Άγιος Παρθένιος ο Πατμιος Νεοϊερομάρτυς, 17 Ιουνίου
Ο Άγιος Παρθένιος, ο οποίος στον κόσμο ονομαζόταν Παναγιώτης Παγκώστας, καταγόταν από επιφανή οικογένεια της Πάτμου και ήταν καπετάνιος στο επάγγελμα. Για εμπορικούς λόγους ταξίδευε συχνά σε διάφορα λιμάνια της Ευρώπης, φτάνοντας μέχρι και την Ολλανδία. Κάποια στιγμή, αποσύρθηκε από τα εγκόσμια και αποφάσισε να αφιερώσει τη ζωή του ολοκληρωτικά στον Χριστό, και έγινε μοναχός στη Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο.
Το έτος 1606, ο Παρθένιος υπογράφει ως Ηγούμενος της Μονής του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου μία επιστολή που στέλνει στον Ενετό διοικητή της Κρήτης. Και το 1607, έτος ίδρυσης της Μονής της Ζωοδόχου Πηγής, παραμένει ηγούμενος της ίδιας Μονής, όπως μαρτυρεί και η ιδρυτική επιγραφή στο υπέρθυρο του καθολικού της Μονής: «Παρθένιος Ιερομόναχος και Ηγούμενος της Πάτμου…».
Ο Παρθένιος ίδρυσε τη Μονή της Ζωοδόχου Πηγής ως γυναικείο μοναστήρι σε οικογενειακή του ιδιοκτησία, κοντά στο αρχοντικό τους, όπου ήδη υπήρχε ναός αφιερωμένος στην Υπαπαντή του Χριστού. Η απόφασή του όμως αυτή συνάντησε αντιδράσεις και δυσκολίες, τις οποίες όμως ξεπέρασε, επιμένοντας στον σκοπό του. Η ίδρυση της Μονής είχε όχι μόνο πνευματικό, αλλά και φιλανθρωπικό χαρακτήρα. Όπως ορίζεται στη διαθήκη του ιδρυτή, η Μονή αποσκοπούσε στην προστασία και φιλοξενία «χήρων και ανύμφευτων γυναικών». Αφιερώθηκε στον «Χριστό Σωτήρα και στη Μητέρα Του, τη Ζωοδόχο Πηγή». Ιδρύθηκε το 1607 και μέχρι το 1617 είχαν ήδη ολοκληρωθεί τα οχυρωματικά της τείχη και ο νάρθηκας του καθολικού.
Παρά τις δυσκολίες, ο Παρθένιος φρόντισε να εξασφαλίσει τη Μονή τόσο οικονομικά όσο και διοικητικά. Για τη χρηματοδότησή της αγόρασε και διέθεσε κτήματα στη Μήλο, τη Σάμο, τη Σαντορίνη, καθώς και διάφορα κινητά και ακίνητα περιουσιακά στοιχεία. Παράλληλα, μερίμνησε για τη διοικητική της αυτονομία. Έτσι, το 1615 ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εξασφάλισε Πατριαρχικό και Συνοδικό Σιγίλλιο από τον Πατριάρχη Τιμόθεο Β΄, με το οποίο η Μονή κατατάχθηκε στις Σταυροπηγιακές.
Σύμφωνα με προφορική παράδοση, ο Άγγελος Κυρίου φανέρωσε στον Παρθένιο σε όραμα το αρχιτεκτονικό σχέδιο της Μονής. Εκείνος το εφάρμοσε, δίνοντάς της ιδιαίτερη αρχιτεκτονική μορφή, και φρόντισε για τον καλλωπισμό του καθολικού με τοιχογραφίες και ξυλόγλυπτο τέμπλο. Συγκέντρωσε επίσης πολύτιμα σκεύη, μερικά από τα οποία φυλάσσονται μέχρι σήμερα στο θησαυροφυλάκιο της Μονής.
