληνισμού – Μακεδονία.
Θεσσαλονίκη.
Βακαλόπουλος, Κ. (1999).Η Μακεδονία στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα
(1894-1904), Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη.
Βλάχος, Ι. (1979). Ο Μακεδονικός Αγών εις την περιοχήνΜελενίκου (Εκθέσεις
Μητροπολιτών Ειρηναίου και Αιμιλιανού). Σερραϊκά Χρονικά, τ. 8, σ. 83-154.
Βλάχος, Ν. (1935). Το Μακεδονικόν ως φάσις του Ανατολικού Ζητήματος, 1878–
1908. Εν Αθήναις.
Βούρη, Σ. (1992). Η ελληνική εκπαίδευση στο σαντζάκι του Μοναστηριού 1870-1903. Η
εθνική διάσταση. Θεσσαλονίκη-ΙΜΧΑ.
Γιαννούλη, Δ. (1987). Το εγιαλέτι Μοναστηριού (1856-1870). Οικονομία-κοινωνίαδιοίκηση», Δελτίο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας 30 (1987) 133-134.
Γκισδαβίδης, Α. (1957). Πως κατεκυρώθη εις τους Βουλγάρους το Μελένικον. Η
Πρόοδος, περ. Β΄, φ. 3206 (Κυριακή 30.6.1957).
Γκισδαβίδης, Α. (1959). Σελίδες του Μακεδονικού Ελληνισμού (Το Μελενίκον ως
φωτοδότρα πηγή πολιτισμού (Δεύτερος και Τρίτος τόμος)- Μελέτη Λαογραφική και
Ιστορική. Ιδιωτική έκδοση
Γούναρης, Β. &Κουκούδης, Α. (1997). Από την Πίνδο ως τη Ροδόπη: αναζητώντας τις
εγκαταστάσεις και την ταυτότητα των Βλάχων. Ίστωρ, 10 (Αθήνα Δεκέμβριος
1997), 91-137
Γούναρης, Β. (2010). Η Ιστοριογραφία και η χαρτογραφία του μακεδονικού ζητήματος.
Αλέξάνδρεια.
Γούναρης, Β. Κ. (1983). Οι ελληνοβουλγαρικοί ανταγωνισμοί μέσα από τις
ανταποκρίσεις του" Φάρου της Μακεδονίας":(Φθινόπωρο
1885). Μακεδονικά, 23(1), 148-171.
Δημητριάδης, Β. (1973). Η Κεντρική και Δυτική Mακεδονία κατά τον EλβιγιάTσελεμπή.
Θεσσαλονίκη.
Δημητριάδης, Σ. (1878). Υπομνηματικαί τινές σημειώσεις περί ΔεμίρΙσσαρίου.
Παρνασσός
69
Δογάντζη, Α. (2017). Η Ελληνική Εκπαίδευση στο σαντζάκι Γκιουμουλτζίνας (ca.
1870 – ca. 1912). Διαδικασία διαμόρφωσης εθνικής συνείδησης (Διπλωματική
εργασία). Εθνικό και Καποδιστριακό πανεπιστήμιο Αθηνών.
Ζάχος, Δ. (2011). Όψεις της κοινωνικής ιστορίας των Ρομικών ομάδων του νομού
Σερρών και της σχέσης τους με την επίσημη εκπαίδευση του ελληνικού κράτους
(1880-1940). Το Βήμα των κοινωνικών επιστημών, ΙΕ'(60), σ. 227
Ζιώγας, Π. Χρ., (2015). Γεώργιος Μ. Παπαηλιάκης και Άνω Πορρόϊα Σερρών.
Θεσσαλονίκη.
Ηλιάδου-Τάχου, Σ. (2000). Το Μακεδονικό Ζήτημα κάτω από το πρίσμα των
ρουμανικών αξιώσεων την περίοδο 1870-1905 με βάση τις προξενικές αναφορές
