Μνήμη της σφαγής των Χριστιανών από Τούρκους και Κούρδους στο Ντιαρμπεκίρ το 1895, 30 Ιουνίου
Η καθιέρωση της μνήμης της φρικτής σφαγής Ορθοδόξων Χριστιανών από κουρδικές ορδές στο Ντιαρμπεκίρ της Μικράς Ασίας αποφασίστηκε από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας το 1896, ώστε να τιμάται κάθε χρόνο στις 30 Ιουνίου.
Λόγω των εδαφικών απωλειών που είχε υποστεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία στα Βαλκάνια μετά από ρωσική επέμβαση και λόγω της ανόδου του αρμενικού εθνικισμού, η Τουρκία ξεκίνησε από το 1894 έως το 1896 μια πολιτική συστηματικής εξόντωσης των Χριστιανών υπηκόων της. Αν και οι σφαγές αυτές είναι συχνά γνωστές ως «Αρμενική Γενοκτονία», στην πραγματικότητα υπέφεραν εξίσου και πολλοί Ασσύριοι και Έλληνες Χριστιανοί.
Στις 20 Οκτωβρίου 1895, τουρκικές και κουρδικές συμμορίες άρχισαν τις σφαγές Χριστιανών στο Ντιαρμπεκίρ (γνωστό και ως Άμιδα ή Αμίδα). Η περιοχή κατοικούνταν κυρίως από Αρμένιους και Ασσυρίους, αλλά υπήρχε και σημαντική παρουσία Ελλήνων. Εκείνη την εποχή, η Ασσυριακή Εκκλησία της Παναγίας προσέφερε καταφύγιο σε πολλούς Ασσυρίους, Αρμένιους και Έλληνες. Ένα συγκλονιστικό περιστατικό σημειώθηκε όταν κάποιοι Ασσύριοι πρότειναν στον ιερέα τους να διώξει τους Αρμένιους από την εκκλησία, ώστε να μην προκαλέσουν την οργή των Τούρκων. Ο ιερέας απάντησε:
«Όσοι κάνουν τον σταυρό τους, θα μείνουν στην εκκλησία μέχρι τέλους. Αν είναι να σκοτωθούμε, θα σκοτωθούμε όλοι μαζί».
Στο τέλος, 119 χωριά της περιοχής κάηκαν και ισοπεδώθηκαν, και 6.000 χριστιανικές οικογένειες – περίπου 30.000 άνθρωποι – σφαγιάστηκαν. Τον ίδιο μήνα, ο τουρκικός στρατός και τα χαμιντιέ (άτακτα κουρδικά τάγματα του Σουλτάνου) εισέβαλαν στην Ούρφα και σκότωσαν 13.000 Ασσύριους. Η σφαγή στο ίδιο το Ντιαρμπεκίρ ήταν μία από τις πιο αιματηρές της περιόδου, και καταγράφηκε εκτενώς από τον Γάλλο πρόξενο Γκυστάβ Μεϊριέ (Gustave Meyrier).
Σε επιστολή του Πωλ Καμπόν (Paul Cambon) προς τη μητέρα του, με ημερομηνία 4 Νοεμβρίου 1895, γράφει:
«Στο Ντιαρμπεκίρ σκοτώνουν και λεηλατούν από την Παρασκευή. Ο πρόξενος μας είναι κλεισμένος στο σπίτι του με 500 πρόσφυγες και από το παράθυρό του βλέπει αστυνομικούς να οπλίζονται μαζί με αγριεμένους Κούρδους από τα γύρω χωριά και μουσουλμάνους της πόλης. Σφαγιάζουν όλους τους Χριστιανούς χωρίς καμία διάκριση».
(από το έργο του Σεμπαστιέν ντε Κουρτουά, The Forgotten Genocide, Gorgias Press, σ.106)
Σε αναφορά της 18ης Δεκεμβρίου 1895, ο Μεϊριέ περιγράφει:
«Εκείνη τη μέρα με την αυγή ξεκίνησε η σφαγή και κράτησε μέχρι το βράδυ της Κυριακής. Οι οπλισμένοι Τούρκοι είχαν χωριστεί σε ομάδες και πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι, χωρίς να πειράζουν τους μουσουλμάνους. Έσπαγαν πόρτες, λεηλατούσαν τα πάντα και αν έβρισκαν ανθρώπους μέσα, τους έσφαζαν. Σκότωσαν άντρες, γυναίκες, παιδιά· τα κορίτσια τα απήγαγαν».
(ο.π., σ.105)
Οι σφαγές συνεχίστηκαν και μέσα στο 1896. Οι αντιχριστιανικοί διωγμοί του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ είχαν καταστροφικές συνέπειες: μέχρι και 300.000 Αρμένιοι και 55.000 Ασσύριοι βρήκαν τον θάνατο. Πολλοί εξισλαμίστηκαν με τη βία ή σφαγιάστηκαν. Από 245 χωριά, περίπου 100.000 άνθρωποι εξισλαμίστηκαν, ενώ αμέτρητες Ασσύριες γυναίκες οδηγήθηκαν σε τουρκικά χαρέμια.
Η παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έφερε στην εξουσία τους Νεότουρκους, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο ως ευκαιρία για να ολοκληρώσουν την εξόντωση των Χριστιανών – των γηγενών πληθυσμών της Ανατολής. Οι σφαγές επεκτάθηκαν στα βουνά βόρεια της Μοσούλης και στην επαρχία Ουρμία του βορειοδυτικού Ιράν. Συνολικά 750.000 Ασσύριοι, πάνω από 1 εκατομμύριο Αρμένιοι και άγνωστος αριθμός Ελλήνων έχασαν τη ζωή τους.
.jpg)

