Ἅγιος Ἑρμογένης ο Ἱερομάρτυρας, Ἐπίσκοπος Τομπολσκ, 16 Ιουνίου

Ο Επίσκοπος Ερμογένης, στον κόσμο Γεώργιος Εφραίμοβιτς Ντολγκάνοφ, γεννήθηκε στις 25 Απριλίου 1858 στην επαρχία της Χερσονήσου, σε οικογένεια ιερέα του παλαιού εορτολογίου (yedinoversty), ο οποίος αργότερα εκάρη μοναχός. Σπούδασε στις νομικές, μαθηματικές και ιστορικο-φιλολογικές σχολές του Πανεπιστημίου Νοβορωσίας. Από μικρό παιδί ήταν θρησκευόμενος και καθοριστικό ρόλο στην απόφασή του να αφιερωθεί στον Θεό έπαιξαν τόσο ο Αρχιεπίσκοπος Νικάνωρ (Μπρόβκοβιτς) της Χερσονήσου όσο και οι πανεπιστημιακές του σπουδές στις θετικές και ανθρωπιστικές επιστήμες.
Μετά την αποφοίτησή του το 1889, εισήχθη στην Θεολογική Ακαδημία της Αγίας Πετρουπόλεως, όπου στις 28 Νοεμβρίου 1890 εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε διάκονος. Στις 2 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους (ή, κατά άλλη πηγή, στις 2 Δεκεμβρίου χειροτονήθηκε διάκονος και στις 15 Μαρτίου 1892 πρεσβύτερος) έλαβε και την ιεροσύνη. Διακρίθηκε ως ιεροκήρυκας και συμμετείχε ενεργά στον κύκλο των φοιτητών-κηρύκων. Ιερουργούσε συχνά στον ναό της Ακαδημίας και σύντομα απέκτησε πολυάριθμους θαυμαστές που έβλεπαν σ’ αυτόν ένα μελλοντικό στήριγμα της Ρωσικής Εκκλησίας. Το 1893 αποφοίτησε από την Ακαδημία και διορίστηκε επιθεωρητής· το 1898 έγινε πρύτανης της Θεολογικής Σχολής Τιφλίδας και προήχθη σε αρχιμανδρίτη. Ίδρυσε εκκλησιαστικά σχολεία και προώθησε το ιεραποστολικό έργο στον τοπικό πληθυσμό.

Στις 14 Ιανουαρίου 1901, στον Καθεδρικό Ναό του Καζάν στην Αγία Πετρούπολη, χειροτονήθηκε Επίσκοπος Βολσκ, βοηθός επισκοπής Σαράτοβ. Στις 21 Μαρτίου 1903 έγινε Επίσκοπος Σαράτοβ και την ίδια χρονιά προσκλήθηκε να συμμετάσχει στην Ιερά Σύνοδο. Ανήγειρε πλήθος ναών, σκήτες, παρεκκλήσια και οίκους προσευχής στην επαρχία του. Εισήγαγε στους μοναστηριακούς ναούς την πλήρη τυπική ακολουθία, ενώ μοναχοί ασκητικού βίου ήρθαν από το Άγιον Όρος και άλλα μέρη. Προσείλκυσε πολλούς ανθρώπους –και υψηλής μόρφωσης– στο ιεραποστολικό έργο. Άρχισε η έκδοση φυλλαδίων και μικρών βιβλίων σχετικών με την πίστη, τα οποία κυκλοφορούσαν ευρέως. Ο ίδιος ο Επίσκοπος Ερμογένης πραγματοποιούσε πνευματικές ομιλίες και συζητήσεις με το λαό, πέραν των λειτουργικών ωρών.


Ο Επίσκοπος Ερμογένης συμμετείχε ενεργά στην αντίσταση κατά της αυξανόμενης επαναστατικής ζύμωσης. Κατά ταραχώδη έτη της επανάστασης του 1905, παρά τα προβλήματα υγείας του, λειτουργούσε σχεδόν καθημερινά και κήρυττε με πύρινο λόγο. Καλούσε τον λαό να νουθετεί τους ταραχοποιούς· και αν αυτό δεν έφερνε αποτέλεσμα, να τους αποστρέφεται. Κατόπιν αιτήματος των πιστών, ηγήθηκε λιτανειών που σύντομα αγκάλιασαν σχεδόν όλη την πόλη.

