Eνωση της Κρήτης με την Ελλάδα, 1 Δεκεμβρίου

1 Δεκεμβρίου 1913: Η Κρητική Πολιτεία ενσωματώνεται στη ελληνική επικράτεια. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος κατέρχονται στα Χανιά και υψώνουν την ελληνική σημαία στο φρούριο Φιρκά, στο λιμάνι των Χανίων. Με την συμβολική αυτή πράξη επισημοποιείται η Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Οι αγώνες για μια Ελλάδα από την Κρήτη ώς και την Μακεδονία, λούστηκαν στο αίμα. Αίμα που έδωσαν από κοινού σε πολλές περιπτώσεις, από τον Μακεδονικό αγώνα έως την ένωση της Κρήτης.

Ήταν η πρώτη μέρα του Δεκέμβρη του 1913, μια ηλιόλουστη Κυριακή, όπως οι καρδιές των Κρητικών. Δύο γηραιοί επαναστάτες, σύμβολα των κρητικών αγώνων, ο 94χρονος Αναγνώστης Μάντακας και ο 81χρονος Χατζημιχάλης Γιάνναρης, από τους Λάκκους Χανίων και οι δύο, ύψωσαν την ελληνική σημαία στο φρουριο του Φιρκά στα Χανιά. Στο τελευταίο σκαλοπάτι τους περίμεναν βασιλιάς και πρωθυπουργός να τους συγχαρούν. 
Η ένωση με την Ελλάδα ήταν πλέον ιστορική πραγματικότητα. Μετά από αιώνες κατοχής και σκλαβιάς, αρχικά από τους Ενετούς (1211- 1669), στην συνέχεια από τους Τούρκους (1669-1898) αλλά και μια δεκαπενταετία τύποις αυτονομίας, η Κρήτη ελεύθερη πλέον ενωνόταν με το ελληνικό κράτος. 
(Από την εφημερίδα «Πατρίς» των Αθηνών, του Σπυρίδωνα Σίμου, στις 6 Δεκεμβρίου 1913)

Ιστορία
Κατά την επανάσταση του 1821-1830 οι Κρήτες αγωνίστηκαν σκληρά, όπως και οι λοιποί Έλληνες, εν τούτοις είδαν με πόνο απερίγραπτο να μην συμπεριλαμβάνονται στα όρια του ελεύθερου κράτους, όπως αυτά καθορίστηκαν από το πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830.Και αυτό γιατί έτσι θέλησε η ευρωπαϊκή διπλωματία και κυρίως η Αγγλία. Η αγγλική εξωτερική πολιτική δεν μπορούσε να σκεφτεί ότι κάποια στιγμή δεν ήταν εύκολο γι’ αυτήν, ή ακόμη χειρότερο, αδύνατο, να χρησιμοποιεί ο στόλος της το λιμάνι της Σούδας. Ο στόχος αυτός συνδυαζόταν με το έτερο δόγμα της ακεραιότητας της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ως ανάχωμα στην πάγια επιδίωξη της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής, ήδη από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου, της καθόδου δηλαδή της Ρωσίας στη ζεστή θάλασσα, το Αιγαίο...

Και δεν εναντιώθηκε μόνο το 1830 η ευρωπαϊκή διπλωματία στην ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, αλλά πάντοτε όταν οι Κρήτες επαναστατούσαν κατά της τουρκικής κυριαρχίας για τον ίδιο σκοπό. Τούτο έγινε το 1841, το 1858, στη γιγαντομαχία του 1866-1868, το 1878, το 1889. Παράλληλα η προπαγάνδα των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων προσπάθησε να καλλιεργήσει στους Κρήτες, κυρίως στους εξέχοντες, μίαν αντίληψη αυτονομίας και ανεξαρτησίας από την υπόλοιπη Ελλάδα. Αντίληψη που βρήκε ευήκοα ώτα και που δημιούργησε πολλά προβλήματα κατά την επανάσταση του 1866. Στην πλειονότητά τους όμως οι Κρήτες απέκρουσαν μια τέτοια λύση.

Την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα το κρητικό ζήτημα αποκτά οξύτητα εξαιτίας του «Ανατολικού Ζητήματος». Η Αγγλία θεωρεί την Κρήτη εκ των ων ουκ άνευ για την θαλάσσια οδό προς τις Ινδίες.

Το 1895 ξεκινά μία νέα επανάσταση, η λεγόμενη μεταπολιτευτική με επικεφαλής τον Μανούσο Κούνδουρο. Ο Κούνδουρος γνωρίζοντας τις διπλωματικές επιδιώξεις των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων θεωρούσε την αυτονομία της Κρήτης ως πρώτο βήμα για την ένωση της με την Ελλάδα.Η ελληνική εξωτερική πολιτική ήταν αντίθετη σε κάθε αυτονομιστική κίνηση, γιατί πίστευε ότι υπήρχε ο κίνδυνος να περιέλθει η Κρήτη σε κάποια ξένη δύναμη, οπότε θα χανόταν οριστικά για την Ελλάδα.Οι Τούρκοι προέβησαν σε σφαγές και βιαιότητες που προκάλεσαν την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Τελικά επεβλήθη νέος Οργανισμός που έγινε αποδεκτός από την επαναστατική επιτροπή.Η Τουρκική διοίκηση όμως αμέσως άρχισε να υπονομεύει το νέον Οργανισμό με φόνους και βιοπραγίες.Οι Μεγάλες Δυνάμεις από την άλλη μεριά προσπαθούν να αποτρέψουν την επέκταση των ταραχών και η ελληνική κυβέρνηση από την άλλη στέλνει πολεμικά πλοία υπό την αρχηγία του πρίγκιπα Γεωργίου για να εμποδίσουν τη μεταφορά του τουρκικού στρατού στο νησί. Την 1η Φεβρουαρίου 1897 φτάνει στην Κρήτη ο συνταγματάρχης Τιμολέων Βάσσος, ο οποίος στο όνομα του βασιλιά της Ελλάδας Γεωργίου του Α’ καταλαμβάνει την Κρήτη και κηρύσσει την Ένωσή της με την Ελλάδα.Σκληρές μάχες διεξάγονται. Η Κρήτη και πάλι στα όπλα για την ελευθερία της. Τα πλοία των Μεγάλων Δυνάμεων χωρίς οίκτο κανονιοβολούν ανελέητα στις 7 Φεβρουαρίου 1897 το επαναστατικό στρατόπεδο που είχε οργανώσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος στο ακρωτήρι Χανίων. Πράξη που ξεσήκωσε την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη υπέρ των Κρητών.Το Μάρτιο του 1897 οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις αποβιβάζουν στη μεγαλόνησο στρατό και την καταλαμβάνουν. Στα Χανιά οι Ιταλοί στο Ρέθυμνο οι Ρώσοι στο Ηράκλειο οι Άγγλοι και στο Λασίθι οι Γάλλοι. Προτείνουν δε ως λύση την αυτονομία της Κρήτης υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου. Πρόταση που οι Κρήτες δεν αποδέχτηκαν καταρχήν όπως και η ελληνική κυβέρνηση.Ο ατυχής όμως για την Ελλάδα ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 (8 Απριλίου – 8 Μαΐου) αναγκάζει την Ελλάδα να ανακαλέσει τις δυνάμεις της από την Κρήτη.Οι Κρήτες βλέπουν και πάλι το όνειρό τους για την Ένωση να σβήνει. Μετά από τρεις συνελεύσεις – Αρμένοι Αποκορώνου, Αρχάνες και Μελιδόνι Μυλοποτάμου 16 Οκτωβρίου 1897 – αποδέχονται τη λύση της αυτονομίας που προτείνουν οι Ευρωπαίοι.

