Όσιος Γεώργιος ο Ίβηρας, 13 Μαΐου
Ο Γεώργιος γεννήθηκε στο Τριιαλέτι, μια νότια επαρχία της Γεωργίας, σε αριστοκρατική οικογένεια. Πατέρας του ήταν ο Ιάκωβος, πρεσβευτής του βασιλιά Βαγράτι Γ΄ της Γεωργίας στην Περσία, και μητέρα του η Μαριάμ. Σε ηλικία επτά ετών στάλθηκε στη μονή του Τατζρισί για να ξεκινήσει την εκπαίδευσή του, και τρία χρόνια αργότερα μεταφέρθηκε στη μονή του Χαχούλι. Περί το 1022, εστάλη στην Κωνσταντινούπολη, όπου έμαθε άπταιστα ελληνικά και απέκτησε βαθιά γνώση της βυζαντινής θεολογίας. Το 1034 επέστρεψε στη Γεωργία, εκάρη μοναχός στη μονή του Χαχούλι, και κατόπιν πραγματοποίησε προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Στη συνέχεια, εγκαταστάθηκε κοντά στην Αντιόχεια, στο Μαύρο Όρος, ως μαθητής του επίσης Γεωργιανού μοναχού Γεωργίου του Εγκλείστου.
Το 1040, ο Γεώργιος εγκαταστάθηκε στη μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους στην Ελλάδα. Τέσσερα χρόνια αργότερα, μετά την κοίμηση του ηγουμένου Στεφάνου, χειροτονήθηκε διάδοχός του. Αναδιοργάνωσε και ανακαίνισε τη μονή, μετατρέποντάς την σε ακμαίο κέντρο της Γεωργιανής Ορθόδοξης παράδοσης.
Κάποια στιγμή μεταξύ 1052 και 1057, ο Γεώργιος άφησε στη διοίκηση της μονής τον μοναχό Γεώργιο από το Ολτισί και ταξίδεψε στην Αντιόχεια για να υπερασπιστεί τους αδελφούς του, οι οποίοι κατηγορούνταν για αίρεση από ομάδα Ελλήνων κληρικών. Η διαμάχη επικεντρώθηκε στη κανονική νομιμότητα της αυτοκεφαλίας της Γεωργιανής Εκκλησίας, η οποία αρχικά υπαγόταν στο πατριαρχείο της Αντιόχειας, αλλά από τον 6ο αιώνα λειτουργούσε ολοένα και πιο ανεξάρτητα. Ο Γεώργιος υπερασπίστηκε την αυτοκεφαλία επικαλούμενος την αποστολή του Αγίου Ανδρέα στην αρχαία Κολχίδα και Ιβηρία, όπως αυτή διασώζεται στην γεωργιανή εκκλησιαστική παράδοση. Στις αρχές του 11ου αιώνα, ο αυτοκέφαλος καθολικός Μελχισεδέκ Α΄ (1012–1030) είχε υιοθετήσει και τον τίτλο του πατριάρχη, αλλά η Αντιόχεια δίσταζε να αναγνωρίσει την κίνηση, καθώς θεωρούσε ότι κανένας από τους Δώδεκα Αποστόλους δεν είχε κηρύξει στη Γεωργία. Τελικά, ο Γεώργιος έπεισε τον πατριάρχη Θεοδόσιο Γ΄ της Αντιόχειας να αναγνωρίσει την αυτοκεφαλία της Γεωργιανής Εκκλησίας. Αυτό συνέπεσε με την εγκατάλειψη από τη βυζαντινή διοίκηση των προσπαθειών υποταγής της Γεωργίας και τη συμφιλίωσή της με τον βασιλιά Βαγράτι Δ΄.
Κατά την περίοδο της αυξανόμενης ρήξης μεταξύ των Πατριαρχείων Ρώμης και Κωνσταντινούπολης, που οδήγησε στο Σχίσμα του 1054, η στάση των Γεωργιανών εκκλησιαστικών και ιδιαίτερα της μονής Ιβήρων ήταν πιο μετριοπαθής από αυτή των Ελλήνων. Άλλες παρόμοιες εξαιρέσεις ήταν ο Πατριάρχης Πέτρος Γ΄ της Αντιόχειας και ο Μητροπολίτης Ιωάννης Γ΄ του Κιέβου. Ο Γεώργιος ήταν ένας από τους λίγους κληρικούς στον βυζαντινό κόσμο που καταδίκασε ανοικτά τη στάση του Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριου απέναντι στη Δυτική Εκκλησία, και το 1064, παρουσία του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ι΄, υποστήριξε το αλάθητο της Ρωμαϊκής Εκκλησίας.
Αν και αρνήθηκε επανειλημμένα τις εκκλήσεις του Βαγράτι Δ΄ να αναλάβει την ηγεσία της Εκκλησίας της Γεωργίας, το 1057/8 δέχθηκε βασιλική πρόσκληση και επέστρεψε για πέντε χρόνια. Εκεί ξεκίνησε μεταρρυθμίσεις που συνέβαλαν στον εξαγνισμό της εκκλησιαστικής ιεραρχίας και στη ρύθμιση των σχέσεών της με τη βασιλική εξουσία. Καθ’ οδόν προς την επιστροφή του στο Άγιο Όρος, επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη και εξασφάλισε αυτοκρατορικό διάταγμα που επέτρεπε τη μόρφωση Γεωργιανών φοιτητών στο Άγιο Όρος. Δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του, καθώς εκοιμήθη στην Αθήνα στις 29 Ιουνίου 1065. Οι Αγιορείτες μοναχοί τον έθαψαν στη μονή Ιβήρων.
Ο Γεώργιος ο Αγιορείτης αγιοκατατάχθηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Γεωργίας και τιμάται κάθε χρόνο στις 10 Ιουλίου, ενώ στην Ελλάδα η μνήμη του τιμάται στις 13 τον Μάιο.


