Άγιος Κωνσταντίνος ο διά Χριστόν σαλός, 21 Μαΐου

Ο πράος και σιωπηλός διά Χριστόν σαλός γέροντας Κωνσταντίνος (Αγγελης) γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1898 στην Καλέντσα Δωδώνης της Ηπείρου. Ο πατέρας του ονομαζόταν Σταύρος και η μητέρα του Ανθούλα. Οι λεπτομέρειες των πρώτων ετών της μοναχικής του ζωής παραμένουν άγνωστες· γνωρίζουμε όμως ότι εισήλθε στον μοναχικό βίο στο Άγιον Όρος, στην Ιερά Μονή Διονυσίου.

Κατά τη διάρκεια πολλών ετών, εθεάθη κατά διαστήματα στην περιοχή των Καρυών, όπου και διέμενε σε ένα εγκαταλελειμμένο κελλί της Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου. (Παλαιότερα επρόκειτο για τον Σκήτη των Φιλαδελφών, αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο.)

Εκεί, στη γωνιά ενός μισοερειπωμένου σπιτιού, στο σημείο όπου η στέγη έσταζε λιγότερο και δεν φυσούσε τόσο δυνατά από τα σπασμένα παράθυρα και τις πόρτες, είχε ρίξει στο πάτωμα μερικές φθαρμένες κουβέρτες· καθισμένος εν μέσω αυτών, θύμιζε αετό μες στη φωλιά του.

Από την εξωτερική του εμφάνιση, κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει ποιος ήταν ο γέροντας Κωνσταντίνος· μόνον το σκούφο του και η γενειάδα του μαρτυρούσαν ότι ήταν μοναχός. Φορούσε πάντοτε μια παλαιά στρατιωτική χλαίνη, δεμένη σφιχτά στη μέση με ένα σχοινί. Με αυτήν την αμφίεση έμοιαζε περισσότερο με λαϊκό· όμως εσωτερικά ήταν ντυμένος με τη χάρη του αγγελικού σχήματος, η οποία αντανακλούσε και στο πρόσωπό του.

Όσοι τον έβλεπαν από μακριά, τον περνούσαν για άθλιο ζητιάνο ή για τρελό. Μα όταν πλησίαζαν, αντίκριζαν το φωτεινό του πρόσωπο και καταλάβαιναν πως αυτός ο ευλογημένος άνθρωπος έκρυβε μέσα του κάποιο μυστήριο, και δεν μπορούσε να θεωρείται παράφρων. Αντιθέτως, τρελοί φαντάζανε όσοι έλεγαν πως ο γέροντας Κωνσταντίνος ήταν τρελός.

Ο πατήρ Κώστας, όπως τον αποκαλούσαν, ζούσε με τον τρόπο που περιγράφηκε παραπάνω, αδιαφορώντας πλήρως για τον εαυτό του· και αν και ποτέ δεν λουζόταν, εν τούτοις ήταν ολοκάθαρος, διότι ζούσε ως πετεινός του ουρανού.

Με τους ανθρώπους μιλούσε σπανίως· με τον Θεό όμως, μέσω της αδιάλειπτης προσευχής, ευρίσκετο σε συνεχή επικοινωνία. Συχνά ο νους του αρπαζόταν προς τα άνω· κι όταν επανερχόταν, έκανε κάποιες κινήσεις με τα χέρια, ώστε να προκαλεί σύγχυση στους γύρω του, και, χωρίς να πει λέξη, απομακρυνόταν. Για τους κοσμικούς, η συμπεριφορά του αυτή ήταν φυσικά σκανδαλιστική. Ακόμη και όταν έλεγε κάτι προφητικό, τα λόγια του φαινόντουσαν στους ανθρώπους ως ασυνάρτητα.

