Ο Όσιος Καλλίνικος της Τσέρνικα υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες πνευματικές μορφές του 19ου αιώνα μ.Χ.
Γεννήθηκε στο Βουκουρέστι, στις 7 Οκτωβρίου του 1787 μ.Χ., από γονείς ευσεβείς και φιλόθεους, τον Αντώνιο και την Φλοάερα, και το κατά κόσμον όνομά του ήταν Κωνσταντίνος. Η μητέρα του σε μεγάλη ηλικία έγινε μοναχή και έλαβε το όνομα Φιλοθέη. Ο πόθος του για τον Θεό και η δίψα του για προσευχή οδηγούσαν τα βήματά του στη μονή της Τσέρνικα, ενώ ήταν ακόμη μαθητής στο Βουκουρέστι. Τον Μάρτιο του έτους 1807 μ.Χ. αποφάσισε να εγκαταλείψει οριστικά τον κόσμο και να μονάσει. Στις 12 Νοεμβρίου του 1808 μ.Χ. εκάρη μοναχός και έλαβε το όνομα Καλλίνικος. Τον επόμενο μήνα, ο Βούλγαρος Επίσκοπος της Βράτα, που κατέφυγε στο Βουκουρέστι λόγω των Τούρκων, τον χειροτόνησε διάκονο στο ναό του Αγίου Νικολάου της Τσέρνικα.
Υπό την καθοδήγηση του πνευματικού του πατρός, ο νεαρός μοναχός άρχισε τους μεγάλους πνευματικούς αγώνες, την άσκηση, την αδιάλειπτη προσευχή, τη νηστεία, την εργασία και την μελέτη της Αγίας Γραφής και των Αγίων Πατέρων.
Το έτος 1812 μ.Χ. απεστάλη μαζί με τον πνευματικό του στη μονή του Νεάμτς, προκειμένου να ζητήσει βοήθεια για την επιδιόρθωση του ναού του Αγίου Νικολάου της Τσέρνικα, ο οποίος είχε καταστραφεί από σεισμό. Με αυτή την ευκαιρία επισκέφθηκε και τα άλλα μοναστήρια της Μολδαβίας.
Το έτος 1813 μ.Χ. χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στο ναό Μπάτιστε από τον Επίσκοπο Διονύσιο Λούπου, τον μελλοντικό Μητροπολίτη της χώρας και το έτος 1815 μ.Χ. διορίσθηκε οικονόμος της μονής. Το 1817 μ.Χ. αναχώρησε για το Άγιον Όρος με σκοπό να διδαχθεί την μοναχική ζωή των Αθωνιτών Πατέρων και να ωφεληθεί πνευματικά από την πνευματική τους εμπειρία και άσκηση.
Μετά την κοίμηση του ηγουμένου της μονής, Δωροθέου, στις 14 Δεκεμβρίου 1818 μ.Χ., η μοναστική κοινότητα της Τσέρνικα εξέλεξε ηγούμενο τον Ιερομόναχο Καλλίνικο, χάρη στην ξεχωριστή ασκητική βιοτή του, την αγάπη και την αφοσίωσή του στο μοναχισμό. Ύστερα από δύο χρόνια έλαβε και το οφφίκιο του αρχιμανδρίτου.
Τα τριάντα δύο χρόνια της ηγουμενίας του αποτέλεσαν περίοδο πνευματικής ακμής για τη μονή. Κατασκευάσθηκαν προσκυνητάρια, κελλιά και εργαστήρια για τα εργόχειρα των μοναχών. Όσοι γνώριζαν γράμματα ασχολούνταν με την αντιγραφή πολύτιμων χειρογράφων και έργων Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων. Ο αριθμός των μοναχών αυξανόταν σημαντικά. Το 1838 μ.Χ. εγκαταβιούσαν στη μονή τριακόσιοι μοναχοί, ενώ το 1850 μ.Χ. ήσαν τριακόσιοι πενήντα.