Στις 9 Δεκεμβρίου 1898 αποβιβάζεται στο νησί ο ύπατος αρμοστής των Δυνάμεων, πρίγκιπας Γεώργιος, δευτερότοκος υιός του βασιλιά Γεωργίου.Οι Κρήτες τον υποδέχονται με άκρατο ενθουσιασμό και εκλαμβάνουν την παρουσία του στο νησί ως έναν αρραβώνα για την Ένωση. Πολύ γρήγορα όμως οι ελπίδες τους διαψεύδονται. Οι Δυνάμεις ούτε για μια στιγμή δεν αφήνουν περιθώρια για μία τέτοια λύση και στην επίσημη διακοίνωσή τους στο αίτημα του πρίγκιπα για Ένωση δηλώνουν ότι αυτό είναι αδύνατο (Φεβρουάριος 1901).

Ο Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος διαφώνησε με την πολιτική που ακολουθούσε ο πρίγκιπας για να επιτευχθεί η ένωση. Ο πρίγκιπας στήριζε τις ελπίδες του στους συγγενικούς δεσμούς που είχε με τους βασιλικούς οίκους της Ευρώπης. Αντίθετα ο Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος είχε την άποψη ότι η πορεία προς την Ένωση έπρεπε να είναι σταδιακή. Είχε την απόλυτη βεβαιότητα ότι η άμεση επίτευξη της ένωσης ήταν αδύνατη, διότι γνώριζε ποιες ήταν οι μακροπρόθεσμες επιδιώξεις των δυνάμεων. Πίστευε και υποστήριζε ότι έπρεπε πρώτα να ολοκληρωθεί η αυτονομία. Να αποκτήσει η Κρήτη δικιά της πολιτοφυλακή. Να απαλλαγεί από τα ξένα στρατεύματα και να εκλέγει ο κρητικός λαός τον κυβερνήτη του.

Ο Βενιζέλος απολύθηκε από την Κρητική Κυβέρνηση (Μάρτιος 1901) και συκοφαντήθηκε στην Κρήτη και στην Ελλάδα ότι είναι ανθενωτικός και ότι επιθυμεί η Κρήτη να ανακηρυχθεί σε ηγεμονία.Η οξύτατη αυτή πολιτική κρίση οδήγησε τελικά σε ένοπλο αγώνα, στο κίνημα του Θερίσου, 10 Μαρτίου 1905.

Ο ένοπλος αγώνας κράτησε ως το Νοέμβριο του 1905. Οι Δυνάμεις χορήγησαν αμνηστία και δέχτηκαν να κατέλθει στην Κρήτη μία επιτροπή να ερευνήσει επιτόπου την κατάσταση και να προτείνει λύσεις. Η επιτροπή στις 30 Μαρτίου 1906 υποβάλλει στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις την έκθεσή της στην οποία μεταξύ των άλλων σημειώνει … το μόνο φάρμακο στην επικίνδυνη σημερινή κατάσταση είναι η ένωση της Κρήτης με το βασίλειο της Ελλάδος …

Παράλληλα αναγνωρίστηκε στο βασιλιά της Ελλάδας το δικαίωμα να προτείνει αυτός στις Δυνάμεις τον ύπατο αρμοστή.

Ύπατος αρμοστής διορίστηκε ο έμπειρος και μετριοπαθής πολιτικός Αλέξανδρος Ζαΐμης, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά του το Σεπτέμβριο του 1906.

Προηγουμένως η Συντακτική Συνέλευση που προήλθε από τις εκλογές του Μαΐου 1906 είχε κηρύξεις και αυτή την Ένωση της Κρήτης.

Τον Ιούλιο του 1908 άρχισε η αποχώρηση των ξένων στρατιωτικών αγημάτων με προοπτική να ολοκληρωθεί μετά από ένα έτος. Παράλληλα είχε οργανωθεί η κρητική πολιτοφυλακή. Έτσι σιγά – σιγά το αυτόνομο καθεστώς της Κρήτης αποδεσμευόταν από τον έλεγχο των Μεγάλων Δυνάμεων, πράγμα που προοιωνιζόταν ότι ο κρητικός λαός, όταν η συγκυρία θα ήταν ευνοϊκή θα μπορούσε να επιβάλει τη θέλησή του.

Τον Ιούνιο του 1908 ξεσπά στην Μακεδονία το κίνημα των Νεοτούρκων. Ο Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει το Τουρκικό Σύνταγμα. Οι υπόδουλοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία λαοί πανηγύρισαν διότι πίστεψαν ότι αρχίζει γι’ αυτούς μια νέα ελπιδοφόρα περίοδος.Η Βουλγαρία έσπευσε να ανακηρύξει την ανεξαρτησία της από την τουρκική επικυριαρχία και η Αυστρία να προσαρτήσει τις επαρχίες Βοσνίας και Ερζεγοβίνης.

Οι Κρήτες απογοητευμένοι από την παρελκυστική πολιτική των Δυνάμεων θεώρησαν την κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά το κίνημα των Νεοτούρκων ως μία κατάλληλη ευκαιρία να κηρύξουν την Ένωση.Έτσι στις 24 Σεπτεμβρίου 1908 η Κυβέρνηση της Κρήτης εξέδωσε ψήφισμα με το οποίο κήρυξε την ένωση της Κρήτης.Παράλληλα την ίδια ημέρα έγιναν συλλαλητήρια στα Χανιά και στις άλλες κρητικές πόλεις καθώς και σε όλους τους Δήμους της Κρήτης κατά τα οποία ο λαός κηρύσσει την ανεξαρτησία της Κρήτης και την ένωσή της με την Ελλάδα.Παράλληλα την ίδια ημέρα έγιναν συλλαλητήρια στα Χανιά και στις άλλες κρητικές πόλεις καθώς και σε όλους τους Δήμους της Κρήτης κατά τα οποία ο λαός κηρύσσει την ανεξαρτησία της Κρήτης και την ένωσή της με την Ελλάδα.

Οι Νεότουρκοι όμως αντέδρασαν δυναμικά, επιθυμώντας την πρώτη διπλωματική επιτυχία τους, εκτιμώντας ότι ούτε οι Δυνάμεις επιθυμούσαν διακαώς την Ένωση. Έτσι οι Δυνάμεις στη διακοίνωσή τους προς την Τουρκία τον Ιανουάριο του 1909 υπογράμμιζαν ότι για να πραγματοποιηθεί η Ένωση απαιτείται πάντοτε η σύμφωνη γνώμη της Πύλης.

Τον Ιούλιο του 1909 φεύγει από την Κρήτη και ο τελευταίος ευρωπαίος στρατιώτης. Η ευρωπαϊκή αυτή χειρονομία, στην ουσία της συμβολική, αναπτέρωσε το ηθικό των Κρητών.

Δυστυχώς η διεθνής συγκυρία και η πλήρης αδυναμία της Ελλάδας να επιβάλει τη θέλησή της δεν ευνοούσαν την ενωτική λύση. Τον επόμενο μήνα, 4 Αυγούστου 1909, οι Δυνάμεις ζητούν από την Εκτελεστική Επιτροπή να κατεβάσει από όλα τα δημόσια κτίρια την ελληνική σημαία και η τουρκική κυβέρνηση απαιτεί από την ελληνική να αποδοκιμάσει την Ένωση, απειλώντας διακοπή διπλωματικών σχέσεων, πράγμα που υποχρέωσε την Αθήνα να ζητήσει την παρέμβαση των Δυνάμεων, οι οποίες στις 18 Αυγούστου 1909 κατέβασαν βιαίως την ελληνική σημαία από το φρούριο του Φιρκά Χανίων. Δυστυχώς πέρα από τη θέληση του κρητικού λαού υπήρχαν τα ευρωπαϊκά συμφέροντα που στη δεδομένη χρονική στιγμή δεν επέτρεπαν τη δικαίωση των εθνικών πόθων των Κρητών.

Στις 15 Αυγούστου 1909 ξεσπά στην Ελλάδα τι κίνημα στο Γουδί. Το κρητικό ζήτημα πλεγμένο στη δίνη των ευρωπαϊκών συμφερόντων έθετε στην κρητική πολιτική ηγεσία το ερώτημα: εμμονή στην πραξικοπηματική επιβολή της Ένωσης ή συνεννόηση με τις Δυνάμεις. Ο Βενιζέλος έκλινε με τη δεύτερη άποψη.