Έλεγε χαρακτηριστικά:
«Ορθόδοξο ποίμνιο, κρατήσου γερά από την Πίστη του Χριστού ως άγκυρα σωτηρίας, και Εκείνος θα σε οδηγήσει στην νέα πατρίδα σου... Μη λησμονείτε την Μητέρα σας, την Ορθόδοξη Εκκλησία. Αυτή δεν θα σας διδάξει κακό, αλλά θα σας προστατεύσει από τους λύκους που εμφανίζονται ανάμεσά σας με προβιά προβάτου... Τάζουν πολλά, αλλά στην πράξη δεν προσφέρουν τίποτε άλλο παρά συμφορές και την καταστροφή της κρατικής τάξης. Να θυμάστε πάντοτε ότι η προσευχή και η εργασία είναι η ελπίδα των αληθινών υιών της Αγίας Εκκλησίας και της μητέρας πατρίδας Ρωσίας. Και να θυμάστε ακόμη ότι η μακαρία ζωή δεν έρχεται από τις χαρές και τις απολαύσεις, αλλά από τις θλίψεις· δεν περνά από τις πλατιές πύλες, αλλά από το στενό μονοπάτι, δια της καρτερίας του σταυρού που φέρει έκαστος.»

Στις 6 Φεβρουαρίου 1905, ο Σεβασμιώτατος τέλεσε επιμνημόσυνη δέηση για τον δολοφονηθέντα Μέγα Δούκα Σεργίου Αλεξάντροβιτς, λέγοντας πως την ευθύνη δεν είχαν μόνο οι τρομοκράτες, αλλά και η ίδια η ρωσική κοινωνία, μεγάλο μέρος της οποίας είχε χάσει την πίστη της και απέρριπτε την έννομη τάξη.

Το Σαράτοβ εκείνη την εποχή θεωρείτο «προοδευτική» πόλη, και το 1908 η Δούμα της Σαράτοβ αποφάσισε να ονομάσει δύο δημοτικά σχολεία προς τιμήν του συγγραφέα Τολστόι. Ο Σεβασμιώτατος ζήτησε από τον κυβερνήτη να ακυρώσει την απόφαση, αλλά το αίτημα απορρίφθηκε. Ζήτησε επίσης να προστατευθεί ο Ορθόδοξος λαός από τα θεατρικά έργα «Αναθεματισμός» και «Ανθίσα», αλλά και πάλι εισακούστηκε αρνητικά.

Ο Άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης είχε μεγάλη εκτίμηση στον Επίσκοπο Ερμογένη και έλεγε ότι δεν φοβάται για την τύχη της Ορθοδοξίας μετά τον θάνατό του, διότι ο Ερμογένης θα συνεχίσει τον αγώνα της. Το 1906 του έγραψε προφητικά για το μαρτυρικό του τέλος:
«Ο Κύριος σου ανοίγει τους ουρανούς, όπως και στον Πρωτοδιάκονο Στέφανο, και σε ευλογεί.»

Ο επίσκοπος Ερμογένης συνέταξε και παρουσίασε στην Ιερά Σύνοδο μια έκθεση με την οποία ζητούσε τον αποκλεισμό ορισμένων Ρώσων συγγραφέων από την Εκκλησία. Με δική του πρωτοβουλία, η έκθεση δημοσιεύτηκε και στάλθηκε σε μέλη της Κρατικής Δούμας και σε άλλα πρόσωπα με επιρροή. Η αντίδραση των κρατικών αξιωματούχων ήταν γενική αδιαφορία. Όλοι φοβούνταν να αγγίξουν τα «είδωλα» της κοινωνίας, παρόλο που πολλοί απ’ αυτούς δήλωναν Ορθόδοξοι.

Κατά τη διάρκεια συνεδρίασης της Ιεράς Συνόδου στα τέλη του 1911, ο επίσκοπος ήρθε σε έντονη αντιπαράθεση με τον προϊστάμενο της Συνόδου, Β.Κ. Σάμπλερ, σχετικά με την προσπάθεια εισαγωγής σώματος διακονισσών στην Ορθόδοξη Εκκλησία και με την τέλεση επιμνημόσυνης δέησης για ετεροδόξους. Ο επίσκοπος υπερασπίστηκε τους εκκλησιαστικούς κανόνες απέναντι στον προϊστάμενο και τα μέλη της Συνόδου, οι οποίοι έδειχναν συχνά πλήρη αδιαφορία για την τύχη της Ορθοδοξίας.

