Όσιος Μάρκος ο Ερημίτης, 20 Μαΐου
Δίδωσι Mάρκω της Eδέμ κήπον μέγαν,
Ο Άγιος Μάρκος ο Ερημίτης (ή Αθηναίος) γεννήθηκε στην Αθήνα. Ο ίδιος αφηγήθηκε τη ζωή του στον Αββά Σεραπίωνα, ο οποίος, κατά το θέλημα του Θεού, τον επισκέφθηκε λίγο πριν τον θάνατό του.
Στα νιάτα του είχε σπουδάσει φιλοσοφία. Μετά τον θάνατο των γονέων του, αποσύρθηκε στην Αίγυπτο και εγκαταστάθηκε σε σπήλαιο του Όρους Τράχη (στην Αιθιοπία). Έζησε ενενήντα πέντε χρόνια σε πλήρη απομόνωση· κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων, δεν είδε ούτε ανθρώπινο πρόσωπο, ούτε ζώο ή πτηνό.
Τα πρώτα τριάντα χρόνια ήταν τα πιο δύσκολα. Ξυπόλυτος και με φθαρμένα ρούχα, υπέφερε από το κρύο τον χειμώνα και τη ζέστη το καλοκαίρι. Τρέφονταν με φυτά της ερήμου, και πολλές φορές έτρωγε χώμα και έπινε πικρό θαλασσινό νερό. Τα ακάθαρτα πνεύματα τον καταδίωκαν, απειλώντας να τον πνίξουν ή να τον ρίξουν από το βουνό, φωνάζοντας:
«Φύγε από τη γη μας! Από καταβολής κόσμου κανείς δεν τόλμησε να έρθει εδώ. Πώς τόλμησες εσύ;»
Μετά από τριάντα χρόνια δοκιμασιών, η θεία χάρη επισκίασε τον ασκητή. Άγγελοι τού έφερναν τροφή και τα μαλλιά του μεγάλωσαν τόσο, ώστε τον προστάτευαν από το κρύο και τη ζέστη. Είπε στον Αββά Σεραπίωνα:
«Είδα τον τύπο του θείου Παραδείσου και σε αυτόν τους Προφήτες Ηλία και Ενώχ. Ο Κύριος μου έστελνε ό,τι ζητούσα.»
Κατά τη συνομιλία του με τον Σεραπίωνα, τον ρώτησε για τον κόσμο: πώς στέκει η Εκκλησία του Χριστού και αν εξακολουθούν οι διωγμοί κατά των Χριστιανών. Μαθαίνοντας πως η ειδωλολατρία έχει προ πολλού εκλείψει, χάρηκε και ρώτησε:
«Υπάρχουν σήμερα στον κόσμο άγιοι που κάνουν θαύματα, όπως είπε ο Κύριος στο Ευαγγέλιο: ‘ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ, μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται, καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν’;» (Ματθ. 17:20)
Την ώρα που ο Άγιος έλεγε αυτά τα λόγια, το βουνό μετακινήθηκε 5.000 πήχεις (περίπου 2,5 χιλιόμετρα) προς τη θάλασσα. Τότε ο Μάρκος είπε:
«Δεν σε πρόσταξα να μετακινηθείς, αλλά συνομιλούσα με αδελφό. Επέστρεψε στη θέση σου!»
Και το βουνό πράγματι επανήλθε στη θέση του. Ο Σεραπίων έπεσε κάτω από φόβο. Ο Άγιος τον έπιασε από το χέρι και τον ρώτησε:
«Δεν είδες ποτέ τέτοιο θαύμα στη ζωή σου;»
Ο Σεραπίων απάντησε: «Όχι, Πάτερ.»
Τότε ο Άγιος Μάρκος δάκρυσε πικρά και είπε:
«Αλλοίμονο! Σήμερα υπάρχουν χριστιανοί μόνο κατ’ όνομα, όχι όμως και κατά τα έργα.»
