Κωνσταντίνος Τάττης

Κωνσταντίνος Παναγιώτου Τάττης (1787–1864)
Έμπορος, Φιλικός και προεξάρχων της ελληνικής κοινότητας Θεσσαλονίκης
Ο Κωνσταντίνος Παναγιώτου Τάττης γεννήθηκε την 1η Ιουνίου 1787 στο Βυθικούκι της Κορυτσάς. Καταγόμενος από οικογένεια με εμπορική δραστηριότητα, εντάχθηκε από νεαράς ηλικίας στην οικογενειακή επιχείρηση, η οποία εξειδικευόταν στο εμπόριο του καπνού· ένας τομέας που, λόγω της φύσεώς του, τον ανάγκαζε σε συχνά και εκτεταμένα ταξίδια στις περιοχές της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θράκης.

Αυτή η διαρκής μετακίνηση και η συναναστροφή με τους κύκλους των επιφανών Ελλήνων των περιοχών αυτών, τον κατέστησαν πολύτιμο σύνδεσμο για τη Φιλική Εταιρεία, στην οποία και μυήθηκε. Εντός αυτού του πλαισίου ανέλαβε σημαντικό ρόλο στη διάδοση των ιδεών του εθνικού ξεσηκωμού και στον συντονισμό των δράσεων των μελών του ελληνικού στοιχείου στη βόρεια Ελλάδα.

Στις 26 Φεβρουαρίου 1815, ο Τάττης νυμφεύθηκε την Αικατερίνη, θυγατέρα του Ιωάννη Πούλιου Καυταντζόγλου, και από τον γάμο τους απέκτησαν δύο υιούς, τον Στέφανο και τον Ιωάννη.

Κατά την έκρηξη της Επαναστάσεως του 1821, ο Τάττης ευρισκόμενος στις Σέρρες, συνελήφθη από τις οθωμανικές αρχές, υπέστη βασανιστήρια και φυλακίστηκε. Παρέμεινε έγκλειστος επί σειρά ετών, έως ότου εξαγόρασε την ελευθερία του διά δωροδοκίας των τοπικών Τούρκων αξιωματούχων. Μετά την απελευθέρωσή του, εγκαταστάθηκε οριστικώς στη Θεσσαλονίκη το 1832.

Εκεί επανέλαβε την εμπορική του δραστηριότητα στον τομέα του καπνού, από την οποία απέκτησε σημαντική οικονομική επιφάνεια. Με τα έσοδα αυτά προέβη στην αγορά πολλών ακινήτων στο κέντρο της πόλεως και κατέστη, έκτοτε, μία εκ των κεντρικών μορφών της ελληνικής κοινότητος της Θεσσαλονίκης, προσφέροντας ποικιλοτρόπως στην κοινωνική και πολιτιστική της πρόοδο.

Ο Κωνσταντίνος Τάττης απεβίωσε στις 24 Ιουλίου του 1864, αφήνοντας πίσω του σημαντική παρακαταθήκη τόσο στον οικονομικό όσο και στον εθνικό αγώνα του Ελληνισμού.

Βιογραφία
Ο Κωνσταντίνος Τάττης, γιος του Παναγιώτη και της Ελένης, γεννήθηκε την 1η Ιουνίου 1787 στο Βυθκούκι, μια κωμόπολη στα νοτιοδυτικά της Μοσχόπολης, περίπου 10 χιλιόμετρα μακριά από αυτήν, στη σημερινή Νότια Αλβανία, περιοχή της Κορυτσάς, 20 περίπου χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της. Στις περιοχές αυτές της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας ήταν εγκατεστημένοι πολλοί Έλληνες, που ασχολούνταν βασικά με το εμπόριο τροφίμων και ενδύσεων και με τις μεταφορές τους. Οι διακινήσεις τους δεν περιορίζονταν μόνο σ’ αυτές, αλλά εκτείνονταν και στη Σερβία, Αυστρία και Ουγγαρία και όπου το απαιτούσαν οι εμπορικές ανάγκες. Οι μεταφορές αυτές των εμπορευμάτων προϋπέθεταν μεγάλη προετοιμασία και οργάνωση, για να είναι γρήγορες και ασφαλείς, βασικά αποφεύγοντας τους ληστές.