Τον Αύγουστο του 1910 ο Ελευθέριος Βενιζέλος αφήνει το νησί και αρχίζει την ενεργό πολιτική δράση του στην Ελλάδα. Είχε πια εδραία πεποίθηση, ότι το κρητικό ζήτημα θα λυθεί και οι πόθοι του κρητικού λαού θα εκπληρωθούν μόνο τότε όταν η Ελλάδα θα ήταν σε θέση να επιβάλει την Ένωση με στρατιωτικά μέσα. Έτσι από τη στιγμή που ανέλαβε την ελληνική κυβέρνηση αμέσως ξεκίνησε τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς.

Το Μάρτιο του 1912 διεξήχθησαν εκλογές στην ελεύθερη Ελλάδα και την αυτόνομη Κρήτη. Μία αντιπροσωπεία από Κρήτες βουλευτές αποφασίζουν να έλθει στην ελληνική πρωτεύουσα και να συμμετάσχουν στις εργασιές του ελληνικού κοινοβουλίου.

Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να ματαιώσει μία τέτοια απόφαση. Γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον ποιες συνέπειες για το εθνικό θέμα μπορούσε να έχει μια τέτοια πράξη. Θα έδινε αφορμή στην Τουρκία να απειλήσει πόλεμο κατά της Ελλάδας ή ακόμη ανακατοχή της Κρήτης, ενώ η Ελλάδα δε είχε ολοκληρώσει τις στρατιωτικές προετοιμασίες της.

Όταν το πράγμα έφτασε στα άκρα ο Βενιζέλος δεν δίστασε να λάβει βίαια μέτρα για να εμποδίσει την είσοδο των Κρητών βουλευτών στην Ελληνική Βουλή. Για να εκτονωθεί η κατάσταση διέκοψε τις εργασίες της Βουλής για τον Οκτώβριο 1912.

Στις 5 Οκτωβρίου 1912 ξεκινά ο Α’ βαλκανικός πόλεμος. Τα βαλκανικά κράτη Ελλάδα, Σερβία, Μαυροβούνιο και Βουλγαρία κήρυξαν τον πόλεμο στην Τουρκία, παρά τις συντονισμένες και επίμονες προσπάθειες της ευρωπαϊκής διπλωματίας να τον αποτρέψει .

Με την έναρξη του πολέμου και τις πρώτες νίκες των ελληνικών όπλων οι πόρτες του ελληνικού κοινοβουλίου άνοιξαν και υποδέχθηκαν τους Κρήτες Βουλευτές. Στις 11 Οκτωβρίου 1912 υπογράφεται Βασιλικό Διάταγμα με το οποίο ο Στέφανος Δραγούμης διορίστηκε Γενικός Διοικητής της Κρήτης.

Με την πράξη αυτή de facto η Κρήτη έγινε τμήμα του Ελληνικού Κράτους δηλ. de facto συντελέστηκε η Ένωση. H de june ένωση, από άποψη διεθνούς δικαίου, συντελέστηκε με τη συνθήκη του Λονδίνου στις 17 Μαΐου 1913 μεταξύ της Τουρκίας και των εμπόλεμων βαλκανικών κρατών. Με το άρθρο 4 της συνθήκης… Η Αυτού μεγαλειότης, ο αυτοκράτωρ των Οθωμανών δηλοί ότι εκχωρεί εις τας Αυτών μεγαλειότητας τους συμμάχους ηγεμόνας την νήσον Κρήτην και ότι παραιτείται υπέρ αυτών πάντων των ων εκέκτητο επί της νήσου ταύτης κυριαρχικών και άλλων δικαιωμάτων…

Αργότερα με την κύρωση της Ελληνοτουρκικής συνθήκης ειρήνης του Νοεμβρίου του 1913 ( νόμος 4213 της 11/14 Νοεμβρίου 1913) η Κρήτη περιήλθε οριστικά στην Ελλάδα, όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος στη βουλή … η ελληνική Κυβέρνησις ανέμενε δια την προσάρτησιν την επικύρωσιν της συνθήκης των Αθηνών, ήτις προεπιβεβαιούσα την συνθήκην του Λονδίνου, αποτελεί και την τελευταίαν λέξην επι του ζητήματος τούτου … και συνεχίζει μόνον με την συνθήκην των Αθηνών, κυρούσαν τα πρωκαταρτικώς συνομολογηθέντα εν Λονδίνω, εκλείπει κάθε ίχνος τουρκικής επικυριαρχίας επί της νήσου ( Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος, Η Ένωση της Κρήτης, Χανιά, 2003 ).

Την Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 1913 ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος και ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος κατήλθαν στα Χανιά και ύψωσαν την ελληνική σημαία στο φρούριο Φιρκά, στο λιμάνι των Χανίων. Με την συμβολική αυτή πράξη επισημοποιήθηκε η Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα
Η πορεία προς την Ένωση
1770: Επανάσταση Δασκαλογιάννη
Η πρώτη επανάσταση των Κρητικών εναντίον των Τούρκων ξέσπασε το 1770 στα Σφακιά των Χανίων. Πρωτεργάτης της επανάστασης υπήρξε ο πλούσιος Σφακιανός πλοιοκτήτης Ιωάννης Βλάχος ή Δασκαλογιάννης, ο οποίος ξεσήκωσε τους κατοίκους της επαρχίας του, θεωρώντας σίγουρη τη στρατιωτική βοήθεια των Ρώσων. Η πρώτη μεγάλη μάχη έγινε στην Κράπη, χωρίς τελικά τη ρωσική συνδρομή, με αποτέλεσμα η σφοδρή αντεπίθεση των Τούρκων να καταστρέψει ολοσχερώς την επαρχία. Όλα τα χωριά πυρπολήθηκαν, λεηλατήθηκαν, πολλοί οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι, οι αρχηγοί φυλακίστηκαν, ενώ ο Δασκαλογιάννης γδάρθηκε ζωντανός. Μετά την αποτυχία της επανάστασης οι Τούρκοι επέβαλαν σκληρότατους όρους.

1821: Επανάσταση
Στις 29 Μαΐου 1821 στο μοναστήρι της Θυμιανής Παναγιάς στα Σφακιά, μετά από γενική συνέλευση, οι αντιπρόσωποι όλων των επαρχιών της Κρήτης κήρυξαν ομόφωνα την επανάσταση. Οι πρώτες σημαντικές νίκες εναντίον των Τούρκων έδωσαν θάρρος στους επαναστάτες, οι οποίοι κυριάρχησαν στην ύπαιθρο. Το δεύτερο έτος της επανάστασης και μέχρι το 1824, ο Σουλτάνος έχοντας ζητήσει τη βοήθεια του Μωχάμετ Άλη της Αιγύπτου κατάφερε να καταπνίξει την αντίσταση των Κρητικών, προκαλώντας εκτεταμένες καταστροφές και σφαγές αμάχων. Η κρητική επανάσταση αναζωπυρώθηκε τον Ιούλιο του 1825, όταν Κρητικοί που πολεμούσαν στην Πελοπόννησο επέστρεψαν και κατέλαβαν το φρούριο της Γραμβούσας μέχρι το 1828, όταν μετατράπηκε σε ορμητήριο πειρατών, το οποίο διαλύθηκε από τον αγγλικό και γαλλικό στόλο. Στις 18 Μαΐου 1828 ακολούθησε η ήττα του Ηπειρώτη Χατζημιχάλη Νταλιάνη στο Φραγκοκάστελλο. Οι αποτυχίες αυτές δεν έκαμψαν την επανάσταση, η οποία συνεχίστηκε σε όλο το νησί με νικηφόρες μάχες έως το 1829. Όμως ο πολυετής αγώνας των Κρητικών δεν δικαιώθηκε, καθώς το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830 δεν περιελάμβανε την Κρήτη στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος.

