Με διαταγή του υπουργείου Στρατιωτικών στην Ελλάδα, δίνεται εντολή για την κατάσχεση των μεταφράσεων του Ευαγγελίου στη δημοτική γλώσσα, , 1 Φεβρουαρίου 1901
Στις αρχές του 20ού αιώνα, η μεσοαστική τάξη άρχισε να εμφανίζεται δειλά στην πρωτεύουσα της Ελλάδας, ενώ ταυτόχρονα διαμορφωνόταν ένα ασταθές συνδικαλιστικό κίνημα.
Η οδυνηρή ήττα της Ελλάδας στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ήταν ακόμα νωπή και το αίσθημα του εθνικισμού παρέμενε έντονο. Η χώρα βρισκόταν σε μια φάση αβεβαιότητας, κυρίως όσον αφορά τη γλώσσα, ανάμεσα στην καθομιλουμένη δημοτική και την επίσημη καθαρεύουσα.
Ο εκδημοκρατισμός του εκπαιδευτικού συστήματος θεωρήθηκε αναγκαίος και το πρώτο βήμα έγινε με τη μετάφραση του Ευαγγελίου στη δημοτική γλώσσα.
Η απόπειρα μετάφρασης του Ευαγγελίου από τη Βασίλισσα Όλγα ξεκινά το 1898, όταν η ίδια ανέθεσε στη γραμματέα της, Ιουλία Σωμάκη, τη μετάφραση του Ευαγγελίου σε «γλώσσα που να διαβάζεται από το λαό».
Η Βασίλισσα Όλγα, σύμφωνα με ιστορικούς, απέκτησε την ιδέα μετά από μια επίσκεψη στα νοσοκομεία κατά τη διάρκεια του πολέμου. Εκεί, διαπίστωσε ότι η τότε εγκεκριμένη μετάφραση των «Εβδομήκοντα» ήταν δυσνόητη για τους περισσότερους ασθενείς και τραυματίες.
Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Προκόπιος Β’, πρώην ιερέας των ανακτόρων και έμπιστος του παλατιού, εξέτασε τη μετάφραση και τη θεώρησε ικανοποιητική, δίνοντας την άδεια στη Βασίλισσα να την δημοσιεύσει.
Ενθαρρυμένη από την υποστήριξη του Προκοπίου, η Βασίλισσα πίεσε το Υπουργείο Παιδείας να εκδώσει εγκύκλιο, ώστε να προωθήσει τη διάδοση της μετάφρασης. Ο Υπουργός Παιδείας, Αντώνης Μομφεράτος, ζήτησε την έγκριση της Ιεράς Συνόδου, της οποίας πρόεδρος ήταν ο Προκόπιος.
Ωστόσο, η Ιερά Σύνοδος, αφού εξέτασε το θέμα, αρνήθηκε την έγκριση, όπως και ο Αρχιεπίσκοπος, ο οποίος συμφώνησε με την απόφαση.
Παρά τις αντιδράσεις, η Βασίλισσα Όλγα επέμεινε και το έργο κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 1901 σε χίλια αντίτυπα, με την ένδειξη: «κείμενον και μετάφρασις του ιερού Ευαγγελίου προς αποκλειστικήν οικογενειακήν του Ελληνικού λαού χρήσιν, μερίμνη της Αυτού Μεγαλειότητας της βασιλίσσης των Ελλήνων Όλγας». Παρά τη μικρή έκδοση, η δημοσίευση προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στον Τύπο και στους εκκλησιαστικούς κύκλους, ειδικά στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το έργο του Αλέξανδρου Πάλλη και η δημοσίευσή του στην εφημερίδα «Ακρόπολις»
Την ίδια περίοδο, ο λογοτέχνης και δημοτικιστής Αλέξανδρος Πάλλης, ένας λονδρέζος βαμβακέμπορος, μετάφρασε το Ευαγγέλιο στην καθομιλουμένη και το δημοσίευσε σε περιορισμένο αριθμό αντίτυπων το 1901, με έξοδα της Βασίλισσας Όλγας.
Η μετάφραση αυτή, ωστόσο, απαγορεύτηκε από την Εκκλησία, η οποία είχε ήδη από τον 18ο αιώνα απαγορεύσει τη μετάφραση της Αγίας Γραφής στην καθομιλουμένη, θεωρώντας την αιρετική.
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1901, η εφημερίδα «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη, γνωστή για τις προοδευτικές της απόψεις, άρχισε να δημοσιεύει τη μετάφραση του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου από τον Πάλλη, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις από τους φοιτητές της Θεολογικής Σχολής και άλλους ακαδημαϊκούς κύκλους.
Το 1901, η αντίδραση των φοιτητών και των εκκλησιαστικών παραγόντων οδήγησε σε δυναμικές διαδηλώσεις και συγκρούσεις στους δρόμους της Αθήνας. Οι φοιτητές καταδίκαζαν τη μετάφραση ως «γελοιοποίηση» και την έβλεπαν ως απειλή για την εθνική και θρησκευτική ενότητα.
Το ζήτημα αυτό αναδείχθηκε σε πολιτικό και κοινωνικό μέγεθος, με έντονες αντιπαραθέσεις, δημοσιεύματα στον Τύπο και σύγκρουση στους δρόμους, καταλήγοντας στην παραίτηση της κυβέρνησης Θεοτόκη και την πολιτική κρίση που ακολούθησε.