Όταν τύχαινε να συζητούν δίπλα του, ο γέροντας Κωνσταντίνος δεν παρακολουθούσε τον διάλογο, διότι προσευχόταν και ο νους του ήταν δοσμένος στον Θεό· γι’ αυτό και τον έπαιρναν για «σαλό». Χρειαζόταν επίμονη και επαναλαμβανόμενη ερώτηση για να απαντήσει κάτι· και τότε, έλεγε μονάχα δύο-τρεις λέξεις, ασαφείς μεν, αλλά γεμάτες προφητικό βάθος.

Κάποτε τον πλησίασε ένας νεαρός, που επιθυμούσε να γίνει μοναχός, αλλά έβρισκε παντού εμπόδια, υψωμένα από τη ζήλια του πονηρού. Μόλις τον είδε από μακριά, ο γέροντας Κωνσταντίνος του είπε:
—«Ιωάννη, διάβασε για τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό. Δες τί υπέμεινε!»

Ο Ιωάννης, όταν άκουσε αυτά τα λόγια, αρχικά δεν κατάλαβε· αλλά αφού διάβασε τον βίο του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού και είδε πόσα υπέστη από έναν άσοφο και σκληρό γέροντα, και πόση υπομονή επέδειξε μέχρις ότου επέμβει ο Θεός, ενδυναμώθηκε και ο ίδιος και άρχισε να υπομένει τα πάντα με ταπείνωση. Έτσι στερεώθηκε στην κλήση του και προόδευσε στον μοναχικό βίο.

Κάποτε, εντελώς τυχαία, συναντήθηκαν με τον γέροντα Κωνσταντίνο τρεις μοναχοί, οι οποίοι άρχισαν να τον ρωτούν αν θα έπρεπε να ακολουθήσουν τον μοναχικό βίο. Ο γέροντας δεν απαντούσε. Ένας από αυτούς επέμεινε, και τότε ο γέροντας μουρμούρισε μερικές λέξεις. Αυτά που είπε τότε φάνηκαν ως ασυναρτησίες, όμως, ύστερα από μερικά χρόνια, τα λόγια του αποδείχθηκαν προφητικά.

Ο γέροντας Κωνσταντίνος διέθετε εσωτερική καθαρότητα και γι’ αυτό έβλεπε καθαρά τα πάντα, ακόμη και από μακριά. Δυστυχώς, κάποιοι από εμάς, οι άθλιοι, από αμάθεια και επιπολαιότητα, επειδή ζούσε μέσα στα ερείπια, θεωρούσαν τον άνθρωπο του Θεού ως αξιολύπητο. Εκείνος όμως, αν και κατοικούσε στα ερείπια, οικοδομούσε αδιαλείπτως τον ναό της ψυχής του —εκείνον που αξίζει περισσότερο από όλον τον κόσμο, όπως είπε ο Χριστός.

Όπως προανέφερα, στη γωνιά του κελλιού του, ανάμεσα στα ερείπια, βρισκόταν το καταφύγιό του: μερικές κουβέρτες ριγμένες χάμω. Δίπλα του, η Ψαλτήριος και το Ωρολόγιον. Από σκεύη, μόνο ένα τενεκεδένιο κουτί από κονσέρβα, με σύρμα για χερούλι —αυτό ήταν όλο του το «βιος».

Κάθε Σάββατο είχε συνήθειο να επισκέπτεται δύο ή τρία «κονάκια» μοναστηριών στις Καρυές, όπου του έριχναν στο τενεκεδένιο δοχείο λίγη «περισσευούμενη πρόθεση». Πάντοτε εμφανιζόταν αμίλητος, χωρίς να ζητά τίποτε· είχε μια ιδιαίτερη αρχοντιά. Αν τύχαινε να είναι όλοι απασχολημένοι, έφευγε με άδεια χέρια. Καμιά φορά περνούσε κι από κάποιο παντοπωλείο, έπαιρνε μερικές ελιές στην παλάμη του και αποχωρούσε. Οι παντοπώλες θεωρούσαν ευλογία την επίσκεψή του, γιατί αγαπούσαν τον πατέρα Κώστα. Αν κάποιος του έβαζε κρυφά λίγα χρήματα στην τσέπη, εκείνος τα άφηνε, με τον ίδιο τρόπο, κρυφά στο μαγαζί.

