Η Αγιογράφηση του Αγίου Χριστοφόρου ως κυνόμορφου δεν τεκμηριώνεται ούτε στη βυζαντινή Αγιολογία ούτε στην αντίστοιχη Αγιογραφία.
Το φαινόμενο της αγιογράφησης του Αγίου Χριστοφόρου με κεφαλή σκύλου – γνωστό και ως κυνόμορφη ή κυνόκεφαλη απεικόνιση – έχει συχνά αποδοθεί στη βυζαντινή εποχή. Ωστόσο, η ιστορική και φιλολογική διερεύνηση της εξέλιξης αυτής της εικονογραφίας καταδεικνύει ότι δεν διαθέτουμε καμία μαρτυρία ή εικονογραφικό τεκμήριο από τα βυζαντινά χρόνια που να απεικονίζει τον Άγιο Χριστοφόρο ως κυνόμορφο. Αντιθέτως, η συγκεκριμένη εικονογραφική πρακτική φαίνεται να εμφανίζεται μεταγενέστερα, κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας, και μάλιστα όχι πριν από τα τέλη του 17ου ή τις αρχές του 18ου αιώνα.
Η παλαιότερη αγιολογική παράδοση, ειδικά στους πρώιμους ελληνικούς βίους του Αγίου, τοποθετεί τον Άγιο Χριστοφόρο σε μία μάχη ενάντια σε φυλές δυτικά της Αιγύπτου, στην περιοχή της Κυρηναϊκής. Η καταγωγή του συνδέεται με τους Μαμαρηταίους, μια φυλή περιγραφόμενη ως ανθρωποφάγοι και κυνόκεφαλοι, δηλαδή με κεφαλή σκύλου. Η χαρακτηριστική αυτή περιγραφή λειτουργεί, στην πραγματικότητα, ως πολιτισμική μεταφορά που προσδιορίζει την καταγωγή του Αγίου από περιοχές εκτός των ορίων του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, οι οποίες συχνά περιγράφονταν από τους συγγραφείς της αρχαιότητας και της ύστερης αρχαιότητας ως τόποι που κατοικούνταν από τερατόμορφες και βαρβαρικές φυλές.
Η παρανόηση της περιγραφής αυτής ως κυριολεκτικής αποδίδεται εν μέρει σε μεταγενέστερες μεταφράσεις του ελληνικού όρου «κυνόκεφαλος». Στις πρώτες λατινικές αποδόσεις του βίου του Αγίου, ο όρος άλλοτε μεταφράζεται ως canineus (σκυλόμορφος), και άλλοτε παρανοείται και τροποποιείται σε Cananeus (Χαναναίος), προκειμένου να αποφευχθεί η κυριολεκτική αποδοχή μιας ζωομορφικής απεικόνισης. Η εν λόγω διγλωσσία στην πρόσληψη του όρου συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση εικονογραφικών και αγιολογικών ερμηνειών.
Ακόμη και στα πλέον έγκυρα συναξάρια, όπως το Συναξάριον της Κωνσταντινουπόλεως του 10ου αιώνα, ο Άγιος περιγράφεται ως «άγριος και φοβερός την όψιν», χωρίς καμία ένδειξη κυριολεκτικής ζωομορφίας. Αντιστοίχως, οι βυζαντινές απεικονίσεις του Χριστοφόρου καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα επιβεβαιώνουν την ανθρώπινη μορφή του. Στον 11ο αιώνα, στην Καππαδοκία, εικονίζεται νέος και αγένειος· τον 12ο αιώνα, στον ναό των Αγίων Αναργύρων στην Καστοριά, φέρει στρατιωτική ενδυμασία, διατηρώντας τη νεανική και νηφάλια μορφή του.
Η Παλαιολόγεια περίοδος ενισχύει το εικονογραφικό μοτίβο του Αγίου ως νεαρού στρατιώτη, ο οποίος άλλοτε κρατεί τον σταυρό του μαρτυρίου και άλλοτε φέρει τον Χριστό στον ώμο, όπως στις παραστάσεις στο Τάρνοβο, στο Άγιον Όρος και στην Πάτμο.
