Όσιος Βησσαρίων ο Αιγύπτιος, 17 Ιουνίου
Ο Όσιος και θεοφόρος πατέρας μας Βησσαρίων γεννήθηκε στην Αίγυπτο, και από νεαρή ηλικία αποσύρθηκε από τον κόσμο για να ζήσει τον βίο της ησυχίας. Μυήθηκε στον αγγελικό βίο από τον Μέγα Αντώνιο (17 Ιανουαρίου) και υπήρξε μαθητής του Οσίου Μακαρίου (19 Ιανουαρίου), ιδρυτή της Σκήτης. Έζησε ως περιπλανώμενος ασκητής κάτω από τον ανοιχτό ουρανό, ενισχυμένος με πίστη, νικώντας τα πάθη της σάρκας. Η άσκησή του ήταν τόσο αυστηρή, ώστε αναφέρεται πως είπε: «Σαράντα νύχτες έμεινα όρθιος μέσα στ’ αγκάθια, χωρίς να κοιμηθώ».
Ο Αββάς Βησσαρίων ήταν περίφημος για την ταπείνωσή του, όπως φαίνεται θαυμαστά από τα εξής περιστατικά που καταγράφονται στο Παράδεισος των Πατέρων:
Το "The Paradise of the Holy Fathers (Παράδεισος των Πατέρων)" είναι μια αγγλική μετάφραση αρχαίων πατερικών και μοναχικών κειμένων, που περιέχουν αποφθέγματα και διηγήσεις για τους πρώτους Χριστιανούς μοναχούς της Αιγύπτου, της Παλαιστίνης και της Συρίας — κυρίως από τον 4ο έως τον 6ο αιώνα.
Πρόκειται για μετάφραση της Συλλογής "Παράδεισος των Πατέρων" (Πατερικόν), η οποία αποδίδεται στον Άγιο Παλλάδιο (Λαύσαϊκή Ιστορία) και σε άλλους ανώνυμους ή ημι-γνωστούς συντάκτες.
Κάποτε ένας αδελφός αμάρτησε μέσα στην εκκλησία, και ο ιερέας τον έδιωξε. Εκεί βρισκόταν και ένας άνθρωπος διορατικός, ονόματι Βησσαρίων, και κι εκείνος σηκώθηκε και βγήκε από την εκκλησία, λέγοντας: «Αφού κρίνατε ότι αυτός που έκανε μόνο μία αμαρτία είναι ανάξιος να λατρεύει τον Θεό, πόσο περισσότερο ανάξιος είμαι εγώ, που έχω κάνει πολλές;»
Ένας αδελφός, από κοινόβιο, ρώτησε τον Αββά Βησσαρίωνα: «Τι να κάνω;» Και ο γέροντας του απάντησε: «Φύλαγε σιωπή και θεώρει τον εαυτό σου ως μηδέν».
Στο Παράδεισος των Πατέρων οι μαθητές του Αββά Βησσαρίωνα συνήθιζαν να διηγούνται για τον βίο και τα έργα του τα εξής:
«Ο τρόπος ζωής του γέροντος ήταν σαν τα πουλιά του ουρανού, σαν τα ψάρια του νερού και τα ερπετά της γης. Πέρασε όλη του τη ζωή με ειρήνη και γαλήνη, χωρίς έγνοια για κελί ή τόπο, χωρίς να επιζητεί ξεκούραση ή φαγητό, χωρίς να μαζεύει ρούχα ή βιβλία. Ήταν απαλλαγμένος από κάθε μέριμνα του σώματος, και χαιρόταν μόνο με την ελπίδα των μελλόντων αγαθών. Ήταν ακλόνητος στην πίστη και επίμονος στον ασκητικό αγώνα. Περιπλανιόταν σαν κάποιος δαιμονισμένος· τον χειμώνα γυμνός, το καλοκαίρι κατακαιόμενος απ’ τον ήλιο. Άλλοτε ζούσε ανάμεσα σε πέτρες κι άλλοτε στην έρημο. Αν τύχαινε και έφτανε σε κατοικημένα μέρη ή σε μοναστήρια, καθόταν ήσυχα έξω από την πόρτα τους.
