Μνήμη ευρέσεως της ιεράς εικόνας του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Δημητρίου του Μυροβλύτου, 25 Μαΐου 2025

Η εύρεση της ιεράς εικόνας του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλήτου έγινε στην Ερμούπολη της Σύρου το 1936 μ.Χ. και εορτάζει την τελευταία Κυριακή του μηνός Μαΐου.

Ο Άγιος Δημήτριος είναι μικρός οικισμός που βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της Σύρου και σε πολύ κοντινή απόσταση από την πρωτεύουσα Ερμούπολη.
Στις 25 Μαΐου του 1936, ο Μανούσος Πελέκης, κάτοικος Ερμούπολης, είχε ένα όραμα που τον οδήγησε στην τοποθεσία που βρισκόταν η εικόνα του Αγίου Δημητρίου. Σε αυτό το σημείο και ύστερα από εντολή του τότε Μητροπολίτη Σύρου Φιλάρετου, χτίστηκε ένας πέτρινος μεγαλοπρεπής ναός βυζαντινού ρυθμού με τρούλο. Ο ναός ξεχωρίζει για το εσωτερικό του και την επένδυση από πέτρα και είναι ένα από τα πιο δημοφιλή αξιοθέατα του νησιού.

Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως τα πλοία που έρχονται ή φεύγουν από τη Σύρο δεν σφυρίζουν κατά την είσοδο ή έξοδό τους στο λιμάνι της Ερμούπολης, αλλά όταν περνούν από τον συγκεκριμένο ναό. Ως ανταπόδοση, ο παπάς του Αγίου Δημητρίου ανταποκρίνεται χτυπώντας τις καμπάνες.

Ήταν Δευτέρα, 28 Μαΐου του σωτηρίου έτους 1936, όταν στην τοποθεσία «Πλαταιάκι», πλησίον της περιοχής των Βαποριών στη Σύρο, κατά τη διάρκεια ανασκαφικής εργασίας, ήλθε στο φως μικρά εικών στρατιωτικού ανδρός, η μορφή του οποίου έφερε τα χαρακτηριστικά αγίου μαρτυρήσαντος εν καιρώ παλαιοτέρω. Η ανεύρεση αυτή, αφ’ εαυτής, δεν θα είχε ίσως προκαλέσει ιδιαίτερη συγκίνηση ή ενδιαφέρον, αν δεν προϋπήρχαν ορισμένα ανεξήγητα και θαυμαστά περιστατικά, τα οποία ήδη διέρρεαν ως ψίθυροι ανά τας γειτονιάς του νησιού.

Κατά την τοπική παράδοση, κάποιος απλός άνθρωπος εδέχθη εν οράματι την επίσκεψιν αγίου ανδρός, ο οποίος τον καθοδήγησε πνευματικώς, υποδεικνύοντάς του τον ακριβή τόπο όπου έπρεπε να σκάψει. Η ουράνια αυτή επικοινωνία δεν περιορίστηκε σε μία απλή υπόδειξη. Ο άγιος επανεμφανίστηκε, παρέχοντας περισσότερες λεπτομέρειες· του ανέφερε και πρόσωπα με τα οποία έπρεπε να συνομιλήσει και να συναντήσει. Έτσι, σταδιακά, διαμορφώθηκε η αλυσίδα των γεγονότων.

Η ιστορία, μαρτυρημένη με ακρίβεια από αυτόπτες μάρτυρες, δύναται να καταγραφεί και να παρουσιαστεί βήμα προς βήμα, ημέρα προς ημέρα, καθώς όσοι την έζησαν, το έπραξαν με έντονο το συναίσθημα του θαυμασμού και της δέους.

Ναι, πράγματι· επρόκειτο περί της εικόνος του Αγίου Δημητρίου του Μυροβλύτου. Όμως το γεγονός υπερβαίνει την απλή εύρεση ενός ιερού αντικειμένου. Έχει χαρακτηριστικά μεταφυσικά, σχεδόν αποκαλυπτικά. Δεν είναι τυχαίο ότι η εικόνα του μαρτυρικού αυτού αγίου –και εν πολέμοις ένδοξου αξιωματικού– ανεκαλύφθη σε μια περίοδο όπου ο Ελληνικός λαός, τραυματισμένος από την Ιστορία και ανήσυχος για το μέλλον, αναζητούσε ελπίδα και σημεία ενισχύσεως εν όψει των σκοτεινών καιρών που πλησίαζαν.

Στις πρώτες στιγμές κανείς δεν εγνώριζε την ταυτότητα του εικονιζομένου· η διαλεύκανση ήρθε αργότερα. Πρωταγωνιστής αυτής της θαυμαστής υποθέσεως δεν ήταν άλλος από έναν απλό Συριανό, τον Μανούσο Πελέκη, άνδρα τριακοντούτη, καταγόμενο εκ της νήσου Αναφής, ο οποίος είχε εγκατασταθεί στην Ερμούπολη το 1931.

Ο Μανούσος δεν υπήρξε άνθρωπος ιδιαίτερης θρησκευτικής ευλάβειας· ζούσε απλά και ήσυχα, όπως ο περισσότερος λαός της εποχής του· με το μεροκάματό του, το ταβλάκι του και το ούζο του στον καφενέ. Όμως η γαλήνη της ζωής του διαταράχθηκε αιφνιδίως τη νύχτα της 26ης Φεβρουαρίου. Εκείνο το βράδυ, εν τω μέσω του ύπνου του, άκουσε ισχυρό ποδοβολητό αλόγου. Νόμισε ότι εξύπνησε· όμως ήταν ακόμη εντός του ονείρου. Τα όσα διέβλεπε, τα αισθανόταν ως ολοζώντανα – σχεδόν πραγματικά.

