Άγιος Μέδικος ο Μάρτυρας του Οτρίκολι, 26 Ιουνίου
Κατηγορήθηκε ότι είναι χριστιανός από τον έπαρχο του Οτρίκολι, Τερενζιανό, την εποχή που βασίλευε ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος.
Ο έπαρχος, βλέποντας την ακλόνητη πίστη του Αγίου και ακούγοντας τον να λέει ότι τα είδωλα είναι δαιμονικά, τον έβαλε στη φυλακή και διέταξε να μην του δώσουν ούτε φαγητό ούτε νερό, ώστε είτε να αρνηθεί την πίστη του είτε να πεθάνει από την πείνα.
Όταν πέρασαν 12 μέρες, ο έπαρχος πίστεψε πως ο Άγιος θα είχε πεθάνει. Οι φύλακες όμως του είπαν πως ήταν ζωντανός, γερός και σταθερός στην πίστη του. Τότε ο έπαρχος δοκίμασε να τον πείσει με υποσχέσεις για αξιώματα και τη φιλία του αυτοκράτορα, αν θυσίαζε στους ειδωλολατρικούς θεούς. Ο Άγιος του απάντησε πως δε θέλει ούτε να λατρέψει ούτε να θυσιάσει σε θεούς που είναι κουφοί, μουγγοί και τυφλοί, φτιαγμένοι από ανθρώπους, και πως επιθυμεί μόνο τη φιλία του Θεού και των δίκαιων δούλων Του.
Τότε ο Τερενζιανός διέταξε να τον δέσουν πάνω σε μεγάλο ξύλο, με σιδερένια σχοινιά που του έδεναν χέρια και πόδια. Ο Άγιος ευχαριστούσε τον Θεό που τον αξίωνε να βασανίζεται για την αγάπη Του, λέγοντας: «Ελπίζω στον Θεό μου και δεν φοβάμαι τίποτα».
Στη συνέχεια τον κατέβασαν από το ξύλο και διέταξε πέντε στρατιώτες να τον χτυπούν με βαριά ραβδιά, προσπαθώντας να τον αναγκάσουν να θυσιάσει. Ο Άγιος απάντησε: «Ο Θεός μου είναι βασιλιάς των βασιλιάδων. Όποιος θυσιάζει σε ψεύτικους θεούς θα πεθάνει πνευματικά». Τότε τον κρέμασαν σε βασανιστικό όργανο, τον έκαιγαν με φωτιές και του έσχιζαν το σώμα με σιδερένια νύχια. Ο Άγιος προσευχόταν να αντέξει για την αγάπη του Χριστού και είπε στον έπαρχο: «Δεν βλέπεις ότι όσο με βασανίζεις τόσο δυναμώνει η αγάπη μου για τον Θεό μου;».
Ο έπαρχος προσπάθησε πάλι να τον πείσει με όμορφα λόγια, αλλά βλέποντας ότι ο Άγιος είχε σοφία και χάρη, διερωτήθηκε: «Μήπως η πίστη στον Χριστό είναι η αληθινή και η δική μας μια πλάνη;». Αν και σαστισμένος, δεν πείστηκε. Τον έριξε σε μεγάλη φωτιά, αλλά ο Άγιος βγήκε αβλαβής. Τον έγδυσε, τον έδεσε με σιδερένιες αλυσίδες, τον χτυπούσε σαν τρελός και τον ξαναέκλεισε στη φυλακή.
Πέντε μέρες μετά, τον βρήκε υγιή, να ευχαριστεί τον Θεό. Του είπε: «Πού έμαθες τη μαγική τέχνη, Μέδικε; Αν δεν την αρνηθείς και δεν λατρέψεις τους θεούς μας, θα σε βασανίσω τόσο πολύ που θα γίνεις παράδειγμα φόβου για όλους τους Χριστιανούς». Ο Άγιος απάντησε: «Δεν είναι μαγεία, είναι η δύναμη του Ιησού Χριστού, του Υιού του Θεού. Εκείνος μου δίνει τη δύναμη να αντέχω. Δεν φοβάμαι τις απειλές σου, ούτε τα βασανιστήρια σου. Δεν θα θυσιάσω ποτέ σε ψεύτικους θεούς».
Τότε ο έπαρχος εξοργίστηκε και διέταξε να τον χτυπήσουν ξανά και να του κόψουν το κεφάλι. Ο Άγιος ευχαρίστησε τον Θεό που τον αξίωνε να πεθάνει για την αγάπη Του, και να ενωθεί με τους άλλους Μάρτυρες. Τον έβγαλαν έξω από τα τείχη της πόλης και ο δήμιος του έκοψε το κεφάλι.
Έτσι έλαβε τον ένδοξο στέφανο του μαρτυρίου και η ψυχή του πέταξε στους Ουρανούς το έτος 172, στις 26 Ιουνίου.
Το σώμα του θάφτηκε τη νύχτα σε μια σπηλιά κοντά στην εκκλησία του Αγίου Βίκτωρα από έναν ιερέα ονόματι Ελάζιμο. Αργότερα μεταφέρθηκε στην υπόγεια εκκλησία και τέθηκε σε δημόσια προσκύνηση κάτω από την Αγία Τράπεζα. Προς τιμήν του χτίστηκε ναός στο Οτρίκολι, ονομάστηκε Campo di San Medico.
Οι Πάπες Ευγένιος Γ΄ (1148), Ονώριος Γ΄ (1221), Γρηγόριος Θ΄ και Αλέξανδρος Δ΄ επιβεβαίωσαν την ύπαρξη του ιερού λειψάνου και της εκκλησίας.
Στις 5 Σεπτεμβρίου 1611, ο Επίσκοπος Τζίο Μπατίστα Τόσκο ντα Ρέτζιο βρήκε το λείψανο του Αγίου μέσα σε μια παλιά αποθήκη. Τον Ιούλιο του 1612 το μετέφερε στη νέα εκκλησία της πόλης και στις 18 Μαΐου 1613 το τοποθέτησε σε υπόγεια κρύπτη κάτω από την Αγία Τράπεζα, όπου βρίσκεται έως σήμερα.
Τεμάχιο από το Ιερό Λείψανο του Αγίου Μέδικου φυλάσσεται στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου στη Νίκαια. Αττικής.
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον (Ήχος Α')