Κάποτε, σε ένα τέτοιο μοναστήρι, κάθισε έξω από την πόρτα και άρχισε να κλαίει και να θρηνεί, σαν να είχε σωθεί από τρικυμία στη θάλασσα. Ένας από τους αδελφούς, βλέποντάς τον να κλαίει σαν φτωχός και ζητιάνος, τον πλησίασε με συμπόνοια και του είπε: “Γιατί κλαις, άνθρωπέ μου; Αν σου λείπει κάτι, πες μου και, όσο μπορώ, θα στο δώσω. Έλα μέσα στο μοναστήρι, να καθήσεις στο τραπέζι μαζί μας”. Τότε ο μακάριος Βησσαρίων του απάντησε: “Δεν μπορώ να μπω κάτω από στέγη, έως ότου βρω τα πλούτη του σπιτιού μου που έχασα, και τα αγαθά του πατρικού μου· με χτύπησαν πειρατές, με βρήκε καταιγίδα στη θάλασσα και μου πήραν τα πάντα· από αρχοντόπουλο έγινα καταφρονημένος”. Ο αδελφός ξαφνιάστηκε και στεναχωρήθηκε με αυτά τα λόγια, και του έδωσε λίγο ψωμί λέγοντας: “Πάρε, πάτερ, και για τα άλλα που είπες, ο Θεός να σου τα αποδώσει”. Ο Αββάς Βησσαρίων τότε άρχισε να κλαίει δυνατότερα και με μεγάλη φωνή είπε: “Δεν ξέρω αν θα βρω όσα έχασα· μάλλον απομακρύνονται όλο και πιο πολύ από μένα. Καθημερινά βασανίζομαι, φτάνω ως τον θάνατο από τις άπειρες κακίες που με περικυκλώνουν· τις υπομένω με την ελπίδα ότι ίσως βρω έλεος κατά την Κρίση”».
Στην Ερμηνεία των Ερωταποκρίσεων περί Ασκήσεως του Παραδείσου των Πατέρων, η παραπάνω αφήγηση εξηγείται ως εξής:
«Η ιστορία του Αββά Βησσαρίωνα λέει πως έζησε όλη του τη ζωή σε ερημιές, βουνά και πέτρες. Κάποτε, φτάνοντας σε μοναστήρι, στάθηκε έξω σαν ζητιάνος, και έκλαιγε όπως εκείνος που γλίτωσε από φουρτούνα. Και όταν οι αδελφοί τον παρακαλούσαν να μπει μέσα, τους έλεγε: ‘Δεν μπορώ να μπω κάτω από στέγη πριν βρω τα πλούτη του σπιτιού μου’. Τι ήταν αυτά τα πλούτη; Και ποιοι ήταν οι “πειρατές” και η “θάλασσα” και η “θύελλα” και οι “γονείς”; Ο γέροντας απαντά: Αυτά λέγονται για όλους τους μοναχούς που ακόμα παλεύουν με τα πάθη και τους δαίμονες και δεν έχουν καθαρή καρδιά ή πνευματικούς καρπούς ή οράσεις Κυρίου. Η θάλασσα είναι ο νους, στον οποίο πλέει ο μοναχός με έργα αρετής· οι θύελλες είναι οι πειρασμοί· τα κύματα τα πάθη· οι πειρατές είναι οι δαίμονες. Οι “γονείς” του είναι ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, κατ’ εικόνα των οποίων πλάστηκε. Τα “πλούτη” είναι η πίστη, η αγάπη, η ειρήνη, η καθαρότητα της καρδιάς, η ταπείνωση, η μακροθυμία, το φως του νου, η προσευχή και οι αποκαλύψεις του Θεού. Άλλα από αυτά τα έχει η ψυχή από τη φύση της, άλλα από τη Χάρη του Θεού με το βάπτισμα. Αυτά τα χάνει ο άνθρωπος με ηδονές και τιμές, αλλά τα ξαναποκτά με θλίψεις και αγώνες. Και ο Βησσαρίων τα είχε, μα τα έβλεπε να λείπουν από άλλους· και επειδή αγαπούσε τους αδελφούς, έκλαιγε και ικέτευε τον Θεό να τους χαρίσει αυτά τα πνευματικά χαρίσματα».
Ο μαθητής του, Αββάς Δούλας (ή Σαούλ), έλεγε τα εξής:
«Κάποτε φτάσαμε στις όχθες μιας λίμνης κι εγώ διψούσα. Του είπα: “Διψώ, πάτερ”. Κι εκείνος προσευχήθηκε και μου είπε: “Πιες νερό απ’ τη λίμνη”. Ήπια και το βρήκα γλυκό. Γέμισα όλα τα αγγεία μου για να έχω για τον δρόμο. Τότε με ρώτησε: “Γιατί τα γέμισες όλα;” Κι εγώ είπα: “Συγχώρεσέ με, πάτερ, αλλά σκέφτηκα μήπως ξαναδιψάσω”. Κι εκείνος απάντησε: “Ο Θεός να σε συγχωρήσει· διότι εδώ, εκεί και παντού, ο Θεός μας οδηγεί”».
