Άγιος Δημήτριος ο Πελοποννήσιος, 14 Απριλίου

Ο Άγιος καταγόταν από την κωμόπολη Λιγούδιτσα της Αρκαδίας. Όταν ήταν ακόμα παιδί, έμεινε ορφανός μαζί με τον αδελφό του, και ο πατέρας τους, Ηλίας, παντρεύτηκε δεύτερη γυναίκα. Η μητριά τους τούς φερόταν άσχημα, και έτσι, μόλις μεγάλωσαν λίγο, έφυγαν από το σπίτι. Ο μεγαλύτερος αδελφός πήγε στην Τριπολιτσά και εργάστηκε ως υπηρέτης σε τούρκικο σπίτι, ενώ ο μικρότερος, ο Δημήτριος, συνδέθηκε με κάποιους μαστόρους, που τον πήγαν από τόπο σε τόπο για να χτίζουν.

Κάποια στιγμή βρέθηκαν στην Τρίπολη, και εκεί ο Δημήτριος συνδέθηκε με ένα τουρκόπουλο. Μια μέρα, λόγω μιας διαφωνίας για χρήματα, εγκατέλειψε τους μαστόρους και πήγε να δουλέψει ως υπηρέτης σε τούρκικο σπίτι. Σταδιακά όμως, οι παιδικές φιλίες τον επηρέασαν και τον έπεισαν να απαρνηθεί τον λαό του και να ασπαστεί το Ισλάμ. Όταν το έμαθε ο μεγαλύτερος αδελφός του, πήγε να τον συναντήσει και προσπάθησε να τον πείσει για το μεγάλο κακό που είχε κάνει, καθώς και ο ίδιος είχε αλλαξοπιστήσει.

Μόλις το έμαθε ο πατέρας τους, πήγε στην Τρίπολη να τους βρει. Τι απέγινε ο μεγαλύτερος αδελφός, δεν γνωρίζουμε. Ο Δημήτριος, μόλις έμαθε πως ερχόταν ο πατέρας του, δεν τόλμησε να εμφανιστεί μπροστά του, είτε από ντροπή είτε από φόβο. Έτσι ο πατέρας έφυγε χωρίς να δει τον γιο του. Όμως η παρουσία του άφησε σημάδι. Ο Δημήτριος άρχισε να σκέφτεται πόσο στενοχώρησε τον πατέρα του και πόσο μεγάλο κακό έκανε, ώστε εκείνος να ταξιδέψει από την πατρίδα του για να τον δει. Άρχισε να μετανοεί, να κατηγορεί τον εαυτό του, και μέσα του γεννήθηκε η επιθυμία της επιστροφής στον Χριστό.

Με την πρώτη ευκαιρία, έφυγε από το σπίτι του Τούρκου με σκοπό να επιστρέψει στην πατρίδα του. Δεν ήξερε όμως το δρόμο και κατόρθωσε να φτάσει στη Στεμνίτσα. Εκεί τον φιλοξένησε μια χριστιανή, η οποία του είπε ότι είχε πάρει λάθος δρόμο και έπρεπε να επιστρέψει και να φύγει με οδηγό. Επέστρεψε και περίμενε ευκαιρία να φύγει. Στο μεταξύ, προσπάθησε να μάθει την τέχνη της κουράς, καθώς ο αφέντης του ήταν κουρέας, αλλά δεν ένιωθε ικανοποιημένος.

Μια μέρα συνάντησε κάποιους χριστιανούς που πήγαιναν στη Σμύρνη. Έτσι αποφάσισε να αλλάξει πορεία και να τους ακολουθήσει. Από τη Σμύρνη πήγε στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, όπου γνώριζε κάποιους ανθρώπους. Εκεί εξομολογήθηκε σε έναν πνευματικό. Όμως, επειδή στην περιοχή υπήρχαν πολλοί Τούρκοι, ο πνευματικός του ήθελε να τον στείλει σε ασφαλέστερο μέρος. Υπήρχε και πανούκλα, οπότε αποφάσισε να φύγει.