1830 – 1840: Περίοδος Αιγυπτιοκρατίας (κίνημα Μουρνιών)
Το 1830 η Κρήτη παραχωρήθηκε στον Μωχάμετ Άλη της Αιγύπτου ως ανταμοιβή για τη βοήθειά του προς το Σουλτάνο κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης. Κατά την περίοδο της Αιγυπτιοκρατίας πραγματοποιήθηκαν μεγάλα δημόσια έργα, αλλά επιβλήθηκε δυσβάσταχτη φορολογία. Οι Κρητικοί αντέδρασαν έντονα, όταν το 1833 στις Μουρνιές Χανίων συγκεντρώθηκαν 7 χιλιάδες άοπλοι, διαμαρτυρόμενοι για την οικονομική, αλλά και πολιτική καταπίεση της αιγυπτιακής διοίκησης. Ο Μωχάμετ Άλη διέλυσε βίαια τη συγκέντρωση, απαγχόνισε 41 πρωταίτιους και για εκφοβισμό προχώρησε σε θανατώσεις σε όλη την Κρήτη. Το 1838 έως και το 1839 επιφανείς εξόριστοι Κρητικοί έκαναν έκκληση προς την Αγγλία να καταλάβει το νησί, χωρίς όμως καμία ανταπόκριση.

1841: Επανάσταση Χαιρέτη – Βασιλογιώργη
Το 1840 μετά την ήττα του Μωχάμετ Άλη στον πόλεμο με την Τουρκία, οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν να επαναφέρουν την Κρήτη υπό την τουρκική κυριαρχία. Πριν την υπογραφή της σχετικής συνθήκης οι εξόριστοι Κρήτες οπλαρχηγοί αποφάσισαν την οργάνωση μιας νέας επανάστασης, με αρχηγούς στη δυτική Κρήτη τους αδελφούς Χαιρέτη και στην ανατολική τον Βασιλογιώργη. Όμως η επιφυλακτικότητα των ντόπιων οπλαρχηγών, οι αιματηρές ήττες στον Αποκόρωνα και στον Ξυδά Ηρακλείου και η αδυναμία της ελληνικής κυβέρνησης να βοηθήσει, έληξαν γρήγορα την επανάσταση. Η συνθήκη υπογράφηκε και το 1842 Γενικός Διοικητής Κρήτης επανήλθε ο Μουσταφά πασάς.

1856: Χάττι Χουμαγιούν – 1858: Κίνημα Μαυρογένη
Από το 1842 και εξής στην Κρήτη σημειώθηκαν μικρές διοικητικές μεταρρυθμίσεις, όπως η μεταφορά το 1851 της πρωτεύουσας του νησιού από το Ηράκλειο στα Χανιά. Το 1856, ως συνέπεια του Κριμαϊκού Πολέμου (1853-56), ο Σουλτάνος αναγκάστηκε να εκδώσει το Χάττι Χουμαγιούν (αυτοκρατορικό διάταγμα), το οποίο παραχωρούσε σημαντικά προνόμια στους χριστιανούς. Όμως η παραβίασή του, σε συνδυασμό με τους νέους φόρους και την αυταρχική διοίκηση, οδήγησαν τους Κρητικούς στην οργάνωση ενός νέου κινήματος, το 1858, γνωστό ως «κίνημα του Μαυρογένη» από το όνομα του πρωτεργάτη του. Το κίνημα σημείωσε επιτυχία, διότι κατάφεραν να διώξουν τον τύραννο Βελή πασά και να παραχωρηθούν σημαντικά προνόμια στους χριστιανούς, όπως ο θεσμός των Δημογεροντιών.

1866 – 1869: Μεγάλη κρητική επανάσταση (Οργανικός Νόμος, 1868)
Με αφορμή την επιβολή νέων φόρων και την επέμβαση της τουρκικής διοίκησης στη διαχείριση της μοναστηριακής περιουσίας, ξέσπασε το 1866 μεγάλη κρητική επανάσταση με αίτημα την ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Στις 14 Μαΐου συνήλθε η πρώτη παγκρήτια συνέλευση στη μονή της Αγ. Κυριακής στα Μπουτσουνάρια Χανίων και επέδωσε υπόμνημα στο Σουλτάνο, και αργότερα στο Εμπρόσνερο Αποκορώνου οι Κρήτες πληρεξούσιοι εξέδωσαν την πρώτη επαναστατική διακήρυξη. Όμως οι συνθήκες για την επανάσταση δεν ήταν ευνοϊκές, διότι δεν είχε την υποστήριξη ούτε των Μεγάλων Δυνάμεων, εκτός της Ρωσίας, αλλά ούτε και του ελληνικού κράτους. Παρ’ όλα αυτά οι επαναστάτες, με κυριότερους αρχηγούς τους το Χατζημιχάλη Γιάνναρη, το Μιχαήλ Κόρακα, τον Ιωάννη Ζυμβρακάκη και πολλούς άλλους, σημείωσαν σημαντικές νίκες. Υπήρξαν όμως και ήττες με μεγάλες απώλειες, όπως στη μάχη στο Βαφέ Χανίων (12 Οκτωβρίου 1866) και στην περιοχή Κασταμονίτσας – Αμαριανού στο Ηράκλειο (13 Οκτωβρίου 1866). Κορυφαίο γεγονός της επανάστασης υπήρξε το ολοκαύτωμα της μονή Αρκαδίου στο Ρέθυμνο στις 9 Νοεμβρίου 1866, κατά το οποίο σκοτώθηκαν εκατοντάδες Κρητικοί και γυναικόπαιδα, που είχαν καταφύγει εκεί. Η ηρωική θυσία των πολιορκημένων προκάλεσε παγκόσμια απήχηση υπέρ του αγώνα των Κρητικών. Το 1867 ακολούθησαν και άλλες ήττες των επαναστατών στο Λασίθι (Μάιος 1867) και τα Σφακιά (Ιούλιος 1867). Τον Ιανουάριο του 1868 υπογράφηκε ο Οργανικός Νόμος (διοικητικός κανονισμός), ο οποίος παραχωρούσε μερικά προνόμια στους χριστιανούς, όπως η χορήγηση αμνηστίας στους επαναστάτες, η θεσμοθέτηση φορολογικών ελαφρύνσεων, η συμμετοχή των χριστιανών σε διοικητικές θέσεις, όπως και στη σύνθεση των δικαστηρίων και η ισοτιμία της ελληνικής γλώσσας με την τουρκική στην επίσημη διοίκηση. Ο αγώνας συνεχίστηκε και το 1869, όταν πλέον εξέπνευσε, αφήνοντας πίσω του εκατοντάδες νεκρούς και ανυπολόγιστες υλικές καταστροφές και χωρίς να έχουν επιτευχθεί οι στόχοι για ελευθερία και Ένωση του νησιού με την Ελλάδα..