Ενώπιον του ανεφάνη οπτασία· καβαλάρης εν στολή φωτεινή, αρματωμένος, έστεκε πλησίον του κρεβατιού του. Ο Μανούσος, φυσικά τρομαγμένος, τον ηρώτησε:
– Ποιος είσαι;

Και έλαβε την απάντηση:
– Μη φοβάσαι. Σήκω τώρα και αργότερα θα μάθεις ποιος είμαι.

Καθώς σηκώθηκε, είδε τον καβαλάρη να του δείχνει με το δάχτυλό του τρεις γυναίκες. Με έκπληξη αναγνώρισε ανάμεσά τους την σύζυγο του Γ. Φουστάνου, γνωστού εργοστασιάρχη της Ερμουπόλεως, καθώς και τη μητέρα και την κόρη της.

Ο καβαλάρης πλησίασε τις γυναίκες, αφαίρεσε από τη μία ένα βαρύ μαύρο πανωφόρι, τους μίλησε με λόγια που ο Μανούσος δεν άκουσε καθαρά, και ύστερα στράφηκε προς αυτόν, λέγοντας με βαρύ και επιτακτικό ύφος:

– Τώρα φεύγω. Ακολουθήστε με, και εκεί που πηγαίνω θα μάθετε ποιος είμαι.

Το όραμα συνεχίστηκε ως εάν ήτο κινηματογραφική ταινία. Ο καβαλάρης, περήφανος επάνω στο ερυθρό του άλογο, διήλθε μέσα από την ακόμη σκοτεινή Ερμούπολη. Εξήλθε της πόλεως και κατευθύνθηκε προς τα Βαπόρια· εκεί, στην άκρη ενός φυσικού εξώστη επάνω στον βράχο, όπου η ακτή έπεφτε απότομα, εστάθη. Εκεί ήταν ο τόπος.

Τα όσα αφηγούμεθα δεν είναι απλώς διηγήσεις· υπάρχουν καταγεγραμμένα εις επίσημον κατάθεσιν του ιδίου του Μανούσου Πελέκη, κατατεθειμένη εις τα αρχεία της Ιεράς Μητροπόλεως Σύρου υπό την ημερομηνίαν 25 Μαΐου.

Όταν εξύπνησε, οι εικόνες ήσαν ακόμη ζωηρές εντός του· αισθάνθηκε πως δεν είχε δει ένα απλό όνειρο. Ήταν κάτι περισσότερο. Αρχικώς ταράχθηκε. Όταν διηγήθηκε δειλά σε οικεία πρόσωπα τα όσα είχε δει, δεν τον πίστεψαν· κάποιοι μάλιστα τον περιγέλασαν. Έτσι προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι επρόκειτο περί φαντασίας.

Όμως, έναν μήνα αργότερα, το όραμα επανήλθε. Ο ίδιος καβαλάρης, στο ίδιο μεγαλείο, ενεφανίσθη εκ νέου· αυτή τη φορά με λόγο πιο αυστηρό.

Την νύκτα εκείνη, περίπου έναν μήνα μετά την πρώτη οπτασία, ο Μανούσος ευρέθη εκ νέου ενώπιον του φωτεινού καβαλάρη. Αυτή τη φορά, η παρουσία του ήταν ακόμη πιο επιβλητική και η φωνή του έφερε ύφος αυστηρό, σχεδόν επιτακτικό:

– Δεν έπραξες όσα σου είπα, του είπε.
– Ήλθα ξανά. Ήλθε η ώρα. Πήγαινε εκεί όπου σου υπέδειξα. Εκεί βρίσκεται κάτι ιερό. Μη διστάζεις πλέον.

Η φωνή τού ανδρός ήχησε εντός του Μανούσου σαν κεραυνός εν αιθρία. Ξύπνησε ταραγμένος και, μολονότι συγκλονισμένος, δεν μπορούσε να αγνοήσει πλέον την κλήση αυτή. Η βεβαιότητα ότι δεν επρόκειτο περί ενός συνηθισμένου ονείρου, αλλά περί θείου σημείου, είχε πλέον παγιωθεί εντός του.

Αυτή τη φορά, έλαβε την απόφαση να πράξει ό,τι του είχε ζητηθεί. Με ταπείνωση και αποφασιστικότητα, άρχισε να αναζητεί τα πρόσωπα που του είχαν υποδειχθεί· πράγματι, ήλθε σε επαφή με τις γυναίκες που είδε στο όραμα – την σύζυγο του κ. Φουστάνου και τους οικείους της – και, προς μεγάλη του έκπληξη, εκείνες δεν εγελούσαν. Αντιθέτως, με θαυμασμό και κατάνυξη άκουσαν τα λεγόμενά του· ήταν σαν να διαισθάνοντο κι εκείνες ότι κάτι μέγα επρόκειτο να αποκαλυφθεί.