Ο προϊστάμενος, με τη σιωπηρή συναίνεση των παριστάμενων αρχιερέων, επέμεινε στη θέση του. Στις 15 Δεκεμβρίου 1911, ο επίσκοπος Ερμογένης έστειλε τηλεγράφημα στον Τσάρο, ως τον υπέρτατο προστάτη της Ορθόδοξης Πίστης, εκφράζοντας την ανησυχία του. Ο προϊστάμενος απάντησε στέλνοντας αναφορά στον Τσάρο, ζητώντας την απομάκρυνση του επισκόπου από τη Σύνοδο και την επιστροφή του στη μητρόπολή του. Στις 7 Ιανουαρίου δημοσιεύθηκε το διάταγμα της απομάκρυνσής του, και στις 12 Ιανουαρίου η Ιερά Σύνοδος τον καταδίκασε για «δυσφήμιση των αποφάσεων της Συνόδου ενώπιον της Μεγαλειότητάς του».

Κατά τη διαμονή του στη μονή Ζιρόβιτσι, φανερώθηκε στον Επίσκοπο Ερμογένη το χάρισμα της διορατικότητας. Ο Μητροπολίτης Μανουήλ (Λεμεσέφσκι) διηγείται το εξής περιστατικό: Με παραχώρηση του Θεού, η κόρη μιας γυναίκας πέθανε εξαιτίας μαγείας και η άλλη αρρώστησε βαριά. Η μητέρα αποφάσισε να πάει στον Επίσκοπο Ερμογένη για να ζητήσει τη συμβουλή και τις προσευχές του.

Το πρωί μπήκε στον ναό, όπου ο Δεσπότης λειτουργούσε. Η ακολουθία είχε τελειώσει. Ο Ερμογένης βγήκε από το ιερό και προχώρησε κατευθείαν προς εκείνη. Πριν καν προλάβει να του μιλήσει για τον πόνο της, της είπε:

«Ήρθες με μεγάλη θλίψη. Η μία σου κόρη πέθανε και η άλλη είναι άρρωστη. Καλή μου, να ξέρεις, αυτό έγινε από κακούς ανθρώπους και ο Κύριος το επέτρεψε. Σε λίγες μέρες θα πεθάνει και η δεύτερη κόρη σου. Πριν πεθάνει, μια γυναίκα θα την επισκεφθεί· θα μπει σιωπηλά στο δωμάτιο και μετά το παιδί σου θα φύγει από τη ζωή. Αλλά μην ταραχτείς. Τίποτα δεν μπορεί να γίνει χωρίς να το επιτρέψει ο Θεός».

Τα λόγια του επαληθεύτηκαν πλήρως. Η μητέρα γύρισε σπίτι. Ύστερα από λίγες μέρες, μια άγνωστη γυναίκα την επισκέφθηκε και αμέσως έφυγε. Λίγο μετά, πέθανε και η άρρωστη κόρη της.

Στις 25 Αυγούστου 1915, ο Δεσπότης Ερμογένης διορίστηκε στη μονή Νικολό-Ουγκρέσκι της Μητρόπολης Μόσχας. Στις 8/21 Μαρτίου 1917 ανέλαβε την έδρα του Τομπόλσκ, στη Σιβηρία. Όμως η Προσωρινή Κυβέρνηση ενοχλήθηκε από την παρρησία του και, στις 7 Σεπτεμβρίου 1917, ο υπουργός των Θρησκευμάτων ζήτησε από τη Σύνοδο να μην του επιτρέψει να πάει στο Τομπόλσκ, αναθέτοντάς του κάποιο έργο που θα τον κρατούσε στην Πετρούπολη ή τη Μόσχα. Αυτό του έδωσε την ευκαιρία να συμμετάσχει στην Τοπική Σύνοδο της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Τελικά, στις 6/19 Δεκεμβρίου 1917, έφτασε στο Τομπόλσκ και αργότερα έγραψε στον Πατριάρχη ευχαριστώντας τον Θεό «από τα βάθη της καρδιάς» που τον έστειλε σε αυτήν την «σιωπηλή πόλη-ασκητήριο».

Στο Τομπόλσκ, ο Δεσπότης Ερμογένης καλούσε το ποίμνιό του «να μείνει πιστό στην πίστη των Πατέρων, να μην γονατίσει μπροστά στα είδωλα της επανάστασης και στους σύγχρονους ιερείς της, που ζητούν από τον ορθόδοξο ρωσικό λαό να απαρνηθεί την εθνική του ψυχή και να ακολουθήσει τον κοσμοπολιτισμό, τον κομμουνισμό, την απιστία και την κτηνώδη διαφθορά».

