
Ο Τριαντάφυλλος Ν. Νικηφόρος γεννήθηκε το 1931, ένα από τα πέντε παιδιά του Νικήτα και της Δαφνιώς Νικηφόρου, προσφύγων από το Χασμπουγά της Ανατολικής Θράκης. Από παιδί συμμετείχε στις κοπιώδεις αγροτικές εργασίες δίπλα στον πατέρα του, μεγαλώνοντας μέσα σε ένα περιβάλλον μόχθου και αξιοπρέπειας.
Στην εφηβεία του εργάστηκε στο συνεργείο αυτοκινήτων του Πούγγουρα στο Σιδηρόκαστρο, όπου έμαθε να οδηγεί — μια δεξιότητα που θα καθόριζε τη μετέπειτα πορεία του. Στρατεύθηκε και εκπαιδεύτηκε ως οδηγός, αποσπώμενος στο Εκστρατευτικό Σώμα της Ελλάδας στην Κορέα, κατά τον Πόλεμο της Κορέας.
Η συμμετοχή του στον πόλεμο σφραγίστηκε από ηρωικές και δραματικές στιγμές. Επέζησε από ενέδρα, στην οποία σκοτώθηκε ο λοχίας συνοδηγός του, όταν σφαίρα τον χτύπησε στο κεφάλι. Ο ίδιος γλίτωσε θαυματουργικά, κρυμμένος όλη τη νύχτα στην κορυφή ενός δέντρου. «Ήταν η μοναδική φορά που φοβήθηκα στη ζωή μου», συνήθιζε να λέει. Παρότι βρέθηκε στο πεδίο της μάχης, ουδέποτε αφαίρεσε ανθρώπινη ζωή – αντιθέτως, έσωσε ζωές, τιμώμενος γι’ αυτό.
Μία από τις πιο συγκινητικές στιγμές της θητείας του ήταν η διάσωση Βρετανών στρατιωτών που είχαν παγιδευτεί σε ναρκοπέδιο. Με δική του πρωτοβουλία και καθοδήγηση, οργανώθηκε αποστολή διάσωσης από το βρετανικό στρατόπεδο. Βραβεύθηκε γι' αυτή του την πράξη σε λιτή τελετή από αξιωματικούς του βρετανικού στρατού. Η διάκριση αυτή, όπως και άλλες, παραχωρήθηκαν προσωρινά σε μουσείο, αλλά δυστυχώς αναζητούνται ακόμη.
Ως οδηγός διέσχισε σχεδόν όλη τη Νότια Κορέα και στο τέλος του πολέμου έμεινε τέσσερις μήνες στο Τόκιο, οδηγώντας τον Έλληνα διοικητή, γνωρίζοντας την ιαπωνική κουλτούρα.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ανέλαβε ένα δύσκολο καθήκον: να παραδώσει στην οικογένεια του αγαπημένου του φίλου που σκοτώθηκε, τα προσωπικά του είδη. Μετά την αποστράτευσή του, μαζί με τα αδέλφια του Κώστα και Νιφόρη, ίδρυσε στο Σιδηρόκαστρο το κατάστημα «Τα τρία αδέρφια», με εξειδίκευση σε λαμαρινοκατασκευές και υδραυλικά. Στη μνήμη έχει μείνει και η συνεισφορά του σε κατασκευές για τα μαγικά κόλπα του Ισμαήλου, όπως το περίφημο «μαγικό χωνί».
Το 1960 παντρεύτηκε την Κατερίνα, με την οποία μοιράστηκε 61 χρόνια κοινής ζωής γεμάτης αγάπη. Το 1970, μπροστά σε οικογενειακές δυσκολίες, μετανάστευσε με την οικογένειά του στο Δυτικό Βερολίνο, αναζητώντας καλύτερη τύχη. Εκεί εργάστηκε σε εταιρεία με λαμαρίνες. Την εργασία αυτή την κέρδισε με εντυπωσιακό τρόπο: ανέβηκε σε ένα φορτηγό και εμφανίστηκε απροειδοποίητα στο εργοτάξιο, αποδεικνύοντας τις ικανότητές του με μια απλή κοπή λαμαρίνας. «Ο τρόπος που κόβει κάποιος τη λαμαρίνα δείχνει αν ξέρει τη δουλειά», συνήθιζε να λέει.
Το αφεντικό του, φιλέλληνας και φίλος του ταβλιού, εκτίμησε τις ικανότητες και τον χαρακτήρα του. Μετά από επτά χρόνια στο Βερολίνο, επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου εργάστηκε στο ΚΕΠΕΠ Σιδηροκάστρου έως τη συνταξιοδότησή του.
Το 2024, η Πρεσβεία της Νότιας Κορέας στην Αθήνα τίμησε τη μνήμη του απονέμοντάς του το Μετάλλιο του Πρεσβευτή της Ειρήνης.
Ο Τριαντάφυλλος υπήρξε άνθρωπος του μέτρου, της καλοσύνης και της απλότητας. Ο πόλεμος τον σημάδεψε, αλλά και τον δίδαξε.