Σύντομα εσχηματίσθη μια μικρά ομάδα εμπίστων προσώπων και, με την καθοδήγηση των οραμάτων, προέβησαν σε πρόχειρη ανασκαφή εις την θέσην «Πλαταιάκι», εκεί όπου το κόκκινο άλογο του Αγίου είχε σταματήσει. Κατά την διάρκεια της ανασκαφής, με απλότητα και δέος, ήλθεν εις το φως μία μικρά ξύλινη εικόνα, ελαφρώς φθαρμένη, εικονίζουσα ένδοξον στρατιώτην, ένθρονον και λαμπροφορεμένον. Η μορφή του έφερε τα χαρακτηριστικά του Αγίου Δημητρίου του Μυροβλύτου· του προστάτου των στρατιωτών, του γενναίου μαρτυρήσαντος στην Θεσσαλονίκη.

Η αναγνώριση της εικόνος δεν έγινε αμέσως. Απαιτήθηκε μελέτη, προσκύνημα, προσευχή και ομολογία θαυμαστών συμβάντων. Η εικόνα, μεταφερθείσα εις τον ιερόν ναόν, εγένετο αντικείμενον λαϊκής ευλαβείας, και συν τω χρόνω καθιερώθη ως σημείον ευλογίας για την νήσον Σύρον και τον λαόν της.

Η ανεύρεσις της εικόνος συνέπεσε με τα ζοφερά προμηνύματα της εποχής. Ήτο η εποχή όπου τα σύννεφα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου άρχιζαν να πυκνώνουν επάνω από την Ευρώπη, και η Ελλάδα βίωνε εσωτερικές ταραχές και κοινωνική ανασφάλεια. Εν μέσω των δοκιμασιών, η θεία αποκάλυψις, ως ελπιδοφόρον σημάδι, ενεθάρρυνε τους πιστούς και αναζωπύρωσε την πίστιν του λαού εις την παρουσίαν του θείου εν τω κόσμω.

Ο Μανούσος Πελέκης, αυτός ο απλός άνθρωπος της καθημερινής ζωής, ανεδείχθη εκουσίως όργανον θείου θελήματος. Δεν εγνώριζε ούτε επεζήτησε δόξαν ή τιμήν· όμως η υπακοή του στην ουράνια φωνή έφερε στο φως ένα ιερό κειμήλιο που ενεθρόνισε τον Άγιο Δημήτριο εις την καρδία της Συριανής ευσεβείας.

Η εικόνα του Αγίου, ως «εύρημα εκ θείας αποκαλύψεως», ετελέσθη πλέον με τιμή και λιτάνευσιν· με την πάροδον του χρόνου, η τοπική Εκκλησία κατεχώρησε την μαρτυρία στα αρχεία της Μητροπόλεως, διασώζοντας όχι μόνον την φυσική παρουσία της εικόνος, αλλά και την πνευματική σημασία της ευρέσεώς της.

Ήταν νύκτα, όταν για δεύτερη φορά παρουσιάστηκε στον ύπνο του Μανούσου ο μυστηριώδης ιππέας. Η φωνή του, σταθερή και επιτακτική, δεν άφηνε περιθώρια αμφιβολίας:

«Να πάρεις τον παπά-Σπύρο και τις γυναίκες, και να έλθετε εκεί που σας οδήγησα την περασμένη φορά και να με βγάλετε από τη γη, γιατί κοντεύω να λιώσω».

Αυτή τη φορά, σε αντίθεση με την πρώτη οπτασία, ο καβαλάρης, που πλέον δεν χωρούσε αμφιβολία ότι ήταν κάποιος ανώτερος Ρωμαίος αξιωματικός, του απηύθυνε σαφείς εντολές, δίνοντας και ονόματα. Ακόμη και ο Μανούσος, ο αμύητος, το είχε νιώσει πια καθαρά: δεν ήταν ένα απλό όνειρο.

Ξυπνώντας ταραγμένος, αποφάσισε να επισκεφθεί τον παπα-Αντώνιο Κονταρίνη, εφημέριο τότε της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Ο ίδιος δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις με την Εκκλησία, και αγνοούσε ποιος ήταν ο παπά-Σπύρος που του ανέφερε ο ιππέας στο όραμα. Με κάποια επιφυλακτικότητα, ρώτησε δήθεν αδιάφορα τον ιερέα:
—«Έχουμε στη Σύρο κανέναν παπά Σπύρο;»

Η απάντηση τον αιφνιδίασε: υπήρχε πράγματι. Παπά-Σπύρος Μιχαηλίδης, εφημέριος στον Άγιο Ιωάννη της Ποσειδωνίας. Ο Μανούσος, ωστόσο, απογοητευμένος από τη χλεύη που είχε δεχθεί όταν πρωτοεκμυστηρεύθηκε το όραμά του, απέφυγε να μιλήσει ξανά. Ούτε στον παπά-Σπύρο πήγε. Κράτησε τη σιωπή του.

Ώσπου, τη νύκτα της 2ας προς 3η Μαΐου, το όραμα επανήλθε — για τρίτη φορά. Ο ίδιος άνδρας, πάντοτε έφιππος στο φλογερό κόκκινο άλογο, πρόβαλε από τα μισογκρεμισμένα ερείπια μιας άγνωστης περιοχής, εκείνης που αργότερα θα αναγνωριστεί ως το «Πλαταιάκι». Αυτή τη φορά, η παρουσία του δεν ήταν μόνο επιβλητική, αλλά και ασυμβίβαστα επιτακτική:

«Να έρθεις να σκάψεις ΕΔΩ και να με βγάλεις από το χώμα. ΚΑΝ’ ΤΟ ΑΜΕΣΩΣ. Και ΜΗΝ ΦΟΒΗΘΕΙΣ ΚΑΝΕΝΑ».

