Ανάμνηση των εγκαινίων της Νέας Εκκλησίας, 1 Μαΐου
Το ναό αυτόν, αφιερωμένο στον Σωτήρα Χριστό, τον Αρχάγγελο Μιχαήλ και τον Προφήτη Ηλία, έκτισε στα ανάκτορα της Κωνσταντινουπόλεως ο αυτοκράτορας Βασίλειος ο Β' κατά το ένατο έτος της βασιλείας αυτού (876 μ.Χ.), αφού περισυνέλεξε μάρμαρα, κίονες και ψηφίδες από ερειπωμένους ναούς. Τα εγκαίνια της Νέας Εκκλησίας έγιναν την 1η Μαΐου του 881 μ.Χ. από τον Πατριάρχη Φώτιο.
Στην εορτή του ναού κατά τον 10ο αιώνα μ.Χ. συνηθιζόταν η προσέλευση του αυτοκράτορα, ο δε Πατριάρχης ανέβαινε στο παλάτι και από εκεί κατέβαινε στη Νέα Εκκλησία, για να λειτουργήσει.
Ο Αυτοκράτορας Βασίλειος Α΄ ο Μακεδών ήταν ο ιδρυτής της Μακεδονικής δυναστείας, της πιο επιτυχημένης στην ιστορία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Βασίλειος θεωρούσε τον εαυτό του ανακαινιστή της αυτοκρατορίας, έναν νέο Ιουστινιανό, και ξεκίνησε ένα μεγάλο οικοδομικό πρόγραμμα στην Κωνσταντινούπολη, μιμούμενος τον ένδοξο προκάτοχό του. Η Νέα Ἐκκλησία (Nea Ekklesia) προοριζόταν να είναι η Αγία Σοφία του Βασιλείου, με το ίδιο της το όνομα, «Νέα Εκκλησία», να υποδηλώνει την αρχή μιας νέας εποχής.
Η Νέα Εκκλησία οικοδομήθηκε υπό την προσωπική επίβλεψη του αυτοκράτορα Βασιλείου, στη νοτιοανατολική γωνία του συγκροτήματος του Μεγάλου Παλατιού, κοντά στη θέση του παλαιότερου τζυκανιστηρίου (γηπέδου πόλο). Ο Βασίλειος έκτισε και έναν άλλο ναό σε κοντινή απόσταση, την «Θεοτόκο του Φάρου». Η Νέα Εκκλησία εγκαινιάστηκε την 1η Μαΐου 880 από τον Πατριάρχη Φώτιο και αφιερώθηκε στον Σωτήρα Χριστό, στον Αρχάγγελο Μιχαήλ (σε μεταγενέστερες πηγές στον Γαβριήλ), στον Προφήτη Ηλία (έναν από τους αγαπημένους αγίους του Βασιλείου), στην Θεοτόκο και στον Άγιο Νικόλαο.
Ενδεικτικό των προθέσεων του Βασιλείου για τον ναό αυτό είναι το γεγονός ότι τον προίκισε με δική του διοίκηση και κτήματα, κατά το πρότυπο της Αγίας Σοφίας. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του και των άμεσων διαδόχων του, η Νέα Εκκλησία διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις τελετές του παλατιού, και τουλάχιστον μέχρι τη βασιλεία του Κωνσταντίνου Ζ΄, η επέτειος των εγκαινίων της ήταν μεγάλη δυναστική εορτή. Κατά τη διάρκεια αυτής της εορτής, ο Πατριάρχης ξεκινούσε πομπή από το παλάτι προς τη Νέα Εκκλησία, όπου τελούσε τη Θεία Λειτουργία. Κάποια στιγμή στα τέλη του 11ου αιώνα, ο ναός μετατράπηκε σε μοναστήρι, γνωστό ως «Νέα Μονή». Ο αυτοκράτορας Ισαάκιος Β΄ Άγγελος τον απογύμνωσε από μεγάλο μέρος της διακόσμησης, των επίπλων και των ιερών σκευών του, τα οποία χρησιμοποίησε για την αποκατάσταση του ναού του Αγίου Μιχαήλ στον Άναπλο. Το κτήριο συνέχισε να χρησιμοποιείται από τους Λατίνους και επιβίωσε κατά την Παλαιολόγεια περίοδο μέχρι και μετά την οθωμανική κατάκτηση της πόλης. Οι Οθωμανοί όμως το χρησιμοποίησαν ως αποθήκη πυρίτιδας. Έτσι, το 1490, όταν το κτήριο χτυπήθηκε από κεραυνό, καταστράφηκε και κατεδαφίστηκε. Ως εκ τούτου, οι μόνες πληροφορίες που διαθέτουμε για τον ναό προέρχονται από γραπτές πηγές, κυρίως από τη Vita Basilii του 10ου αιώνα, καθώς και από μερικές πρόχειρες αναπαραστάσεις σε χάρτες.