«Άλλη φορά, όταν φτάσαμε στον ποταμό Χρυσόροα, δεν υπήρχε τρόπος να περάσουμε απέναντι. Σήκωσε τα χέρια του και προσευχήθηκε, και πέρασε απέναντι. Εγώ έμεινα κατάπληκτος, και τον ρώτησα: “Πάτερ, όταν περνούσες, πόσο ψηλά έφτανε το νερό στα πόδια σου;” Και μου απάντησε: “Μόνο μέχρι τον αστράγαλό μου· από εκεί και κάτω το νερό ήταν στερεό σαν γη”».
«Άλλη φορά, ενώ ταξιδεύαμε προς έναν μεγάλο σοφό, και ο ήλιος κοντοζύγωνε να βασιλέψει, προσευχήθηκε και είπε: “Κύριε, κράτησε τον ήλιο στη θέση του, μέχρι να φτάσω στον δούλο Σου”. Και έγινε έτσι».
«Άλλη φορά πήγα στο κελί του να του μιλήσω και τον βρήκα να στέκεται με τα χέρια υψωμένα σε προσευχή· έμεινε έτσι τέσσερις μέρες και τέσσερις νύχτες. Μετά με φώναξε και ξεκινήσαμε. Διψούσα, κι εκείνος απομακρύνθηκε όσο να ρίξει κανείς μια πέτρα, προσευχήθηκε και ήρθε με το ρούχο του γεμάτο νερό απ’ τον αέρα· ήπια, και συνεχίσαμε».
«Και όταν φτάσαμε στον Αββά Ιωάννη στον Λύκο, είπε: “Έγινε κρίση από τον Κύριο να καταστραφούν όλοι οι ναοί των ειδώλων”· και έτσι έγινε».
«Και στην Αίγυπτο ήταν κάποιος που είχε γιο παραλυτικό. Τον πήρε στους ώμους του και τον άφησε κλαίγοντας στην πόρτα του Αββά Βησσαρίωνα. Ο γέροντας τον ρώτησε: “Ποιος είσαι;” Κι εκείνος είπε: “Ο πατέρας μου με άφησε εδώ κι έφυγε, και κλαίω”. Και ο γέροντας του είπε: “Σήκω, τρέξε να τον προφτάσεις”. Κι ευθύς θεραπεύτηκε, και έτρεξε στον πατέρα του», δεν βγαίνει με τίποτα.» Τότε ήλθε και ο Αββάς Βησσαρίων στην εκκλησία και οι πατέρες τον παρακάλεσαν να προσευχηθεί γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Ο γέροντας είπε: «Δεν είμαι άξιος εγώ να πολεμήσω με τον διάβολο. Ας κάνουμε όλοι μαζί προσευχή». Και καθώς γονάτισαν και άρχισαν να προσεύχονται, ο διάβολος άρχισε να φωνάζει: «Τι είναι αυτό που με καίει; Με καίει η ταπείνωση του Βησσαρίωνος, με καίει η προσευχή του πλήθους!» Και αμέσως ο άνθρωπος ελευθερώθηκε.
Έτσι έζησε ο Όσιος και Θεοφόρος Πατήρ μας Βησσαρίων, άνθρωπος της σιωπής, της ταπείνωσης και της θαυματουργίας. Ζούσε με πλήρη αυταπάρνηση, όπως τα πουλιά του ουρανού και τα θηρία της ερήμου, χωρίς στέγη, χωρίς φροντίδα για τροφή ή ένδυση, χωρίς δεσμούς με τόπους ή πράγματα. Όλη του η ύπαρξη ήταν αφοσιωμένη στην ελπίδα των επουρανίων αγαθών και στην αναζήτηση του θείου ελέους. Οι πράξεις του, τα δάκρυά του, οι συμβουλές του και η ζωή του ολόκληρη δίνουν μαρτυρία για την πληρότητα της χάριτος που κατοικούσε μέσα του, αλλά και για την ένθερμη αγάπη του προς τον Θεό και προς τον άνθρωπο.