Ο Μανούσος άρχισε να τρέμει. Τι σήμαιναν όλα αυτά τα οράματα; Από ποιον προέρχονταν; Η αγωνία του μετατρεπόταν σε υπαρξιακό φόβο. Είχε αρχίσει να αμφιβάλλει για την πνευματική του ισορροπία. Μήπως παραφρονεί; Αλλά και πάλι... δεν τόλμησε να εκμυστηρευθεί τίποτε σε κανέναν.

Ώσπου φθάνει η ημέρα της Αναλήψεως — σημαδιακή μέρα για την Ορθόδοξη παράδοση. Το νέο όραμα, το τέταρτο, θα τον συγκλονίσει εκ θεμελίων. Ο καβαλάρης, πάντα ένδοξος και φωτεινός, εμφανίστηκε πλέον όχι ως απλός πολεμιστής αλλά ενδεδυμένος με την πανοπλία αρχαίου στρατιωτικού, την ίδια που εικονίζεται στους Αγίους στρατιώτες της Εκκλησίας. Και το βλέμμα του, αν και ήρεμο, μαρτυρούσε βαθύ παράπονο:

«Δεν θα πας επιτέλους, άνθρωπέ μου, εκεί που σου υπέδειξα, να σκάψεις και να με βγάλεις από τη γη;»

Ο Μανούσος διηγείται ότι, σε τούτη την τέταρτη αποκάλυψη, ο άνδρας του έδωσε ακόμη και σαφείς οδηγίες για τις επόμενες ενέργειές του, καταλήγοντας με λόγια που δεν θα ξεχνούσε ποτέ:

«Όταν με βρεις, να πεις στην κυρία Φουστάνου να μου κτίσει εκεί το σπίτι μου...»

Ξυπνώντας έντρομος, ο Μανούσος δεν ήξερε αν έπρεπε να πάει σε γιατρό ή σε ιερέα, ή και στους δύο μαζί. Παρά την ένταση, για ακόμη μια φορά σώπασε, παραλύοντας από τον φόβο και την αμφιβολία.

Τα οράματα, όμως, δεν έπαψαν.

Ήταν Κυριακή, 24 Μαΐου 1936. Στα χαράματα, χωρίς αυτή τη φορά καμμία οπτασία, μια φωνή αντήχησε καθαρά μέσα στο μυαλό του:

«Να έρθεις εξάπαντος και γρήγορα εκεί που σου έχω πει, να με ξεθάψεις από τη γη».

«Πήγαινα να τρελαθώ», αναφέρει. «Έβλεπα οράματα, άκουγα φωνές. Ήμουν τρομοκρατημένος. Δεν τολμούσα ούτε στους συγγενείς μου να φανερωθώ μην τύχει και δουν τον φόβο χαραγμένο στο πρόσωπό μου».

Αδυνατώντας να βαστάξει άλλο, αποφασίζει τελικά να ενεργήσει. Το ψυχικό φορτίο ήταν ασήκωτο.

Το πρωί της Κυριακής, πηγαίνει στο «Πάνθεον» και βρίσκει τον Αθανάσιο Ασημακόπουλο, Ελληνοαμερικανό εγκατεστημένο στη Σύρο. Άνθρωπος σκληρός και μάλλον αδιάφορος στα της πίστεως —ορισμένοι τον χαρακτήριζαν και «βλάσφημο»— κι όμως, αυτόν διάλεξε να εμπιστευθεί. Ίσως γιατί περίμενε λιγότερες προκαταλήψεις.

Κι έγινε το αναπάντεχο: ο Ασημακόπουλος τον άκουσε προσεκτικά, χωρίς ειρωνεία. Κάτι μέσα του φαίνεται πως τον συγκίνησε, γιατί του είπε, απλά και λογικά:

«Γιατί, ρε Μανούσο, δεν πάμε να δούμε αυτό το μέρος που σου λέει αυτός ο τύπος στα όνειρά σου; Να δούμε τι έχει εκεί;»

Πήγαν. Το τοπίο ήταν ξερό και ηλιοκαμένο — μια έρημη πλατεία στην κορυφή ενός βράχου, σπαρμένη με χαλάσματα, ερείπια παλαιά και άμορφα. Πιο κάτω, εκεί που χτυπούσε η θάλασσα στη βάση του γκρεμού, σώζονταν και άλλα κατάλοιπα κτισμάτων — πιθανότατα παλαιάς μεταλλευτικής χρήσης. Οι παλιοί έλεγαν πως εκεί, στα ερείπια αυτά, είχε αρχίσει κάποτε να χτίζεται ένας ναός που έμεινε ημιτελής. Ήταν ο τόπος που οι Συριανοί ονόμαζαν άλλοτε «Πλαταιάκι», και άλλοτε «Άρμενα».

Το σημείο αυτό, για χρόνια, είχε τη φήμη του απόκρυφου. Εκεί, λέγεται, κατέφευγαν απελπισμένοι, και πολλοί είχαν αυτοκτονήσει στα κάθετα βράχια του, ιδίως εκείνα που κοιτούν προς την είσοδο του λιμανιού.

