Αγία Γλοτίλδη η εκ Γαλλίας, 3 Ιουνίου
Η Αγία Γλοτίλδη γεννήθηκε στην πόλη Λυών της Γαλλίας το 474 μ.Χ. Φρόντισε για τη βάπτιση του βασιλέως συζύγου της και των τέκνων της και αγωνίσθηκε για τη διάδοση του Ευαγγελίου.
Η Αγία Γλοτίλδη κοιμήθηκε με ειρήνη, το 545 μ.Χ.
Βιογραφία
Η Αγία Γλοτίλδη, σωστή μεταφοράς της Γαλλικής Κλωτίλδη (περ. 474 – 3 Ιουνίου 545, στη Βουργουνδία της Γαλλίας) — γνωστή επίσης ως Clotilda (στα Γαλλικά), Chlothilde (στα Γερμανικά), Chlothieldis, Chlotichilda, Clodechildis, Croctild, Crote-hild, Hlotild, Rhotild και με πολλές ακόμη παραλλαγές — είναι αναγνωρισμένη αγία της Εκκλησίας και υπήρξε βασίλισσα των Φράγκων. Είναι προστάτιδα των αναπήρων στη Νορμανδία και της πόλης Λεζ Αντελύ (Les Andelys), και επικαλείταιται "κατά του αιφνίδιου θανάτου και των άδικων συζύγων".
Παντρεύτηκε τον Χλωδοβίκο Α΄, πρώτο βασιλιά των Φράγκων, το 492 ή 493. Από τον 6ο αιώνα και εξής, ο γάμος τους αποτέλεσε θέμα επικών αφηγήσεων, στις οποίες τα ιστορικά γεγονότα αλλοιώθηκαν σημαντικά. Η ιστορία της Κλωτίλδης ενέπνευσε τις μεταγενέστερες γενιές, καθώς έγινε "κεντρικό στοιχείο στη σύγκρουση ανάμεσα στον παλαιό καθολικό, ρωμαϊκό πληθυσμό και τον αρειανισμό των γερμανικών φύλων".
Κατόρθωσε να πείσει τον Χλωδοβίκο να ασπαστεί τον χριστιανισμό· χάρη στη δική της επιρροή, οι Φράγκοι παρέμειναν καθολικοί επί αιώνες. Η ζωή της ήταν σημαδεμένη από πολιτικές και βίαιες ίντριγκες που περιέβαλλαν την οικογένειά της. Μετά τον θάνατο του Χλωδοβίκου, αποσύρθηκε κοντά στον τάφο του Αγίου Μαρτίνου της Τουρ, ζώντας "με ευσέβεια", "τελείως αποτραβηγμένη από την πολιτική και τις έριδες της εξουσίας, πλην της προσευχής", και διέθεσε όλη της την περιουσία στους φτωχούς.
Η Κλωτίλδη απεικονίζεται είτε ως βασίλισσα εν προσευχή είτε ως μοναχή. Ίδρυσε ναούς, μοναστήρια και γυναικείες μονές, μεταξύ των οποίων και η Βασιλική των Αγίων Αποστόλων, η οποία αργότερα έγινε η εκκλησία της Αγίας Γενεβιέβης — ναός που χτίστηκε μαζί με τον Χλωδοβίκο ως μαυσωλείο προς τιμήν της Αγίας Γενεβιέβης, προστάτιδας των Παρισίων. Η μνήμη της τιμάται στις 3 Ιουνίου.
Πρώτα χρόνια
Η Κλωτίλδη, γεννημένη περίπου το 474, καταγόταν από τη Βουργουνδία. Σύμφωνα με τον αγιογράφο Άλμπαν Μπάτλερ, η μοναδική πηγή για τη βιογραφία της —η οποία επιμελήθηκε ο Μπρούνο Κρούς πριν τον 10ο αιώνα— βασίζεται κυρίως σε ένα έγγραφο που συνέγραψε ένας μοναχός της Μονής του Σαιν-Ντενί δύο αιώνες νωρίτερα. Η ιστορία της συμπληρώθηκε επίσης από τον Γρηγόριο της Τουρ και τον Φρεδεγάριο, καθώς και από διάφορες αγιολογίες. Ο Μπάτλερ θεωρεί ότι η πιο αξιόπιστη πηγή για τη ζωή της είναι ο Βέλγος ιστορικός Γκοντεφρουά Κουρτ (Godefroid Kurth), ενώ ο Ντέιβιντ Χιου Φάρμερ επισημαίνει πως το κυριότερο έργο για τη ζωή της παραμένει η αγιολογία του Γρηγορίου της Τουρ και ότι οι μεταγενέστερες αγιογραφίες την παρουσίασαν ως την αγία πρόγονο των Γάλλων βασιλέων. Η ιστορία της καταγράφεται και σε γαλλικές αγιολογίες, οι περισσότερες όμως προηγήθηκαν του έργου του Κουρτ.