Όσοι τον γνώρισαν, τον θυμούνται χαμογελαστό, προσιτό και με έναν καλό λόγο πάντα στα χείλη του. Στάθηκε γενναιόδωρος και μεγαλόψυχος – άγνωστες του οι λέξεις «μικροπρέπεια» και «τσιγγουνιά». Μας έδωσε και έλαβε αγάπη άφθονη.
Ευτύχησε να δει τα τρία του παιδιά και οκτώ εγγόνια.
Η ζωή του Τριαντάφυλλου Νικηφόρου υπήρξε ένα ταξίδι τιμής, ακεραιότητας και αγάπης.
Ο Τριαντάφυλλος Ν. Νικηφόρος απεβίωσε στις 25 Μαΐου 2022.

«Αποχαιρετώντας τον πατέρα μας»
Ο πατέρας μας, Τριαντάφυλλος, γεννήθηκε το 1931 και ήταν ένα από τα πέντε παιδιά του Νικήτα Νικηφόρου και της Δαφνιώς ,προσφύγων από το Χασμπουγά της Ανατολικής Θράκης.
Από πολύ μικρός ξεκίνησε να βοηθά τον πατέρα του στα χωράφια και στις δύσκολες αγροτικές εργασίες εκείνων των χρόνων.
Στην εφηβεία του δούλεψε στου Πούγγουρα, ο οποίος είχε ένα από τα πρώτα συνεργεία αυτοκινήτων στο Σιδηρόκαστρο και εκεί έμαθε να οδηγεί.
Στο στρατό πήρε την ειδικότητα του οδηγού και επιλέχτηκε να συμμετάσχει στο εκστρατευτικό σώμα της πατρίδας μας στην Κορέα .
Εκεί γλύτωσε από τον θάνατο αρκετές φορές και η πιο χαρακτηριστική ήταν όταν έπεσε σε ενέδρα με καταιγισμό πυρών η φάλαγγα των οχημάτων στην οποία συμμετείχε ως οδηγός. Η σφαίρα που πέρασε δίπλα από την μύτη του βρήκε στο κεφάλι τον λοχία συνοδηγό του, σκοτώνοντάς τον. Με περιπετειώδη τρόπο κατάφερε να ξεφύγει περνώντας το βράδυ στην κορυφή ενός πανύψηλου δέντρου. « Ήταν η μοναδική φορά που φοβήθηκα στη ζωή μου» ,μας έλεγε.
Το πιο σημαντικό γι αυτόν ήταν ότι πήρε μέρος σε ένα πόλεμο χωρίς να χρειαστεί να αφαιρέσει ανθρώπινες ζωές αλλά αντιθέτως τιμήθηκε επειδή έσωσε ζωές.
Ένα σούρουπο ,γυρνώντας στο στρατόπεδο, ύστερα από ανεφοδιασμό στην πόλη Ιντσόν ,παρατήρησε μέσα σε ένα αλσύλλιο ένα βρετανικό όχημα χωρίς κανέναν επιβαίνοντα. Παραξενεμένος πλησίασε και έψαξε στη γύρω περιοχή. Σε σχετικά κοντινή απόσταση είδε ένα Βρετανό στρατιώτη να κουνάει ένα λευκό πανί .Πλησιάζοντας περισσότερο είδε τρεις στρατιώτες εγκλωβισμένους σε ένα ναρκοπέδιο και δυο άλλους, δυστυχώς, νεκρούς. Μετά από υποτυπώδη συνεννόηση και αφού κατάλαβε πως δεν μπορούσε να προσφέρει κάποια άμεση βοήθεια ,έφυγε και πήγε στο βρετανικό στρατόπεδο ενημερώνοντάς τους .
Άμεσα κινητοποιήθηκαν όλοι και αφού συγκροτήθηκε μια ομάδα ναρκοσυλλεκτών και ιατρικού προσωπικού, οδηγήθηκαν από τον πατέρα μου στο χώρο του τραγικού συμβάντος .Αφού απεγκλωβίστηκαν οι στρατιώτες και πριν αποχωρήσει ο πατέρας μου ,μέσα σε ευχαριστίες, καταγράφηκαν τα στοιχεία του και η μονάδα που υπηρετούσε. Μετά από λίγες ημέρες ειδοποιήθηκε από τον διοικητή του να βάλει την επίσημη στολή του . Κατόπιν ήρθε με ελικόπτερο μια ομάδα
αξιωματικών του βρετανικού στρατού και τον παρασημοφόρησαν σε μια λιτή τελετή.(Περιμένουμε από το Βρετανικό υπουργείο άμυνας απάντηση για το πως έχει καταγραφεί το περιστατικό στα αρχεία τους και φωτογραφικό υλικό,αν υπάρχει) Δυστυχώς το παράσημο αυτό , όπως και αυτό των Αμερικάνων, μας είπαν από το μουσείο όπου τα δώσαμε προς προσωρινή έκθεση, ότι κάπου έχουν παραπέσει και αναζητούνται.
