Η Μάχη στα Πλατανούδια Τερπνής, 20 Φεβρουαρίου 1913
Στις αρχές Φεβρουαρίου 1913, οι μέχρι τότε σύμμαχοι των Ελλήνων, οι Βούλγαροι, θέλοντας να φτάσουν στη Θεσσαλονίκη, εισέβαλαν από τις γέφυρες του Στρυμόνα στο Στρυμονικό και στην Κουμαριά. Εκεί έσφαξαν τις ελληνικές φρουρές των γεφυρών, που αποτελούνταν από πέντε άνδρες η καθεμία, καθώς και μια άλλη φρουρά δέκα ανδρών στο Δημητρίτσι. Επιπλέον, στρατοπέδευσαν στο Ξυλότρο (Άγια Παρασκευή) και προέβησαν σε σφαγές αμάχων, κυρίως στο Δημητρίτσι.
Οι βουλγαρικές δυνάμεις αποτελούνταν από 15 λόχους – ένα σύνταγμα πεζικού (13 λόχοι), μία πυροβολαρχία και μία ίλη ιππικού – συνολικά 2.000 άνδρες. Επιπλέον, στη Νιγρίτα υπήρχε μία διλοχία πεζικού, 260 ανδρών, υπό τη διοίκηση του ταγματάρχη Χριστώφ, η οποία είχε φτάσει εκεί λίγο καιρό πριν, με το πρόσχημα της «ξεκούρασης» και του «ανεφοδιασμού σε τρόφιμα». Ένας Δημητριτσινός που κατάφερε να διαφύγει από τους Βουλγάρους έσπευσε με άλογο και βρήκε τον καπετάν Γιαγκλή στα υψώματα πάνω από τη Νιγρίτα, προκειμένου να τον ειδοποιήσει.
Ο Γιαγκλής ενημέρωσε τον λοχαγό Π. Γαργαλίδη, διοικητή της ελληνικής διλοχίας πεζικού που φρουρούσε τη Νιγρίτα. Ο Γαργαλίδης, με τη σειρά του, έστειλε έναν λόχο με 130 οπλίτες και έξι αξιωματικούς στην Τερπνή (Τσιαρπίστα) για να αντιμετωπίσουν τους Βουλγάρους εισβολείς. Διοικητής του λόχου ήταν ο υπολοχαγός Σταυριανόπουλος, ενώ οι κάτοικοι της Τερπνής, άντρες και γυναίκες, βοήθησαν ενεργά.
Η Τερπνή τότε είχε 1.000 κατοίκους, 600 Έλληνες και 400 Τούρκους. Οι Τούρκοι παρέμειναν ουδέτεροι, ενώ από τους 600 Έλληνες, οι μάχιμοι άντρες ηλικίας 18-60 ετών ήταν το πολύ 200. Οι περισσότεροι ήταν άπειροι, αφού μόλις τέσσερις μήνες πριν είχαν απελευθερωθεί από τους Τούρκους, δεν είχαν στρατιωτική εκπαίδευση ούτε οπλισμό. Παρ’ όλα αυτά, βοηθούσαν τον λόχο, προφανώς αφού πρώτα είχαν λάβει κάποια βασική εκπαίδευση στη χρήση των όπλων. Λειτουργούσαν ως εναλλακτικοί μαχητές – βαρδιάνοι, διότι στη μάχη που κράτησε πέντε ημέρες, οι τακτικοί στρατιώτες έπρεπε να φάνε, να ξεκουραστούν και να κοιμηθούν.
Ο χειμώνας ήταν βαρύς, έπεφτε χιονόνερο και οι συνθήκες ήταν δύσκολες. Πολλές γυναίκες από την Τερπνή βοήθησαν στον ανεφοδιασμό των μαχητών με νερό, φαγητό, στεγνά ρούχα και πυρομαχικά, ενώ συνέβαλαν και στη μεταφορά και περίθαλψη των τραυματιών.
Πολλά γυναικόπαιδα κρύφτηκαν στο μικρό φαράγγι που υπήρχε τότε πίσω από την εκκλησία.