Μια τοπική παράδοση, σχεδόν λησμονημένη, ήθελε στην ίδια περιοχή να είχε ασκητεύσει κάποτε ένας ιερομόναχος ονόματι Παΐσιος. Τεκμήρια υπάρχουν: στο βιβλίο ιεροπραξιών του ναού της Μεταμορφώσεως Ερμουπόλεως καταγράφεται ήδη από το 1834 μοναχός με το όνομα αυτό — σε όλα όμοιος με τους παλαιούς ησυχαστές που απέφευγαν τον κόσμο και ζούσαν στη σιωπή.

Αργότερα, άλλος ένας ιερομόναχος —ο Ιωάσαφ, κατά την παράδοση Αρχιμανδρίτης από τα Ψαρά— επέλεξε την ίδια τοποθεσία. Το έτος 1900, αγόρασε τα κτήματα από την Αικατερίνη Μπέρκοβιτς με σκοπό να κτίσει εκεί ησυχαστήριο. Η οικοδομή ξεκίνησε, και για τη συνέχισή της δανείστηκε 700 δραχμές από έναν λεμβούχο της Σύρου. Όμως η Μητρόπολη και η Δημοτική Αρχή διέκοψαν την ανέγερση, θεωρώντας ότι οι ιδιωτικοί ναοί στερούσαν έσοδα από τις ενορίες. Με εντολή του Αρχιεπισκόπου Μεθοδίου Παπαναστασόπουλου, το έργο έπαυσε.

Έτσι, ο Ιωάσαφ εγκατέλειψε το νησί, αφήνοντας πίσω του ένα ημιτελές γιαπί — το οποίο, με τον χρόνο, μετατράπηκε σε σωρό χαλασμάτων.

Μα ήταν ακριβώς εκεί... που ο Μανούσος, κυνηγημένος από τις φωνές και τα οράματα, οδηγήθηκε τελικά. Και εκεί άρχισε το θαυμαστό.

Ο Μανούσος και ο Ασημακόπουλος κάθισαν για λίγο πάνω σε μια πέτρα, σιωπηλοί. Το βλέμμα τους περιδιάβαινε το άγριο τοπίο, μα οι σκέψεις τους ήταν στραμμένες αλλού. Ο Μανούσος άναψε τσιγάρο, μα το χέρι του έτρεμε. Ήταν πια βέβαιος πως κάτι τον καλούσε. Όχι άνθρωπος, ούτε φωνή απλή — αλλά μια ψυχή. Μια παρουσία που πονούσε, αιώνες τώρα, θαμμένη στη λήθη, ζητώντας λύτρωση.

Ο Ασημακόπουλος σηκώθηκε πρώτος.
«Ρε συ, εδώ είναι. Εδώ να σκάψουμε», είπε απλά.

Έπιασαν τα χέρια τους πέτρες και φτυάρια — ό,τι μπορούσαν να βρουν εκεί κοντά. Άρχισαν να σκάβουν στα χαλάσματα, χωρίς σχέδιο, μόνο με τη βεβαιότητα που έδινε το όραμα. Ο ήλιος ανέβαινε ψηλά, η ζέστη αύξανε, μα αυτοί δεν σταματούσαν. Ώσπου κάποια στιγμή, η αξίνα χτύπησε σε κάτι που δεν ήταν ούτε πέτρα, ούτε χώμα.

Ξεχώρισε καθαρά — ήταν οστό. Ανθρώπινο.

Έσκαψαν προσεκτικά γύρω του. Ήταν όντως σκελετός ανθρώπου, θαμμένος πρόχειρα, μέσα σε ένα φτωχό λάκκο, χωρίς φέρετρο, χωρίς σήμαντρο. Μόνο με ένα λείψανο θαμμένο τιμητικά: ένα σκουριασμένο, αλλά διακριτό, τμήμα από δερμάτινο υποδήματα στρατιωτικού τύπου. Δίπλα του, λίγα μεταλλικά τεμάχια — ίχνη από πανοπλία. Και πιο πέρα, θαμμένο μαζί του... κάτι που τους άφησε άφωνους.

Ένα δακτυλίδι. Βαρύ, χρυσό, με εγχάρακτο σταυρό. Όχι απλό σύμβολο — μα στρατιωτικό λάβαρο.

Ο Μανούσος πάγωσε. Είχε ιδεί στον ύπνο του το ίδιο ακριβώς δακτυλίδι στο χέρι του ιππέα. Δεν ήταν φαντασία. Ήταν τούτος εδώ ο νεκρός. Κι ήταν Άγιος.

Τη στιγμή εκείνη, ο αέρας —λένε οι παρόντες— άλλαξε. Μια ευωδία αδιόρατη, που δεν προερχόταν από πουθενά, πλημμύρισε το χώρο. Δεν ήταν αρωματική, αλλά πνευματική. Ανεξήγητη. Όπως αυτή που μαρτυρείται συχνά στις ανακομιδές Αγίων Λειψάνων.

Ο Μανούσος, κατασυγκινημένος, έβαλε τα γόνατα στη γη και προσευχήθηκε — πρώτη φορά ίσως στη ζωή του. Ο Ασημακόπουλος στεκόταν δίπλα, σοβαρός, χωρίς λόγια.