που αφορούν την προξενική περιφέρεια Μοναστηρίου. Βαλκανικά
Σύμμεικτα, 11, 235-246.
Ιγγλέσης, Ν., (1910-1911). Οδηγός της Ελλάδος, απάσης της Μακεδονίας, της Μικράς
Ασίας μετά των νήσων του Αρχιπελάγους και των νήσων Κρήτης-Κύπρου-Σάμου,
τ.1 (τμήμα 2ο: Γεωργίου Χατζηκυριακού, Μακεδονία μετά του παρακειμένου
τμήματος της Θράκης, 1908). Αθήναι.
Ίτσιος, Σ. (2013). Δυτικομακεδόνες Σλαβόφωνοι Κωνσταντινουπολίτες και η σχέση
τους με τη Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία 1870-1945.
Καλοστύπης Ι., (1886). Μακεδονία, ήτοι μελέτη Οικονομολογική, Γεωγραφική,
Ιστορική και Εθνολογική της Μακεδονίας. Εφημερίδι, εκδ. Κάρολος Βίλμπεργ,
εν Αθήναις, σ. 72-74.
Καραγεωργίου, Μ. (2001). Ελληνική Εθνική Ταυτότητα και Εθνικισμός.
http://bit.ly/3h567jE. Τελευταία Πρόσβαση 01/02/2021
Καραθανάσης, Αθ. (2013). Γενικό ιστορικό Σημείωμα. Στο Χ. ΚουκούληΧρυσανθάκη, Ε. Τσουκαλά,Γ. Ν. Αψηλίδης& Γ. ΤσαρούχαςΕιδική έκδοση για τα
100 χρόνια από την απελευθέρωση του Δήμου Σιντικής(σ. 284-291). Δήμος
Σιντικής.
Καρακασίδου, Α., (2000). Μακεδονικές Ιστορίες και Πάθη 1870-1990. Οδυσσέας.
Καφταντζής Γ. & Τενεκετζής, Θ. (1973). Η Ιστορία της Ηράκλειας Νομού Σερρών (Α’
Μέρος). Λαογραφικά Ηράκλειας (Β’ Μέρος), εκδ. Δημαρχεία Ηράκλειας.
Καφταντζής, Γ. Β., (2010). Ιστορία της πόλεως Σερρών και της περιφέρειάς της, Τόμος
Τρίτος. Βυζαντινή περιόδος – Τουρκοκρατία – Νεότεροι Χρόνοι. εκδ. Μαλλιάρης
παιδεία.
70
Κοζαρίδης, Χ. (2009). Εμείς οι Γκαγκαβούζηδες, Ταυτότητες - Ιστορικές Πηγές - Η
πορεία μας μέσα στο χρόνο. Παρατηρητής Θράκης.
Κολιόπουλος, I., (1992). Η Μακεδονία στο επίκεντρο εθνικών ανταγωνισμών,(1870-
1897). Στο: Η Νεότερη και Σύγχρονη Μακεδονία, Ιστορία-Οικονομία-ΚοινωνίαΠολιτισμός. Παπαζήσης.
Κολτσίδας, Α. Μ. (1994). Ιδεολογική συγκρότηση και εκπαιδευτική οργάνωση των
Ελληνοβλάχων στο βαλκανικό χώρο 1850-1913, Θεσσαλονίκη.
Κουτζακιώτης, Γ. (1996). Οι Καθολικές ιεραποστολές και οι Σέρρες κατά το 19ο
αιώνα. PeriIstorias, 1, 15-26.
Κουκούδης, Α. Ι. (2015). Ηράκλεια Σερρών: μία συλλογική βλάχικη οδύσσεια.
https://bit.ly/3ujC910
Κωστούλα-Μακράκη, N. (2001). Γλώσσα και Κοινωνία, Βασικές έννοιες. Μεταίχμιο.
Λαούρδας, Β. & Πέννας, Π. (1959). Ο Μακεδονικός Αγών εις την περιοχήν των