Κατόπιν τον προσκάλεσε να δειπνήσουν μαζί, και άγγελος τούς έφερε φαγητό. Ο Σεραπίων είπε πως ποτέ του δεν είχε φάει τόσο νόστιμο ψωμί ούτε είχε πιει τόσο γλυκό νερό. Ο Άγιος του απάντησε:
«Αδελφέ Σεραπίων, είδες τι αγαθότητα στέλνει ο Θεός στους δούλους Του; Σε όλες μου τις ημέρες εδώ, μου έστελνε μόνο ένα ψωμί και ένα ψάρι. Τώρα, για χάρη σου, τα διπλασίασε και μας έστειλε δύο ψωμιά και δύο ψάρια. Ο Κύριος με τρέφει με τέτοιες δωρεές από τις πρώτες μου δοκιμασίες με τα πονηρά πνεύματα.»
Πριν την κοίμησή του, προσευχήθηκε για τη σωτηρία των Χριστιανών, της γης και κάθε ζωντανού πλάσματος που ζει στον κόσμο με την αγάπη του Χριστού. Έδωσε τις τελευταίες του οδηγίες στον Σεραπίωνα να τον θάψει μέσα στο σπήλαιο και να φράξει την είσοδο.
Ο Αββάς Σεραπίων υπήρξε μάρτυρας της αναλήψεως της ψυχής του Αγίου Μάρκου, ο οποίος εκοιμήθη 130 ετών, καθώς άγγελοι την παρέλαβαν στους ουρανούς.
Μετά την ταφή, δύο άγγελοι με μορφή ερημιτών οδήγησαν τον Σεραπίωνα στα ενδότερα της ερήμου, στον μέγα Γέροντα Ιωάννη. Εκεί διηγήθηκε στους μοναχούς του μοναστηριού τη ζωή και την κοίμηση του Αγίου Μάρκου.
Η Προσευχή του Αγίου Μάρκου του Αθηναίου
Ἰδοὺ πλησιάζει ἡ ὥρα μου στὴ γῆ,
Πηγαίνω ἐκεῖ ποὺ λάμπει ὁ Κύριος ἀντὶ τοῦ ἡλίου.
Ἀφήνω τὸ σκονισμένο καὶ φθαρτὸ σῶμα
Καὶ φεύγω ἐνώπιόν Σου, Χριστέ μου.
Ἕνα μόνο αἴτημα ἀπλώνω γιὰ τὴ γῆ
Μπροστὰ στὸ Θρόνο Σου, προσευχὴ ἱκετευτική:
Γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα, σωτηρία ποθῶ,
Ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, γιὰ ὅλους καὶ τὸν καθένα.
Νὰ σωθοῦν οἱ ἀληθινοὶ ἀσκητές,
Καὶ ὅσοι κοπιᾶν μὲ πίστι στὸν ἀγρὸ Σου.
Νὰ σωθοῦν οἱ φυλακισμένοι γιὰ Σένα,
Που θυσιάζονται γιὰ τὴν ἀγάπη Σου.
Νὰ σωθοῦν οἱ σκληροὶ ἁμαρτωλοί,
Καὶ ὅσοι ὑποφέρουν διωγμὸ γιὰ Σένα.
Σωτηρία στὰ μοναστήρια,
Σωτηρία στὴν Ἐκκλησία, στὸν φτωχὸ καὶ στὸν ἀδικοχαμένο.
Σωτηρία στὴν καθολικὴ Ἐκκλησία παντοῦ,
Στοὺς Ποιμένες της, ὅπως καὶ σ’ ἐμένα·
Σὲ ὅλους τοὺς δούλους Σου, ἄνδρες καὶ γυναῖκες,
Γνωστοὺς ἢ ἀγνώστους, ἢ καὶ κρυμμένους.
Σωτηρία στοὺς βαπτισμένους, τοὺς θετοὺς,
Που ἔλαβαν τὸ Πνεῦμα τὸ Ζωοποιό.
Σωτηρία στοὺς ταπεινοὺς καὶ ἐλεήμονες,
Στοὺς πιστοὺς βασιλεῖς καὶ ἡγεμόνες.
Σὲ κάθε ἀνθρώπινη καρδιά, ὑγιῆ ἢ ἀσθενῆ,
Καὶ σωτηρία στὸν ἀδελφό μου Σεραπίωνα.
Παντοδύναμε Κύριε, αὐτὴ εἶναι ἡ εὐχὴ μου,
Ἡ τελευταῖα προσευχὴ μου. Γενηθήτω τὸ θέλημά Σου!