Ειδική φροντίδα έδειξε στους στρατιώτες που γύριζαν από το μέτωπο. Οι άρχοντες τους έβλεπαν σαν εύκολους να ξανασταλούν σε πόλεμο και λεηλασίες, ώστε να τους δέσουν με εγκλήματα και αίμα. Τέλη Φεβρουαρίου 1918, ο Ερμογένης προέδρευσε συνάντησης του αδελφάτου Αγίου Ιωάννου - Δημητρίου στην επισκοπική κατοικία. Με έντονο λόγο περιέγραψε την ψυχολογία του στρατιώτη και υπογράμμισε πως δεν χρειαζόταν κατάκριση αλλά βοήθεια. Αποφασίστηκε να δημιουργηθεί ειδικό τμήμα του αδελφάτου για τη στήριξή τους. Αυτή η φροντίδα εξόργισε τους μπολσεβίκους, που προσπαθούσαν να γεμίσουν τους στρατιώτες με μίσος, ενώ τώρα –υπό την επιρροή του Ερμογένη– άρχισε να καλλιεργείται ενδιαφέρον και αγάπη προς αυτούς.

Τον Ιανουάριο του 1918, οι μπολσεβίκοι εξέδωσαν διάταγμα για τον χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους, το οποίο έθετε τους πιστούς εκτός νόμου και άνοιγε τον δρόμο για διώξεις κατά της Εκκλησίας. Ο Πατριάρχης Τύχων ευλόγησε λιτανείες σε όλη τη Ρωσία, και ο Ερμογένης ευλόγησε μία στο Τομπόλσκ για την Κυριακή των Βαΐων, 15/28 Απριλίου.

Ο ίδιος έγραψε:

«Οι άθεοι συντάκτες του διατάγματος βρήκαν εκτελεστές ανάμεσα στους στρατιώτες μας, που, από άγνοια και με υποκίνηση των ηγετών τους, τόλμησαν να υψώσουν το χέρι τους ενάντια στα άγια των προγόνων μας και να κάνουν πράξεις που ο Θεός καταδικάζει αυστηρά. Έκαναν ό,τι και οι σταυρωτές του Χριστού· όμως ας εκπληρωθεί και γι’ αυτούς η προσευχή του Κυρίου: “Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι”.»

Αγαπητοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί! Αν αγαπάτε την Εκκλησία, αν μέσα σας δεν έχει σβήσει τελείως η πίστη που σας δίδαξαν οι γονείς σας και που μας παραδόθηκε από το πλήθος των ρωσικών Αγίων, ακούστε τη φωνή της λογικής και της χριστιανικής συνείδησης. Το διάταγμα αυτό κηρύσσει ανοιχτά την απιστία και έναν ανεύθυνο, ανελέητο πόλεμο κατά της Ορθοδοξίας και των πιστών.

Λένε πως η θρησκεία είναι «ιδιωτική υπόθεση». Μα αυτό είναι ένα ψέμα καταστροφικό. Η χριστιανική πίστη είναι δημόσια, καθολική, εκκλησιαστική. Ο χριστιανός δεν σώζεται μόνος του· σώζεται μέσα στην Εκκλησία, στην κοινωνία των πιστών, εκεί όπου δρα η Χάρη του Αγίου Πνεύματος, όχι ατομικά αλλά συλλογικά, για το κοινό καλό.

Όπως τα μέλη ενός σώματος είναι ενωμένα και ζουν μαζί, έτσι και τα μέλη της Εκκλησίας. Όποιος αποκόπτεται, χάνεται. Δεν μπορούμε να σωθούμε χωρίς κοινή προσευχή, χωρίς συμμετοχή στα Μυστήρια, χωρίς κοινά έργα ελεημοσύνης και μόρφωσης.

Το διάταγμα θέλει να διαλύσει και να υπονομεύσει τους πιστούς. Θέλει να κλείσουν οι εκκλησίες, να καλλιεργηθεί απιστία, να γίνουν όλοι άθεοι.

