Άγιος Χριστόφορος Α' Πατριάρχης Αντιοχείας, 21 Μαΐου
Ο Άγιος Ιερομάρτυς Χριστόφορος εξελέγη Πατριάρχης Αντιοχείας το 960 μ.Χ., κατά το 14ο έτος του χαλίφη Αλ Μουτί (946 - 974 μ.Χ.), όπως μάς πληροφορεί ο Άραβας χρονογράφος Γιαχ-γιά. Τη νύχτα της Δευτέρας προς την Τρίτη του 967 μ.Χ. φονεύθηκε από τους Άραβες, αφού κατηγορήθηκε ότι συνεννοείται με τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Νικηφόρο Φωκά που εκστράτευσε κατά της Αντιοχείας και το τίμιο λείψανο αυτού ρίχθηκε στον ποταμό Ορόντη. Αναφέρεται δε ότι ο φόνος έγινε στην οικία του ευεργετηθέντος από τον Πατριάρχη Ίμπν-Μάνικ. Μετά οκτώ ημέρες οι Χριστιανοί βρήκαν το λείψανο αυτού και το ενταφίασαν με ευλάβεια σε κάποια νησίδα του ποταμού, κατόπιν δε, μετακόμισαν αυτό στην εκτός της πόλεως μονή του Αγίου Αρσενίου.
Ο μελλοντικός Πατριάρχης Χριστόφορος γεννήθηκε στη Βαγδάτη από ορθόδοξους γονείς, οι οποίοι του έδωσαν το όνομα Ίσσα. Ως νέος, η καλαισθησία της γραφής του και η ευφράδεια στα αραβικά τον καθιστούσαν ιδανικό υποψήφιο για μια γραφειοκρατική καριέρα, που συχνά στην ιστορία υπήρξε ο καλύτερος δρόμος προόδου για τους χριστιανούς στον ισλαμικό κόσμο. Έτσι κατευθύνθηκε προς το Χαλέπι για να αναζητήσει την τύχη του στο παλάτι του ηγεμόνα Σαΐφ αλ-Ντάουλα. Ο ίδιος ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα ήταν γνωστός κυρίως ως προστάτης του ποιητή Αλ-Μουταναμπί, που έγραψε πολλά ποιήματα για τις εκστρατείες του εναντίον των Ρωμαίων. Φαίνεται πως ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα εντυπωσιάστηκε αρκετά από τις ικανότητες του Ίσσα και τον διόρισε γραμματέα σε έναν από τους εμίρηδές του, τον Χαλίφη ιμπν Τζουντί, στην πόλη Σχαϊζάρ, βορειοδυτικά της Χάμα.
Την ίδια περίοδο — στα τέλη της δεκαετίας του 950 — υπήρχε διαμάχη στην Εκκλησία της Αντιόχειας σχετικά με το ποιος έπρεπε να ηγηθεί της κοινότητας στα ανατολικά μέρη του χαλιφάτου. Ο θεσμός που οργάνωνε την Εκκλησία στα πιο απομακρυσμένα τμήματα της Πατριαρχίας της Αντιόχειας ονομάζονταν καθολικοσύνη. Στην πραγματικότητα, ο τίτλος «Καθολικός», όπως χρησιμοποιείται από τους επικεφαλής των Εκκλησιών της Αρμενίας και της Γεωργίας, είναι κατάλοιπο της αρχικής — συνήθως ονομαστικής — σχέσης αυτών των Εκκλησιών με την Πατριαρχία της Αντιόχειας. Ο Καθολικός ήταν κάτι σαν Μητροπολίτης μιας αυτόνομης Εκκλησίας, μέλος της ιεράς συνόδου του Πατριαρχείου, αλλά με σημαντική αυτονομία στην επίβλεψη των δικών του μητροπολιτών και επισκόπων. Παραδοσιακά, η έδρα του καθολικού βρισκόταν στη Σελεύκεια-Κτησιφώντα, την παλιά πρωτεύουσα της Περσικής Αυτοκρατορίας, αλλά μετά την ισλαμική κατάκτηση, οι Ορθόδοξοι καθολικοί κατοικούσαν μακριά, στη Σεντράλια Ασία, στην πόλη Σασ ή Ρομαγύρις, κοντά στη σύγχρονη Τασκένδη.