Με τη φώτιση του Θεού και τη βοήθεια χριστιανών, ταξίδεψε στη Μονή του Τιμίου Προδρόμου, που ήταν σε ένα νησάκι του κόλπου ανάμεσα στο Αϊβαλί και τα Μοσχονήσια. Εκεί, στο ασφαλές περιβάλλον της Μονής, εξομολογήθηκε στον Ηγούμενο και επέστρεψε στην Εκκλησία με το Μυστήριο του Αγίου Μύρου.

Καθώς η συνείδησή του ησύχασε, έφυγε από τη Μονή και εργάστηκε για έναν χρόνο στα Μοσχονήσια σε καφενείο και έπειτα στις Κυδωνίες ως κουρέας, και κέρδισε πολλά χρήματα. Δώρισε και μια ωραία κανδήλα στην εικόνα του Τιμίου Προδρόμου στη Μονή.

Με τον καιρό, όμως, ανάφλεξε μέσα του η αγάπη του Χριστού και η επιθυμία του μαρτυρίου. Άκουσε για το «Νέον Μαρτυρολόγιον» του Αγίου Νικοδήμου και για τους Νεομάρτυρες και δυνάμωσε μέσα του η επιθυμία για ομολογία και μαρτύριο. Πήγε λοιπόν στον Ηγούμενο του Τιμίου Προδρόμου, του εξομολογήθηκε την επιθυμία του και του ζήτησε καθοδήγηση.

Ο Ηγούμενος τον έστειλε με επιστολή στη Χίο, όπου ζούσε ο Άγιος Μακάριος Νοταράς, πρώην Μητροπολίτης Κορίνθου (και παιδαγωγός των Νεομαρτύρων Αγίων Πολυδώρου και Θεοδώρου του Βυζαντίου). Ο Άγιος τον υποδέχθηκε με αγάπη, τον παρηγόρησε και επαίνεσε την αγάπη του για τον Χριστό και την επιθυμία του για ομολογία. Όμως του τόνισε πως με την μετάνοια ο άνθρωπος σώζεται και από τα μεγαλύτερα αμαρτήματα. Τον παρακάλεσε να εγκαταλείψει την ιδέα του μαρτυρίου, λόγω της νεότητάς του, μήπως δεν αντέξει τα βασανιστήρια και ξαναπέσει στο ίδιο βαρύ αμάρτημα, αρνούμενος τον Χριστό δεύτερη φορά. Με πολλά επιχειρήματα προσπάθησε να τον αποτρέψει. Ο Άγιος Δημήτριος άκουσε σιωπηλός, όμως μέσα στην καρδιά του η αγάπη για τον Χριστό έκαιγε σαν φωτιά.

Άρχισε πνευματικό αγώνα με αδιάλειπτη προσευχή, αγρυπνία σχεδόν όλη τη νύχτα, χιλιάδες μετάνοιες, παρακλήσεις στην Υπεραγία Θεοτόκο και συνεχή δάκρυα. Έκλαιγε πικρά, όπως ο Απόστολος Πέτρος για την άρνησή του, σαν όλα αυτά να μην ήταν αρκετά για να τον εξαγνίσουν. Για μεγαλύτερη άσκηση πήγε σε μια στενή σπηλιά, παρά το κρύο του χειμώνα, όπου υπήρχε πηγή, και συνέχισε εκεί την άσκησή του.

Όταν πνευματικά προετοιμάστηκε κατά την κρίση του πνευματικού του πατέρα, Αγίου Μακαρίου, και αφού είχε εξομολογηθεί καθαρά όλες τις αμαρτίες που θυμόταν, ο πνευματικός του τον συμβούλεψε ξανά να εγκαταλείψει την επιθυμία για μαρτύριο. Αν και σιωπούσε εξωτερικά, η καρδιά του δεν κρατιόταν. Ζήτησε άδεια να επιστρέψει στον τόπο της άρνησής του, να βρει τον αδελφό του και να του διδάξει την πτώση του, αλλά και να ομολογήσει και να πάθει για τον Χριστό. Ο Άγιος Μακάριος, βλέποντας την σταθερότητά του, τον ευλόγησε και τον έστειλε με επιστολή σε έναν πνευματικό στην πόλη του Άργους.