Η Εκκλησία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ναούς. Η πίστη του λαού μας είναι δεμένη με τα άγια της. Μα το διάταγμα της αφαιρεί το δικαίωμα να κατέχει περιουσία και να τη διαχειρίζεται. Έτσι η Εκκλησία δεν μπορεί πια να χτίζει, να συντηρεί, να ομορφαίνει τους ναούς. Σύντομα, η ρωσική γη κινδυνεύει να μείνει χωρίς ναούς. Θα γίνουν χώροι διασκέδασης ή ερείπια. Εκεί που πριν υπήρχαν Άγια, θα υπάρχει «το βδέλυγμα της ερημώσεως». Οι πρόγονοί μας μόχθησαν και ξόδεψαν για να χτίσουν Εκκλησίες· δεν πρέπει εμείς να τις μετατρέψουμε σε άντρα ανομίας ή χώρους θεαμάτων και παιχνιδιών!

Το διάταγμα λέει ότι η περιουσία των ναών είναι «λαϊκή περιουσία». Μα πάντα ήταν! Οι πιστοί, με την αγάπη τους, τα πρόσφεραν στον Θεό, για τη σωτηρία των ψυχών τους. Ποτέ δεν ανήκε στους κληρικούς προσωπικά. Οι δωρεές ήταν πάντα για την Εκκλησία, και πάντα με διαφάνεια, με τη συμμετοχή των επιτρόπων και των πιστών.

Δεν μπορούμε να δεχτούμε να τη διαχειρίζονται άνθρωποι έξω από την Εκκλησία ή άπιστοι. Είναι συκοφαντία πως οι ιερείς την ιδιοποιήθηκαν. Οι ίδιοι ζούσαν από τον κόπο τους και τις μικρές προσφορές των ενοριτών. Όλα έγιναν με γνώση και έγκριση των εκλεγμένων λαϊκών.

Το διάταγμα παραβιάζει τους ιερούς κανόνες· αφαιρεί την ιερή περιουσία από την Εκκλησία και την παραδίδει στους κοσμικούς!

Αδελφοί Χριστιανοί! Υψώστε τη φωνή σας για την πίστη των Αποστόλων, τα άγια της Εκκλησίας, την ιερή της περιουσία. Υπερασπιστείτε το δικαίωμά σας να πιστεύετε και να λατρεύετε όπως μάθατε από παιδί, όπως δίδαξαν οι άγιοι και οι μάρτυρες. Πείτε δυνατά πως οι εκκλησίες είναι για εσάς πολύτιμες· χωρίς αυτές, σωτηρία δεν υπάρχει. Καμία εξουσία δεν έχει δικαίωμα να σας ζητήσει κάτι ενάντια στη συνείδησή σας: «Πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις», είπαν οι Απόστολοι. Και αυτό πρέπει να πούμε κι εμείς.

Οι Απόστολοι υπέφεραν με χαρά για την πίστη. Να είστε κι εσείς έτοιμοι για θυσία και πνευματικό αγώνα. Καμία σωματική δύναμη δεν μπορεί να νικήσει αυτόν που έχει μέσα του δυνατή πίστη στον Χριστό. Η πίστη μετακινεί βουνά· η πίστη των Χριστιανών νίκησε την ειδωλολατρία. Ας είναι και η δική σας πίστη γενναία και θαρραλέα!

Ο Χριστός κατέλυσε τον Άδη. Θα διαλύσει και τις παγίδες των εχθρών της Εκκλησίας μας. Πιστέψτε – και ο εχθρός θα φύγει μπροστά σας. Σταθείτε υπερασπιστές της πίστης σας και πείτε με ελπίδα: «Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί Αυτού!»

Ο Δεσπότης ευλόγησε τη διανομή του φυλλαδίου και την επόμενη ημέρα έμαθε ότι οι αρχές είχαν εξοργιστεί γι’ αυτό. Στις 11 Απριλίου δημοσιεύτηκε ένα απειλητικό άρθρο εναντίον του σε τοπική εφημερίδα, και άνθρωποι του περιβάλλοντός του τον προειδοποίησαν ότι κάτι ετοιμαζόταν εις βάρος του. Όμως ο Δεσπότης ήταν, όπως πάντα, χαρούμενος και δεν έδωσε σημασία στη χολή των μπολσεβίκων.

Στις 13 Απριλίου, στις 11 το πρωί, Λετονοί μπολσεβίκοι έκαναν έρευνα στην κατοικία του Δεσπότη, περιγελούσαν τα άγια πράγματα και σήκωσαν ακόμη και την Αγία Τράπεζα, χωρίς όμως να τον βρουν. Την ίδια νύχτα πραγματοποιήθηκαν έρευνες και στη Μονή Ζναμένσκι, στην κατοικία του Επισκόπου Ιρινάρχου, και στο Σκήτη του Μιχαήλ, ο οποίος βρισκόταν περίπου οκτώ βέρστια (ρωσική μονάδα μήκους) από την πόλη.

