Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς Μητροπολίτης Τομπόλσκ της Σιβηρίας, 10 Ιουνίου
Ένα σημαντικό πρόσωπο της Εκκλησίας, εξέχων ιεράρχης, μέγας ασκητής, θεόπνευστος ποιητής, παιδαγωγός, ιεραπόστολος, φίλος των φτωχών, και ο τελευταίος Άγιος που ανακηρύχθηκε στη Ρωσία των Τσάρων, ο Άγιος Ιωάννης του Τομπόλσκ υπήρξε μακρινός πρόγονος, ουράνιος προστάτης, πρότυπο και οδηγός του νεοφανέντος Αγίου Ιωάννου (Μαξίμοβιτς), Αρχιεπισκόπου Σαγκάης και Σαν Φρανσίσκο, του Θαυματουργού.
Η μεγάλη Μονή των Σπηλαίων του Κιέβου ήταν, από τα πρώτα χρόνια του Ορθοδόξου Χριστιανισμού στη Ρωσία, πηγή αγιότητας για ολόκληρη τη ρωσική γη. Η Μονή καταστράφηκε κατά την ταταρική εισβολή του 13ου αιώνα· όμως αργότερα αναστηλώθηκε και, ιδιαιτέρως τον 17ο αιώνα, γνώρισε νέα πνευματική άνθηση, που ανέδειξε μια ολόκληρη γενεά αγίων ιεραρχών. Μεταξύ αυτών —αναφέροντας μόνο τους πιο στενούς συγχρόνους και συνεργάτες του Αγίου Ιωάννου— συγκαταλέγονται ο Άγιος Δημήτριος του Ροστόβ (1651–1709), ο Άγιος Θεοδόσιος του Τσερνίγκοφ (1630–1696) και ο Μακάριος Φιλόθεος του Τομπόλσκ (†1727)· λίγο αργότερα έλαμψαν και άλλοι, όπως ο Άγιος Ιννοκέντιος του Ιρκούτσκ (1680–1731), ο Άγιος Ιωάσαφ του Μπέλγκοροντ (1705–1754) και ο Άγιος Παύλος του Τομπόλσκ (1705–1770). Στην ιερή αυτή σύναξη των ιεραρχών-αγίων, ο Άγιος Ιωάννης του Τομπόλσκ κατέχει ξεχωριστή θέση.
Καταγόμενος από την ευγενή οικογένεια Μαξίμοβιτς, που απολάμβανε την εύνοια των Τσάρων της Ρωσίας, ο Άγιος Ιωάννης γεννήθηκε, ένας από έξι αδελφούς, το 1651 στην πόλη Νεζίν της κεντρικής Ρωσίας. Από την παιδική του ηλικία έδειχνε ιδιαίτερη αγάπη για την ανάγνωση του Λόγου του Θεού και των Πατέρων της Εκκλησίας και συμμετείχε με κατάνυξη στις ιερές ακολουθίες. Η ισχυρή αυτή θρησκευτική κλίση των νεανικών του χρόνων καθόρισε ολόκληρη τη μετέπειτα ζωή του.
Ο μελλοντικός ιεράρχης σπούδασε στο Κολέγιο του Μητροπολίτη Πέτρου Μογίλα στο Κίεβο, το οποίο αργότερα μετασχηματίστηκε σε Θεολογική Ακαδημία. Εκεί ανέπτυξε θερμή αγάπη για τη θεολογία, στην οποία αφιερώθηκε με ζήλο και αρίστευσε στις σπουδές του. Παρέμεινε για οκτώ έτη ως διδάσκαλος, δείχνοντας σπουδαίο ζήλο και βαθιά ευσέβεια. Ταυτόχρονα, από τις επισκέψεις του στη Μονή των Σπηλαίων, γεννήθηκε μέσα του ένας ένθερμος πόθος για τον μοναχικό βίο, και τελικά εκάρη μοναχός εκεί. Στη Λαύρα αναδείχθηκε ως ταλαντούχος στη συγγραφή και στον ιεροκηρυκτικό λόγο.