Στο τέλος του 15ου αιώνα, εισάγεται η γενειοφόρος μορφή του Αγίου, φέροντος τον Χριστό στον ώμο, όπως στον ναό των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στο Τάρνοβο και στη Μονή Αναπαυσά των Μετεώρων, έργο του Θεοφάνους του Κρητός. Η παράδοση αυτή συνεχίζεται σε ολόκληρο τον ορθόδοξο χώρο έως και τον 17ο αιώνα, χωρίς όμως να παρουσιάζει ίχνη κυνόμορφης απεικόνισης.
Η περιγραφή λαών στις παρυφές του ελληνορωμαϊκού κόσμου ως κυνόμορφων και ανθρωποφάγων αποτελεί μακροχρόνιο πολιτισμικό στερεότυπο, με ρίζες στη γεωγραφική φαντασία της κλασικής αρχαιότητας. Η απονομή τέτοιων χαρακτηριστικών στον Άγιο Χριστοφόρο από τον αγιολογικό του βιογράφο δεν είχε στόχο τη κυριολεκτική απόδοση φυσιογνωμίας, αλλά την ανάδειξη του εξωτισμού και της μεταστροφής του μέσω της χάριτος του Χριστού. Ωστόσο, η λογοτεχνική μεταφορά αυτή παρερμηνεύτηκε από μεσαιωνικούς συγγραφείς. Ενδεικτικά, ο Γερμανός επίσκοπος και ποιητής Βάλτερ του Σπάιερ (967–1027), στο έργο του Vita et Passio Sancti Christophori Martyris, απεικονίζει τον Άγιο ως γίγαντα από σκυλόμορφη φυλή στη χώρα των Χαναναίων, οι οποίοι παρουσίαζαν ζωώδη φωνή και ανθρωποφαγική συμπεριφορά. Μετά από τη συνάντησή του με το Θείο Βρέφος σε ποτάμι, ο Άγιος Χριστοφόρος βαπτίζεται, αποκτά ανθρώπινη μορφή και καθίσταται «αθλητής του Θεού».
Η ερμηνεία του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη, σε υποσημείωση του Βίου του Αγίου Χριστοφόρου στο Συναξάριον, προσφέρει μία νηφάλια ανάγνωση της έννοιας «κυνόκεφαλος»: «Κυνόκεφαλος εδώ σημαίνει ότι ο Άγιος ήταν άσχημος και παραμορφωμένος στο πρόσωπο, και όχι ότι είχε πλήρως μορφή σκύλου, όπως τον απεικονίζουν πολλοί αγράμματοι αγιογράφοι». Ο Άγιος Νικόδημος απορρίπτει την κυριολεκτική κατανόηση, τονίζοντας ότι η θεία δημιουργία περιλαμβάνει μία κοινή μορφή και φύση για όλο το ανθρώπινο γένος. Η παραμορφωμένη εμφάνιση δεν συνιστά απάρνηση της ανθρωπινότητος. Παράλληλα, τεκμηριώνει την ύπαρξη και άλλων περιπτώσεων ανθρωποφαγικών εθνοτήτων στην ιστορική γραμματεία, φθάνοντας μέχρι τους Καλμύκους της Ρωσίας, τους οποίους θεωρεί ανθρωποφάγους.
Καταλήγοντας, η Αγιογράφηση του Αγίου Χριστοφόρου ως κυνόμορφου αναδύεται στα τέλη του 17ου ή στις αρχές του 18ου αιώνα και δεν τεκμηριώνεται ούτε στη βυζαντινή Αγιολογία ούτε στην αντίστοιχη αγιογραφία. Πρόκειται για προϊόν παρερμηνείας της μεταφορικής γλώσσας των παλαιότερων πηγών από «αγράμματους ζωγράφους», όπως εύστοχα επισημαίνει ο Άγιος Νικόδημος. Η αγιολογική και εικονογραφική παράδοση της Ορθοδοξίας, κατά τους αιώνες, αντιμετώπισε με συνέπεια την μορφή του Αγίου ως ανθρώπινη, τονίζοντας τη μαρτυρική του ιδιότητα, την καταγωγή του από τον «έσχατο κόσμο» και τη θεία μεταμόρφωση μέσω της πίστης και του μαρτυρίου του.