1878: Επανάσταση – Σύμβαση Χαλέπας
Η Κρήτη για μια δεκαετία (1868-1877) διοικούνταν με βάση τις διατάξεις του Οργανικού Νόμου, τον οποίο διαρκώς παραβίαζαν οι μουσουλμάνοι του νησιού και επιδίωκαν την κατάργησή του. Το 1877 επικρατούσε επαναστατικός αναβρασμός, ο οποίος ενισχύθηκε από την έκρηξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου. Ιδρύθηκαν τρία επαναστατικά κομιτάτα, στο Βάμο, στα Χανιά και στο Ρέθυμνο, ενώ μέχρι τον Ιανουάριο του 1878 η επανάσταση είχε επεκταθεί σε όλο το νησί. Μετά την ήττα της Τουρκίας στον πόλεμο με τη Ρωσία οι Μεγάλες Δυνάμεις, κατά το Συνέδριο του Βερολίνου στις 13 Ιουνίου 1878, υποχρέωσαν το Σουλτάνο να εφαρμόσει τον Οργανικό Νόμο του 1868. Το αποτέλεσμα αυτό δεν ικανοποιούσε τους Κρητικούς, οι οποίοι αποφάσισαν να συνεχίσουν την εξέγερσή τους. Η Τουρκία, μετά από υπόδειξη της Αγγλίας, δέχθηκε να υπογράψει τον Οκτώβριο του 1878 τη Σύμβαση της Χαλέπας, στο ομώνυμο προάστιο των Χανίων, η οποία παραχωρούσε στην Κρήτη ημιαυτονομία και νέα πιο φιλελεύθερα προνόμια. Συγκεκριμένα σύμφωνα με τους όρους της Σύμβασης, ο Γενικός Διοικητής της Κρήτης θα μπορούσε να είναι χριστιανός, τα 2/3 της Γενικής Συνέλευσης θα ήταν χριστιανοί, η ελληνική γλώσσα αναγνωριζόταν ως η επίσημη γλώσσα της Γενικής Συνέλευσης και των δικαστηρίων και προβλεπόταν η ίδρυση Κρητικής Χωροφυλακής. Επίσης οριζόταν η χορήγηση γενικής αμνηστίας, η απαλλαγή από ορισμένους φόρους, η ίδρυση φιλολογικών συλλόγων και η έκδοση εφημερίδων. Η Σύμβαση αυτή υπήρξε σημαντικός σταθμός και έθεσε τις βάσεις για τη μελλοντική επίλυση του Κρητικού Ζητήματος.

1889: Επαναστατική κινητοποίηση
Το διάστημα από το 1878 έως το 1889 στην Κρήτη κυριαρχούσαν τα κομματικά πάθη. Δημιουργήθηκαν δύο κόμματα, των Συντηρητικών ή Καραβανάδων και των Φιλελευθέρων ή Ξυπόλυτων, με το οποίο πολιτεύεται για πρώτη φορά ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Οι οπαδοί των κομμάτων αυτών διακατέχονται από φανατισμό και επιδίδονται πολλές φορές σε πράξεις βίας. Στις εκλογές του 1888 που νίκησε για πρώτη φορά το κόμμα των Φιλελευθέρων, οι Συντηρητικοί τους κατηγόρησαν για νοθεία. Στις εκλογές που ακολούθησαν στις 2 Απριλίου 1889 νίκησαν ξανά οι Φιλελεύθεροι με μεγάλη διαφορά και ο Ελευθέριος Βενιζέλος εκλέχθηκε για πρώτη φορά πληρεξούσιος Κυδωνίας. Οι Συντηρητικοί ως αντίδραση στην ήττα τους, κατέθεσαν στις 6 Μαΐου 1889 ψήφισμα κηρύσσοντας την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Η πράξη αυτή δήλωνε την έναρξη νέου επαναστατικού κινήματος, το οποίο κλιμακώθηκε μέσα σε δυσμενείς συνθήκες. Η ελληνική κυβέρνηση με τον Χαρίλαο Τρικούπη δήλωσε την αντίθεσή της και αποκήρυξε την επανάσταση. Η Τουρκία από την πλευρά της αντέδρασε βίαια, επιβάλλοντας στρατιωτικό νόμο και ανακαλώντας όλες τις διατάξεις της Σύμβασης της Χαλέπας. Έτσι στο νησί για μια εξαετία (1890-1895) επικράτησε καθεστώς τρομοκρατίας με σφαγές, λεηλασίες, βαρύτατη φορολογία και όλες τις τραγικές καταστάσεις των παλαιότερων ετών, χάνοντας ό,τι μέχρι τότε είχε κερδίσει.

1895 – 1896: Επανάσταση (Μεταπολιτευτική Επιτροπή)
Το 1895 μέσα σ’ ένα κλίμα γενικής αναρχίας, τρομοκρατίας και δολοφονιών από τους μουσουλμάνους, εμφανίστηκε μία σημαντική κρητική προσωπικότητα, ο Μανούσος Κούνδουρος, πρωτοδίκης στο Βάμο Χανίων από το 1890. Πρωτοστάτησε στην οργάνωση της Μεταπολιτευτικής Επιτροπής, διότι πίστευε ότι η Ένωση της Κρήτης δεν μπορεί να επιτευχθεί αν δεν προηγηθεί μια περίοδος αυτονομίας στο νησί. Γι’ αυτό και ως πρόεδρος της Επιτροπής συνέταξε υπόμνημα, που υποβλήθηκε στους Πρόξενους των Μ. Δυνάμεων, ζητώντας τη δημιουργία αυτόνομης πολιτείας φόρου υποτελής στο Σουλτάνο και την επαναφορά, σε βελτιωμένη μορφή, των προνομίων της Σύμβασης της Χαλέπας. Η αντίδραση της τουρκικής πλευράς υπήρξε βίαιη και οδήγησε στην έναρξη της επανάστασης, αποκορύφωμα της οποίας υπήρξε η πολιορκία της τουρκικής φρουράς στο Βάμο (4-18 Μαΐου 1896). Ο αντίκτυπος της πολιορκίας ενδυνάμωσε τον αγώνα με την άφιξη εθελοντών και πολεμοφοδίων από την Αθήνα. Ως αντίποινα οι Τούρκοι επιδόθηκαν σε σφαγές κυρίως στα Χανιά και στο Ηράκλειο, γεγονός που προκάλεσε την άμεση αντίδραση των Μ. Δυνάμεων. Μετά από διαπραγματεύσεις ανάγκασαν το Σουλτάνο να δεχθεί το νέο Οργανισμό Κρήτης, με σημαντικές παραχωρήσεις για τους χριστιανούς. Η Επαναστατική Επιτροπή αποδέχθηκε το νέο πολίτευμα και η επανάσταση έληξε.