Το Σάββατο του Λαζάρου, οι αρχές είπαν στον Δεσπότη ότι δεν ήθελαν να τον συλλάβουν, αλλά απλώς να τον ανακρίνουν, και ότι αυτό θα το ανέβαλλαν για τη Δευτέρα μετά τη γιορτή. Του ζήτησαν όμως να μη μιλήσει για την έρευνα που είχαν πραγματοποιήσει. Ο Δεσπότης αρνήθηκε και είπε ότι δεν τους πίστευε. Και κατά την αγρυπνία για τη γιορτή είπε:
«Ό,τι κι αν πουν ή πράξουν εναντίον μου, ας είναι ο Θεός ο Κριτής τους: τους συγχώρησα και τους συγχωρώ και τώρα... Και δηλώνω ξανά ότι η αρχιερατική μου διακονία είναι εντελώς ξένη προς κάθε πολιτική. Η δική μου πολιτική είναι η πίστη στη σωτηρία των ψυχών των πιστών. Το πρόγραμμά μου είναι η προσευχή...»

Εκείνη τη νύχτα είπε:
«Δεν περιμένω έλεος από αυτούς. Θα με σκοτώσουν· και όχι μόνο αυτό, θα με βασανίσουν. Είμαι έτοιμος, έτοιμος ακόμη και τώρα. Δεν φοβάμαι για μένα, δεν λυπάμαι για μένα. Λυπάμαι για την πόλη, φοβάμαι για τους κατοίκους. Τι θα τους κάνουν;»

Την επόμενη μέρα, μετά τη Λειτουργία, ο Δεσπότης τέλεσε τον Εσπερινό, κατά τον οποίο είπε:
«Πλησιάζουν οι ημέρες των Παθών του Χριστού του Σωτήρα επί του Σταυρού. Η Ψυχή του Θεανθρώπου, προσμένοντας τα φρικτά μαρτύρια που έρχονταν, βασανιζόταν από μεγάλη αγωνία, και ζητούσε δύναμη όχι μόνο με την προσευχή προς τον Θεό Πατέρα, αλλά και ζητούσε από τους μαθητές Του να αγρυπνήσουν και να προσευχηθούν μαζί Του, ώστε να ελαφρύνουν με αυτόν τον τρόπο τη μεγάλη οδύνη που τον βάραινε.

»Κι εγώ επίσης αισθάνομαι ότι πλησιάζουν οι ημέρες των Παθών και του μαρτυρίου μου, και γι’ αυτό η ψυχή μου, προσμένοντας τα βάσανα που έρχονται, βρίσκεται σε βαθιά αγωνία και θλίψη. Σας παρακαλώ θερμά όλους να με στηρίξετε αυτές τις μέρες με τις άγιες προσευχές σας...»

Αυτό ήταν το τελευταίο του κήρυγμα. Ο ιεράρχης δεν λειτούργησε ούτε δίδαξε ξανά το ποίμνιό του. Μετά τον Εσπερινό, ο Δεσπότης διοργάνωσε λιτανεία με όλους τους κληρικούς της πόλης. Όλοι γνώριζαν ότι η λιτανεία είχε απαγορευτεί. Όμως οι καμπάνες ήχησαν και ο επίσκοπος με τους ιερείς, με τίμιους σταυρούς και λάβαρα, εξήλθαν από τον καθεδρικό ναό και ξεκίνησε η πομπή. Πλήθος λαού συνέρρεε κατά μήκος των τειχών του Κρεμλίνου, ψάλλοντας: «Κύριε, σώσον τον λαόν Σου».

Το Κρεμλίνο του Τομπολσκ βρίσκεται πάνω σε ύψωμα, και από εκεί φαινόταν καθαρά το σπίτι όπου κρατούνταν ο Τσάρος και η οικογένειά του. Ο Τσάρος, η Αυτοκράτειρα και τα παιδιά τους στέκονταν στα παράθυρα και παρακολουθούσαν τη λιτανεία.

Ο Δεσπότης σταμάτησε τη λιτανεία στο σημείο των τειχών από όπου φαινόταν το σπίτι. Άρχισαν να ψάλλουν παρακλητικό κανόνα. Ύστερα, ο Δεσπότης πήγε μόνος του στο άκρο του τείχους. Υψώνοντας έναν ξύλινο σταυρό πάνω από το κεφάλι του, ευλόγησε τη βασιλική οικογένεια.

