Όσιος Ανούβ ο σημειοφόρος, 6 Ιουνίου
Σημειοποιόν και θανών Aνούβ χάριν,
Tοις ζώσιν ως ζων μέχρι δεύρο δεικνύει.
Ο Όσιος Ανούβ ο σημειοφόρος ήταν από τους διάσημους ασκητές της ερήμου, του οποίου σοφά αποφθέγματα βρίσκονται στο Λαυσαϊκό και στον Εύεργετινό. Ο Όσιος ήταν ένας από τους επτά αδελφούς του Ποιμένα, των οποίων οι λόγοι καταλαμβάνουν σημαντική θέση στα «Απόφθεγματα». Τρεις από τους αδελφούς, ο Άνουβ, ο Παΐσιος και ο Ποιμένας, έζησαν μαζί αρχικά στη Σκήτη, με τον Ποιμένα ως ηγέτη τους. Μετά την πρώτη καταστροφή της Σκήτης (407-8 μ.Χ.), έφυγαν με τους υπόλοιπους αδελφούς τους προς την Τερενούθι, όπου αποφάσισαν να μείνουν μαζί και να ζήσουν κοινόβια ζωή, με τον Άνουβ να αναλαμβάνει τη διαχείριση. Η καταστροφή της Σκήτης σηματοδοτεί μια στροφή στην ιστορία του πρώιμου μοναχισμού στην Αίγυπτο· οι μοναχοί διασκορπίστηκαν και σταδιακά το κέντρο μεταφέρθηκε από την Αίγυπτο στην Παλαιστίνη. Αυτή η ιστορία του Άνουβ και των αδελφών του δείχνει έναν νέο λόγο για τον σχηματισμό κοινόβιων κοινοτήτων, δηλαδή την προστασία από τους εισβολείς. Λέγεται ότι υπέφερε για την χριστιανική του πίστη πριν γίνει μοναχός. Αναπαύθηκε εν ειρήνη.
ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει σχετικά στον Συναξαριστή του:
«Περί του Aββά Aνούβ όρα εις το Λαυσαϊκόν. Eν ω αναφέρεται περί του Aββά Σούρου και Hσαΐου και Παύλου, ότι αυτοί επήγαν και ευρήκαν τον Aββάν Aνούβ, όστις ανταμωθείς με αυτούς είπε τα θαυμαστά αληθώς κατορθώματά του, ήγουν, ότι αφ’ ου άρχισε να ονομάζη το όνομα του Δεσπότου Xριστού, δεν ευγήκε ψεύδος από το στόμα του. Ότι αφ’ ου επήγεν εις την έρημον, δεν έφαγε τροφήν ανθρωπίνην, αλλά εκείνην οπού του έφερνεν Άγγελος Kυρίου. Ότι δεν επεθύμησεν άλλο πράγμα εις τον κόσμον, πάρεξ μόνον τον Θεόν. Ότι όσα έγιναν επάνω εις την γην, του τα εφανέρωσεν ο Θεός. Ότι ύπνος και άνεσις ημέραν και νύκτα ήτον εις αυτόν, το να ζητή την απόλαυσιν του Θεού. Ότι όσα ζητήματα εζήτησεν από τον Θεόν, όλα του τα έδωκεν. Ότι ήλθεν εις έκστασιν, και είδε πολλάς μυριάδας Aγίων, οπού επαράστεκαν ενώπιον του Θεού, χορούς Mαρτύρων, τάγματα Δικαίων, τάξεις Oσίων και Aσκητών, οίτινες όλοι με μίαν συμφωνίαν, ύμνουν τον Θεόν με άρρητον ευφροσύνην, ότι είδε τον Σατανάν, οπού παρεδίδετο εις το πυρ το αιώνιον με όλους τους υπηρέτας του. Aυτός είπε και πόσην αγαλλίασιν μέλλουν να έχουν εις τον Παράδεισον εκείνοι, οπού κάμνουν τας εντολάς του Kυρίου. Όθεν μετά τρεις ημέρας, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, και οι ανωτέρω Πατέρες, ήκουσαν τους ύμνους των Aγγέλων, οπού παρέλαβον την αγίαν του ψυχήν. Tούτου του Oσίου Aνούβ πολλά αποφθέγματα γράφονται εν τω Παραδείσω των Πατέρων, και εν τω Eυεργετινώ».