Η απελευθερωτική επανάσταση του 1897
Οι Τούρκοι δεν αποδέχθηκαν το νέο Οργανισμό Κρήτης και αντέδρασαν με βιαιοπραγίες στο Ηράκλειο και στο Ρέθυμνο. Στα Χανιά στις 23 και 24 Ιανουαρίου του 1897, εκτυλίχθηκαν τραγικές καταστάσεις μετά από άγριες σφαγές και την πυρπόληση της Επισκοπής και της χριστιανικής συνοικίας. Η έκρηξη μιας νέας επανάστασης ήταν αναπόφευκτη. Στο Ακρωτήρι Χανίων, οργανώθηκε το Επαναστατικό Στρατόπεδο με εκατό περίπου Κρητικούς, με σκοπό την ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Ανάμεσά τους και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που ανέπτυξε έντονη διπλωματική δράση με τους ναυάρχους των Μ. Δυνάμεων. Η ελληνική κυβέρνηση με τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη, όταν πληροφορήθηκε ότι οι Μ. Δυνάμεις θα προβούν στη διεθνή κατοχή του νησιού, έστειλε εκστρατευτικό σώμα 1500 ανδρών με επικεφαλής τον Τιμολέοντα Βάσσο. Στις 1 Φεβρουαρίου αποβιβάστηκε στο Κολυμπάρι Χανίων, για να καταλάβει το νησί στο όνομα του βασιλιά των Ελλήνων, πετυχαίνοντας μαζί με τους επαναστάτες σημαντικές νίκες, όπως η κατάληψη του τουρκικού πύργου στις Βουκολιές. Όμως οι Μ. Δυνάμεις προειδοποιούν τον Βάσσο να μην πλησιάσει την πόλη των Χανίων σε ακτίνα 6 χιλιομέτρων, διότι διαφορετικά θα επέμβουν. Επίσης οι Μ. Δυνάμεις είχαν δημιουργήσει μια ουδέτερη ζώνη μεταξύ επαναστατών και Τούρκων για να αποφευχθεί η σύγκρουσή τους. Οι Τούρκοι όμως τους ανάγκασαν να παραβιάσουν τα όρια, με αποτέλεσμα στις 9 Φεβρουαρίου 1897, ο στόλος των Μ. Δυνάμεων που είχε αγκυροβολήσει στον κόλπο των Χανίων, να βομβαρδίσει το στρατόπεδο του Ακρωτηρίου. Εκεί διαδραματίστηκε το περιστατικό με τον αγωνιστή Σπύρο Καγιαλεδάκη (Καγιαλέ), ο οποίος ύψωσε ξανά την ελληνική σημαία όταν μία οβίδα κατέρριψε τον ιστό της. Η πράξη αυτή προκάλεσε παγκόσμια συγκίνηση και μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις ζητούσαν με ψηφίσματά τους τη λύση του κρητικού ζητήματος. Το Μάρτιο του 1897 οι Μ. Δυνάμεις αποφάσισαν να παραχωρήσουν αυτονομία. Οι Κρητικοί δεν την αποδέχθηκαν και η επανάσταση συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση σε όλο το νησί. Σκληρές μάχες διεξάγονταν στο Ρέθυμνο, Ηράκλειο, Ιεράπετρα και κυρίως στις Αρχάνες, τις οποίες οι Τούρκοι, ως ένα από τα σημαντικότερα κέντρα της επανάστασης, προσπαθούσαν επανειλημμένα να καταλάβουν. Εν τω μεταξύ η έναρξη του ελληνοτουρκικού πολέμου τον Απρίλιο του 1897 και η ταπεινωτική ήττα του ελληνικού στρατού, επηρέασε αποφασιστικά τις εξελίξεις στην Κρήτη, καθώς η ελληνική κυβέρνηση ανακάλεσε από εκεί τις δυνάμεις της. Ακολούθησαν Επαναστατικές Συνελεύσεις των Κρητών στους Αρμένους Χανίων, στις Αρχάνες Ηρακλείου και τέλος στο Μελιδόνι Χανίων, όπου αποφάσισαν να δεχτούν την αυτονομία. Μετά απ’ αυτές τις εξελίξεις οι Τούρκοι τον Αύγουστο του 1898 στο Ηράκλειο προχώρησαν σε άγριες σφαγές εκατοντάδων χριστιανών και 17 Άγγλων στρατιωτών και του Πρόξενου της Αγγλίας και πυρπόλησαν το Βρετανικό Προξενείο. Με αφορμή αυτά τα γεγονότα ο τουρκικός στρατός διατάχθηκε με τελεσίγραφο των Μ. Δυνάμεων να αποχωρήσει οριστικά από το νησί. Το Νοέμβριο του 1898 Ύπατος Αρμοστής της Κρήτης ορίστηκε ο Πρίγκιπας Γεώργιος, γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ της Ελλάδας. Μέχρι την άφιξή του τη διακυβέρνηση του νησιού ανέλαβε μία πενταμελής Επιτροπή, το «Εκτελεστικόν Κρήτης». Έτσι κλείνει μια μακραίωνη περίοδος τουρκικής κατοχής και ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο της κρητικής ιστορίας.

1898: Κρητική Πολιτεία (Αρμοστεία Πρίγκιπα Γεωργίου)
Στις 9 Δεκεμβρίου 1898 στο λιμάνι της Σούδας οι ναύαρχοι των Μ. Δυνάμεων και ο κρητικός λαός, υποδέχθηκαν τον Πρίγκιπα Γεώργιο με κάθε επισημότητα και μέσα σε κλίμα ιδιαίτερου ενθουσιασμού και πανηγυρισμών. Ως Ύπατος Αρμοστής Κρήτης ανέλαβε τη διοίκηση του νησιού, το οποίο παρέμεινε υπό την τουρκική επικυριαρχία, και υπό την προστασία των Μ. Δυνάμεων. Τότε ξεκινά η περίοδος της αυτονομίας, της λεγόμενης Κρητικής Πολιτείας. Αμέσως προκηρύχθηκαν εκλογές για τη συγκρότηση της Κρητικής Συνέλευσης, η οποία ψήφισε το πρώτο Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας, με την καθοριστική συμβολή του Ελευθερίου Βενιζέλου στη θέσπισή του. Το Σύνταγμα αφού εγκρίθηκε από το βασιλιά Γεώργιο και από τις Μ. Δυνάμεις, δημοσιεύθηκε στις 16 Απριλίου 1899 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Στις 17 Απριλίου ο Πρίγκιπας σχημάτισε την πρώτη κυβέρνηση, στην οποία συμμετείχε και ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως Σύμβουλος (Υπουργός) επί της Δικαιοσύνης. Τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης του Πρίγκιπα συντελέστηκε πολύ αξιόλογο έργο στους τομείς της δημόσιας υγείας, παιδείας, δικαιοσύνης και οικονομίας. Συγκεκριμένα ιδρύθηκε η Τράπεζα Κρήτης, κόπηκε η κρητική δραχμή, συστάθηκε χωροφυλακή, εκσυγχρονίστηκε το δικαστικό σύστημα, χτίστηκαν σχολεία και λήφθηκαν νέα υγειονομικά μέτρα. Ωστόσο, όσον αφορά το κυριότερο θέμα, της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα, ο Ύπατος Αρμοστής πίστευε ότι θα επιτευχθεί μέσω των προσωπικών του διαπραγματεύσεων με τους βασιλιάδες της Ευρώπης, λόγω των συγγενικών του σχέσεων μ’ αυτούς. Βέβαια αποδείχθηκε γρήγορα ότι εκείνοι δεν επιθυμούσαν την αλλαγή του καθεστώτος στην Κρήτη, υπερασπίζοντας τα συμφέροντά τους.
Αντίθετος με την πολιτική του Πρίγκιπα βρέθηκε από την πρώτη στιγμή ο Ελευθέριος Βενιζέλος, υποστηρίζοντας ότι η ένωση πρέπει να πραγματοποιηθεί σταδιακά, μετά την πλήρη αυτονόμηση του νησιού, την αποχώρηση των διεθνών στρατευμάτων και την οργάνωση κρητικής πολιτοφυλακής. Η διαφωνία τους για το χειρισμό του μείζονος θέματος της ένωσης, καθώς και ο απολυταρχικός τρόπος διακυβέρνησης του Πρίγκιπα οδήγησαν στην οριστική ρήξη μεταξύ τους, όταν στις 18 Μαρτίου 1901 απέλυσε το Βενιζέλο από τη θέση του Συμβούλου. Επίσης ξεκίνησε συκοφαντική εκστρατεία εναντίον του, με σκοπό την πολιτική εξόντωσή του. Ο Βενιζέλος για να υπερασπιστεί τις θέσεις του προχώρησε στη δημοσίευση σειράς άρθρων του στην εφημερίδα «Κήρυξ», που ο ίδιος εξέδιδε. Ο Πρίγκιπας επέτεινε τα αυταρχικά μέτρα εναντίον του κρητικού λαού, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η δυσαρέσκεια εναντίον του, κυρίως από την ανερχόμενη αστική τάξη, η οποία συσπειρώθηκε γύρω από το Βενιζέλο, που ήταν αρχηγός της Αντιπολίτευσης. Η κατάσταση οξύνθηκε ακόμη περισσότερο, όταν στις 26 Φεβρουαρίου 1905 οι εκπρόσωποι της αντιπολίτευσης υπέγραψαν προκήρυξη με αίτημα είτε την ένωση, είτε την αναθεώρηση του κρητικού Συντάγματος, ώστε να απαλλαγούν από το δεσποτικό Πρίγκιπα. Η κίνησή τους αυτή δεν βρήκε θετικό αντίκτυπο και διεύρυνε το χάσμα με την κρητική Κυβέρνηση.