Το νέο μαθεύτηκε γρήγορα. Πρώτος που ειδοποιήθηκε ήταν ο παπα-Σπύρος Μιχαηλίδης — ο ίδιος που του είχε αναφερθεί στο δεύτερο όραμα. Μαζί με τον παπα-Αντώνιο και λίγες γυναίκες από το εκκλησίασμα, ανέβηκαν αμέσως στον τόπο.

Κανείς δεν αμφέβαλε για το θαύμα. Ο νεκρός άνδρας —που δεν είχε αποσυντεθεί πλήρως, μολονότι θαμμένος επί αιώνες— δεν είχε καμμιά σήψη. Το κρανίο του έφερε έντονο τραύμα, από ξίφος ή πέλεκυ, μα το πρόσωπο παρέμενε σεμνό, ειρηνικό. Είχε το αδιόρατο ύφος μαρτυρικού κοιμωμένου.

Οι ιερείς έψαλαν επιτόπου τρισάγιο και με δέος μετέφεραν τα λείψανα σε ασφαλές μέρος. Ο Μανούσος επέμεινε να κτιστεί στο σημείο ναός. Θυμήθηκε τα λόγια του ιππέα:
«Να πεις στην κυρία Φουστάνου να μου κτίσει εκεί το σπίτι μου...»

Κι αυτή —η Κυρία Άννα Φουστάνου, ευσεβής Συριανή και φιλάνθρωπη, με πλούσια δράση στο νησί— όταν έμαθε το γεγονός, ανταποκρίθηκε. Ενίσχυσε οικονομικά την ανέγερση του μικρού ναού.

Το όνομα του Αγίου παρέμενε άγνωστο. Ο Μανούσος, σε νέο όραμα, ρώτησε επίμονα τον ιππέα:
«Πες μου ποιος είσαι, να το πω στον κόσμο!»

Και ο καβαλάρης, χωρίς δισταγμό, αποκρίθηκε:
«Είμαι ο Άγιος Δημήτριος».

Ήταν πράγματι εκείνος ο Μυροβλύτης — που φάνηκε όχι στη Θεσσαλονίκη αυτή τη φορά, αλλά στη Σύρο, στην άκρη του Αιγαίου. Ο στρατιώτης του Χριστού, ο μάρτυρας, ο έφιππος προστάτης — που δεν άφησε το σώμα του στη λήθη, αλλά ζήτησε να επανέλθει στην τιμή, στο φως και στην προσευχή.

Και έτσι, στο Πλαταιάκι της Σύρου, κτίστηκε μικρός ναός επ' ονόματι του Αγίου Δημητρίου του Μυροβλύτου. Εκεί, κάθε χρόνο, τελείται πανηγύρι με δάκρυα ευγνωμοσύνης, θυμίαμα και πίστη. Και ακόμη κι αν δεν σώθηκαν επίσημες πράξεις της Εκκλησίας για την ανακομιδή, διασώθηκε το ουσιώδες: η πίστη των απλών ανθρώπων, η θαυμαστή μνήμη, και η ζωντανή παρουσία του Αγίου που διάλεξε τη Σύρο για κατοικία του.

Το πρωινό της Κυριακής, 24 Μαΐου 1936, ο Μανούσος Πελέκης και ο Αθανάσιος Ασημακόπουλος αντίκρισαν ένα θέαμα αποκαρδιωτικό: παντού χαλάσματα, ηλιοκαμένα και σκεπασμένα με σκόνη. Παρά το σκηνικό εγκατάλειψης, αποφασίζουν να επιστρέψουν την επομένη για να ξεκινήσουν σκάψιμο. Ήταν η Δευτέρα, 25 Μαΐου. Μαζί τους πήραν έναν τρίτο, έμπιστο φίλο, τον εικοσιπεντάχρονο εργάτη του Δήμου, Γιάννη Μουστάκα.

Ο Μουστάκας, κάτοικος της συνοικίας των Ταξιαρχών, εργαζόταν έκτακτα ως σκαφέας για τον Δήμο. Δεν γνώριζε τίποτε για τα όνειρα του Πελέκη ούτε τον σκοπό της εκστρατείας τους. Του είχαν απλώς ζητήσει να τους ακολουθήσει, λέγοντάς του: «σκάβε, και όταν βρούμε αυτό που ψάχνουμε, θα καταλάβεις». Θυμόταν αργότερα, με κάποια χιουμοριστική πικρία, ότι δεν πληρώθηκε ποτέ για αυτήν του την εργασία.

Ξεκινούν το σκάψιμο στο σημείο που είχε υποδείξει στο όνειρο ο μυστηριώδης νεαρός Αξιωματικός. Ο Μουστάκας σκάβει, ο Πελέκης φτυαρίζει, ο Ασημακόπουλος επιβλέπει. Είχαν απομακρύνει ήδη περίπου ενάμισι τόνο χώμα από εμβαδόν τεσσάρων τετραγωνικών μέτρων και βάθος πενήντα εκατοστών, όταν ο Μανούσος πρόσεξε ανάμεσα στα φτυαρισμένα χώματα ένα μικρό αντικείμενο.