Λόγοι του Αββά Άνουβ
Ο Αββά Ιωάννης είπε για τον Αββά Άνουβ, τον Αββά Ποιμένα και τους υπόλοιπους αδελφούς τους, που γεννήθηκαν από την ίδια μήτρα και έγιναν μοναχοί στη Σκήτη, πως όταν οι βάρβαροι ήρθαν και κατέστρεψαν την περιοχή για πρώτη φορά, έφυγαν για ένα μέρος που ονομάζεται Τερενούθι μέχρι να αποφασίσουν πού θα εγκατασταθούν. Έμειναν για μερικές μέρες σε έναν παλιό ναό. Τότε ο Αββάς Άνουβ είπε στον Αββά Ποιμένα: «Για την αγάπη, κάνε το εξής: ας ζει ο καθένας ήσυχα μόνος του, χωρίς να συναντιόμαστε όλη την εβδομάδα.» Ο Αββάς Ποιμένας απάντησε: «Θα το κάνουμε όπως θέλεις.» Και το έκαναν. Στον ναό υπήρχε ένα άγαλμα από πέτρα. Κάθε πρωί ο Αββάς Άνουβ έριχνε πέτρες στο πρόσωπο του αγάλματος και το βράδυ του έλεγε: «Συγχώρεσέ με.» Έτσι συνέχισε όλη την εβδομάδα. Το Σάββατο συναντήθηκαν και ο Αββάς Ποιμένας είπε στον Αββά Άνουβ: «Άββα, σε είδα όλη την εβδομάδα να πετάς πέτρες στο πρόσωπο του αγάλματος και μετά να γονατίζεις ζητώντας του συγχώρεση. Ένας πιστός έτσι ενεργεί;» Ο γέροντας απάντησε: «Το έκανα για σένα. Όταν με είδες να πετώ πέτρες στο πρόσωπο του αγάλματος, μίλησε ή θύμωσε;» Ο Αββάς Ποιμένας είπε: «Όχι.» «Ή όταν έσκυψα σε μετάνοια, κινήθηκε και είπε: “Δεν θα σε συγχωρήσω;”» Και πάλι ο Αββάς Ποιμένας απάντησε «Όχι.» Τότε ο γέροντας συνέχισε: «Είμαστε επτά αδελφοί· αν θέλεις να ζήσουμε μαζί, ας είμαστε σαν αυτό το άγαλμα που δεν κινείται ούτε όταν το χτυπούν ούτε όταν το κολακεύουν. Αν δεν θέλεις να γίνεις σαν αυτό, υπάρχουν τέσσερις πόρτες εδώ στον ναό, ας πάει ο καθένας όπου θέλει.» Τότε οι αδελφοί προσκύνησαν και είπαν στον Αββά Άνουβ: «Θα κάνουμε όπως θέλεις, Πατέρα, και θα ακούσουμε όσα μας λες.» Ο Αββάς Ποιμένας πρόσθεσε: «Ας ζήσουμε μαζί ως το τέλος, εργαζόμενοι σύμφωνα με το λόγο που μας έδωσε ο γέροντας.» Έκανε έναν από αυτούς οικονόμο και ό,τι τους έφερνε, το έτρωγαν, και κανένας δεν είχε την εξουσία να πει «Φέρε μας κάτι άλλο άλλη φορά» ή «Δεν θέλουμε να φάμε αυτό.» Έτσι πέρασαν όλο τον καιρό τους με ηρεμία και ειρήνη.
Ο Αββάς Άνουβ είπε: «Από την ημέρα που ετέθη το όνομα του Χριστού επάνω μου, δεν βγήκε ψέμα από το στόμα μου.»
Λόγοι του Αββά Ποιμένα με αναφορές στον Αββά Άνουβ
Μια μέρα ήρθαν οι ιερείς της περιοχής στα μοναστήρια όπου ήταν ο Αββάς Ποιμένας. Ο Αββάς Άνουβ ήρθε και του είπε: «Ας καλέσουμε σήμερα τους ιερείς.» Αλλά αυτός στάθηκε πολύ ώρα χωρίς να του απαντήσει και, κάπως προσβεβλημένος, ο Αββάς Άνουβ έφυγε. Όσοι κάθονταν δίπλα στον Ποιμένα τον ρώτησαν: «Άββα, γιατί δεν του απάντησες;» Ο Αββάς Ποιμένας τους είπε: «Δεν είναι δική μου υπόθεση, γιατί εγώ είμαι νεκρός και ένας νεκρός δεν μιλάει.»
