Πρωταθλήτρια» στη φτώχεια και την υλική στέρηση η Ελλάδα
Η Ελλάδα πιθανόν να κατέβει στην 4η θέση, όταν προστεθούν τα στοιχεία της Ρουμανίας, η οποία πέρυσι κατείχε τα πρωτεία με 34,4% του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας, εξακολουθεί όμως να βρίσκεται στις φτωχότερες χώρες της Ε.Ε.
Οπως σημειώνει η ΕΛ.ΣΤΑΤ. η μικρή βελτίωση του σύνθετου δείκτη οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στη μείωση του ποσοστού του πληθυσμού σε χαμηλή ένταση εργασίας, η οποία υποχώρησε στο 8,3% από 9,5%.
Αντιθέτως, το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (στις οποίες περιλαμβάνονται οι συντάξεις), αυξήθηκε ελαφρά στο 18,9%, από 18,8% (το 2019 βρισκόταν στο 17,7%). Η ΕΛ.ΣΤΑΤ. ορίζει ως κατώφλι της φτώχειας τα 6.030 ευρώ ετησίως για μονοπρόσωπο νοικοκυριό και τα 12.663 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών, έχοντας ως μέτρο το 60% του διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος.
Με βάση αυτό το κριτήριο, σε κίνδυνο φτώχειας βρίσκονται πάνω από 1,9 εκατομμύρια άτομα, από εκτιμώμενο πληθυσμό περίπου 10,2 εκατ. που διαβιούν σε ιδιωτικά νοικοκυριά. Τα πραγματικά ποσοστά της φτώχειας είναι σημαντικά υψηλότερα, αφού, όπως διευκρινίζεται, πληθυσμιακές ομάδες που κατά τεκμήριο είναι φτωχές (άστεγοι, μετανάστες χωρίς χαρτιά, Ρομά κ.λπ.), υπο-αντιπροσωπεύονται. Αν μάλιστα στο διαθέσιμο εισόδημα δεν συμπεριλάβουμε τις συντάξεις και τα επιδόματα, τότε το ποσοστό όλων όσοι ζουν σε φτώχεια ανέρχεται στο ιλιγγιώδες 45,1%, το οποίο μειώνεται στο 23,1%, όταν προστεθούν οι συντάξεις.
Οπως ο διάολος έχει πολλά ποδάρια, έτσι και ο υπολογισμός της φτώχειας έχει πολλούς τρόπους μέτρησης. Αν θέσουμε ως κατώφλι της φτώχειας το 60% του διάμεσου εισοδήματος του 2008, εκφρασμένου σε τιμές του 2022 με βάση τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, τότε τα ποσοστά του πληθυσμού που ζουν σε κίνδυνο φτώχειας θα αυξάνονταν στο 33%, με βάση τις συνθήκες του 2008. Αυτό από μόνο του μας δείχνει πόσο έχουν έχουν επιδεινωθεί οι συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού σε σύγκριση με την περίοδο πριν από τη δημοσιονομική κρίση και τα μνημόνια.
Υλική στέρηση
Αυξήθηκε ορατά, στο 16,6% από 15,6%, το ποσοστό του πληθυσμού που αντιμετωπίζει σοβαρές υλικές στερήσεις, μετρώντας όλους όσοι στερούνται τουλάχιστον 4 από έναν κατάλογο 9 αγαθών και υπηρεσιών. Αντίστοιχα το ποσοστό που πληθυσμού που αντιμετωπίζει σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις ανέρχεται στο 13,5%, ελαφρώς μειωμένο σε σύγκριση με το 2022 (13,9%).
Η απόκλιση οφείλεται στην αισθητή επιδείνωση των όρων ζωής σε παραμέτρους που συνδέονται με τις συνθήκες στέγασης και τα αναγκαία αγαθά. Τρομακτική είναι η αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού που δυσκολεύεται να πληρώσει ενοίκια, δόσεις δανείων, πάγιους λογαριασμούς και καταναλωτικά δάνεια, στο 47,3% από 29,1% το 2022. Σε δυσμενέστερη θέση βρίσκονται τα φτωχά νοικοκυριά, εκ των οποίων σχεδόν 8 στα 10 ασφυκτιούν υπό το βάρος του κόστους στέγασης.
Αυξημένο σε σύγκριση με το 2022 είναι και το ποσοστό εκείνων οι οποίοι αδυνατούν να καλύψουν έκτακτες αλλά αναγκαίες δαπάνες (ύψους περίπου 438 ευρώ), στο 44,3% από 43,6%, ενώ για τους φτωχούς το ποσοστό αγγίζει το 77,3%.
Το 10,9% του πληθυσμού (από 10% το 2022) και το 38,1% των φτωχών αδυνατούν να πληρώσουν για διατροφή που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης διατροφικής αξίας. Το 19,2% (από 18,7%) αδυνατεί να έχει επαρκή θέρμανση το χειμώνα και δροσιά το καλοκαίρι, ποσοστό που προσεγγίζει το 40% για τα φτωχά νοικοκυριά.
Τα παιδιά, εκτός από το «μέλλον της χώρας», είναι και η ηλικιακή ομάδα με τα υψηλότερα ποσοστά στέρησης (15,6% από 15,5% το 2022). Τα πράγματα χειροτέρεψαν περισσότερο για τους άνω των 65, καθώς σε συνθήκες στέρησης βρίσκεται το 12,3% από 10,8%. Η διάλυση της δημόσιας υγείας αντικατοπτρίζεται στο ότι σχεδόν ο 1 στους 4 (23,6%) δεν μπορεί να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις ή θεραπεία που πραγματικά χρειάζεται και ο 1 στους 3 δεν μπορεί να πληρώσει για οδοντίατρο. Χωρίς γιατρό αναγκάζεται να μείνει ο 1 στους 2 φτωχούς (49%) και χωρίς οδοντίατρο οι 7 στους 10 (69,5%).
Πλάι σε όλα αυτά, η οικονομική ανισότητα στην Ελλάδα διευρύνθηκε, με το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού να έχει υπερπενταπλάσιο εισόδημα από το φτωχότερο 20% (5,28 φορές υψηλότερο από 5,25 το 2022).