Άγιος Άλντχελμ, 25 Μαΐου
Ο Άγιος Άλντχελμ (Aldhelm, παλαιοαγγλικά: Ealdhelm, λατινικά: Aldhelmus Malmesberiensis, περ. 639 – 25 Μαΐου 709)) έζησε τον 6ο αιώνα μ.Χ. και ήταν επίσκοπος της πόλης Sherborne.
Ηγούμενος της Μονής του Μάλμσμπερι, Επίσκοπος του Σέρμπορν και λόγιος ποιητής της λατινικής γραμματείας, γεννήθηκε πριν από τα μέσα του 7ου αιώνα. Κατά μία εκδοχή υπήρξε υιός του Κέντεν, μέλους της βασιλικής οικογένειας του βασιλείου του Ουέσσεξ. Κατά τον πρώτο βιογράφο του Φαρίτιο, ισχυρισμό που θεωρείται ανακριβής, φερόταν ως αδελφός του βασιλέως Ίνε. Μετά την κοίμησή του τιμήθηκε ως άγιος, με ημερομηνία μνήμης την 25η Μαΐου, ημέρα της κοιμήσεώς του.
Νεανικά χρόνια και παιδεία
Ο Άλντχελμ έλαβε την πρώτη του εκπαίδευση από τον Ιρλανδό λόγιο και μοναχό Μαέλντουβ (γνωστός και ως Μέιλνταμπ, Μέιλντουλφ ή Μέλντουν), ο οποίος είχε εγκατασταθεί σε βρετανικό οχυρό στην τοποθεσία Μπλέιντον (ή Μπλάντοου), όπου μετέπειτα ανεπτύχθη η πόλη που φέρει το όνομά του: Μαλντουμπέρι, Μαλντούμπεσμπουργκ, Μέλντουνσμπουργκ κ.λπ., και τελικώς Μάλμσμπερι.
Το έτος 668, ο πάπας Βιταλιανός απέστειλε τον Θεόδωρο τον εκ Ταρσού ως Αρχιεπίσκοπο Καντουαρίας, ενώ ταυτόχρονα ο Βορειοαφρικανός λόγιος Ανδριανός διορίστηκε ηγούμενος της Μονής του Αγίου Αυγουστίνου στην Καντουαρία. Ο Άλντχελμ υπήρξε μαθητής του Ανδριανού, τον οποίο τιμητικά αποκαλεί «σεβάσμιο διδάσκαλο της αγροίκου παιδικής μου ηλικίας». Παρόλα αυτά, πρέπει να ήταν ήδη περίπου τριάντα ετών όταν άρχισε τις σπουδές του υπό τον Ανδριανό.
Το πρόγραμμα σπουδών του περιελάμβανε το Ρωμαϊκό Δίκαιο, την Αστρονομία, την Αστρολογία, την αριθμητική και τη μελέτη του ημερολογίου. Κατά τα πρώιμα βιογραφικά κείμενα, των οποίων η ακρίβεια αμφισβητείται, φέρεται να μελέτησε και τα ελληνικά και τα εβραϊκά. Είναι βέβαιο ότι στα έργα του εισάγει πλήθος ελληνικών λέξεων με λατινική μορφή.
Λόγω ασθενείας, ο Άλντχελμ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Καντουαρία και επέστρεψε στη Μονή του Μάλμσμπερι, όπου υπηρέτησε ως μοναχός υπό τον Μαέλντουβ επί δεκατέσσερα έτη, πιθανότατα από το 661, καλύπτοντας και το διάστημα των σπουδών του κοντά στον Ανδριανό.
Ηγούμενος της Μονής του Μάλμσμπερι
Όταν εκοιμήθη ο Μαέλντουβ, ο Άλντχελμ διορίστηκε διάδοχός του, το 675, κατά μαρτυρία χάρτου αμφιβόλου γνησιότητας που παραθέτει ο ιστορικός Γουλιέλμος του Μάλμσμπερι. Ο διορισμός του φέρεται να έγινε υπό του Επισκόπου Ουίντσεστερ Λεύθερου (671–676).