Ο παππούς της Κλωτίλδης φαίνεται πως ήταν ο Γονδιόκ, ο οποίος είχε τέσσερις γιους: τον Γουντομπάδο, τον πατέρα της Χιλπέριχο Β΄ της Βουργουνδίας, τον Γονδημάρ και τον Γοδεγίσλο. Μετά τον θάνατο του Γονδιόκ, η Βουργουνδία μοιράστηκε στους τέσσερις αδελφούς, αλλά ο Γουντομπάδος κατέλαβε την εξουσία αφού δολοφόνησε τους άλλους. Επίσης, δολοφόνησε τη μητέρα της Κλωτίλδης, Καρετένα, καθώς και τα αδέλφια της. Η Καρετένα, που πιθανώς είχε οδηγήσει τον άνδρα της στον Χριστιανισμό, περιγράφεται από τους Σιδώνιο Απολλινάριο και Βενάντιο Φορτουνάτο ως "μια αξιοσημείωτη γυναίκα". Η Κλωτίλδη και η αδελφή της, Σεντελεύβα (ή Χρόνα), η οποία έγινε μοναχή και ίδρυσε τον ναό του Αγίου Βίκτορα στη Γενεύη, μεγάλωσαν στην αυλή του Γουντομπάδου και μορφώθηκαν ως καθολικές, παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι βασιλείς της Βουργουνδίας ήταν Αρειανοί. Σύμφωνα με την αγιογραφία του Σαμπίν Μπάρινγκ-Γκουλντ, η Κλωτίλδη "μεγάλωσε με ευσέβεια και συμπόνια προς τους πάσχοντες".
Έγγαμος βίος και μετέπειτα πορεία
Λίγο μετά τον θάνατο της Καρετένας, η Κλωτίλδη παντρεύτηκε τον Χλωδοβίκο Α΄, τον πρώτο βασιλιά των Φράγκων, το 492 ή 493. Ο Φάρμερ αναφέρει ότι ο Χλωδοβίκος "εντυπωσιάστηκε από την ομορφιά και τη σοφία της". Από τον 6ο αιώνα, ο γάμος τους αποτέλεσε αντικείμενο επικών αφηγήσεων, στις οποίες τα πραγματικά γεγονότα αλλοιώθηκαν. Η ιστορία της Κλωτίλδης συγκίνησε τις επόμενες γενιές, καθώς αναδείχθηκε "κέντρο της σύγκρουσης ανάμεσα στον παλαιό καθολικό, ρωμαϊκό πληθυσμό και τον αρειανισμό των γερμανικών φύλων", παρότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο Χλωδοβίκος είχε αρειανικές τάσεις πριν τον γάμο και τη μεταστροφή του. Η Κλωτίλδη επηρέασε έντονα τον Χλωδοβίκο και εργάστηκε ενεργά για να τον οδηγήσει στην Καθολική Εκκλησία. Εκείνος επέτρεψε τη βάπτιση του πρωτότοκου γιου τους, Ινγομίρου, που πέθανε σε νηπιακή ηλικία, καθώς και του επόμενου γιου, Κλοντομίρου. Όμως, θεώρησε ότι η πίστη της ευθυνόταν για τον θάνατο του πρώτου παιδιού τους και αντιστάθηκε στη μεταστροφή του. Ο Κλοντομίρος αρρώστησε αλλά ανάρρωσε. Το ζεύγος απέκτησε πέντε παιδιά: τέσσερις γιους —Ινγομίρο, Κλοντομίρο, Χιλδεβέρτο και Χλωτάριο— όλοι τους μετέπειτα βασιλείς, και μία κόρη, Κλωτίλδη, που πήρε το όνομα της μητέρας της.
Η "vita" της Κλωτίλδης περιγράφει τη ζωή της κόρης της, η οποία παντρεύτηκε έναν Βησιγότθο, τον Αμαλάριχο, που εκείνη προσπάθησε ανεπιτυχώς να μεταστρέψει στον Καθολικισμό και ο οποίος την κακομεταχειρίστηκε. Κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου της, δεν υπάρχουν πολλά τεκμηριωμένα στοιχεία για τη μητέρα της, αλλά είναι πιθανό πως η Κλωτίλδη συμμετείχε στις πολιτικές ενέργειες του Χλωδοβίκου σχετικά με τη διαμάχη ανάμεσα στους βασιλείς της Βουργουνδίας και την υποστήριξη που παρείχε στον Γουντομπάδο. Ο ιστορικός Κουρτ παρατηρεί ότι η ζωή της Κλωτίλδης σημαδεύτηκε από "σκληρές δοκιμασίες".