Ο ηγούμενος Καλλίνικος διακρίθηκε κυρίως για την ελεημοσύνη και την αγάπη του προς τους φτωχούς και τους πάσχοντες, καθώς και προς τοςυ πρόσφυγες που έβρισκαν στο μοναστήρι καταφύγιο και τροφή. Επίσης ίδρυσε ένα σχολείο για τα παιδιά της περιοχής και ανέλαβε την κατασκευή και ανακαίνιση πολλών ναών και προσκυνηταρίων. Ο Άγιος Καλλίνικος ήταν τόσο ελεήμων που, όταν δεν είχε τίποτα να προσφέρει, έδινε τα δικά του ενδύματα και κλαίγοντας ικέτευε τους συνεργάτες του να μαζέψουν χρήματα, για να έχει να τα μοιράζει στους φτωχούς και στους πάσχοντες.
Το έτος 1850 μ.Χ., ύστερα από σαράντα τρία χρόνια στο μοναστήρι, ο ηγούμενος Καλλίνικος κλήθηκε να αποδεχθεί το αρχιερατικό αξίωμα. Αφού προηγουμένως είχε αρνηθεί, τελικά υπέκυψε στις παρακλήσεις του βοεβόδα Μπάρμπου Στίρμπεϊ, και στις 15 Σεπτεμβρίου του 1850 μ.Χ. εξελέγη Επίσκοπος της πόλεως Ρίμνικ - Βίλτσεα. Η χειροτονία του σε Επίσκοπο έγινε στις 26 Οκτωβρίου του 1850 μ.Χ. στο μητροπολιτικό ναό του Βουκουρεστίου. Επειδή η επισκοπική έδρα του Ρίμνικ είχε καταστραφεί από πυρκαγιά, η ενθρόνιση έγινε στις 26 Νοεμβρίου στην Κραϊόβα.
Σε αυτή την επισκοπή η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη. Για δέκα χρόνια η Μητρόπολη διευθυνόταν από τοποτηρητές, η έδρα και ο καθεδρικός ναός είχαν καταστραφεί, οι ιερείς ήσαν ελάχιστοι και αμόρφωτοι, ενώ το εκκλησιαστικό σχολείο είχε κλείσει λόγω της επαναστάσεως το 1848 μ.Χ.
Ο νέος Επίσκοπος αφοσιώθηκε αμέσως με αυταπάρνηση και δύναμη στην αποστολή του. Χειροτόνησε καλούς και ευλαβείς κληρικούς, το 1851 μ.Χ. επανίδρυσε το εκκλησιαστικό σχολείο της Κραϊόβα και το 1854 μ.Χ. το μετέφερε στο Ρίμνικ, ενώ παράλληλα ίδρυσε σχολές για την κατάρτιση ιεροψαλτών.
Το έτος 1854 μ.Χ., αφού η έδρα της επισκοπής μεταφέρθηκε στο Ρίμνικ, ξεκίνησε την ανοικοδόμηση ενός νέου ναού. Μεταξύ των ετών 1859 - 1864 μ.Χ. έκτισε με δικές του δαπάνες ένα νέο ναό στη σκήτη Φρασινέι, όπου εισήγαγε τους κανόνες της μοναχικής πολιτείας του Αγίου Όρους.
Φιλότεχνος και φιλομαθής ο Άγιος ίδρυσε, το 1860 μ.Χ., τυπογραφείο, στο οποίο εκδίδονταν εκκλησιαστικά και διδακτικά βιβλία και το οποίο παρεχώρησε στην πόλη Ρίμνικ με τον όρο το ήμισυ των εισοδημάτων να διατίθεται για την συντήρηση των σχολείων και των φτωχών μαθητών καθώς και της σκήτης Φρασινέι.
Ο Επίσκοπος Καλλίνικος υπήρξε και γνήσιος πατριώτης. Ως Επίσκοπος έλαβε μέρος στις διεργασίες της Δημόσιας Συνελεύσεως της χώρας και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ένωση της Μολδαβίας και της Τσόρα Ρομανεάσκα. Την άνοιξη του έτους 1857 μ.Χ. απέστειλε εγκύκλιο προς όλους τους ηγουμένους και ιερείς, διά της οποίας ζητούσε να τελεσθούν σε όλους τους ναούς, Ακολουθίες και προσευχές για την ένωση του Ρουμανικού λαού.