Μετά τη λιτανεία, που έληξε στις πέντε το απόγευμα, ο επίσκοπος συνελήφθη και οδηγήθηκε στο αρχηγείο του Κόκκινου Στρατού. Για να προληφθεί ενδεχόμενη εξέγερση, στρατιώτες περιπολούσαν στους δρόμους και διασκορπούσαν ομάδες πολιτών. Ο Επίσκοπος Ιρινάρχος πήγε στις αρχές για εξηγήσεις. Του είπαν πως η λιτανεία εξόργισε τους τοπικούς Εβραίους, οι οποίοι υποκίνησαν τους στρατιώτες εναντίον του επισκόπου. Την επομένη, οι αρχές είπαν στους πολίτες ότι η σύλληψη έγινε για πολιτικούς λόγους, ώστε να διατηρηθεί η δημόσια τάξη. Αργότερα, όμως, σε επίσημη ερώτηση επιτροπής του Πατριάρχη Τύχωνα, ο πρόεδρος της εκτελεστικής επιτροπής δήλωσε ότι ο Επίσκοπος Ερμογένης συνελήφθη με εντολή της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής ως "μαυροεκατονταρίτης" και υποκινητής πογκρόμ· αλλά δεν υπήρχαν αποδείξεις για εγκληματική του δράση.

Στη 1 τη νύχτα, ο Δεσπότης μεταφέρθηκε φρουρούμενος στην Τυουμέν και κατόπιν στο Εκατερίνμπουργκ. Κατά τη διαδρομή, ο φρουρός τον περιγελούσε. Στις 18 Απριλίου έφτασε στο Εκατερίνμπουργκ και φυλακίστηκε κοντά στην πλατεία Σεννάγια, δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Συμεών. Στη φυλακή, ο Δεσπότης διάβαζε (κυρίως την Καινή Διαθήκη και βίους αγίων), έγραφε, αλλά κυρίως προσευχόταν και έψαλλε εκκλησιαστικούς ύμνους.

Τον Μάιο, ειδική αντιπροσωπεία της Επισκοπικής Συνόδου, αποτελούμενη από τον δικηγόρο Μινιάτοφ (αδελφό του επισκόπου), τον πρωτοπρεσβύτερο Εφραίμ Δολγκάνοφ, τον ιερέα της Τυουμέν π. Μιχαήλ Μακάρωφ και τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Αλ. Μινιάτοφ, πήγε στο Εκατερίνμπουργκ για να ζητήσει την απελευθέρωσή του. Το σοβιέτ ζήτησε λύτρα 10.000 ρουβλίων, τα οποία ύστερα αύξησε σε 100.000. Παρά τις αντιρρήσεις του Επισκόπου, τα χρήματα συγκεντρώθηκαν από τον έμπορο Δ. Ι. Πολιρουσέφ και πληρώθηκαν, και οι αρχές έδωσαν σχετική απόδειξη.

Την επόμενη μέρα, η αντιπροσωπεία πήγε στο σοβιέτ, ελπίζοντας σε απελευθέρωση του Δεσπότη. Όμως δεν γύρισαν ποτέ στο διαμέρισμα που είχαν νοικιάσει· συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν.

Την τρίτη μέρα της Πεντηκοστής, ο Επίσκοπος Ερμογένης μεταφέρθηκε με τρένο στην Τυουμέν μαζί με τον ιερέα π. Πέτρο Καρέλιν από το χωριό Καμένσκι και τους λαϊκούς Νικόλαο Κνιαζέφ, Μστισλάβ Γκολούμπεφ, Ερρίκο Ρουσίνσκυ και τον αξιωματικό Ερσώφ.

Τη νύχτα της 13ης Ιουνίου, το τρένο έφτασε στην Τυουμέν, και οι κρατούμενοι επιβιβάστηκαν στο ατμόπλοιο «Γερμάκ». Το βράδυ της επόμενης ημέρας, το πλοίο σταμάτησε στο χωριό Ποκρόφσκογιε (πατρίδα του Ρασπούτιν), όπου όλοι, εκτός από τον επίσκοπο και τον ιερέα, μεταφέρθηκαν στο ατμόπλοιο «Όκα» και κατόπιν εκτελέστηκαν.