Ο Χλωδοβίκος βαπτίστηκε από τον Άγιο Ρεμίγιο στη Ρεμς το 496, μαζί με 3.000 Φράγκους, μετά από μάχη με τους Αλεμάννους. Ενώ ο στρατός του ηττάτο, επικαλέστηκε τον Θεό της συζύγου του και υποσχέθηκε ότι, αν νικούσε, θα δεχόταν τη χριστιανική πίστη. Σύμφωνα με την παράδοση, την ώρα που η Κλωτίλδη προσευχόταν και ο Χλωδοβίκος άρχισε να υπερισχύει, ένας άγγελος της έφερε τρεις λευκές κρίνοι· ο Χλωδοβίκος αντικατέστησε αργότερα τους τρεις βατράχους από το θυρεό του με τρεις κρίνοι. Ο Μπάρινγκ-Γκουλντ θεωρεί τη μεταστροφή του Χλωδοβίκου ειλικρινή και όχι πολιτική, και απορρίπτει την άποψη ότι η Κλωτίλδη τον επηρέασε για να πολεμήσει ως εκδίκηση για την οικογένειά της. Οι μεταγενέστερες νίκες του Χλωδοβίκου κατά των Βουργουνδών και των Βησιγότθων δεν φαίνεται να συνδέονται με την Κλωτίλδη.
Ωστόσο, η επιρροή της έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να παραμείνουν οι Φράγκοι καθολικοί επί αιώνες.
Ο Χλωδοβίκος πέθανε το 511· η Κλωτίλδη τον έθαψε στη Βασιλική των Αγίων Αποστόλων, που αργότερα έγινε η Εκκλησία της Αγίας Γενεβιέβης — ναός που είχαν ιδρύσει από κοινού προς τιμήν της Αγίας Γενεβιέβης, προστάτιδας των Παρισίων. Πιθανώς ήταν η Γενεβιέβη εκείνη που πρότεινε στον Χλωδοβίκο να κτίσει ναό αφιερωμένο στους Αγίους Πέτρο και Παύλο, τον οποίο ολοκλήρωσε η Κλωτίλδη μετά τον θάνατό του.
Ύστερα από τον γάμο και θάνατος
Σύμφωνα με τον Κουρτ, ένα έπος των Φράγκων αναφέρει ότι η Κλωτίλδη παρακίνησε τον γιο της Κλοντομίρο να πολεμήσει τον ξάδελφό του, Σιγιζμούνδο της Βουργουνδίας, για να εκδικηθεί τον θάνατο των γονέων της. Ο Κουρτ όμως αμφισβητεί την εγκυρότητα της αφήγησης, την θεωρεί συκοφαντία και υποστηρίζει πως η Κλωτίλδη είχε μεσολαβήσει για την ειρήνη μεταξύ του Χλωδοβίκου και του Γοντομπάδου, πατέρα του Σιγιζμούνδου. Ο Μπάτλερ συμφωνεί και σημειώνει ότι μεταγενέστερες μελέτες αναιρούν τους ισχυρισμούς του Γρηγορίου της Τουρ, "αποκαθιστώντας την αγιότητα της βασίλισσας από κατηγορίες αγριότητας και εκδικητικότητας".
Ο Κλοντομίρος αιχμαλώτισε και θανάτωσε τον Σιγιζμούνδο και την οικογένειά του, αλλά τελικά σκοτώθηκε από τον αδελφό του Σιγιζμούνδου. Η Κλωτίλδη υιοθέτησε τα τρία παιδιά του, αλλά, παρακινημένη από άλλους, τα έστειλε στους υπόλοιπους γιους της, οι οποίοι θανάτωσαν τα δύο μεγαλύτερα. Ο μικρότερος, Κλοντοάλδος (Clodoald), διασώθηκε και έγινε μοναχός στο Νογάν-συρ-Μαρν, σε μοναστήρι που αργότερα πήρε το όνομά του.
Σύμφωνα με τη Ντάνμπαρ, ο σύζυγος της κόρης της Κλωτίλδης έστειλε ένα ματωμένο πέπλο στους αδελφούς της· ο Χιλδεβέρτος αντέδρασε, λεηλάτησε τις πόλεις του, και πήρε την αδελφή του μακριά, αλλά εκείνη πέθανε στον δρόμο προς το Παρίσι.
Μετά τον θάνατο του Χλωδοβίκου και των εγγονιών της, η Κλωτίλδη εγκατέλειψε το Παρίσι και εγκαταστάθηκε στην Τουρ, όπου έζησε κοντά στον τάφο του Αγίου Μαρτίνου και συνδέθηκε στενά με την επισκοπή Τουρ. Σύμφωνα με τον Φάρμερ, "από τότε έζησε με ευσέβεια", "πλήρως αποσυρμένη από την πολιτική και τους ανταγωνισμούς εξουσίας, εκτός μέσω της προσευχής". Η Ντάνμπαρ αναφέρει πως "προσευχόταν, νήστευε και έκλαιγε, και μοίραζε όλα τα υπάρχοντά της στους φτωχούς".
