Η εξέγερση στην πόλη των Σερρών αποτράπηκε και προκάλεσε βίαιες αντιδράσεις από τον τουρκικό πληθυσμό, 8 Μαΐου 1821
Η οικογένεια του Εμμανουήλ Παπά, ο οποίος είχε ήδη φύγει για το Άγιον Όρος για να ηγηθεί της επαναστατικής δράσης στη Μακεδονία, υπήρξε από τις πρώτες που διώχθηκαν. Η σύζυγός του Φαίδρα και τα παιδιά τους φυλακίστηκαν, ενώ η περιουσία του δημεύθηκε. Η πόλη βρέθηκε υπό ασφυκτική πίεση και υπήρξε κίνδυνος ευρείας αιματοχυσίας.
Με την αποφασιστική παρέμβαση του Μητροπολίτη Σερρών Χρύσανθου και με τη διαμεσολάβησή του προς τις οθωμανικές αρχές, κατέστη δυνατή η εκτόνωση της κρίσης και αποφεύχθηκαν εκτεταμένες σφαγές και η πλήρης καταστροφή του ελληνικού πληθυσμού της πόλης.
Ο ηγούμενος της Μονής Τιμίου Προδρόμου Σερρών Δαμασκηνός συνελήφθη και οδηγήθηκε σε φυλάκιση και φρικτά βασανιστήρια μαζί με αρκετούς ιερομόναχους, κάποιοι εκ των οποίων τερμάτισαν τον βίο τους από τις κακουχίες αυτές
Συγκεκριμένα, την Κυριακή 8 Μαΐου 1821, ημέρα κατά την οποία η αγορά των Σερρών ήταν ανοικτή και έσφυζε από εμπορική και κοινωνική κίνηση, τέθηκε σε εφαρμογή σχέδιο που είχαν καταστρώσει οι τοπικές οθωμανικές αρχές με σκοπό την καταστολή κάθε επαναστατικής ενέργειας στον ελληνικό πληθυσμό της πόλης. Το σχέδιο περιελάμβανε τη μαζική σύλληψη επιφανών Ελλήνων κατοίκων των Σερρών ως ομήρων, καθώς και ταυτόχρονες εφόδους τόσο στη Μητρόπολη όσο και σε οικίες προκρίτων και στο μοναστήρι της Λιόκαλης. Οι ενέργειες αυτές είχαν ως στόχο την κατάσχεση όπλων, τη σύλληψη και φυλάκιση όσων τα κατείχαν και όσων θεωρούνταν οργανωτές ή υποστηρικτές της επαναστατικής κίνησης, ενώ παράλληλα είχε προβλεφθεί και η εξόντωση οποιουδήποτε προέβαλλε αντίσταση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, επιδιωκόταν η πλήρης και οριστική καταστολή, τόσο στο υλικό όσο και στο ψυχολογικό επίπεδο, κάθε εγχειρήματος ή πρόθεσης των Σερραίων να συμμετάσχουν στον γενικό εθνικό ξεσηκωμό.
Ο ιστοριογράφος Στράτης περιγράφει με έντονη δραματικότητα τις κρίσιμες εκείνες ώρες, υπογραμμίζοντας τον ρόλο του Καϊμακάμη, ο οποίος, εν αντιθέσει προς τη φανατική μερίδα των Οθωμανών, ενήργησε με σύνεση και ψυχραιμία:
«Ο Καϊμακάμης, μη συμμεριζόμενος τας ιδέας των φανατικών Τούρκων, σπεύδει αμέσως έφιππος μετ’ εφίππων χωροφυλάκων εις την Οθωμανικήν συνοικίαν, κραυγάζων και διατάσσων ίνα μηδείς Τούρκος εξέλθη της οικίας του μηδέ να επιχειρήση τι κατά των Χριστιανών, διότι θα κρεμασθή. Αι απειλαί ανεχαίτισαν τους σφαγείς και η ομογένεια των Σερρών εσώθη. Ήν δε ογδόη του Μαΐου του 1821, μνήμη του Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου».
Ωστόσο, η αφήγηση του Νικολάου Κασομούλη, ο οποίος βασίζεται σε επιστολή του πατέρα του με ημερομηνία 8 Μαΐου, αποδίδει την εξέλιξη των γεγονότων υπό διαφορετικό πρίσμα, επισημαίνοντας την ένταση και την τρομοκρατική διάσταση της επίθεσης:
«Άμα έφθασεν η είδησις των Καραβιών, η ημέρα ήτον Κυριακή και παζάρι, 8η Μαΐου· έξαφνα μια φωνή γενική από τους Τούρκους: “Κιλίτζ!” (σπαθί) και πηδήσαντες από τα αργαστήρια και από όπου ήτον ο καθείς, οι μεν εμάζωξαν τους ευρισκομένους χωριάτας αγεληδόν εις τα χάνια, οι δε ώρμησαν εις τα σημαντικά σπίτια. Ο Αμπτούλαγας μόνος του με έως 500 πολιόρκησεν την Μητρόπολιν και ζήτησεν εντός μιας ώρας να φέρουν όλοι οι Ρωμαίοι τα άρματα. Ούτως λοιπόν άρχισαν μικροί - μεγάλοι και τα παρέδωσαν σχεδόν όλα· εις εμένα εδώ [στο μοναστήρι] ήλθαν μερικοί πρώτον εχθροί μας παλαιοί και δεν ευρέθην “εκεί”· άρπαξαν τα ντουφέκια και τα πιστόλια όλα, το δε μπαρούτι δεν το ηύραν».
Η διπλή μαρτυρία, τόσο του Στράτη όσο και του Κασομούλη, προσφέρει μια πολύτιμη και σύνθετη εικόνα των γεγονότων της ημέρας εκείνης: από τη μία, την αποφασιστική στάση του Καϊμακάμη που φέρεται να αποσόβησε ευρύτερη αιματοχυσία· από την άλλη, την βίαιη έφοδο και τον τρόμο που σκόρπισε η κινητοποίηση των Οθωμανών στρατιωτών και πολιτών εις βάρος των Ελλήνων. Η αντίθεση αυτή, ανάμεσα στη συγκρατημένη διοικητική παρέμβαση και στη λαϊκή οργή των Οθωμανών, καταδεικνύει την πολυπλοκότητα των γεγονότων και τη ρευστότητα των σχέσεων εξουσίας και επιβίωσης μέσα στον κόσμο της προεπαναστατικής και πρώιμης επαναστατικής Μακεδονίας.
Έκτοτε, η 8η Μαΐου, που συμπίπτει με την εορτή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, τιμάται τοπικά ως ημέρα ιστορικής μνήμης για τα γεγονότα εκείνα.