Σταματά την εργασία και το πιάνει στα χέρια του. Αρχικά του φάνηκε ως πέτρινη πλάκα, όμως συνειδητοποιεί πως είναι ξύλινη εικόνα καλυμμένη από χώματα. Παραμερίζοντας τη σκόνη, διακρίνει το φωτοστέφανο – γυαλιστερό ακόμη και μέσα στη λάσπη. Η συγκίνηση είναι έκδηλη. Φωνάζει από χαρά και όλοι μαζεύονται γύρω του.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή, κανείς τους δεν είχε συνειδητοποιήσει πως ίσως αναζητούσαν μια εικόνα Αγίου. Ούτε στον Μουστάκα είχαν εξηγήσει τι έψαχναν. Τώρα, κρατώντας τη βρεγμένη από το χώμα εικόνα με το φωτεινό φωτοστέφανο, αντιλαμβάνονται πως η αποκάλυψη αφορά ιερό εύρημα. Την τυλίγουν με προσοχή σε εφημερίδα και, με σκιρτώντα βήματα, διασχίζουν την κακοτράχαλη περιοχή προς την πόλη.

Καταφεύγουν στη Μητρόπολη και παραδίδουν την εικόνα στον Μητροπολίτη Φιλάρετο. Εκεί, σε ήρεμη ατμόσφαιρα πλέον, ο Πελέκης εξιστορεί όσα είχε δει σε όνειρο: φωνές, οράματα, μορφές. Μια ιστορία που ούτε ο ίδιος πίστευε μέχρι τη στιγμή εκείνη.

Η εικόνα καλύπτεται από χώματα και λάσπες. Ο Μητροπολίτης, αυθόρμητα, επιχειρεί να την καθαρίσει. Ένας διάκονος προτείνει να χρησιμοποιηθεί λάδι αντί για νερό, ώστε να αποφευχθεί περαιτέρω φθορά. Όταν αυτό γίνεται, αποκαλύπτεται η μορφή ενός Αγίου, νεαρού, άτριχου, έφιππου σε κόκκινο άλογο, με χρυσό φωτοστέφανο και κοντάρι στολισμένο με κόκκινη κορδέλα. Δεν υπήρχε επιγραφή, όμως όλοι διαισθάνονται πως πρόκειται για τον Άγιο Δημήτριο.

Η εικόνα, διαστάσεων 16x13 εκατοστών, φέρει υποστρώματα γύψου και έντονα φθαρμένα άκρα. Οι ειδικοί που προσήλθαν στη Σύρο από την Αθήνα και αλλού, χαρακτήρισαν το έργο λαϊκής αγιογραφίας, ανεξάρτητο από γνωστές σχολές, και πιθανόν φιλοτεχνημένο κατά την περίοδο της Άλωσης.

Ο Φιλάρετος διερευνά το παρελθόν του Πελέκη. Όλοι τον γνωρίζουν: φιλήσυχος, αγαθός, χωρίς σχέσεις με τα εκκλησιαστικά. Άρα, δεν υπήρχε δόλος. Το γεγονός, ωστόσο, διαδίδεται ραγδαία. Ο λαός συρρέει στη Μητρόπολη. Η εύρεση μετατρέπεται σε γεγονός πανελλήνιας σημασίας. Οι εφημερίδες μιλούν για θαύμα.

Στις 9 Ιουνίου, ο Ασημακόπουλος εμφανίζεται στον Μητροπολίτη και του προσφέρει 150.000 δραχμές για να ανεγείρει, με δικές του δαπάνες, ναό στον τόπο ευρέσεως. Ο Φιλάρετος απευθύνεται αμέσως στην Ιερά Σύνοδο. Στις 11 Ιουνίου λαμβάνει την απαιτούμενη άδεια. Η ιδέα πως η εύρεση δεν είναι τυχαία αλλά θείο σημάδι, παγιώνεται.

Η αριστοκρατική οικογένεια Φουστάνου προσφέρει επιπλέον χρηματοδότηση. Την Τετάρτη 10 Ιουνίου, οι καμπάνες ηχούν χαρμόσυνα σε όλο το νησί. Η εικόνα μεταφέρεται στον ναό της Μεταμορφώσεως και τίθεται σε κοινή προσκύνηση. Ακολουθεί λαμπρή λιτανεία προς τον Άγιο Νικόλαο με συμμετοχή χιλιάδων προσκυνητών και δημοσιογράφων.

Αρχές Ιουνίου, αρχίζει η οικοδομή του ναού στον τόπο ευρέσεως. Το σημείο είναι δυσπρόσιτο. Οδοποιία δεν υπάρχει, μόνο ένας επικίνδυνος χωματόδρομος. Τη διάνοιξη και ασφαλτόστρωση αναλαμβάνουν η οικογένεια Φουστάνου και ο Διονύσιος Σιγάλας. Αρχιτέκτων ορίζεται ο περίφημος Γεώργιος Νομικός, διακεκριμένος δημιουργός βυζαντινών ναών.

Για τη συγκέντρωση επιπλέον πόρων, αποφασίζουν να πλειστηριάσουν τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν στον θεμέλιο λίθο. Ο Ευάγγελος Βλάχος δίνει γενναίο ποσό για να τα αποκτήσει. Έτσι, με πίστη, προσφορά και συγκίνηση, ξεκινά η οικοδόμηση ενός ναού που δεν θα στεγάσει μόνο μια εικόνα, αλλά την ελπίδα ενός λαού.