Καθώς ο ορθόδοξος πληθυσμός της Βαγδάτης άρχισε να αυξάνεται πέρα από τους ομηρικούς Ρωμαίους αιχμαλώτους και τους μετανάστες από άλλα μέρη του χαλιφάτου, άρχισαν να διεκδικούν ότι ο καθολικός θα έπρεπε να έχει την έδρα του στην πόλη τους. Άλλωστε, η Βαγδάτη ήταν η πρωτεύουσα του χαλιφάτου, και όχι μακριά από την περσική πρωτεύουσα, της οποίας το θρόνο κατ’ όνομα κατείχε το χαλιφάτο. Καθώς η διαμάχη μεταξύ των Βαγδατηνών και των Κεντροασιατών έφτανε στο αποκορύφωμά της, ο καθολικός στη Σασ πέθανε. Με την είδηση αυτή, και οι δύο πλευρές θεώρησαν πως ήταν η στιγμή τους να δράσουν. Οι κάτοικοι της Σασ έστειλαν αντιπροσωπεία στην Αντιόχεια για να ζητήσουν την χειροτονία νέου καθολικού, ενώ οι Βαγδατηνοί αποφάσισαν να στείλουν δική τους αντιπροσωπεία για να υπερασπιστούν την υπόθεσή τους. Ποιος ήταν καλύτερος ηγέτης για την αντιπροσωπεία της Βαγδάτης από τον ευφραδή, πολιτικά συνδεδεμένο Ίσσα;
Πριν όμως επιλυθεί το ζήτημα, άλλαξε η πορεία των πραγμάτων λόγω ενός άλλου θανάτου. Ο Πατριάρχης Αντιόχειας, Αγάπιος ιμπν αλ-Κα’ Μπαρούμ, απεβίωσε και το ζήτημα της επιλογής καθολικού επισκιάστηκε από την ανάγκη επιλογής νέου Πατριάρχη. Την εποχή αυτή — και καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της Πατριαρχίας της Αντιόχειας — η ευθύνη της επιλογής νέου Πατριάρχη ανήκε στον κλήρο και στον λαό της Αντιόχειας, καθώς ο Πατριάρχης ήταν πρωτίστως επίσκοπος της πόλης. Οι κάτοικοι της Αντιόχειας σκέφτηκαν διάφορες υποψηφιότητες, αλλά τους εντυπωσίασε περισσότερο η ευσέβεια και οι ικανότητες του Ίσσα. Οι ηγέτες της πόλης απευθύνθηκαν τότε στον Σαΐφ αλ-Ντάουλα, που κυβερνούσε την Αντιόχεια εκείνη την περίοδο, και εκείνος ενέκρινε φυσικά την επιλογή του προστατευόμενού του. Χωρίς καθυστέρηση, ο Ίσσα χειροτονήθηκε και στη συνέχεια χειροθετήθηκε Πατριάρχης, λαμβάνοντας το όνομα Χριστόφορος.
Παρά το γεγονός ότι ο νέος Πατριάρχης ήταν λαϊκός και προφανώς ευκατάστατος, ο βιογράφος του τονίζει πως από την πρώτη μέρα της πατριαρχίας του επιδίωκε να ζει ως παράδειγμα μοναχικής ευσέβειας και ασκητισμού για τους ιερείς του. Καθημερινά σηκωνόταν νωρίς για προσευχή πριν την αυγή. Κράταγε αγρυπνίες κάθε Σάββατο, από το βράδυ μέχρι τη λειτουργία της Κυριακής το πρωί. Τρεφόταν με απλή, άνευ κρέατος μοναχική δίαιτα και δεν έτρωγε πριν τη δύση του ηλίου. Η διοικητική του σοφία φάνηκε σύντομα στην επίλυση της διαμάχης μεταξύ Βαγδάτης και Σασ που είχε προκαλέσει την άφιξή του. Παρότι ήταν περήφανος γιος της Βαγδάτης και είχε έλθει αρχικά για λογαριασμό της πόλης του, επέλεξε να διορίσει δύο καθολικούς: για τη Βαγδάτη όρισε έναν από το Χαλέπι, τον Νεμάιε, και για τη Σασ έναν από την Αντιόχεια, τον Ευτύχιο. Στη συνέχεια έβαλε στόχο να καλύψει τις πολλές κενές επισκοπές της πατριαρχίας και να πατάξει το ευρύ πρόβλημα της συμολογίας και διαφθοράς μεταξύ των επισκόπων και του κλήρου.