Όντας οδηγός είχε την δυνατότητα να γνωρίσει όλη την Νότια Κορέα και προς το τέλος του πολέμου είχε την τύχη να μείνει τέσσερις μήνες στο Τόκιο της Ιαπωνίας, ως οδηγός του Έλληνα διοικητή γνωρίζοντας τον τρόπο ζωής και την κουλτούρα αυτής της χώρας.
Επιστρέφοντας στην πατρίδα είχε το θλιβερό καθήκον να δώσει τα προσωπικά είδη του καλύτερού του φίλου, που σκοτώθηκε, στην οικογένειά του στο Κερατσίνι.
Οι διηγήσεις του από αυτή την περιπέτεια του στην Άπω Ανατολή αμέτρητες.
Όταν γύρισε στο Σιδηρόκαστρο άνοιξε στην Πλατεία Εμπορίου μαζί με τα αδέρφια του, Κώστα και Νιφόρη, το κατάστημα ΄΄Τα τρία αδέρφια΄΄ με λαμαρινοκατασκευές, θερμάστρες και υδραυλικά .Συχνά μας έλεγε και για τις ιδιαίτερες κατασκευές που έκανε για τα μαγικά τρυκ του Ισμαήλου με πιο σημαντική το ΄΄μαγικό χωνί ΄΄.
Το 1960 παντρεύτηκε την μητέρα μας Κατερίνα και η αγάπη που είχε ο ένας για τον άλλο μέχρι την τελευταία στιγμή ,ζώντας μαζί 61 χρόνια, είναι παράδειγμα προς μίμηση.
Το 1970 όταν παρουσιάστηκε κάποιο πρόβλημα στην οικογένεια ,δεν δίστασε να την πάρει και να μεταναστεύσει στο τότε Δυτικό Βερολίνο βρίσκοντας εκεί τη λύση .Έμεινε εκεί για επτά χρόνια ,σε σπίτι δίπλα στο Τείχος του Βερολίνου , δουλεύοντας ως τεχνίτης σε εταιρεία με λαμαρινοκατασκευές.
Δείγμα του θάρρους, της αποφασιστικότητας και της αυτοπεποίθησής του ήταν ο τρόπος με τον οποίο βρήκε αυτή τη δουλειά.
Βγαίνοντας για αναζήτηση εργασίας ,μη γνωρίζοντας και τη γερμανική γλώσσα, είδε να περιμένει σε φανάρι στο κέντρο του Βερολίνου ένα φορτηγό με λαμαρίνες. Χωρίς να το πολυσκεφτεί ανέβηκε στην καρότσα και μετά από λίγο βρέθηκε στο εργοτάξιο της εταιρείας. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Γερμανών πήρε ένα ψαλίδι και άρχισε να κόβει μια χοντρή λαμαρίνα .Το αποτέλεσμα του σχεδίου της λαμαρίνας ήταν το εισιτήριό του για την πρόσληψή του. « Ο τρόπος που κόβει κάποιος τη λαμαρίνα δείχνει αν ξέρει τη δουλειά» ,μου έλεγε. Το αφεντικό του μάλιστα ήταν φιλέλληνας και λάτρης του τάβλι ,στο οποίο διακρίνονταν και ο πατέρας μας.
Μετά την επιστροφή της οικογένειας στην Ελλάδα δούλεψε στο ΚΕΠΕΠ Σιδηροκάστρου από όπου και συνταξιοδοτήθηκε.
Η πρεσβεία της Νότιας Κορέας στην Αθήνα τον τίμησε πέρυσι απονέμοντάς του το Μετάλλιο του Πρεσβευτή της Ειρήνης.(φωτο)
Για τον χαρακτήρα του πολλά θέλουμε να πούμε, λίγα θα καταφέρουμε. Η συμμετοχή του στον πόλεμο της Κορέας έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση από πλευράς του μιας ιδιαίτερης φιλοσοφίας για την ζωή. << Μη στεναχωριέστε με μικροπράγματα, βγείτε ,διασκεδάστε, ταξιδέψτε, χαρείτε, κάντε το ταξίδι της ζωής σας όμορφο>>, μας έλεγε.
Αισθανόμαστε ικανοποίηση που όλοι μας λένε πως τον θυμούνται χαμογελαστό, προσηνή και πάντα με τον καλό λόγο.
Είμαστε ευγνώμονες που τον είχαμε μαζί μας τόσα χρόνια με τις συμβουλές του, την καλοσύνη του, την αισιοδοξία του, το χιούμορ του, τη θετική σκέψη του .Οι λέξεις μικροπρέπεια και τσιγγουνιά ήταν άγνωστες γι΄αυτόν. Μας έδωσε και πήρε πολλή αγάπη.
Ευτύχησε να δει από τα τρία του παιδιά ,οκτώ εγγόνια.
Λίγο πριν φύγει μας είπε: « Άμα τα τινάξω μη στεναχωρεθείτε, έζησα, ήρθε η ώρα μου, έτσι είναι η ζωή, κάποια στιγμή έρχεται το τέλος.»
Καλό ταξίδι και καλό παράδεισο πατέρα μας ,θα ζεις για πάντα στην καρδιά μας.
Νίκος ,Δάφνη, Γιάννης
Νικηφόρου