Όταν το 1677 οι Τούρκοι απειλούσαν την Ουκρανία, ο τότε Ιερομόναχος Ιωάννης, αν και νέος στην ηλικία, εξελέγη από τους μοναχούς ως απεσταλμένος προς τον Τσάρο Θεόδωρο Αλεξέγιεβιτς για να ζητήσει βοήθεια προ του επερχόμενου κινδύνου καταστροφής της Λαύρας. Ο Τσάρος απέστειλε στρατιωτική ενίσχυση και όρισε ως καταφύγιο των μοναχών τη Μονή Σβένσκυ, πλησίον του Μπριάνσκ. Ο Ιερομόναχος Ιωάννης ορίστηκε ηγούμενός της. Έτσι, ο ταπεινός ασκητής βγήκε από τα άγια σπήλαια του Κιέβου και ετέθη σε υψηλή θέση εντός της Εκκλησίας, ως φως εις τους ανθρώπους.
Τα επόμενα είκοσι χρόνια, ο π. Ιωάννης ηγήθηκε διαφόρων μονών της νότιας Ρωσίας, εμπνέοντας τους μοναχούς με το προσωπικό του παράδειγμα και τον ασκητικό του αγώνα. Η αγία του ζωή και τα λαμπρά του χαρίσματα δεν άργησαν να γίνουν αντιληπτά από τον Άγιο Θεοδόσιο, Αρχιεπίσκοπο Τσερνίγκοφ, ο οποίος ήταν πρότυπο ιεράρχη και φωτιστής του λαού. Μετά την κοίμησή του, ο Άγιος Θεοδόσιος επιτέλεσε πλήθος θαυμάτων με τα άφθαρτα λείψανά του. Εκείνος κάλεσε τον Άγιο Ιωάννη με σκοπό να τον διαδεχθεί. Το 1695, ο Άγιος Θεοδόσιος τον διόρισε Αρχιμανδρίτη της Μονής Ελετσκύ, της οποίας είχε προΐσταται και ο ίδιος.
Την επόμενη χρονιά (1696) ο Άγιος Θεοδόσιος εκοιμήθη, αλλά η πνευματική του σχέση με τον διάδοχό του δεν έληξε με το θάνατο. Ο Άγιος Ιωάννης, βαρειά άρρωστος τότε από γρίπη, είχε όραμα στον ύπνο του: ο Άγιος Θεοδόσιος τού είπε:
«Μη λυπάσαι, αδελφέ· ο Κύριος εισάκουσε τις προσευχές σου και θα γίνεις καλά. Σήκω και ετοιμάσου να λειτουργήσεις· αυτό θα είναι για σένα σημείο».
Ξυπνώντας, ενημέρωσε τον ηγούμενο ότι την επομένη θα τελούσε τη Θεία Λειτουργία —λόγια που αποδόθηκαν σε παραλήρημα. Όμως πράγματι, την επομένη, πλήρως θεραπευμένος, λειτούργησε. Μετά το θαύμα, διέταξε να ανοιχθεί ο τάφος του Αγίου Θεοδοσίου και εκεί ανήρτησε πορτραίτο του, γράφοντας ο ίδιος επιγραφή σε στίχους.
Ο Άγιος Ιωάννης, ως φυσικός διάδοχος του Αγίου Θεοδοσίου, εξελέγη παμψηφεί Αρχιεπίσκοπος Τσερνίγκοφ και στάλθηκε στη Μόσχα για να λάβει την έγκριση του Τσάρου και του Πατριάρχη. Η χειροτονία του τελέστηκε στις 10 Ιανουαρίου 1697.
Η Τσερνίγκοφ ήταν ακμαία πόλη κοντά στο Κίεβο. Ο Άγιος Θεοδόσιος είχε φροντίσει για τον ορθόδοξο φωτισμό της επαρχίας του και ο Άγιος Ιωάννης συνέχισε αυτό το έργο. Κατανόησε πως η πρόοδος της εκκλησιαστικής ζωής απαιτούσε και μορφωμένο ιερατείο· γι’ αυτό ίδρυσε επισκοπική σχολή στα πρότυπα της Κιεβινής Ακαδημίας, που ονόμασε «Αθήνα της Τσερνίγκοφ». Η θεολογική της ποιότητα και η πρακτική της διδασκαλία κατέστησαν το ίδρυμα αυτό πρότυπο για άλλες επαρχίες.