Ο Σταυριανόπουλος έστησε το διοικητήριό του στα Πλατανούδια και παρέταξε τον μισό λόχο του (τον 13ο Λόχο του 21ου Συντάγματος Πεζικού) στα αριστερά και νότια των Πλατανούδων, κατά μήκος του ποταμού, μέχρι τον δρόμο προς τη Νικόκλεια, απέναντι από την Κηφισιά. Τη διοίκηση είχαν τρεις υπολοχαγοί: ο Κορδογιάννης ως επικεφαλής, ο Γαρδίκας και ο Βασιλόπουλος. Τον υπόλοιπο λόχο τον παρέταξε στα δεξιά και βόρεια των Πλατανούδων, πέρα από το Πηγάδι του Δρούγγου, προς τον κάμπο, απέναντι από το Καμπέρ Δέντρο και το Γερακάρη. Αυτή την ομάδα διοικούσαν ο ίδιος, ο υπολοχαγός Γαλανόπουλος και ο ανθυπολοχαγός Παπακώστας.
Οι άντρες του ήταν καλά καλυμμένοι σε ορύγματα και πίσω από δέντρα, σε αραιούς σχηματισμούς, ανά δύο. Οι Βούλγαροι είχαν παραταχθεί στην κορυφογραμμή των αμμόλοφων, με το διοικητήριό τους στη Γκορνιτσιά. Η μισή δύναμή τους είχε στρατοπεδεύσει προς τα Νικοκλειανά αμπέλια και η άλλη μισή προς το Γερακάρη. Τα κανόνια τους ήταν στημένα και καλά καλυμμένα πίσω από συστάδες συκιών, δεξιά και αριστερά του δρόμου και της Γκορνιτσιάς, ενώ το ιππικό τους επιχειρούσε από το Γερακάρη μέχρι το Καμπέρ Δέντρο, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το εργοστάσιο του Αναστασιάδη.
Ο ποταμός, που τότε δεν είχε γέφυρα, λόγω της εποχής θα είχε αρκετό νερό, αποτελώντας σημαντικό φυσικό εμπόδιο για τους Βούλγαρους.
Την παραμονή της μάχης, οι Βούλγαροι έστειλαν αγγελιοφόρο από το Ξυλότρο στη Νιγρίτα, μεταφέροντας γραπτές διαταγές προς τη διλοχία τους για τη σφαγή του ελληνικού πληθυσμού της Νιγρίτας και της Τερπνής, καθώς και για μια συντονισμένη επίθεση κατά των Ελλήνων στρατιωτών από μπροστά και από πίσω. Οι Έλληνες, όμως, συνέλαβαν τον αγγελιοφόρο κατά την επιστροφή του και έμαθαν το βουλγαρικό σχέδιο.
Οι Γαργαλίδης και Γιαγκλής αιφνιδίασαν, αφόπλισαν και συνέλαβαν τους Βούλγαρους στη Νιγρίτα. Οι Βούλγαροι της Γκορνιτσιάς, όταν κατάλαβαν ότι ο αγγελιοφόρος τους δεν επέστρεφε, αποφάσισαν να επιτεθούν χωρίς να περιμένουν απάντηση από τους δικούς τους στη Νιγρίτα. Η επίθεσή τους ξεκίνησε στις 2 το μεσημέρι της 20ής Φεβρουαρίου 1913.
Πρώτα έβαλαν τα πυροβόλα τους. Οι οβίδες έπεφταν στα Πλατανούδια για να ανοίξουν δίοδο στο πεζικό τους, αλλά και μέσα στο χωριό για να προκαλέσουν πανικό. Η πρώτη οβίδα χτύπησε την εκκλησία, άλλες έπεσαν στο κέντρο του χωριού, στα σπίτια των Νούληδων, στου Παπά τ’ Αλώνια και σε άλλα σημεία.
Κατά τις αλλεπάλληλες επιθέσεις του πεζικού τους, οι Βούλγαροι έφτασαν μέχρι 200 μέτρα από τις ελληνικές θέσεις, δηλαδή ως τον ποταμό και τα κοντινά αμπέλια. Το ιππικό τους πραγματοποίησε πολλές αλλά άκαρπες επιθέσεις. Παρά τις προσπάθειές τους, ύστερα από πέντε μέρες μάχης δεν κατάφεραν τίποτα. Αποκρούστηκαν συνεχώς, ηττήθηκαν, άφησαν πίσω τους πολλούς νεκρούς – περίπου 500, δηλαδή το ένα τέταρτο της δύναμής τους – και στο τέλος τράπηκαν σε φυγή.
Κατά την αποχώρησή τους, πήραν μαζί τους ως αιχμαλώτους τον παπά του Ξυλότρου και δέκα Δημητριτσινούς, πιθανότατα ως ομήρους, για να διασφαλίσουν την οπισθοχώρησή τους. Όταν πέρασαν τον Στρυμόνα, έσφαξαν τους δέκα Δημητριτσινούς, ενώ ο παπάς κατάφερε να διαφύγει και να επιστρέψει στο σπίτι του σώος.