Ο Άλντχελμ εισήγαγε τον Κανόνα του Αγίου Βενεδίκτου και εξασφάλισε το δικαίωμα εκλογής ηγουμένου από την αδελφότητα. Υπό την ηγεσία του, η μοναστική κοινότητα του Μάλμσμπερι αυξήθηκε σημαντικά και κατόρθωσε να ιδρύσει δύο νέα μοναστικά κέντρα με χαρακτήρα πνευματικών φάρων: στη Φρουμ του Σόμερσετ και στο Μπράντφορντ-ον-Έιβον του Γουίλτσιρ.
Κατά τη διάρκεια προσκυνηματικού του ταξιδιού στη Ρώμη, ο Άλντχελμ έλαβε την άδεια από τον Πάπα Σέργιο Α΄, δια Παπικής Βούλλας του έτους 701, να ιδρύσει τη Μονή στη Φρουμ, όπου είχε ήδη ανεγείρει ναό περί το 685. Ο ναός του Αγίου Λαυρεντίου στο Μπράντφορντ-ον-Έιβον ανάγεται στην εποχή του και μπορεί να αποδοθεί ασφαλώς στην εποπτεία του.
Στο Μάλμσμπερι ανεγείρει νέο καθολικό ναό σε αντικατάσταση του ταπεινού ναΐσκου του Μαέλντουβ και εξασφαλίζει εκτεταμένες δωρεές γαιών για τη μονή.
Ο Άλντχελμ παρέμεινε ηγούμενος της μονής έως περ. το 705, οπότε και ανέλαβε τον επισκοπικό θρόνο του Σέρμπορν.
Η διαμάχη περί του Πάσχα
Ο Άλντχελμ ανετέθη από σύνοδο της Εκκλησίας του Ουέσσεξ να διαμαρτυρηθεί προς τους Βρετανούς της Δουμνονίας (σημερινές περιοχές Ντέβον και Κορνουάλη) σχετικά με τη διαφωνία περί του εορτασμού του Πάσχα. Οι Βρετανοί χριστιανοί ακολουθούσαν ιδιότυπο υπολογισμό της ημερομηνίας του Πάσχα και έφεραν ιδιαίτερο τύπο κουράς μοναχικής· τα έθιμα αυτά συνδέονται γενικώς με την παράδοση του αποκαλουμένου Κελτικού Χριστιανισμού.
Ο Άλντχελμ απηύθυνε εκτενέστατη και μάλλον οξεία επιστολή προς τον βασιλέα Γκερέιντ της Δουμνονίας (Geruntius), επιτυγχάνοντας τελικώς τη σύμπλευση με τη ρωμαϊκή πρακτική. Κατά την ίδια εποχή, επισκέφθηκε αυτοπροσώπως τις περιοχές του Ντέβον και της Κορνουάλης, πιθανώς στο πλαίσιο διπλωματικής αποστολής, την οποία περιγράφει στο έργο του Carmen Rhythmicum.
Επίσκοπος του Σέρμπορν
Περί το έτος 705, ή ενδεχομένως νωρίτερα, εκοιμήθη ο Επίσκοπος Ουίντσεστερ Χέντε (Hædde), και η επισκοπή διαιρέθη εις δύο μέρη. Το νέο επισκοπικό κέντρο του Σέρμπορν ανεδείχθη, και ο Άλντχελμ κατέστη ο πρώτος του επίσκοπος.
Επιθυμών να παραιτηθεί από την ηγουμενία της Μονής του Μάλμσμπερι, την οποία διηύθυνε επί τριάντα έτη, υπεχώρησε τελικώς ενώπιον των παρακλήσεων των μοναχών και συνέχισε να την καθοδηγεί μέχρι της κοιμήσεώς του. Αν και ήδη προχωρημένης ηλικίας, επέδειξε ζωηρότατη δραστηριότητα κατά την εκτέλεση των νέων ποιμαντικών του καθηκόντων.
