Όσιος Μαρτίνος του Τούροβ, 27 Ιουνίου
Μια φορά, την άνοιξη, τον Απρίλιο, τρεις μέρες πριν από την εορτή του Αγίου Μαρτίνου του Ομολογητή – του ουράνιου προστάτη του – άρχισε να υποφέρει από πολύ δυνατούς πόνους. Δεν μπορούσε ούτε να σηκωθεί από το κρεβάτι και μπορούσε μόνο να καλεί σε βοήθεια. Συνήθως οι μοναχοί βοηθούσαν ο ένας τον άλλον, αλλά αυτή τη φορά ο πλημμυρισμένος ποταμός Πριπιάτ έκοψε κάθε πρόσβαση και εμπόδισε τους άλλους μοναχούς να φτάσουν στο κελί του ασθενούς. Στην τρίτη μέρα, ο υπομείνας γέροντας Μαρτίνος είχε εξαντληθεί. Ήξερε καλά ότι λόγω της πλημμύρας κανείς δεν μπορούσε να φτάσει να του φέρει έστω νερό. Έτσι, παρόλο τον πόνο, προσευχόταν και ελπίζε στον Θεό. Και ο Κύριος άκουσε τις προσευχές του και έκανε ένα θαύμα.
Ξαφνικά, ο γέροντας Μαρτίνος είδε δύο νέους με πριγκιπικά ενδύματα να μπαίνουν στο κελί του. Δεν κατάλαβε ότι ήταν οι άγιοι μάρτυρες Βόρις και Γκλέμπ, αν και «εμφανίστηκαν όπως απεικονίζονται στις εικόνες τους.» Ρωτώντας για την αρρώστια του γέροντα, οι άγιοι αδελφοί του έδωσαν μια γουλιά νερό για να ξεδιψάσει και να ανακουφιστεί από τον πόνο.
Ο Μαρτίνος προσκάλεσε τους επισκέπτες να φάνε, ζητώντας ταπεινά συγγνώμη που ο ίδιος δεν μπορούσε να τους προσφέρει κάτι. Οι Άγιοι, ευλογώντας τον φιλόξενο γέροντα, έγιναν αόρατοι. Τότε κατάλαβε ο ευλογημένος Μαρτίνος ποιοι τον είχαν επισκεφθεί στην ασθένειά του.
Μετά από αυτή τη θαυμαστή εμφάνιση, ο Όσιος Μαρτίνος θεραπεύτηκε, σηκώθηκε μόνος του και μπόρεσε να περπατήσει. Επαινούσε τον Θεό και τους αγίους μάρτυρες Βόρις και Γκλέμπ. Αργότερα διηγήθηκε στους αδελφούς του για το έλεος του Θεού που έδειξε σε αυτόν. Ο Όσιος Μαρτίνος παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο στις 27 Ιουνίου 1150, ένα χρόνο μετά τη θαυματουργή θεραπεία του.