Ο Άγιος Θεός τον ευλόγησε και με το χάρισμα της θαυματουργίας. Πολλοί ασθενείς, που επικαλούνταν τις προσευχές του Αγίου, θεραπεύονταν.
Σε μεγάλη ηλικία και ενώ ήταν ασθενής, ο Όσιος αποσύρθηκε στη μονή της Τσέρνικα, τον Μάιο του 1867 μ.Χ., αναθέτοντας την προσωρινή διοίκηση της Επισκοπής στον αρχιμανδρίτη Γρηγόριο. Η τότε κυβέρνηση, ως έκφραση εκτιμήσεως και σεβασμού προς το πρόσωπο του Αγίου, αρνήθηκε την αποχώρησή του από τον επισκοπικό θρόνο. Έτσι ο Άγιος παρέμεινε μέχρι τέλους της ζωής του, πατέρας και πνευματικός οδηγός του ποιμνίου του.
Ο Όσιος Καλλίνικος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1868 μ.Χ. και ενταφιάσθηκε στο ναό του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, τον οποίο ο ίδιος ο Όσιος είχε χτίσει.
Βιογραφία
Ο Άγιος Καλλίνικος γεννήθηκε στο Βουκουρέστι στις 7 Οκτωβρίου 1787, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Βησσαρίωνα. Οι γονείς του, Αντώνιος και Φλώρα (ή Φλοάρια) Αντονέσκου, ήταν έντιμοι και ευσεβείς άνθρωποι. Στο Άγιο Βάπτισμα έλαβε το όνομα Κωνσταντίνος.
Η μητέρα του τον πήγαινε στην εκκλησία και του δίδαξε να προσεύχεται, καλλιεργώντας μέσα του βαθιά αγάπη για την Υπεραγία Θεοτόκο. Όταν μεγάλωσε, στάλθηκε στο σχολείο στο Βουκουρέστι, όπου, εκτός από τα συνήθη μαθήματα, έμαθε και ελληνικά.
Όταν τελείωσε το μεγάλωμα των παιδιών της, η Φλώρα έγινε μοναχή στη μονή Πασαρέα, παίρνοντας το όνομα Φιλοθέη. Ο πρωτότοκος γιος της έγινε ιερέας και αργότερα μοναχός με το όνομα Ακάκιος. Ο νεότερος, Κωνσταντίνος, επηρεασμένος από το παράδειγμά τους, επιθύμησε κι εκείνος τη μοναχική ζωή.
Στις γιορτές, ο Κωνσταντίνος συνήθιζε να επισκέπτεται τη μονή της Τσερνίκα, της οποίας ηγούμενος ήταν τότε ο ευσεβής Γεώργιος, μαθητής του Αγίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι. Η μονή ακολουθούσε τον Κανονισμό του Αγίου Παϊσίου.
Το 1807, σε ηλικία 20 ετών, ο Κωνσταντίνος εγκατέλειψε το σπίτι του και εισήλθε στη μονή. Ανατέθηκε στη φροντίδα του πατέρα Ποιμένα, δεινού ξυλογλύπτη και πνευματικού πατέρα. Σε σύντομο χρόνο, εντυπωσίασε τους μοναχούς με την υπακοή, την προσευχή, τη νηστεία και την αγάπη του. Με την κουρά του έλαβε το μοναχικό όνομα Καλλίνικος. Ξεχώρισε για την προσευχή, την ταπείνωση και την πνευματική του ισορροπία.
Ο πατέρας Ποιμήν αποφάσισε να μην περιμένει τη συμπλήρωση της τριετίας δοκιμασίας. Στις 9 Νοεμβρίου 1808, με ευλογία του ηγουμένου Τιμόθεου, ο Κωνσταντίνος εκάρη μοναχός. Επέτρεπε στον εαυτό του μόνο τρεις ώρες ύπνου την ημέρα. Λόγω του αυστηρού τρόπου ζωής του, χειροτονήθηκε διάκονος στις 3 Δεκεμβρίου 1808.