Πηγαίνοντας στο Άργος δεν τον βρήκε, καθώς έλειπε. Έμεινε κοντά σε έναν ενάρετο χριστιανό, περιμένοντας την επιστροφή του και συνεχίζοντας τον αγώνα με προσευχή, αγρυπνία, νηστεία και δάκρυα. Καθώς περνούσαν οι μέρες και ο πνευματικός αργούσε, ο Δημήτριος, μην μπορώντας να συγκρατήσει τη φλόγα στην καρδιά του, έφυγε για την Τρίπολη με έναν ευλαβή χριστιανό. Οι ιερείς που έμαθαν τον λόγο του ταξιδιού του, φοβούμενοι αντίποινα των Τούρκων, προσπάθησαν να τον αποτρέψουν. Ο Άγιος όμως, με ταπείνωση, τους καθησύχασε.

Αφού κοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια, πήγε στην αγορά της Τριπολιτσάς για να δει αν τον αναγνωρίζει κανείς, αλλά κανείς δεν τον αναγνώρισε. Τελικά, με την ευλογία του ιερέα Αντωνίου, πήγε στο κουρείο του πρώην αφέντη του και τον χαιρέτησε με: «Χριστός ανέστη!». Ήταν η εβδομάδα μετά την Κυριακή του Θωμά. Όταν τον ρώτησε ποιος είναι, απάντησε:

«Εγώ είμαι ο Δημήτριος, που σε αυτό το άθλιο εργαστήρι αρνήθηκα τον Χριστό, και ήρθα τώρα να χύσω το αίμα μου για Εκείνον».

Οι χριστιανοί, μόλις το άκουσαν, έφυγαν αμέσως.

Ένας βοηθός του αφέντη, Τούρκος, του είπε:

«Τι λες, Μεχμέτ, συνέλθε, δε λυπάσαι τη ζωή σου; Οι Τούρκοι θα σε σκοτώσουν».

«Για αυτό ήρθα», του απάντησε ο Άγιος.

«Έλα λοιπόν στην αυλή να σου κόψω το λαιμό με το ξυράφι».

Αμέσως ο Άγιος έτρεξε και έσκυψε τον λαιμό του, αλλά ο Τούρκος βγήκε έξω, λέγοντάς του να βρει άλλον.

Στο μεταξύ, ο αφέντης του προσπάθησε να τον μεταπείσει με απειλές και κολακείες, αλλά μάταια. Του πρόσφερε χρήματα για να φύγει μακριά και να ζήσει ως χριστιανός. Εκείνος όμως ούτε και σε αυτό ενέδωσε.

Μόνο είπε: «Είμαι χριστιανός, δεν φεύγω. Ήρθα να ομολογήσω την πίστη μου και να χύσω το αίμα μου για τον Χριστό μου».

Καθώς το γεγονός μαθευόταν, οι χριστιανοί προσεύχονταν κρυφά να τον ενισχύσει η Χάρη του Θεού. Οι Τούρκοι τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στον διοικητή του πασά. Τον ρώτησε ποιος είναι και γιατί άλλαξε πίστη.

Ο Άγιος απάντησε στα ελληνικά: «Ήμουν και είμαι χριστιανός και λατρεύω τον Χριστό μου ως αληθινό Θεό».

Ο δικαστής που δεν καταλάβαινε ελληνικά, ρώτησε τι είπε, και κάποιος Τούρκος του είπε ψέματα: «Είπε ότι ήταν και είναι Τούρκος», για να αποφύγει τον μαρτυρικό θάνατο.

Τότε ο Άγιος απάντησε στα τούρκικα με τη σωστή ομολογία. Ο δικαστής διέταξε να φυλακιστεί μέχρι να τον δει ο πασάς. Όταν αργότερα παρουσιάστηκε μπροστά στον πασά και πολλούς σημαίνοντες Τούρκους, ο πασάς τον κολάκεψε, άλλοι του πρόσφεραν θέσεις, και μετά ακολούθησαν φοβερές απειλές βασανιστηρίων.