Έτσι ήσυχα, σαν άκακη προβατίνα, ζούσε ο πατήρ Κώστας στον κλήρο της Παναγίας.

Δυστυχώς, έντεκα χρόνια πριν (το 1969), συνέβη το εξής: λόγω των πολλών κοσμικών, κυρίως Ευρωπαίων, οι οποίοι τον έβλεπαν στις Καρυές και τον θεωρούσαν τρελό, οι αρχές έστειλαν τον άνθρωπο του Θεού σε ψυχιατρική κλινική. Εκεί οι γιατροί τον εξέτασαν και δεν βρήκαν τίποτε. Το μυαλό του λειτουργούσε άψογα.

Αλλά εμείς, οι επιφανειακοί άνθρωποι της εποχής, που κρίνουμε κατά το φαινόμενο, του προξενήσαμε άλλη μία θλίψη. Παρόλο που οι γιατροί τον βρήκαν απολύτως υγιή, από την ψυχιατρική κλινική μεταφέρθηκε σε γηροκομείο. Εκεί, στη Θεσσαλονίκη, ευρισκόμενος αναπάντεχα σε κοσμικό περιβάλλον, μαζεύτηκε σ’ ένα γωνιά και δεν σταματούσε να προσεύχεται με την ευχή του Ιησού. Από τα μάτια του έτρεχαν αδιάκοπα δάκρυα, σαν μαργαριτάρια.

Όταν έμαθα ότι ο πατήρ Κώστας υπέστη τέτοια ταλαιπωρία και βρίσκεται πλέον στο γηροκομείο, παρακάλεσα μια αδελφή από το γραφείο να μεριμνήσει για εκείνον. Βέβαια, το γηροκομείο ήταν καλύτερο από το ψυχιατρείο· αλλά, όσο καλά κι αν ήταν εκεί, για τον πατέρα Κωνσταντίνο, που αγαπούσε το ησυχαστικό πνεύμα, ο κλήρος της Παναγίας ήταν πολυτιμότερος από όλους τους βασιλικούς παλατιούς του κόσμου.

Ο ταπεινός γέροντας, με απορία, έλεγε στην αδελφή:
—«Γιατί με έφεραν εδώ;»

Εκεί, στο γηροκομείο, ο διά Χριστόν σαλός, που τόσο υπέφερε εξαιτίας ημών, των σοφών κατά κόσμο, έζησε το υπόλοιπο της ζωής του.

Δεν έχει σημασία ότι ο πατήρ Κώστας εκοιμήθη σε γηροκομείο και όχι στο Άγιον Όρος. Σημασία έχει ότι αυτός ο σοφώτατος διά Χριστόν σαλός, όπως πιστεύουμε, ξύπνησε στον Παράδεισο.

Είθε να έχουμε την ευχή του. Ἀμήν.

Ακολουθήστε μας στο Google News

Google News <-----Google News

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Άγιος Μάριος επίσκοπος Σεβαστείας

Άγιος Πέτρος Ιερομάρτυρας, από την Καπιτώλιο, 4 Οκτωβρίου

Μεταφορά από τη Μάλτα στο Γκάτσινα τμήματος του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού του Κυρίου, μαζί με την εικόνα της Παναγίας της Φιλερμίου και το δεξί χέρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, 12 Οκτωβρίου

Νέα

Φωτογραφία της ημέρας

Σαν σήμερα



Εορτασμοί σήμερα


Αναρτήσεις...

  • Φόρτωση αναρτήσεων...

Φωτογραφίες

Βίντεο

Πρόσωπα

Συνταγές

ΓηΤονια

Χαμένες Πατρίδες

Ρετρό

Σιδή Ρόκ Άστρο

Ο χαζός του χωριού