Κάτω από το ισλαμικό δίκαιο, όπως ίσως γνωρίζετε, οι χριστιανοί και οι εβραίοι υποχρεούνται να πληρώνουν ειδικό φόρο κεφαλής, τη «τζιζγιά», που σε περίπτωση μη καταβολής επιβάλλεται η αναγκαστική μεταστροφή στο Ισλάμ. Μέχρι τις οθωμανικές νομικές μεταρρυθμίσεις του 19ου αιώνα, αυτό αποτελούσε μόνιμο, πιεστικό βάρος για τους φτωχούς χριστιανούς στη Μέση Ανατολή και είναι ο κυριότερος ιστορικός παράγοντας της μαζικής μεταστροφής της περιοχής στο Ισλάμ. Ο Χριστόφορος, όμως, χρησιμοποιώντας τις καλές του σχέσεις με τον Σαΐφ αλ-Ντάουλα, πέτυχε σημαντική μείωση της τζιζγιά για τους Ορθόδοξους. Επιπλέον, φρόντισε ώστε η τζιζγιά των φτωχών να πληρώνεται από τα ταμεία της Πατριαρχίας, έτσι ώστε κανείς στην Αντιόχεια να μην αναγκάζεται λόγω δυσχερειών να μεταστραφεί στο Ισλάμ. Στη βιογραφία του αναφέρεται επίσης ότι ίδρυσε δύο σχολές για την εκπαίδευση παιδιών για την Εκκλησία: μία μικρή για πλούσια παιδιά, όπου μάθαιναν όλα τα απαραίτητα για τη διακονία της Εκκλησίας, και μία μεγαλύτερη για τα φτωχά παιδιά, χρηματοδοτούμενη από τη μικρή σχολή των πλουσίων. Για τον λόγο αυτόν, και για την προσωπική του φροντίδα προς τους φτωχούς, ανάμεσα στους οποίους ήταν συχνά και οι ιερείς του, στη ζωή του αποκαλείται νέος Άγιος Νικόλαος.
Ένα ακόμη περιστατικό από τη ζωή του Χριστόφορου δείχνει την αποφασιστικότητά του να τηρεί απαρέγκλιτα την Ορθόδοξη πρακτική. Αναφέρεται ότι ένας από τους ιερείς του διέπραξε μικρό αμάρτημα και ο Χριστόφορος του ζήτησε να κάνει μετάνοια. Ο ιερέας, που ήταν και γιατρός ενός πρίγκηπα από την οικογένεια του Σαΐφ αλ-Ντάουλα, αντί να εκτελέσει την επιτίμηση, ζήτησε από τον πρίγκηπα να διατάξει τον Χριστόφορο να τον συγχωρήσει αμέσως. Ο Πατριάρχης αρνήθηκε, και τότε ο πρίγκηπας τον ρώτησε: «Τι είναι αυτό που δεν μπορείς να κάνεις αν σου το διατάξω;» Ο Πατριάρχης απάντησε: «Αυτό που αφορά τη θρησκεία μου, τη διδασκαλία μου, το νόμο μου. Είμαστε υπάκουοι σε άλλα πράγματα· δεν μπορούμε να παραβούμε όμως αυτά που η θρησκεία απαγορεύει. Σε αυτά είμαστε έτοιμοι να πάμε στη φυλακή και να πεθάνουμε με το ξίφος.»
Τότε ο πρίγκηπας είπε: «Πες μου, λοιπόν, ποιο ήταν το αμάρτημα που άγγιζε τη θρησκεία σου;» Ο Πατριάρχης απάντησε: «Πρόκειται για ένα μικρό αμάρτημα που διορθώνεται εύκολα, αλλά τώρα έγινε μεγάλο και δεν μπορεί να συγχωρεθεί, γιατί απαγορεύεται σε ιερέα να ζητάει την πρεσβεία σου, ενός Μουσουλμάνου, σε ζητήματα που αφορούν μόνο την Εκκλησία.» Ο πρίγκηπας εξαγριώθηκε και απείλησε τον Πατριάρχη λέγοντας: «Να ξέρεις ότι θα πεθάνεις, θα σου κόψω το κεφάλι, ακόμα κι αν αυτό ακουμπάει στην αγκαλιά του Σαΐφ αλ-Ντάουλα.» Ο Χριστόφορος όμως δεν τον φοβήθηκε.