Ο ναός της επισκοπής τον οποίο ανήγειρε στο Σέρμπορν, αν και αργότερα αντικαταστάθηκε από ναό νορμανικής αρχιτεκτονικής, περιγράφεται από τον Γουλιέλμο του Μάλμσμπερι. Ως επίσκοπος, ο Άλντχελμ φανέρωσε ιδιαίτερον ζήλο, φθάνοντας στο σημείο να εξέρχεται σε δημόσιους χώρους και να ψάλλει ύμνους και περικοπές από τα Ευαγγέλια, παρεμβάλλοντας ενίοτε στοιχεία χιουμοριστικά, προκειμένου να προσελκύσει την προσοχή του λαού στο σωτήριο μήνυμά του.
Το Όργανο
Κατά τον Rogers, ο Άλντχελμ ισχυρίζεται ότι κατασκεύασε πρωτοποριακό μουσικό όργανο· «όργανον δυνατόν, με άπειρους ήχους, κινούμενον με φυσούνες και περικλειόμενον σε επίχρυση θήκη». Δεν είναι σαφές από την αναφορά του εάν το όργανο ήταν καινοτόμο καθ’ εαυτό ή απλώς ασυνήθιστο για τον τόπο ή τις περιστάσεις· ενδέχεται να πρόκειται για σημαντική τεχνολογική πρόοδο έναντι των υπαρχόντων οργάνων.
Κοίμησις και τιμή της μνήμης του
Ο Άλντχελμ εκοιμήθη κατά τη διάρκεια ποιμαντικών περιοδειών εντός της επισκοπής του, εν έτει 709, στον ναό του χωρίου Doulting. Ο Ναός του Αγίου Άλντχελμ και η Πηγή του Αγίου Άλντχελμ στο ίδιο χωριό είναι αφιερωμένα εις την μνήμη του. Το ιερό του σκήνωμα μετεκομίσθη εις Μάλμσμπερι, και στα σημεία στάσης της λιτανείας εστήθησαν σταυροί υπό του φίλου του, Εγκουίν, Επισκόπου του Γουόρσεστερ.
Ετάφη στον ναό του Αγίου Μιχαήλ της Μονής Μάλμσμπερι. Οι βιογράφοι του καταγράφουν θαύματα τα οποία επιτελέσθηκαν τόσο κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του όσο και μεταγενεστέρως στον τόπο του τάφου του, ως σημείο της αγιότητός του.
Το ακρωτήριον της κομητείας Ντόρσετ, το οποίο συχνά ονομάζεται "Κεφαλή του Αγίου Αλβάνου" (St Alban's Head), φέρει ορθότερα την επωνυμία "Κεφαλή του Αγίου Άλντχελμ" (St Aldhelm’s Head), εις τιμήν του.
Μετά την κοίμησή του, ο Άλντχελμ ετιμήθη ως άγιος· η μνήμη του εορτάζεται στις 25 Μαΐου. Τα ιερά του λείψανα μετεκομίσθησαν το έτος 980 από τον Αρχιεπίσκοπο Καντουαρίας Δούνσταν.
Τιμάται με ανδριάντα στο κόγχο υπ’ αριθμόν 124 της δυτικής προσόψεως του Καθεδρικού Ναού του Σώλσμπερυ. Έτερον άγαλμα του Αγίου, έργο της Marzia Colonna, ανεγέρθη το 2004 στην Αββαεία του Σέρμπορν. Η σημαία του Αγίου Άλντχελμ, λευκός σταυρός επί ερυθρού πεδίου (ανεστραμμένο χρώμα της σημαίας του Αγίου Γεωργίου), δύναται να υψώνεται κατά την εορτή του.
Στην Εκκλησία της Αγγλίας, ο Άγιος Άλντχελμ μνημονεύεται με επίσημη ημέρα τιμής στις 25 Μαΐου.
Το έτος 2023, μία ποιμαντική περιοχή της Ρωμαιοκαθολικής Επισκοπής Κλίφτον ωνομάσθη εις τιμήν του Αγίου Άλντχελμ.