Ο Άγιος Ιωάννης συμμεριζόταν τη ζωή του ποιμνίου του. Δίδασκε την πίστη και τη χριστιανική ζωή με απλό λόγο και υποδείκνυε τα μέσα της Εκκλησίας που ενισχύουν τον πιστό στον δρόμο της σωτηρίας.
Οι αρετές του αντανακλώνται στα έργα του, τα οποία είναι:
-
«Καθρέπτης Ηθικής Διδασκαλίας» (1703, 1707)
-
«Αλφάβητο των Αγίων» (σε στίχους, 1705)
-
«Ω Παρθένε Θεοτόκε» (σε στίχους, 1707)
-
«Ερμηνεία στον Ψαλμό 50» (1708)
-
«Σκέψη επί της Κυριακής Προσευχής» (σε στίχους, 1709)
-
«Οι Μακαρισμοί του Ευαγγελίου» (σε στίχους, 1709)
-
«Η Βασιλική Οδός του Σταυρού» (1709)
-
«Θρησκευτικοί Στοχασμοί» (1710–1711)
-
«Ηλιοτρόπιον» (1714)— όλα εκδοθέντα στην Τσερνίγκοφ.
Το σημαντικότερο έργο του είναι το Ηλιοτρόπιον, που άρχισε να συγγράφει ως καθηγητής στην Ακαδημία του Μογίλα. Πρώτα το έγραψε στα λατινικά, και αργότερα, στην τελική του μορφή, το μετέφρασε στα σλαβονικά και το εξέδωσε στο Τομπόλσκ. Ο τίτλος είναι η ελληνική λέξη για το φυτό ηλίανθος. Το λουλούδι αυτό, που γυρίζει προς τον ήλιο, τον ενέπνευσε ως σύμβολο της συνεχούς κατευθύνσεως του ανθρώπινου θελήματος προς το θείο θέλημα.
«Ο μόνος αληθινός τρόπος να επιτύχουμε την ευτυχία μας σ’ αυτή τη ζωή και στην αιωνιότητα είναι να στραφούμε εντός μας, προς τη συνείδησή μας, τις σκέψεις, τα λόγια και τις πράξεις μας, και να τα ανυψώσουμε προς το απαθές· έτσι θα αναγνωρίσουμε τα σφάλματά μας και θα δούμε την μόνη οδό της σωτηρίας — την ολοκληρωτική αφιέρωση της ύπαρξής μας στο θέλημα του Θεού. Όπως ο ηλίανθος ακολουθεί τον ήλιο, έτσι κι εμείς ας ακολουθούμε τον Ήλιο της Δικαιοσύνης, το θέλημα του Θεού, ακόμη και στις σκοτεινές ημέρες της ζωής».
«Ας παρατηρούμε τα σημεία του θελήματος του Θεού στα γεγονότα, και ας προσαρμόζουμε το δικό μας σε Αυτό. Ας είναι το θέλημα του Θεού για μας αστέρι καθοδηγητικό, και ας κρατούμε μέσα μας τούτο το ένα: Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον! (Ιώβ, κεφ. 1)».
Το 1700 ο Τσάρος Πέτρος Α΄ ανέθεσε στον Μητροπολίτη Κιέβου την εύρεση προσώπων κατάλληλων για την ιεραποστολή στις απέραντες παγανιστικές εκτάσεις της Σιβηρίας. Δύο στενοί συμμαθητές του Αγίου Ιωάννου επιλέχθηκαν. Ο Άγιος Δημήτριος Τουπτουλώ, λόγω ασθενείας, εστάλη τελικώς στο Ροστόβ, και αντί αυτού ο Φιλόθεος Λεσίνσκυ εστάλη Μητροπολίτης Τομπόλσκ. Το 1709, λόγω ασθένειας, εκάρη μοναχός του Μεγάλου Σχήματος και αποσύρθηκε. Τότε εκλήθη ο φίλος του, Άγιος Ιωάννης, για να τον διαδεχθεί.