Σερρών κατά το 1907. Εκθέσεις του Προξένου Σακτούρη. Σερραϊκά Χρονικά, 3,
5-143.
Λαούρδας, Β. & Πέννας, Π. (1964). Αρχείον Μακεδονικού Αγώνος Αλεξάνδρου
Δαγκλή. Σημειώσεις και οδηγίαι Δημοσθένους Φλωριά. Σερραϊκά Χρονικά, 4,
98-144.
Λεβέντης, Σ. (2010). Η Εκπαίδευση στο Βαμβακόφυτο Σερρών 1894 – 2010.
Λεοντίου, Ε. (2013). Διπλωματία-πολιτισμός-προπαγάνδα: τα όρια της πολιτιστικής
διπλωματίας (Master'sthesis). Πανεπιστήμιο Πειραιώς.
Μαζάουερ, Μ. (2002). Τα Βαλκάνια. εκδ. Πατάκη.
Μαζαράκης, I. (1977). Η εξέγερση του Ήλιντεν, στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,
Εκδοτική Αθηνών, Αθήναι, 1977, τ. 14,σ. 231-233.
Μαυρίδης, Δ. (2018). Δεμίρ Ισάρ (1890-1913) - Χώρος και Πληθυσμοί.
https://bit.ly/37z2uiWΤελευταία Πρόσβαση 01/02/2021
Μελένικον. ΜακεδονικόνΗμερολόγιον, σ. 66-74.
Μελιόπουλος, Κ. Ε. (2019). Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική για το Ζήτημα της
Μακεδονίας: Η Δεκαετία 1991-2001 (No. GRI-2019-24100). AristotleUniversity
of Thessaloniki.
Μιχαηλίδης, Ι. (2003). Μετακινήσεις σλαβόφωνων πληθυσμών (1912-1930: Ο πόλεμος
των στατιστικών (No. IKEEBOOK-2013-016). Κριτική.
Μόδης, Γ. (1967). Ο Μακεδονικός Αγών και η Νεώτερη Μακεδονική Ιστορία.
Θεσσαλονίκη
71
Μοδής, Γ. (2007). Ο Μακεδονικός Αγών και η νεώτερη Μακεδονική Ιστορία. Εταιρεία
Μακεδονικών Σπουδών.
Μουργκέσκου, Λ. (2006). Κέντρο για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη
Νοτιοανατολική Ευρώπη (μετάφρ. Σπύρος Μαρκέτος). Α.Π.Θ.
Μπάκας, Ι. Α. (2000). Σερβικές κινήσεις στην ανατολική Μακεδονία στα τέλη του 19ου
αιώνα και η αντιμετώπισή τους. Βαλκανικά Σύμμεικτα, 11, 223-233.
Μπάκας, Ι. Θ. (2003). Ο Ελληνισμός και η Μητροπολιτική περιφέρεια Μελενίκου 1850-
1912 (No. GRI-2004-195). AristotleUniversity of Thessaloniki.
Μπονίδης, Κ. (1996). Οι Ελληνικοί Φιλεκπαιδευτικοί Σύλλογοι ως φορείς εθνικής
παιδείαςκαι πολιτισμού στη διαφιλονικούμενη Μακεδονία (1869-1914).
εκδοτικός οίκος Αδελφών Κυριακίδη.
Νυσταζοπούλου–Πελεκίδου, Μ. (1993). Το «Μακεδονικό ζήτημα». Ιστορική θεώρηση
του προβλήματος. Βάνιας
Οικουμενικό Πατριαρχείο, (1906). Επίσημα έγγραφα περί της εν Μακεδονία οδυνηρής
καταστάσεως. Κωνσταντινούπολη.
Παπαθανάση-Μουσιοπούλου Κ. (1974). Δραστηριότης των Ελληνικών Κοινοτήτων
της Θράκης κατά την Τουρκοκρατίαν. Θρακικά, τ. 47, Αθήνα.