Τα άπαντα του Αγίου Άλντχελμ εκδόθηκαν από τον Rudolf Ehwald υπό τον τίτλο Aldhelmi Opera (Βερολίνο, 1919). Προγενέστερη έκδοση έγινε υπό του J. A. Giles, στη σειρά Patres Ecclesiae Anglicanae (Οξφόρδη, 1844), και επανεκτυπώθηκε από τον J. P. Migne στον τόμο 89 της Patrologiae Cursus (1850).
Φήμη κατά την εποχή του
Η φήμη του Αγίου Άλντχελμ ως λογίου εξεπεράσθη τα όρια της Αγγλίας. Ο Άρτουιλ, υιός Ιρλανδού βασιλέως, υπέβαλε τα συγγράμματά του εις την κρίση του Αγίου, ενώ ο Κελλανός, Ιρλανδός μοναχός εκ Περόννης, συγκαταλέγεται μεταξύ των επιστολικών του ανταποκριτών.
Ο Άγιος Άλντχελμ υπήρξεν ο πρώτος, κατά το δυνατόν γνωστόν, από τους Αγγλοσάξονες που συνέγραψε στίχους εις την Λατινικήν. Η επιστολή του προς τον Ακίρκιον (ο οποίος ταυτίζεται με τον Άλντφριθ ή Έντφριθ, βασιλέα της Νορθούμπρια), αποτελεί πραγματείαν περί της λατινικής προσωδίας, απευθυνόμενη προς τους συμπατριώτες του. Εις το έργον αυτό περιλαμβάνονται τα περίφημα "Αινίγματα" του, εκατόν ένα εις αριθμόν, συντεθειμένα εις εξάμετρους λατινικούς στίχους. Έκαστον εξ αυτών αποτελεί αυτάρκη εικών, και το εκτενέστερον εξ αυτών, «Περί της Κτίσεως» (De creatura), εκτείνεται εις 83 στίχους.
Η αναγνώρισις της σοφίας του Άλντχελμ ήδη από την εποχή του μαρτυρείται υπό του αγίου Βέδα του Σεβαστού, ο οποίος εις την «Εκκλησιαστική Ιστορία του Αγγλικού Έθνους» (5.18) τον αναφέρει ως "θαύμα λογιοσύνης". Η φήμη του έφθασε έως και την Ιταλία, και, κατόπιν αιτήσεως του Πάπα Σέργιου Α΄, επισκέφθη την Ρώμη, αν και η επίσκεψις αυτή δεν μαρτυρείται εις τα διασωθέντα συγγράμματά του. Κατά την επιστροφήν του, κομίζων προνόμια διά την μονήν του και ένα περικαλλές θυσιαστήριον, έτυχε θερμής υποδοχής εκ μέρους του λαού.
Ο Άλντχελμ έγραφε εις επιτήδευμένη, πομπώδη και εξαιρετικώς δύσληπτη λατινικήν, γνωστή ως ερμηνευτική (hermeneutic) γραφή. Η λεγόμενη «γλωσσική φλυαρία» του (verborum garrulitas) δέχεται την επίδρασιν ιρλανδικών προτύπων και απετέλεσε το κυρίαρχον ύφος της αγγλολατινικής λογοτεχνίας επί αιώνας, έως ότου, στους μεταγενεστέρους χρόνους, θεωρήθηκε πλέον ως βαρβαρικόν. Τα έργα του αποτελούσαν βασικά εγχειρίδια εις τα μοναστικά σχολεία, ώσπου η επιρροή του άρχισε να παρακμάζει περί την εποχή της Νορμανδικής Κατακτήσεως.
Σύγχρονη εκτίμηση
Οι νεώτεροι ιστορικοί διατυπώνουν αντικρουόμενες απόψεις περί της αξίας των συγγραμμάτων του. Ο Peter Hunter Blair τον συγκρίνει δυσμενώς με τον άγιο Βέδα, γράφων: «Εις τον νουν του πρεσβυτέρου συγχρόνου του Άλντχελμ, η ισοβαρής γνώσις παρήγαγε μία μάλλον εξεζητημένη μορφή διανοητικής περιέργειας... Όπως και ο Βέδας, εδιδάχθη εκτενώς από τα ρεύματα της ιρλανδικής και μεσογειακής σοφίας· πλην όμως εις εκείνον, τα ύδατα αυτά παρήγαγαν μίαν μέθην λογίων, η οποία μεν ετέρπει τους θεατάς, αλλά ολίγα αφήκεν εις την μεταγενεστέραν μνήμην».