Ο Αββάς Άνουβ ρώτησε τον Αββά Ποιμένα για τις ακάθαρτες σκέψεις που γεννά η καρδιά του ανθρώπου και για τις μάταιες επιθυμίες. Ο Αββάς Ποιμένας του είπε: «Χρήσιμο είναι το τσεκούρι χωρίς εκείνον που κόβει; (Ησ. 10:15) Αν δεν κάνεις χρήση αυτών των σκέψεων, θα είναι άκαρπες.»
Ένας αδελφός ήρθε να δει τον Αββά Ποιμένα και του είπε: «Οργώνω το χωράφι μου και δίνω ό,τι θερίζω σε ελεημοσύνη.» Ο γέροντας του είπε: «Αυτό είναι καλό» και έφυγε με ζήλο και αύξησε την ελεημοσύνη του. Όταν άκουσε αυτό, ο Αββάς Άνουβ είπε στον Αββά Ποιμένα: «Δεν φοβάσαι τον Θεό που του μίλησες έτσι;» Ο γέροντας σιώπησε. Δύο μέρες μετά ο Αββάς Ποιμένας είδε τον αδελφό και παρουσία του Αββά Άνουβ του είπε: «Τι μου είπες την άλλη μέρα; Δεν ήμουν προσεχτικός.» Ο αδελφός είπε: «Είπα ότι οργώνω το χωράφι μου και δίνω ό,τι παίρνω σε ελεημοσύνη.» Ο Αββάς Ποιμένας είπε: «Νόμιζα ότι μιλούσες για τον αδελφό σου που είναι στον κόσμο. Αν το κάνεις εσύ, αυτό δεν ταιριάζει σε μοναχό.» Με αυτά τα λόγια ο αδελφός λύπησε και είπε: «Δεν ξέρω άλλη δουλειά και δεν μπορώ να σταματήσω το όργωμα.» Όταν έφυγε, ο Αββάς Άνουβ προσκύνησε και είπε: «Συγχώρεσέ με.» Ο Αββάς Ποιμένας είπε: «Από την αρχή ήξερα ότι δεν ήταν έργο μοναχού, αλλά μίλησα έτσι για να τον προσαρμόσω στις ιδέες του και να του δώσω θάρρος να αυξήσει την ελεημοσύνη του. Τώρα έφυγε γεμάτος λύπη, αλλά θα συνεχίσει όπως πριν.»
Μια μέρα ο Αββάς Ποιμένας πήγε με τον Αββά Άνουβ στην περιοχή Διόλκος. Φτάνοντας στο νεκροταφείο, είδαν μια γυναίκα σε μεγάλη λύπη να κλαίει πικρά. Στέκονταν εκεί και την παρατηρούσαν. Πιο πέρα συνάντησαν κάποιον και ο Αββάς Ποιμένας τον ρώτησε: «Γιατί κλαίει τόσο πικρά αυτή η γυναίκα;» Εκείνος είπε: «Επειδή ο άνδρας της πέθανε, ο γιος της και ο αδελφός της.» Ο Αββάς Ποιμένας είπε στον αδελφό: «Σου λέω, αν ένας άνθρωπος δεν νικήσει όλες τις σαρκικές επιθυμίες και δεν αποκτήσει μετάνοια όπως αυτή, δεν μπορεί να γίνει μοναχός. Πραγματικά όλη η ζωή και η ψυχή αυτής της γυναίκας είναι γεμάτη μετάνοια.»