Παπακυριάκος, Κ. (2012). Ο Μακεδονικός αγώνας στο Νομό Σερρών.
https://bit.ly/38soHygΤελευταία Πρόσβαση 01/02/2021
Παπακυριάκος, Κ. (2013). Η Ιστορία του νομού Σερρών- Από αρχαιοτάτων χρόνων
μέχρι της απελευθερώσεως του το 1912-1913. https://bit.ly/2J8FKgd. Τελευταία
Πρόσβαση 01/02/2021
Πέννας, Π. Θ., (1966). Ιστορία των Σερρών. Αθήνα
Πέννας, Π. Θ., (1989). Τα Άνω Πορόια Σερρών, το διαμάντι του Μπέλλες. Αθήνα
Ριτζαλέος Β. (2006). Το κίνημα των Νεότουρκων και ο αντίκτυπος στις Σέρρες.
Σερραϊκά Ανάλεκτα4(Σέρρες 2006), 45-70.
Σκληρός, Σ. (1913). Η Νέα Ελλάς. Εν Αλεξανδρεία
Στάμος, Π. Γ., (1979). Το ηρωικόνΣτάρτζοβον μια χαμένη πατρίδα. Αθήναι.
Στεφάνου, Π. Σ. (2017). Εκπαιδευτική και συλλογική δραστηριότητα στην εκκλησιαστική
επαρχία Σερρών κατά το 2ο μισό του 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα,
διπλωματική εργασία, Θεσσαλονίκη.
Σφέτας, Σ. (2009). Εισαγωγή στη βαλκανική ιστορία, Τόμος Α’, Από την Οθωμανική
κατάκτηση των Βαλκανίων μέχρι τον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο (1354-
1918). Βάνιας.
72
Σφήκα-Θεοδοσίου Α. (1989). Απόπειρες εποικισμού Κιρκασίων στη Θεσσαλία (1874-
1876), Εγνατία, 1, 261-275.
Τζανακάρης, Β. (1991). Εικονογραφημένη Ιστορία των Σερρών. Εκδ. Γιατί
Τσάμης, Π. (1975). Μακεδονικός Αγών. Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών
Τσούρκας, Κ. & Κυριακίδης, Σ. (x.x), Τραγούδια Βαλλαχάδων. https://bit.ly/38oa LFB.
Τελευταία Πρόσβαση 01/02/2021
Τσώπρος, Κ. (1963). Δύο διατάγματα του Μωάμεθ του Πορθητούαφορόντα την
περιοχήνΜελενίκου και Σερρών. Σερραϊκά Χρονικά, τ. Δ’, Αθήνα.
Φιλιππίδης, Δ. (1906). Η Μακεδονία. Εν Αθήναις.
Χαλκιόπουλος, Αθ., (1910). Μακεδονία. Βιλαέτια Θεσσαλονίκης – Μοναστηρίου. εν
Αθήναις.
Χανουμίδης, Λ., Λασπάς Α., Χατζηαγοράκης Δ. &Αλαχούζου Μ. (2010). Η
Εκπαίδευσηστην Πεντάπολη Ν. Σερρών. Σέρρες.
73

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Γιαγιά στην Καππαδοκία τραγουδά Ελληνικό παραδοσιακό (Βίντεο)

Τραγωδία στo Χαρωπό, νεκρό μωράκι 8 μηνών.

Η καταπράσινη Καστανούσσα το 2024 : Το χωριό που θυμίζει ενα τεράστιο γκαζόν με βίλες

Νέα

Φωτογραφία της ημέρας

Φωτογραφίες

Βίντεο

Πρόσωπα

Καταστήματα

Συνταγές

Χθεσημεραυριο

Μουσικές Επιλογές: Bουτιά στο παρελθόν

Ιστορίες

Τσιμεριτας

Ο χαζός του χωριού

Κλινικός Ψυχρολόγος