Ο Δημήτριος Καλλίμαχος, γραμματέας του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, διασώζει δύο παραδόσεις από τις αρχές του 20ού αιώνα σχετικά με τον θάνατο του Αγίου Παρθενίου, όπως τις άκουσε από γέροντες της Πάτμου και από τον ηγούμενο Αγαθάγγελο.
Το 1629, τουρκική μοίρα κατέπλευσε στην Πάτμο. Ο Τούρκος ναύαρχος επισκέφθηκε τη Μονή του Αγίου Ιωάννη και εντυπωσιάστηκε από το επιβλητικό συγκρότημα της Μονής της Ζωοδόχου Πηγής, που βρισκόταν νοτιοδυτικά της πρώτης. Ειδικά οι οχυρώσεις του του προκάλεσαν ανησυχία. Η εξήγηση ότι τα τείχη εξυπηρετούσαν την προστασία των μοναχών από πειρατές δεν τον έπεισε. Υποψιαζόμενος επαναστατικές βλέψεις, διέταξε τη σύλληψη και βασανισμό του Παρθενίου.
Στη σύλληψή του συνετέλεσαν και κάτοικοι της Πάτμου που τον μισούσαν και τον κατηγόρησαν. Αφού τον συνέλαβαν, τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια: τον έγδυσαν, του έκοψαν τα γένια, του έριξαν καυτό λάδι στο στήθος, του φόρεσαν πυρωμένο χάλκινο αγγείο στο κεφάλι, κάρφωσαν ακίδες στα δάχτυλά του και του έριξαν καυτό λάδι στις πληγές του.
Ο Νικόλαος Παγκώστας, σε χειρόγραφο του 1881, προσθέτει: «Οι Τούρκοι τού έβγαλαν τα μάτια με πιρούνι. Γι’ αυτό οι Πατμιώτες τον θεωρούν μάρτυρα και ζητούν τη βοήθειά του σε περιπτώσεις πυρετού, παίρνοντας χώμα από τον τάφο του».
Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή του θανάτου του, πέθανε κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων: «Το καυτό λάδι τον αποτελείωσε, θύμα της θηριωδίας του πασά». Ο Γεράσιμος Σμυρνάκης παρουσιάζει άλλη εκδοχή: μετά τα βασανιστήρια, τον πέταξαν ημιθανή από τη φρεγάτα και πέθανε λίγο αργότερα, στις 17 Ιουνίου 1629.
Η δεύτερη παράδοση, όπως τη διηγούνται οι μοναχές της Ζωοδόχου Πηγής και διασώζει ο Καλλίμαχος, λέει ότι ο Παρθένιος επέζησε των βασανιστηρίων και οδηγήθηκε αιχμάλωτος στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί φυλακίστηκε και αφέθηκε ελεύθερος αφού οι μοναχές κατέβαλαν λύτρα.
Η κοινή συνισταμένη και των δύο παραδόσεων είναι ότι υπέστη φρικτά βασανιστήρια. Αυτό φαίνεται και στην τοιχογραφία του τάφου του, στον νάρθηκα της Μονής. Εκεί εικονίζεται όρθιος, ωχρός, με κλειστά μάτια και χωρίς γένια, φορώντας λευκό μαντήλι στο κεφάλι. Όπως σχολιάζει ο Σμυρνάκης, ο αγιογράφος ήθελε να τον δείξει βασανισμένο, γι’ αυτό τον απεικονίζει έτσι. Τα κλειστά μάτια ενισχύουν την πληροφορία ότι του τα είχαν αφαιρέσει.
Κατά συνέπεια, όλοι συμφωνούν ότι ο Παρθένιος μαρτύρησε· η διαφωνία έγκειται στο αν πέθανε από τα βασανιστήρια ή έζησε και φυλακίστηκε.
Μέχρι και σήμερα οι Πατμιώτες επικαλούνται τη βοήθειά του για θεραπεία από υψηλό πυρετό.