Ένας από τους Πατέρες ανέφερε τούτο για τον Αββά Ποιμένα και τους αδελφούς του: «Όταν ζούσαν στην Αίγυπτο, η μητέρα τους ήθελε να τους δει, αλλά δεν μπορούσε. Έτσι σημείωσε πότε πήγαιναν στην εκκλησία και πήγε να τους συναντήσει. Όταν όμως εκείνοι τη είδαν, έκαναν παράκαμψη και έκλεισαν την πόρτα μπροστά της. Εκείνη όμως χτυπούσε την πόρτα και έκλαιγε με δάκρυα και στεναγμούς, λέγοντας: “Πρέπει να σας δω, αγαπημένα μου παιδιά!” Ακούγοντας την, ο Αββάς Άνουβ πήγε στον Αββά Ποιμένα και του είπε: “Τι να κάνουμε με αυτή τη γριά που κλαίει στην πόρτα;” Από μέσα όπου στεκόταν άκουσε το κλάμα της με πολλούς στεναγμούς και της είπε: “Γυναίκα, γιατί κλαις έτσι δυνατά;” Όταν άκουσε τη φωνή του, ούρλιαξε ακόμη περισσότερο, κλαίγοντας και λέγοντας: “Θέλω να σας δω, παιδιά μου. Τι θα γίνει αν σας δω; Δεν είμαι μήπως η μητέρα σας; Δεν ήμουν εγώ που σας έθρεψα; Έτσι ταράχτηκα όταν άκουσα τη φωνή σας.” Ο γέροντας της είπε: “Θέλεις να μας δεις εδώ ή στον αιώνα που έρχεται;” Εκείνη του είπε: “Αν δεν σας δω εδώ, θα σας δω στον αιώνα που έρχεται;” Εκείνος της είπε: “Αν στερηθείς να μας δεις τώρα, θα μας δεις εκεί.” Έτσι έφυγε γεμάτη χαρά και είπε: “Αν θα σας δω τέλεια εκεί, δεν θέλω να σας δω εδώ.”»
Ένας αδελφός έκανε την ίδια ερώτηση στον Αββά Άνουβ, λέγοντάς του όσα είχε πει ο Αββάς Ποιμένας. Ο Αββάς Άνουβ του είπε: «Αν κάποιος πραγματικά πιστέψει αυτό το ρητό, όταν βλέπει τα λάθη του αδελφού του, βλέπει πως η ακεραιότητά του υπερβαίνει τα λάθη.» Ο αδελφός ρώτησε: «Τι είναι ακεραιότητα;» Ο γέροντας απάντησε: «Πάντοτε να κατηγορείς τον εαυτό σου.»
Είπαν ότι όταν κάποιος αδελφός πήγαινε να δει τον Αββά Ποιμένα, εκείνος τον έστελνε πρώτα στον Αββά Άνουβ, γιατί ήταν μεγαλύτερος. Αλλά ο Αββάς Άνουβ τους έλεγε: «Πηγαίνετε στον αδελφό μου τον Ποιμένα γιατί αυτός έχει το χάρισμα του λόγου.» Όταν ο Αββάς Άνουβ ερχόταν να καθίσει δίπλα στον Αββά Ποιμένα, αυτός αρνιόταν να μιλήσει παρουσία του.
Κάποιοι Πατέρες ρώτησαν τον Αββά Ποιμένα: «Πώς μπορούσε ο Αββάς Νιστέρος να ανέχεται τόσο καλά την πειθαρχία του;» Ο Αββάς Ποιμένας τους είπε: «Αν ήμουν στη θέση του, θα είχα βάλει ακόμα και μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι του.» Ο Αββάς Άνουβ είπε: «Και τι θα έλεγες στον Θεό;» Ο Αββάς Ποιμένας είπε: «Θα του έλεγα: “Εσύ είπες, ‘Πρώτα βγάλε το δοκάρι από το μάτι σου και τότε θα δεις καθαρά για να βγάλεις το κάρφος από το μάτι του αδελφού σου.’” (Ματθ. 7:5)»
Είπε επίσης στον Αββά Άνουβ: «Στρέψε τα μάτια σου ώστε να μη βλέπουν ματαιότητες· (Ψαλμ. 119:37) γιατί η ακολασία καταστρέφει τις ψυχές.»
Μια μέρα που καθόταν με τους αδελφούς του, είδε έναν αδελφό να μιλά με θυμό και να υβρίζει. Τον ρώτησε: «Αδελφέ, γιατί μιλάς έτσι;» Εκείνος απάντησε: «Μου είπαν κάτι που δεν μου άρεσε και λυπήθηκα.» Ο γέροντας του είπε: «Αν κάποιος σου δώσει κάτι και το πάρεις, αλλά μετά λυπάσαι γι’ αυτό, γιατί πήρες αυτό που δεν ήθελες;»