Περιγραφή
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, λίγα είναι γνωστά για τις λεπτομέρειες της αρχιτεκτονικής του ναού. Η εκκλησία είχε πέντε τρούλους: ο κεντρικός ήταν αφιερωμένος στον Χριστό, ενώ οι τέσσερις μικρότεροι περιλάμβαναν παρεκκλήσια των τεσσάρων άλλων αγίων στους οποίους ήταν αφιερωμένος ο ναός. Η ακριβής διάταξη των τρούλων και ο τύπος του ναού αποτελούν αντικείμενο επιστημονικής διαμάχης. Οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν πως επρόκειτο για έναν σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό, παρόμοιο με τους μεταγενέστερους ναούς του Μυρελαίου και της Μονής των Λειψών. Η ευρεία διάδοση αυτού του τύπου σε όλο τον Ορθόδοξο κόσμο, από τα Βαλκάνια έως τη Ρωσία, αποδίδεται συνήθως στο κύρος του συγκεκριμένου αυτοκρατορικού οικοδομήματος.
Η εκκλησία ήταν το αποκορύφωμα του οικοδομικού προγράμματος του Βασιλείου και δεν φείστηκε εξόδων για να τη διακοσμήσει όσο το δυνατόν πιο πλούσια: άλλες εκκλησίες και κτίσματα της πρωτεύουσας, συμπεριλαμβανομένου και του μαυσωλείου του Ιουστινιανού, απογυμνώθηκαν για τον σκοπό αυτό, ενώ ο αυτοκρατορικός στόλος επιστρατεύτηκε για τη μεταφορά μαρμάρων, με αποτέλεσμα η Συρακούσα, το κυριότερο βυζαντινό προπύργιο στη Σικελία, να μείνει χωρίς υποστήριξη και να πέσει στα χέρια των Αράβων.
Ο εγγονός του Βασιλείου, αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος, δίνει την εξής περιγραφή της διακόσμησης του ναού σε μια εγκωμιαστική έκφραση:
Αυτήν την εκκλησία, σαν νύφη στολισμένη με μαργαριτάρια και χρυσάφι, με λαμπερό ασήμι, με ποικιλία από πολύχρωμα μάρμαρα, με συνθέσεις από ψηφίδες και ενδύματα από μετάξι, την προσέφερε [ο Βασίλειος] στον Χριστό, τον αθάνατο Νυμφίο. Η στέγη της, αποτελούμενη από πέντε τρούλους, ακτινοβολεί χρυσό και λαμποκοπά με όμορφες εικόνες σαν αστέρια, ενώ εξωτερικά είναι διακοσμημένη με χαλκό που μοιάζει με χρυσό. Οι τοίχοι στις δύο πλευρές είναι στολισμένοι με πολύτιμα μάρμαρα πολλών χρωμάτων, ενώ το ιερό κοσμείται με χρυσό και ασήμι, πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια. Το τέμπλο που χωρίζει το ιερό από τον κυρίως ναό, συμπεριλαμβανομένων των κιόνων και του υπέρθυρου, τα στασίδια εντός του ναού και τα σκαλοπάτια μπροστά τους, καθώς και οι ίδιες οι αγίες τράπεζες — όλα είναι από ασήμι με επιχρύσωση, από πολύτιμους λίθους και πανάκριβα μαργαριτάρια. Όσο για το δάπεδο, φαίνεται να είναι σκεπασμένο με υφάσματα μεταξωτά σιδονικής τέχνης· τόσο πολύ έχει διακοσμηθεί σε όλη του την έκταση με μαρμάρινες πλάκες διαφορετικών χρωμάτων, περιβαλλόμενες από ταινίες ψηφιδωτές ποικίλης μορφής, όλα ακριβώς ενωμένα και γεμάτα κομψότητα.
Το αίθριο της εκκλησίας βρισκόταν μπροστά από τη δυτική είσοδο και ήταν διακοσμημένο με δύο κρήνες από μάρμαρο και πορφύρα. Δύο στοές εκτείνονταν κατά μήκος των βορείων και νοτίων πλευρών της εκκλησίας ως το τζυκανιστήριον (γήπεδο πόλο), και στην πλευρά προς τη θάλασσα (νότια) είχαν κτιστεί ένας θησαυροφυλάκιο και ένα σκευοφυλάκιο. Ανατολικά του συγκροτήματος του ναού υπήρχε ένας κήπος, γνωστός ως μεσοκήπιον («μέσος κήπος»).
Λείψανα
Μαζί με το Παρεκκλήσιο του Αγίου Στεφάνου στο Παλάτι της Δάφνης και την Εκκλησία της Θεοτόκου του Φάρου, η Νέα Εκκλησία ήταν ο κύριος αποθετήριος ιερών λειψάνων στο αυτοκρατορικό παλάτι. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν ο τρίχινος μανδύας του Προφήτη Ηλία, η τράπεζα του Αβραάμ στην οποία φιλοξένησε τους τρεις αγγέλους, το κέρας με το οποίο ο Προφήτης Σαμουήλ έχρισε τον Δαβίδ, και λείψανα του Κωνσταντίνου του Μεγάλου. Μετά τον 10ο αιώνα, φαίνεται πως μεταφέρθηκαν εκεί και άλλα λείψανα από διαφορετικά σημεία του παλατιού, όπως η ράβδος του Μωυσή από τον Χρυσοτρίκλινο.