Ο Άγιος ξαναομολόγησε την πίστη του στον Χριστό. Ο πασάς διέταξε τότε τον αποκεφαλισμό του. Ο Άγιος οδηγήθηκε δεμένος με χαρά στο κέντρο της αγοράς. Εκεί στάθηκε και προσευχήθηκε, ευχαριστώντας τον Θεό που τον αξίωσε του μαρτυρίου. Γονάτισε με τη θέλησή του, αλλά ο δήμιος τον σήκωσε και τον πήγε ξανά στο κουρείο για να τον φοβίσει.

Τον σήκωσε ξανά, τον χτύπησε και τον οδήγησε στην ψαραγορά, όπου τον αποκεφάλισε με τρία χτυπήματα, ενώ ο Άγιος έλεγε: «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου».

Και ενώ το σώμα ήταν στραμμένο προς τη δύση, μετά τον αποκεφαλισμό στράφηκε προς την ανατολή. Λίγο αργότερα, τα μάτια του μάρτυρα άνοιξαν και το κομμένο κεφάλι του φαινόταν ζωντανό, προς κατάπληξη των πιστών και ντροπή των απίστων.

Οι χριστιανοί έσπευσαν με χαρά να πάρουν από το αίμα του, από τα ρούχα του ή από τα άγια λείψανά του, που ευωδίαζαν θαυμαστά.

Μετά από τρεις μέρες αποφασίστηκε να καούν τα άγια λείψανα. Τελικά, με πολλά χρήματα, τα πέταξαν έξω από τα τείχη, απ’ όπου τα συνέλεξαν οι χριστιανοί και τα έθαψαν με ευλάβεια. Πολλά θαύματα ακολούθησαν και πολλές θεραπείες έγιναν με τη χάρη που έδωσε ο Κύριος στον μακάριο Δημήτριο.

Τα τίμια λείψανά του βρίσκονται σήμερα στη Μονή του Αγίου Νικολάου Βαρσών, και το ιερό του κρανίο στον Ιερό Ναό του Αγίου Βασιλείου στην Τρίπολη.

Ο Άγιος Δημήτριος τιμάται μαζί με τον Άγιο Παύλο τον Νεομάρτυρα ως Πολιούχοι της Τρίπολης. Στις 22 Μαΐου, ημέρα του μαρτυρίου του Αγίου Παύλου, λιτανεύονται και τα δύο Άγια Λείψανα και τιμώνται με λατρευτικές εκδηλώσεις. Η μνήμη του Αγίου Δημητρίου εορτάζεται στις 14 Απριλίου.

Απολυτίκιον Ήχος Α’
Της Τριπόλεως δόξαι και θερμοί προστάται,
Νεομάρτυρες εδείχθητε, Δημήτριε ο τρισένδοξος
και Παύλε των Μαρτύρων ο ζήλος.
Διό και τιμώμεν την μνήμην υμών,
κράζοντες· Δόξα τω ενισχύσαντι υμάς,
δόξα τω στεφανώσαντι,
δόξα τω ενεργούντι διά υμών πάσιν ιάματα.

Ακολουθήστε μας στο Google News

Google News <-----Google News

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Άγιος Μάριος επίσκοπος Σεβαστείας

Άγιος Πέτρος Ιερομάρτυρας, από την Καπιτώλιο, 4 Οκτωβρίου

Μεταφορά από τη Μάλτα στο Γκάτσινα τμήματος του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού του Κυρίου, μαζί με την εικόνα της Παναγίας της Φιλερμίου και το δεξί χέρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, 12 Οκτωβρίου

Νέα

Φωτογραφία της ημέρας

Σαν σήμερα



Εορτασμοί σήμερα


Αναρτήσεις...

  • Φόρτωση αναρτήσεων...

Φωτογραφίες

Βίντεο

Πρόσωπα

Συνταγές

ΓηΤονια

Χαμένες Πατρίδες

Ρετρό

Σιδή Ρόκ Άστρο

Ο χαζός του χωριού