Εν τούτοις, ο Michael Lapidge εξυμνεί την απέραντον του μάθησιν, παρατηρών ότι η γνώσις των λατινικών κειμένων που διέθετε υπερβαίνει κάθε άλλον συγγραφέα της Αγγλοσαξονικής περιόδου, και προσθέτει ότι «η πρωτοτυπία και σημασία του συγγραφικού του έργου δικαιολογούν απολύτως την αναγνώρισή του ως του πρώτου Άγγλου ανθρώπου των γραμμάτων».
Έργα
Πεζά Συγγράμματα
De Laude Virginitatis (Περί εγκωμίου της παρθενίας): Λατινική πραγματεία περί της αρετής της παρθενίας, απευθυνόμενη εις τις μοναχές της διπλής μονής του Barking· το γνωστότερον έργον του. Περιέχει εκτενή πρόλογο και τιμητικές αναφορές σε πλήθος ανδρών και γυναικών αγίων. Κατόπιν συνέγραψε και ποιητική παραλλαγή του έργου αυτού.
Epistola ad Acircium: Πραγματεία εις την Λατινική, αφιερωμένη σε κάποιον Ακίρκιον, ο οποίος ταυτίζεται με τον βασιλέα Άλντφριθ της Νορθούμπρια. Το έργον περιλαμβάνει τρία υπομέρη:
De septenario: περί του ιερού αριθμού επτά και των αλληγοριών του.
De metris: περί μέτρων της ποιήσεως, περιλαμβάνον τα «Αινίγματα».
De pedum regulis: διδακτικό έργο περί των μετρικών ποδών (ίαμβος, σπονδείος, κ.ά.).
Η εισαγωγή του κειμένου είναι ακροστιχίδα· είτε αναγινωσκομένη εκ των αρχικών είτε των τελικών γραμμάτων, αποδίδει το εξής: Aldhelmus cecinit millenis versibus odas («Ο Άλντχελμ έψαλεν ωδάς εις χιλιάδες στίχους»).
Epistola ad Geruntium: Επιστολή προς τον βασιλέα Γεράιντ της Δουμνονίας, αναφερόμενη εις άρθρα της Συνόδου του Hertford. Κατά τον Ουίλλιαμ του Μάλμσμπερι, η επιστολή είχε καταστραφεί από τους Βρετανούς· όμως ανευρέθη μεταξύ της αλληλογραφίας του Αγίου Βονιφατίου, αρχιεπισκόπου Μάιντς.
Άλλες επιστολές: Αλληλογραφεί με τον επίσκοπο Λευθέριο, τον Άντριαν, τον Έαφριντ, τον Κελλανό, τον Πάπα Σέργιο και τους μαθητές του Ουίθφριθ και Αέθελβαλδ. Ο τελευταίος συνέγραψε μέρος του Carmen Rhythmicum.
Επιστολή προς τον Έαφριντ, λόγιον που μόλις είχε επιστρέψει από την Ιρλανδία· το κείμενον παρέχει πολύτιμα στοιχεία για τις σχέσεις Άγγλων και Ιρλανδών λογίων. Πρωτοδημοσιεύθηκε το 1632 υπό του James Ussher στο έργο Veterum Epistolarum Hibernicarum Sylloge.
Ποίηση
Ο Άγιος Άλντχελμ δεν περιωρίσθη εις την πεζογραφίαν· διακρίθηκε εξίσου και ως ποιητής, αφήνων σημαντικό corpus λατινικής ποιήσεως.