Αρχές Ιουνίου, αρχίζει η οικοδομή του ναού στον τόπο ευρέσεως. Το σημείο είναι δυσπρόσιτο. Οδοποιία δεν υπάρχει, μόνο ένας επικίνδυνος χωματόδρομος. Τη διάνοιξη και ασφαλτόστρωση αναλαμβάνουν η οικογένεια Φουστάνου και ο Διονύσιος Σιγάλας. Αρχιτέκτων ορίζεται ο περίφημος Γεώργιος Νομικός, διακεκριμένος δημιουργός βυζαντινών ναών.

Για τη συγκέντρωση επιπλέον πόρων, αποφασίζουν να πλειστηριάσουν τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν στον θεμέλιο λίθο. Ο Ευάγγελος Βλάχος δίνει γενναίο ποσό για να τα αποκτήσει. Έτσι, με πίστη, προσφορά και συγκίνηση, ξεκινά η οικοδόμηση ενός ναού που δεν θα στεγάσει μόνο μια εικόνα, αλλά την ελπίδα ενός λαού.
Οι εργασίες προχωρούν με εντατικό ρυθμό, παρά τις τεχνικές δυσκολίες. Οι εργάτες εργάζονται με αυτοθυσία, συχνά χωρίς αμοιβή, παρακινημένοι από τη συνείδηση ότι συμμετέχουν σε έργο ιερό. Στην πόλη επικρατεί συγκίνηση και ενθουσιασμός. Κάθε μέρα, νέοι πιστοί καταφθάνουν για να προσκυνήσουν την εικόνα, ενώ οι κάτοικοι της Σύρου προσφέρουν υλικά, τρόφιμα και προσωπική εργασία για την αποπεράτωση του ναού.

Τον Αύγουστο, η εικόνα μεταφέρεται πανηγυρικά από τον ναό της Μεταμορφώσεως στον υπό ανέγερση ναό, σε νέα λιτανεία με πρωτοφανή συμμετοχή. Οι δρόμοι στρώνονται με βάγια και ροδοπέταλα· το νησί ζει στιγμές πρωτοχριστιανικής κατάνυξης. Στο πέρασμα της εικόνας, άνθρωποι πέφτουν στα γόνατα, άλλοι ακουμπούν πάνω της φωτογραφίες και ρούχα αγαπημένων προσώπων, προσμένοντας ιάσεις και θαυματουργία.

Οι πρώτες αφηγήσεις θαυμάτων δεν αργούν να εμφανιστούν. Μια μητέρα από την Πάρο ισχυρίζεται ότι θεράπευσε το παράλυτο παιδί της μετά από προσευχή ενώπιον της εικόνας. Ένας ναυτικός αφηγείται ότι γλίτωσε από τρικυμία φωνάζοντας «Άγιε Δημήτριε, σώσε με!» και πως είδε στο βάθος της θάλασσας το φωτεινό φωτοστέφανο. Οι εφημερίδες γεμίζουν με μαρτυρίες και διηγήσεις· άλλες υπερβολικές, άλλες μεστότατες από πίστη και ελπίδα.

Ο ναός ολοκληρώνεται σε λιγότερο από έναν χρόνο – γεγονός που θεωρείται από μόνο του θαυμαστό. Τα θυρανοίξια γίνονται παρουσία του Μητροπολίτη, του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, πλήθους κληρικών και χιλιάδων πιστών. Ο Μανούσος Πελέκης, ντυμένος απλά, στέκεται αμίλητος στην άκρη, κρατώντας ένα κερί. Δεν επιζητά δόξα· η σιωπή του είναι βαθύτερη ομολογία απ’ ό,τι θα μπορούσε να εκφέρει οποιοσδήποτε λόγος.
Η εικόνα τοποθετείται σε μαρμάρινο προσκυνητάρι, στο κέντρο του ναού. Η επιγραφή κάτω από αυτήν αναγράφει απλά:
«Εὑρέθη δι’ ὀράματος, Μάιος 1936 – Τῷ Ἁγίῳ Δημητρίῳ ἀνέθηκε λαὸς ἐκγνώμων».

Σήμερα, ο ναός στέκει ακόμα, φάρος πίστης και σημείο αναφοράς για τη Σύρο. Η εύρεση της εικόνας δεν ήταν απλώς μια συγκυρία, αλλά σταθμός μνήμης και πνευματικής αφύπνισης. Όχι μόνο γιατί αποκαλύφθηκε κάτι θαμμένο, αλλά γιατί ξύπνησε κάτι θαμμένο στις καρδιές των ανθρώπων.

Ακολουθήστε μας στο Google News

Google News <-----Google News

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Άγιος Μάριος επίσκοπος Σεβαστείας

Άγιος Πέτρος Ιερομάρτυρας, από την Καπιτώλιο, 4 Οκτωβρίου

Μεταφορά από τη Μάλτα στο Γκάτσινα τμήματος του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού του Κυρίου, μαζί με την εικόνα της Παναγίας της Φιλερμίου και το δεξί χέρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, 12 Οκτωβρίου

Νέα

Φωτογραφία της ημέρας

Σαν σήμερα



Εορτασμοί σήμερα


Αναρτήσεις...

  • Φόρτωση αναρτήσεων...

Φωτογραφίες

Βίντεο

Πρόσωπα

Συνταγές

ΓηΤονια

Χαμένες Πατρίδες

Ρετρό

Σιδή Ρόκ Άστρο

Ο χαζός του χωριού