1905: Επανάσταση Θερίσου
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος αποφάσισε ότι μοναδική έξοδος από την κρίση θα ήταν η ένοπλη εξέγερση του κρητικού λαού εναντίον της Αρμοστείας. Στις 10 Μαρτίου 1905 συγκέντρωσε μαζί με τους στενούς του συνεργάτες Κωνσταντίνο Φούμη και Κωνσταντίνο Μάνο, στο ορεινό χωριό Θέρισο των Χανίων περίπου τριακόσιους ένοπλους άνδρες και κήρυξε το επαναστατικό κίνημα, με κύριο σκοπό την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Πολύ γρήγορα η επανάσταση εξαπλώθηκε σε όλο το νησί με τη συμμετοχή σημαντικών προσωπικοτήτων και ενισχύθηκε με όπλα και χρήματα. Όπως ορθά είχε προβλέψει ο Βενιζέλος, ο Πρίγκιπας δεν διέθετε τις απαραίτητες δυνάμεις για να τους αποκρούσει και οι Μ. Δυνάμεις δεν κατέληξαν σε κοινή απόφαση για τη στάση που θα τηρούσαν. Μόνο η Ρωσία στάθηκε στο πλευρό του Πρίγκιπα και επενέβη στρατιωτικά εναντίον των επαναστατών, με κυριότερες μάχες στο Ατσιπόπουλο Ρεθύμνου και στη Γεωργιούπολη Χανίων. Στο Θέρισο ο Βενιζέλος αμέσως σχημάτισε την «Προσωρινή Κυβέρνηση Κρήτης», η οποία για τη στήριξη του αγώνα, οργάνωσε υπηρεσίες, εξέδωσε δική της εφημερίδα «Το Θέρισο» και τύπωσε γραμματόσημα. Παρά τις εκκλήσεις του Γεωργίου οι επαναστάτες δεν παραδόθηκαν και εκείνος προχώρησε στην επιβολή στρατιωτικού νόμου, με συλλήψεις, λογοκρισία του Τύπου και απαγόρευση των συγκεντρώσεων. Εν τω μεταξύ η απήχηση του κινήματος στην Ελλάδα ήταν μεγάλη, με την κάλυψή του από τον αθηναϊκό τύπο και με συγκεντρώσεις υποστήριξης. Ο Βενιζέλος κινήθηκε μέσω της διπλωματικής οδού και όχι τόσο μέσω συγκρούσεων που μπορούσαν να οδηγήσουν σε εμφύλια διαμάχη τους Κρητικούς. Μετά από εντατικές διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους των Μ. Δυνάμεων, κατέληξαν στις 15 Νοεμβρίου 1905 στις Μουρνιές Χανίων, στον τερματισμό της επανάστασης. Μία Διεθνής Εξεταστική Επιτροπή, που συστάθηκε για τη μελέτη του κρητικού ζητήματος, πρότεινε την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, γεγονός που δεν έγινε δεκτό από τις Μ. Δυνάμεις. Όμως αποδέχθηκαν άλλες προτάσεις για σημαντικές μεταρρυθμίσεις, ώστε να αποκατασταθεί η τάξη και η ηρεμία στο νησί. Ο Πρίγκιπας Γεώργιος δεν τις δέχθηκε και στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1906 παραιτήθηκε από τη θέση του και αναχώρησε από την Κρήτη. Τα επιτεύγματα της επανάστασης του Θερίσου ήταν όλα σημαντικά, όπως η αναθεώρηση του Συντάγματος και η ψήφιση άλλου πιο δημοκρατικού, η προβολή ξανά του άλυτου Κρητικού Ζητήματος και ταυτόχρονα η πανελλήνια ανάδειξη του Ελευθερίου Βενιζέλου. Η επανάσταση αυτή υπήρξε ο κυριότερος καταλύτης των μετέπειτα εξελίξεων, ώστε να επιτευχθεί σταδιακά ο απώτερος σκοπός της ένωσης.

1906 – 1908: Κρητική Πολιτεία (Αρμοστεία Αλ. Ζαΐμη)
Ο βασιλιάς των Ελλήνων διόρισε στις 18 Σεπτεμβρίου 1906, νέο Ύπατο Αρμοστή τον μετριοπαθή πολιτικό Αλέξανδρο Ζαΐμη, με τον οποίο εγκαινιάστηκε μια νέα πιο ομαλή και φιλελεύθερη περίοδος διακυβέρνησης του νησιού. Στις 2 Δεκεμβρίου 1906 η Β’ Συντακτική Συνέλευση των Κρητών προχώρησε στην ψήφιση του νέου δημοκρατικού Συντάγματος. Στη νέα κυβέρνηση που σχηματίστηκε, ο Ελευθέριος Βενιζέλος συμμετείχε ως Σύμβουλος (Υπουργός) Δικαιοσύνης και Εξωτερικών. Γρήγορα η Κρήτη μπήκε σε τροχιά προόδου, με την ανάκαμψη της οικονομίας, με την αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης και της δικαιοσύνης και με τη βελτίωση της δημόσιας υγείας και της παιδείας. Επίσης ενισχύθηκαν οι δεσμοί του νησιού με το ελληνικό κράτος, ενώ παράλληλα μειώθηκε ο πιεστικός έλεγχος των Μ. Δυνάμεων. Η συγκρότηση της κρητικής Πολιτοφυλακής με Έλληνες αξιωματικούς, της πρώτης στρατιωτικής δύναμης του νησιού, οδήγησε τις Μ. Δυνάμεις να αποσύρουν σταδιακά, από τον Ιούλιο του 1907, τα στρατεύματά τους από την Κρήτη.


1908 – 1909: Κατάργηση Αρμοστείας – Κήρυξη ένωσης Κρήτης με Ελλάδα – Προσωρινή διακομματική Κυβέρνηση
Μέχρι το 1908 η Κρητική Πολιτεία λειτουργούσε ομαλά, όταν τρία σημαντικά γεγονότα στο χώρο των Βαλκανίων ήρθαν να επηρεάσουν τις κρητικές εξελίξεις. Το κίνημα των Νεοτούρκων, η ανακήρυξη της Βουλγαρίας σε ανεξάρτητο βασίλειο και η προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία, θεωρήθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση ως κατάλληλες ευκαιρίες για τη διεκδίκηση της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα. Στα Χανιά στις 23 Σεπτεμβρίου 1908, οργανώθηκε από πολιτικούς μεγάλη συγκέντρωση, όπου με ψήφισμα κηρύχθηκε η κατάργηση της Αρμοστείας και η ένωση με την Ελλάδα. Το ίδιο συνέβη σε ανάλογες κινητοποιήσεις σε όλο το νησί. Την επομένη η επίσημη κυβέρνηση της Κρήτης εξέδωσε αντίστοιχο ενωτικό ψήφισμα και η κρητική Βουλή, αφού το επικύρωσε, προχώρησε στην κατάργηση της Αρμοστείας και του κρητικού Συντάγματος και στην εισαγωγή του ελληνικού. Ο Ζαΐμης, ο οποίος τότε απουσίαζε στην Αίγινα, δεν επέστρεψε στην Κρήτη, διότι τον Οκτώβριο του 1908 σχηματίστηκε προσωρινή διακομματική κυβέρνηση (πενταμελής Εκτελεστική Επιτροπή), η οποία ορκίστηκε στο όνομα του βασιλιά των Ελλήνων. Οι Μ. Δυνάμεις, οι οποίες μέχρι τον Ιούλιο του 1909 ολοκλήρωσαν την αποχώρηση των στρατευμάτων τους από την Κρήτη, αρχικά αντέδρασαν θετικά απέναντι σ’ αυτές τις εξελίξεις. Μετά όμως από πιέσεις των Νεότουρκων υποχώρησαν ως προς την επίλυση του Κρητικού Ζητήματος. Μάλιστα όταν υψώθηκε η ελληνική σημαία στο Φρούριο Φιρκά των Χανίων, διέταξαν αμέσως την υποστολή της. Επειδή όμως δεν βρέθηκε κάποιος Κρητικός να την υποστείλει, ένα άγημα των Μ. Δυνάμεων αποβιβάστηκε στο Φιρκά και απέκοψε τον ιστό της. Η ελληνική κυβέρνηση κράτησε παθητική στάση και δεν δέχθηκε την ένωση για να αποφύγει περαιτέρω περιπλοκές. Υπό αυτές τις συνθήκες, τον Αύγουστο του 1909, η προσωρινή διακομματική κυβέρνηση Κρήτης αναγκάστηκε να παραιτηθεί και η κρητική Βουλή όρισε μία νέα τριμελή Επιτροπή για τη διακυβέρνηση του νησιού, την οποία διαδέχθηκε το Δεκέμβρη του 1909 νέα κυβέρνηση με τους Κ. Φούμη, Γ. Σκουλούδη και Αλ. Παπαχατζάκη.