Το 1813, εν μέσω επιδημίας χολέρας που έπληξε τη μονή, ο Καλλίνικος χειροτονήθηκε ιερέας (4 Φεβρουαρίου 1813) και, παρότι μόλις 26 ετών, έγινε σεβαστός και αγαπητός από τους μοναχούς, που τον ζήτησαν ως πνευματικό. Στις 20 Σεπτεμβρίου 1815, ο μητροπολίτης Νεκτάριος τον κατέστησε πνευματικό της μονής.
Η φήμη του ως πνευματικός έφτασε πέρα από τα όρια της μονής· ακόμα και ο Μητροπολίτης εξομολογούνταν σε αυτόν. Ο ηγούμενος Τιμόθεος τον διόρισε επίσης εκκλησιάρχη. Όταν ο Τιμόθεος εκοιμήθη στις 3 Μαρτίου 1816, ηγούμενος ορίστηκε ο πατέρας Δωρόθεος, αλλά τα βάρη του μοναστηριού έπεσαν στον ώμο του Καλλινίκου.
Το 1817, ο γέροντας Δωρόθεος, νιώθοντας τον θάνατό του κοντά, έστειλε τον Καλλίνικο με τον μοναχό Διονύσιο στο Άγιον Όρος να φέρουν πίσω τον πατέρα Ποιμένα. Οι δυο τους επισκέφθηκαν μονές, έμαθαν και μετέφεραν εμπειρίες. Επέστρεψαν το 1818, αλλά ο Δωρόθεος εκοιμήθη στις 13 Δεκεμβρίου. Την επόμενη μέρα, οι μοναχοί εξέλεξαν ηγούμενο τον Καλλίνικο.
Σε ηλικία 30 ετών, είχε ήδη 11 χρόνια μοναχικής ζωής. Μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια, ολοκλήρωσε την αγιογράφηση και την εξωτερική διακόσμηση της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου. Ο μητροπολίτης Διονύσιος Λούπου τον προήγαγε σε αρχιμανδρίτη.
Ο άγιος ήταν υπομονετικός και ευγενικός, αλλά αυστηρός όταν χρειαζόταν. Δεν ανεχόταν τη συκοφαντία, την οποία θεωρούσε «θάνατο της ψυχής». Ήταν ένας ηγούμενος που πίστευε πως πρέπει να είναι «η καρδιά όλων των καρδιών».
Όπως οι Άγιοι Αντώνιος ο Μέγας, Παχώμιος και Μακάριος, ο Καλλίνικος είχε την ευθύνη πολλών μοναστηριών: Πασαρέα, Τιγκανεστί, Καλνταρουσάνι, καθώς και των Σκητών Αγίου Ιωάννη της Τίγια, Ποϊάνα Μάρουλουι, Ρατεστί και Τσιορογκίρλα. Υπαγόταν επίσης σε αυτόν και η διοίκηση ενοριών στο Κάμπινα, Γκενοάια και Τοχάνι Μπουζαουλούι.
Το 1821, ξέσπασε η επανάσταση του Τούντορ Βλαντιμιρέσκου. Οι Τούρκοι εισέβαλαν και πολλοί κάτοικοι του Βουκουρεστίου κατέφυγαν στη μονή Τσερνίκα. Ο Καλλίνικος τους φιλοξένησε με αγάπη. Όταν οι Τούρκοι πολιορκούσαν τη μονή, εκείνος προσευχήθηκε όλη τη νύχτα και έστειλε αγγελιαφόρο στον πασά για να εξηγήσει ότι φιλοξενούσε μόνο αμάχους. Ο πασάς πείστηκε και έστειλε φρουρά για προστασία.