Στις 15 Ιουνίου, στις 10 το βράδυ, ο επίσκοπος και ο ιερέας μεταφέρθηκαν στο «Όκα», για να μεταβούν στο Τομπολσκ, όπου επρόκειτο να δικαστεί ο Δεσπότης. Καθώς ανέβαινε στη σκάλα του πλοίου, ο Ερμογένης είπε ήσυχα στον πλοηγό:

«Βαπτισμένε δούλε του Θεού, πες σε όλον τον μεγάλο κόσμο πως ζητώ να προσεύχονται στον Θεό για μένα».

Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στο βρώμικο και σκοτεινό αμπάρι του πλοίου, που κατευθυνόταν προς Τομπολσκ μέσω του ποταμού Τούρα. Γύρω στα μεσάνυχτα, οι μπολσεβίκοι έβγαλαν τον π. Πέτρο στο κατάστρωμα, του έδεσαν δύο μεγάλες πέτρες και τον έριξαν στο νερό. Στις 12:30, έβγαλαν τον Ερμογένη. Εκείνος προσευχήθηκε για τους βασανιστές του και τους ευλόγησε. Τότε, με βρισιές και χτυπήματα, του έσκισαν το ράσο και το εξωτερικό ένδυμα, του έδεσαν τα χέρια πίσω και, επειδή συνέχιζε να προσεύχεται μεγαλόφωνα, ο κομισάριος φώναξε:

«Κρατήστε του το σαγόνι!»

Ένα δυνατό χτύπημα στο πρόσωπο τον ανάγκασε να σιωπήσει. Κατόπιν, του έδεσαν μια πέτρα 80 κιλών στα δεμένα του χέρια και, αφού τον ταλάντεψαν, τον έριξαν στο ποτάμι.

Αυτό συνέβη στις 16 Ιουνίου 1918. Στις 3 Ιουλίου, αγρότες του χωριού Ουσόλσκ βρήκαν τα άγια λείψανα του ιερομάρτυρα στις όχθες του ποταμού. Την επόμενη μέρα, ο αγρότης Αλέξιος Μαριάνωφ τον έθαψε στο σημείο όπου είχε βρεθεί, μαζί με την πέτρα που ήταν δεμένη πάνω του.

Το λείψανο μαζί με τον τάφο μεταφέρθηκαν στον Καθεδρικό Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου (Ποκρόφσκι Σομπόρ) στο Τομπόλσκ, όπου φυλάσσονται έως σήμερα με μεγάλη ευλάβεια. Η ανακομιδή των τιμίων λειψάνων του Αγίου Ερμογένη έγινε με την παρουσία πλήθους πιστών, ιερέων, μοναχών και εκπροσώπων των εκκλησιαστικών και πολιτειακών αρχών.
Η μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Ερμογένη τιμάται πλέον με ιδιαίτερη λαμπρότητα από την Εκκλησία, ιδίως στη Σιβηρία, όπου και μαρτύρησε υπέρ Πίστεως, Εκκλησίας και Πατρίδος. Το παράδειγμά του αποτελεί φωτεινό υπόδειγμα ανδρείας, προσευχής και αφοσίωσης στο ποιμαντικό καθήκον εν μέσω διωγμών και βίας.

Ο Άγιος Ερμογένης συγκαταλέγεται στους μεγάλους Ιεράρχες και Νεομάρτυρες της Ρωσικής Εκκλησίας, και η θυσία του μαρτυρεί την ακλόνητη πίστη και τη θυσιαστική αγάπη προς το ποίμνιό του και προς τον Χριστό.

Αἰωνία ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ἑρμογένους, τοῦ ἀρχιποίμενος τοῦ ἐν Τομπόλσκ μαρτυρήσαντος.

Ακολουθήστε μας στο Google News

Google News <-----Google News

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Άγιος Μάριος επίσκοπος Σεβαστείας

Άγιος Πέτρος Ιερομάρτυρας, από την Καπιτώλιο, 4 Οκτωβρίου

Μεταφορά από τη Μάλτα στο Γκάτσινα τμήματος του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού του Κυρίου, μαζί με την εικόνα της Παναγίας της Φιλερμίου και το δεξί χέρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, 12 Οκτωβρίου

Νέα

Φωτογραφία της ημέρας

Σαν σήμερα



Εορτασμοί σήμερα


Αναρτήσεις...

  • Φόρτωση αναρτήσεων...

Φωτογραφίες

Βίντεο

Πρόσωπα

Συνταγές

ΓηΤονια

Χαμένες Πατρίδες

Ρετρό

Σιδή Ρόκ Άστρο

Ο χαζός του χωριού