Προς τα τέλη της δεκαετίας του 960, η Συρία και η Παλαιστίνη βυθίζονται σε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό χάος. Πολλές τοπικές ηγεμονίες, υπό την ονομαστική εξουσία του Αββασιδικού χαλίφη της Βαγδάτης, που όμως είχε πλέον χάσει τη δύναμή του, δεν ήταν πια αρκετά ισχυρές να αμυνθούν. Η Αίγυπτος και η Παλαιστίνη σύντομα κατακτώνται από το σιιτικό φατιμιδικό χαλιφάτο, ενώ οι ρωμαϊκές δυνάμεις υπό τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά προχωρούσαν ανατολικά, ανακαταλαμβάνοντας τη Κιλικία, τον Ταρσό και την Κύπρο το 966.
Σε αυτή τη φάση, η κατάσταση στην Αντιόχεια είχε γίνει τεταμένη. Η πόλη γέμισε με πρόσφυγες από την πείνα που προκλήθηκε από τις ρωμαϊκές επιδρομές, οι οποίες κατέστρεφαν καλλιεργήσιμες εκτάσεις και επέβαλλαν πολιορκίες. Η υγεία του Σαΐφ αλ-Ντάουλα επιδεινώθηκε και οι υποτελείς του άρχισαν να συνωμοτούν εναντίον του. Ο Χριστόφορος όμως δεν ήθελε να έχει καμία ανάμειξη. Φοβούμενος ότι θα ενοχοποιηθεί, και απρόθυμος να προδώσει τον προστάτη του, κατέφυγε στη Μονή του Αγίου Συμεών του Στυλίτη κοντά στο Χαλέπι, αποφασίζοντας να παραμείνει εκεί μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα. Ένας από τους μοναχούς τον ρώτησε πώς μπορούσε να λέγεται καλός ποιμένας όταν εγκατέλειπε το ποίμνιό του με αυτόν τον τρόπο, και εκείνος απάντησε μόνο: «Δεν ξέρεις όσα ξέρω εγώ.» Κάτι σπάνιο για την εποχή.
Τελικά, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα δεν ήταν τόσο αδύναμος όσο πίστευαν οι συνωμότες· ήρθε στο Χαλέπι και τους εκτέλεσε. Αυτό δυσαρέστησε πολλούς, όπως και τον Χριστόφορο, λόγω της φαινομενικής του υποστήριξης προς τον Σαΐφ αλ-Ντάουλα. Άρχισαν να σχεδιάζουν εναντίον του συγκεκριμένα. Ο Χριστόφορος το κατάλαβε, εντόπισε τους υπαίτιους και τους κάλεσε να φάνε μαζί του. Στις 22 Μαΐου 967, στη συνάντηση αυτή, σκοτώθηκε από δόρυ που του καρφώθηκε στο στήθος. Όπως περιγράφει η βιογραφία του, πήγε στη συνάντηση γνωρίζοντας τον θάνατό του, ώστε να μη θιγεί η υπόλοιπη ορθόδοξη κοινότητα της πόλης, πράγμα που φαίνεται να ισχύει. Άλλη πηγή αναφέρει πως δολοφονήθηκε από Χορασανούς στο σπίτι του Ιμπν Μανίκ, ενός Άραβα που είχε ελευθερώσει από τη φυλακή, με την κατηγορία ότι είχε μυστικές επαφές με τον αυτοκράτορα Νικηφόρο.
Όταν ο Χριστόφορος δολοφονήθηκε, το σώμα του πετάχτηκε στον Ορόντη, από όπου οι χριστιανοί το ανέσυραν οκτώ ημέρες μετά για ταφή. Αρχικά ετάφη σε μοναστήρι έξω από την Αντιόχεια και αργότερα, κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας, μεταφέρθηκε στο «Σπίτι του Αγίου Πέτρου», το σημαντικότερο προσκύνημα της Αντιόχειας εκείνη την εποχή.
Η βιογραφία του, γραμμένη από τον μαθητή του Ιμπραήμ ιμπν Γιουχάννα, ο οποίος ήταν πολυγραφότατος μεταφραστής πατερικών κειμένων από τα ελληνικά στα αραβικά, του αποδίδει τις μεταφράσεις των λόγων του Γρηγορίου του Θεολόγου στα αραβικά. Άλλοι πνευματικοί του απόγονοι ήταν επίσης ένθερμοι μεταφραστές.