Όταν τελείωσε το φαγητό, ο Καλλίνικος προσευχήθηκε μπροστά σε εικόνα της Παναγίας και του Αγίου Νικολάου. Αμέσως, πέντε κάρα γεμάτα ψωμί έφτασαν στη μονή. Σε άλλη περίπτωση, ένας πασάς απήγαγε μία μοναχή από την Πασαρέα. Ο Καλλίνικος μετακίνησε τις υπόλοιπες στη Σναγκόβ και διαμαρτυρήθηκε στις αρχές. Ο πασάς απείλησε να καταστρέψει τη μονή, αλλά μια σφαίρα, που προοριζόταν για τον ίδιο, σταμάτησε στο πουγκί με τα χρυσάφι που φορούσε. Από ευγνωμοσύνη, έστειλε τα χρυσά στον Καλλίνικο, με την επιθυμία να χτιστεί πηγάδι. Ο άγιος απάντησε: «Αν λέτε αλήθεια, φτιάξτε το μόνοι σας», κι έτσι οι Τούρκοι το κατασκεύασαν· υπάρχει μέχρι σήμερα με το όνομα «Πηγάδι του Τούρκου».
Άλλη φορά, όταν τελείωσε το αλεύρι, προσευχήθηκε και εμφανίστηκε κάρο με αλεύρι που έστειλε ανώνυμος ευεργέτης. Ο Καλλίνικος τέλεσε ευχαριστήρια ακολουθία και ευλόγησε το αλεύρι.
Ο Άγιος Καλλίνικος έκτισε επίσης μια εκκλησία στο Μπουέστι, κοντά στον ποταμό Μπαραγκάν, και έχτισε πέτρινες κατοικίες στο χωριό για τους επιστάτες. Επίσης, κατασκεύασε στάβλους για τα ζώα της Μονής Τσερνίκα. Πολλοί άνθρωποι εκπλήχθηκαν όταν άρχισε να καλλιεργεί τη γη και να φυτεύει ιτιές στη μέση του χωραφιού.
Πολλές φορές, όταν κυβερνήτης ήταν ο Αλέξανδρος Γκίκας, ο Άγιος Καλλίνικος προτάθηκε για τη θέση του Μητροπολίτη, αλλά πάντα αρνούνταν. Δεν ήθελε να φύγει από τη μονή στην οποία είχε εργαστεί για τόσα χρόνια.
Κάποια στιγμή, κάποιος στη μονή τον δηλητηρίασε. Οι αδελφοί της μονής λυπήθηκαν πολύ για την κακή αυτή πράξη. Επειδή βρισκόταν κοντά στο θάνατο, συμβούλεψε τους μοναχούς να εκλέξουν κάποιον για να τον αντικαταστήσει ως Ηγούμενο. Εκλέχθηκε ο πιο ευλαβής Βενιαμίν Κατούλος.
Μια νύχτα, καθώς ο Άγιος Καλλίνικος βρισκόταν στο κρεβάτι περιμένοντας τον θάνατο, παρακάλεσε: «Κύριε Θεέ μου, δεν το περίμενα. Δεν θέλω να πεθάνω από δηλητήριο». Τη στιγμή εκείνη φάνηκε να ακούει μια φωνή να του λέει: «Δεν θα πεθάνεις από δηλητήριο. Σήκω και γίνε καλά, διότι σύντομα θα γίνεις Επίσκοπος Ραμνίκου Βάλτσεα. Εκεί θα καθοδηγήσεις την Εκκλησία σε σωστή πορεία, γιατί μερικοί την έχουν παρασύρει από τον σωστό δρόμο».
Αμέσως, αισθάνθηκε τελείως καλά. Σηκώθηκε και πήγε στην εκκλησία, όπου οι μοναχοί ψάλλανε την υπηρεσία της μεσονυχτίου. Εκπλάγηκαν όταν τον είδαν πλήρως υγιή και όρθιο στη συνηθισμένη θέση του. Πήγαν στο κελί του μετά την υπηρεσία και τον ρώτησαν πώς έγινε καλά τόσο ξαφνικά. Εκείνος τους εξήγησε ό,τι του είχε πει η φωνή. Όλοι τους χάρηκαν και έδωσαν δόξα στον Θεό.