1909 – 1910: Στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί – Ο Βενιζέλος Πρωθυπουργός Κρητικής Πολιτείας – Πρωθυπουργός Ελλάδας
Στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1909 εκδηλώθηκε επαναστατικό κίνημα στο Γουδί, με αφορμή την παρατεταμένη πολιτική κρίση και την κρίση στις ένοπλες δυνάμεις, μετά την ήττα της Ελλάδας στον πόλεμο με την Τουρκία το 1897. Το κίνημα οργανώθηκε από το Στρατιωτικό Σύνδεσμο με αρχηγό το συνταγματάρχη Νικόλαο Ζορμπά. Σύντομα οι διαφωνίες μεταξύ των στρατιωτικών και των παλαιών πολιτικών κομμάτων οδήγησαν σε πολιτικό αδιέξοδο. Τότε ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος προσκάλεσε στην Αθήνα τον Ελευθέριο Βενιζέλο για να μεσολαβήσει ώστε να τερματιστεί η κρίση. Μετά τη θετική παρέμβαση του Βενιζέλου, σχηματίστηκε στις 18 Ιανουαρίου 1910 νέα κυβέρνηση με το Στέφανο Δραγούμη, που θα προχωρούσε στην αναθεώρηση του Συντάγματος. Αμέσως μετά ο Βενιζέλος επέστρεψε στην Κρήτη και συμμετείχε το Μάρτιο του 1910 στις εκλογές που προκήρυξε η κυβέρνηση του νησιού. Το κόμμα του νίκησε και ο ίδιος ανέλαβε Πρωθυπουργός στη νέα κυβέρνηση της Κρητικής Πολιτείας. Μπροστά όμως στον κίνδυνο εσωτερικής πολιτικής κρίσης και πιθανής επέμβασης των Μ. Δυνάμεων, ανέστειλε για ένα τετράμηνο τη λειτουργία της κρητικής Βουλής και ο ίδιος στα τέλη Ιουνίου του 1910 αναχώρησε για την Ελβετία. Εν τω μεταξύ τον Αύγουστο του 1910 στην Ελλάδα προκηρύχθηκαν εκλογές και ενώ ο Βενιζέλος αρνήθηκε από το εξωτερικό όπου παρέμενε, οι φίλοι του έθεσαν την υποψηφιότητά του, με αποτέλεσμα να εκλεγεί πρώτος βουλευτής Αττικοβοιωτίας. Επιστρέφοντας στα Χανιά παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία της Κρήτης και αναχώρησε για την Αθήνα, όπου στις 6 Οκτωβρίου 1910 ανέλαβε τα καθήκοντα του Πρωθυπουργού της Ελλάδας.

1910 – 1912: Διοίκηση Κρήτης από Τριμελείς Επιτροπές – Κρήτες βουλευτές στην ελληνική Βουλή – Έναρξη Βαλκανικών Πολέμων
Η Κρήτη, μετά την αναχώρηση του Βενιζέλου, κατά τα έτη 1910-1912 διοικείται με το σύστημα των τριμελών Επιτροπών. Το Νοέμβριο του 1911 και τον Απρίλιο του 1912 οι Κρήτες βουλευτές επιδιώκουν να εισέλθουν στην ελληνική Βουλή, όμως ο Βενιζέλος δεν έκανε δεκτό το αίτημά τους, πιστεύοντας ότι η ενέργειά τους ήταν πρόωρη και ότι απαιτούνταν λεπτοί διπλωματικοί χειρισμοί για να αποφευχθούν αρνητικές αντιδράσεις, τόσο από την πλευρά των Μ. Δυνάμεων, όσο και της Τουρκίας. Η άρνηση του Βενιζέλου οδήγησε σε επαναστατική κινητοποίηση στην Κρήτη και τη συγκρότηση νέας τριμελούς Επιτροπής με πρόεδρο τον Αντώνιο Μιχελιδάκη. Τελικά η έκρηξη των Βαλκανικών Πολέμων υπήρξε το καθοριστικό γεγονός που επέτρεψε την είσοδό τους, την 1η Οκτωβρίου 1912, στο ελληνικό Κοινοβούλιο μέσα σε ενθουσιώδη ατμόσφαιρα.

1912 – 1913: Γενικός Διοικητής Κρήτης ο Στέφανος Δραγούμης – Λήξη Βαλκανικών Πολέμων – Ένωση Κρήτης με Ελλάδα
Η υποδοχή των Κρητών βουλευτών στην ελληνική Βουλή δεν συνεπαγόταν βέβαια την επίτευξη της ένωσης. Ο Βενιζέλος θέλοντας να παραμείνει το καθεστώς της Κρητικής Πολιτείας, όπως επιθυμούσαν και οι Μ. Δυνάμεις, διόρισε στις 11 Οκτωβρίου 1912, Γενικό Διοικητή Κρήτης το Στέφανο Δραγούμη. Έκρινε ότι η διατήρηση της αυτονομίας του νησιού ήταν απαραίτητη κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων και ότι μετά το πέρας τους θα δινόταν οριστική λύση στο Κρητικό ζήτημα. Πράγματι με τη λήξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου υπογράφηκε η Συνθήκη ειρήνης του Λονδίνου (17 Μαΐου 1913), σύμφωνα με την οποία ο Σουλτάνος παραιτήθηκε από όλα τα δικαιώματά του στην Κρήτη και την παραχώρησε στη Βουλγαρία, τη Σερβία, το Μαυροβούνιο και την Ελλάδα. Στη συνέχεια με τη λήξη και του Β’ Βαλκανικού Πολέμου και την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου 1913), η Βουλγαρία παραιτήθηκε από κάθε αξίωση στο νησί, όπως και κάθε άλλο βαλκανικό κράτος, και το παραχώρησε στην Ελλάδα. Τέλος με ειδική Συνθήκη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, τη Συνθήκη των Αθηνών (1 Νοεμβρίου 1913), ο Σουλτάνος παραιτήθηκε από κάθε δικαίωμα επικυριαρχίας στην Κρήτη και επιπλέον ρυθμίστηκαν επιμέρους θέματα που αφορούσαν το νησί. Η καθοριστική συμβολή του Ελευθερίου Βενιζέλου για την επιτυχή έκβαση των Βαλκανικών Πολέμων, οδήγησε στην πολυπόθητη ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Έτσι την 1η Δεκεμβρίου 1913 κηρύχθηκε η ένωση σε επίσημη τελετή που πραγματοποιήθηκε στο Φρούριο του Φιρκά Χανίων. Εκεί υψώθηκε η ελληνική σημαία παρουσία του βασιλιά Κωνσταντίνου, του Πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, κορυφαίων αγωνιστών, όπως του Χατζή Μιχάλη Γιάνναρη και του Αναγνώστη Μάντακα, και πλήθος κόσμου, που εκδήλωνε τη χαρά του με πρωτοφανείς πανηγυρισμούς. Οι πολύχρονοι και αιματηροί αγώνες του κρητικού λαού είχαν πλέον δικαιωθεί.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Γιαγιά στην Καππαδοκία τραγουδά Ελληνικό παραδοσιακό (Βίντεο)

Το νέο σύγχρονο μηχάνημα συγκομιδής ελιάς έφτασε και στις Σέρρες

Ο Μέγας Αλέξανδρος διαβαίνει τον Ελλήσποντο, 1 Απριλίου 334 π.Χ.

Νέα

Φωτογραφία της ημέρας

Φωτογραφίες

Βίντεο

Πρόσωπα

Καταστήματα

Συνταγές

Χθεσημεραυριο

Μουσικές Επιλογές: Bουτιά στο παρελθόν

Ιστορίες

Τσιμεριτας

Ο χαζός του χωριού

Κλινικός Ψυχρολόγος