Παρά την απόσυρσή της, η Κλωτίλδη είχε ακόμη πολιτικό ρόλο στον "βίαιο μεροβίγγειο κόσμο", κυρίως μέσω των γιων της. Ο Γρηγόριος της Τουρ γράφει ότι οι προσευχές της ανέβαλαν έναν πόλεμο ανάμεσα στους δύο επιζώντες γιους της· κατά τον Μπάτλερ, "την επόμενη ακριβώς ημέρα, καθώς τα στρατεύματα ετοιμάζονταν για μάχη, ξέσπασε τέτοια καταιγίδα, ώστε αναβλήθηκαν όλες οι στρατιωτικές επιχειρήσεις".
Η Κλωτίλδη πέθανε στην Τουρ στις 3 Ιουνίου 545 και ετάφη στα πόδια της Αγίας Γενεβιέβης και δίπλα στον Χλωδοβίκο και τα μεγαλύτερα παιδιά της, στη Βασιλική των Αγίων Αποστόλων. Χήρεψε για 34 χρόνια. Η κόρη της πέθανε περίπου την ίδια περίοδο.
Η Κλωτίλδη εικονίζεται ως βασίλισσα προσευχομένη ή ως μοναχή, με στέμμα στο κεφάλι ή τοποθετημένο δίπλα της. Είναι προστάτιδα των χωλών στη Νορμανδία καθώς και προστάτιδα —· σύμφωνα με τον Farmer, έχει επικληθεί «εναντίον του αιφνίδιου θανάτου και των άδικων συζύγων».
Ίδρυσε τη μονή της Αγίας Μαρίας των Οντελέ (les Audelya) στην Τουραίν και μία άλλη μονή στο Σελλ, και έκτισε εκκλησίες, κατά την παράδοση, στη Ρουέν, στη Λυών και στα Αντελί· η μονή στο Σελλ προοριζόταν για μοναχές, προς τιμήν του Αγίου Γεωργίου· η Αγία Βαθίλδη του Σελλ, σύζυγος του Χλωβίς Β΄, την ανακαίνισε εκατό χρόνια αργότερα. Η μονή αυτή διατήρησε τον πλούτο της έως τους νεότερους χρόνους και υπήρξε για πολλά έτη «τόπος καταφυγής και μόρφωσης για Αγγλίδες πριγκίπισσες», απογόνους του Χλωβίς και της Κλωτίλδης. Το 511, η Κλωτίλδη ίδρυσε μονή για νέες ευγενείς στο Αντελί, εκεί όπου σήμερα υψώνεται ο ενοριακός ναός. Σύμφωνα με μία διήγηση που παρατίθεται στον ιστότοπο τουριστικών πληροφοριών του Αντελί, κατά την ανοικοδόμηση της μονής συνέβη θαύμα. Μία μέρα, οι εργάτες παραπονέθηκαν για τη ζέστη και τη δίψα· τότε η Κλωτίλδη προσευχήθηκε και το νερό από μια κοντινή πηγή «απέκτησε τη δύναμη και τη γεύση του κρασιού για τους εργάτες». Ο χώρος μπροστά από την πηγή ήταν τότε ευρύτερος απ’ ό,τι σήμερα, ώστε να μπορεί να φιλοξενεί τους προσκυνητές που συνέρρεαν για θεραπεία, ενισχύοντας την πίστη του λαού στη θαυματουργή της δύναμη. Η πηγή αυτή κατέστη γνωστή για τη θεραπεία δερματικών νόσων.
Η Κλωτίλδη έχει απεικονιστεί στην τέχνη επί αιώνες, άλλοτε ως παρούσα στη βάπτιση του Χλωβίς, άλλοτε ως ικέτις στον τάφο του Αγίου Μαρτίνου. Ο ναός που της είναι αφιερωμένος στο Αντελί διαθέτει «θαυμάσιο βιτρό του 16ου αιώνα, αφιερωμένο στη ζωή της».[6] Υπάρχει επίσης παράστασή της στο Bedford Missal, πιθανότατα έργο του Γιαν φαν Άικ, την οποία ο Dunbar χαρακτηρίζει ως «υπέροχη και λαμπρή απεικόνιση της παραχώρησης των κρίνων στον Χλωβίς».Τα λείψανά της διασώθηκαν από τη Γαλλική Επανάσταση και, έως το 1997, φυλάσσονται στον Ναό του Αγίου Λουδοβίκου των Γάλλων στο Παρίσι. Το 1857 θεμελιώθηκε στο Παρίσι «μεγαλοπρεπής νέος ναός» προς τιμήν της. Η μνήμη της εορτάζεται στις 3 Ιουνίου.