Ο διορισμένος κυβερνήτης της Ρουμανίας, Μπάρμπου Δημήτριος Στήρμπεϊ, είχε μόλις επιστρέψει από την Υψηλή Πύλη (την επίσημη ονομασία για την πύλη που οδηγούσε σε ένα συγκρότημα κτιρίων στην Κωνσταντινούπολη που φιλοξενούσαν κυβερνητικά γραφεία). Ήταν έξυπνος άνθρωπος και καλός ηγέτης. Έτσι αποφάσισε να βάλει σε τάξη τις υποθέσεις της Εκκλησίας, εκλέγοντας επισκόπους για τις κενές θέσεις.
Ο Άγιος Καλλίνικος εκλέχθηκε Επίσκοπος Ραμνίκου Βάλτσεα (μια πόλη που βρίσκεται βόρεια και δυτικά του Βουκουρεστίου) στις 14 Σεπτεμβρίου 1850, και αποδέχθηκε τη θέση με μεγάλη απροθυμία. Την αποδέχθηκε μόνο επειδή δεν ήθελε να στεναχωρήσει τον κυβερνήτη. Δεδομένου ότι έπρεπε να εγκαταλείψει τη μονή του για να αναλάβει τα καθήκοντα του επισκόπου, οι μοναχοί εκλέξανε τον Αρχιμανδρίτη Νίκανδρο για να τον αντικαταστήσει.
Οι μοναχοί αγαπούσαν τον Πνευματικό Πατέρα τους, που τους καθοδήγησε στον δρόμο της σωτηρίας τόσο με τα λόγια του όσο και με το παράδειγμα του. Όταν έφυγε από την Τσερνίκα, χτύπησε η μεγάλη καμπάνα για να συγκεντρωθούν όλοι στην εκκλησία για να αποχαιρετίσουν τον Άγιο. Υπήρχαν περίπου 350 μοναχοί στη μονή εκείνη την εποχή, και ακόμη και οι άρρωστοι σηκώθηκαν από τα κρεβάτια τους για να λάβουν την ευλογία του για τελευταία φορά.
Ο Άγιος Καλλίνικος μπήκε στην εκκλησία και διάβασε την Προσευχή Συγχωρήσεως, ζητώντας τους να τηρούν τους κανόνες της Εκκλησίας και της μονής. Όταν ολοκληρώθηκε η λειτουργία, όλοι βγήκαν έξω και περπάτησαν προς το αναμενόμενο άμαξα, με τον ήχο των καμπανών της μονής. Πολλοί έκλαιγαν, και ακόμη και οι σκληρότερες καρδιές μαλάκωσαν. Ο Άγιος Καλλίνικος πήρε μαζί του μερικούς μοναχούς για να βοηθήσουν στις Θεία Λειτουργίες της επισκοπής. Με αυτόν τον τρόπο, ο Άγιος αποχώρησε από την μονή Τσερνίκα όπου είχε ζήσει για σχεδόν 43 χρόνια, υπηρετώντας ως Ηγούμενος για 32 από αυτά τα χρόνια. Καθώς τον μετέφερε η άμαξα, ο Άγιος κοίταξε από το παράθυρο τις θόλους των δύο εκκλησιών της μονής. Θυμόμενος τη ζωή του σε αυτόν τον τόπο, τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.
Η Ραμνίκου Βάλτσεα, η έδρα της επισκοπής, βρισκόταν στην Κραϊόβα, την πρωτεύουσα της επαρχίας της Ολτένιας. Κατά τη διάρκεια του μεγάλου ταξιδιού, ο Άγιος έκανε στάσεις σε αρκετές πόλεις και χωριά, όπου τον καλωσόρισαν με το παραδοσιακό ψωμί και αλάτι. Στην Κραϊόβα, οι καμπάνες των εκκλησιών ήχησαν και πολλοί άνθρωποι τραγούδησαν τραγούδια γραμμένα προς τιμήν του. Τόσοι πολλοί άνθρωποι ήρθαν να τον δουν που η εκκλησία του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Δημητρίου δεν μπορούσε να τους χωρέσει όλους. Προσευχήθηκαν για την υγεία του νέου επισκόπου και οι επίσημοι εκπρόσωποι του κλήρου και των κοσμικών ηγετών της πόλης τον συνεχάρησαν και του ευχήθηκαν επιτυχία στο έργο του.