Carmen de Virginitate (Το ποιητικόν Περί Παρθενίας): Αποτελεί συντομωτέραν και έμμετρην παραλλαγήν του πεζού έργου De Laude Virginitatis. Το ποίημα κατακλείεται με την μάχην των αρετών κατά των κακιών, υπό τον τίτλον De octo principalibus vitiis («Περί των οκτώ κυριωτέρων κακιών»), έργον το οποίον εξεδόθη πρώτον υπό του Delrio εν Μάιντς το 1601. Τα δύο αυτά έργα, πεζόν και ποιητικόν, απαρτίζουν το λεγόμενον opus geminatum (δίδυμον έργον), φαινόμενον χαρακτηριστικόν της πατρικής λογοτεχνίας του Μεσαίωνος.
Carmen Rhythmicum (Ρυθμικόν Άσμα): Έμμετρον περιηγητικόν ποίημα, εις το οποίον περιγράφεται οδοιπορία του συγγραφέως εν τη δυτική Αγγλία, και παριστάνεται δραματικώς η επίδρασις μεγάλης καταιγίδος εις ξύλινον ναόν, στοιχείον που αποδίδει εικονιστικώς την ευθραυστότητα του κόσμου τούτου.
Carmina Ecclesiastica (Εκκλησιαστικοί Ύμνοι· σύγχρονος τίτλος): Σύνολον λατινικών επιγραφικών ποιημάτων (tituli), προορισμένων διά χάραξιν εις εκκλησιαστικά οικοδομήματα ή αγία τράπεζα. Περιλαμβάνονται:
In Basilica Sanctorum Petri et Pauli: διά ναόν αφιερωμένον εις τους Αγίους Πέτρον και Παύλον, πιθανώς τον οποίον ίδρυσε ο ίδιος εις το Μάλμσμπερι·
In Basilica Beatae Mariae Semper Virginis: διά την εκκλησίαν της Υπεραγίας Θεοτόκου, πιθανώς επίσης εις Μάλμσμπερι·
In Ecclesia Mariae a Bugge Extructa: εις ναόν ανηγερμένον υπό της βασιλικής κόρης Εαδβούρχης (Eadburh) της Μίνστερ-ιν-Θάνετ·
In Duodecim Apostolorum Aris: δώδεκα tituli αφιερωμένοι εις τας αγίας τράπεζας των Δώδεκα Αποστόλων·
In sancti Matthiae Apostoli Ecclesia: διά ναόν αφιερωμένον εις τον Άγιον Ματθίαν.
Aenigmata (Αινίγματα): Εκατόν ένα ποιητικά αινίγματα, ενταγμένα εις την Epistola ad Acircium. Συντεθειμένα εις εξάμετρους στίχους, έκαστον αποτελεί αυθύπαρκτον ποιητικήν εικόνα και απόπειρα θεολογικής ή φυσιοκρατικής ερμηνείας του κόσμου. Το πλέον εκτενές εξ αυτών, το De creatura («Περί της Κτίσεως»), αριθμεί 83 στίχους και προσφέρει εντυπωσιακήν κοσμολογικήν θεώρησιν.
Απωλεσθέντα έργα
Κατά την μαρτυρίαν του Ουίλλιαμ του Μάλμσμπερι, ο Άγιος Άλντχελμ είχε συνθέσει ποιήματα εις την παλαιάν αγγλικήν και εμελοποίησε ιδίως τα δημιουργήματά του. Τα άσματα αυτά, τα οποία ήσαν ακόμη γνωστά και ψαλλόμενα κατά την εποχήν του βασιλέως Αλφρέδου, δεν διεσώθησαν.
Λέγεται μάλιστα ότι, βλέπων τον λαόν απρόθυμον να εισέλθει εις την εκκλησίαν, εστάθη εις την άκραν γεφύρας, άδοντες εις την δημώδη γλώσσαν, και τοιουτοτρόπως προσείλκυεν ακροατήριον, εις το οποίον και εκήρυττε θεία διδάγματα διά των ασμάτων του. Η πράξις αυτή αποτελεί χαρακτηριστικόν παράδειγμα ιεραποστολικής φρονήσεως και δημιουργικής ποιμαντικής.