Η παράδοση, όπως την υλοποιούν ιστορικοί, εμφανίζει τον Κωνσταντίνο Τάττη ως πρόκριτο της πόλης, που ασκεί εμπόριο καπνού, καταγόμενο από το Βυθκούκι Μοσχόπολης (Κορυτσάς) και που εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη στα 1810s. Νυμφεύθηκε την κόρη συγγενούς της οικογένειας Καυταντζόγλου και λίγο αργότερα, γύρω στα 1819-1820, ως φιλικός (κατηχητής) ανέλαβε να μυήσει και άλλους στη Φιλική Εταιρεία, επιχειρώντας ταξίδια στην Ανατολική και Δυτική Μακεδονία. Βέβαια, δεν βρέθηκε επίσημη πράξη για τη μύησή του αυτή, ούτε και άλλα τυχόν επίσημα στοιχεία στους σχετικούς καταλόγους των φιλικών, όμως η ιστορική παράδοση, που διαμορφώθηκε από την όλη δράση του, καθώς και άλλες έντυπες ή χειρόγραφες πηγές, τον αναγνωρίζουν και θεωρούν φιλικό.

Αναδείχθηκε ικανός έμπορος, αποκτώντας αρκετή κτηματική περιουσία και απολάμβανε γενική εκτίμηση, ακόμα και από Αλβανούς αξιωματούχους. Τα δραματικά γεγονότα του Μαΐου 1821 στη Θεσσαλονίκη είναι κοινά στοιχεία, που λίγο πολύ αναφέρονται από όλους και συμφωνούν. Στα δραματικά γεγονότα όμως της Θεσσαλονίκης (Μάιος 1821 και συνέχεια) η δράση του Κωνσταντίνου Τάττη στις λεπτομέρειές της καθορίζεται διαφορετικά. Έτσι αναγράφεται ότι συνελήφθη μαζί με άλλους προκρίτους και εμπόρους στη Θεσσαλονίκη (18 Μαΐου 1821) και ότι κρεμάσθηκε ή κατακρεουργήθηκε μαζί τους από τον τουρκικό όχλο. Οι περισσότεροι όμως συγγραφείς αναγράφουν ότι διέφυγε και διασώθηκε στις Σέρρες, εξαγοράζοντας τους δεσμοφύλακές του, και ορισμένοι ότι ρίχτηκε στις φυλακές Επταπυργίου (Γεντή-Κουλέ), όπου μεταφέρθηκε και έμεινε έγκλειστος για πολλά χρόνια. Ελάχιστοι από έλλειψη των πηγών και ακριβολογία αποφεύγουν να καταγράψουν την τύχη ειδικά του Κων. Τάττη, του Γ. Βλάλη ή του Αργυροπούλου, αρκούμενοι σε γενική διατύπωση.

Το «βιβλίο» που εξετάζουμε δεν αναγράφει τίποτε γι’ αυτά, γιατί είναι λακωνικό στη διατύπωση και περιορίζεται στα πιο αξιοσημείωτα (οικογενειακά) γεγονότα, αναφέρει όμως ορισμένες μετακινήσεις του Κων. Τάττη, που δεν μπορούν να εξηγηθούν παρά μόνο από το γεγονός ότι οφείλονταν σε εμπορικούς λόγους, γιατί κατά την παράδοση, ασκούσε, όπως και ο πατέρας του, εμπόριο καπνού (και ταμπάκου). Δικαιολογημένα λοιπόν τα ταξίδια του στις άλλες περιοχές της Ν. Αλβανίας, της Δυτικής, αλλά και της Ανατ. Μακεδονίας, από τα οποία αναγράφεται μια μετάβασή του τον Μάρτη 1819 στον Αυλώνα, όπου και πληγώθηκε τυχαία στις 7 του μήνα, και μία άλλη στις Σέρρες, τον Μάη 1821, όπου στις 8 του μήνα φυλακίσθηκε. Άλλες λεπτομέρειες δεν σημειώνονται, γιατί, ας μη ξεχνάμε, βρισκόμαστε σε στυγνή περίοδο τουρκοκρατίας και, είτε αρχικά κρατούσε σημειώσεις ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Τάττης (γύρω στα 1840-1850), είτε ο γιος του Στέφανος στο τέλος του περασμένου αιώνα, όπως σημειώθηκε στην αρχή, οι κίνδυνοι από τους Τούρκους εξακολουθούσαν να είναι μεγάλοι και δεν δικαιολογούνταν αμετροέπειες.

Οπωσδήποτε όμως οι μετακινήσεις του Κ. Τάττη δεν θα ήταν μόνο αυτές, πρώτα, γιατί το εμπόριό του πάνω στον καπνό απαιτούσε συνεχείς διακινήσεις και επαφές, και ύστερα, γιατί στο εξεταζόμενο «βιβλιάριο» σημειώνονται ενδεικτικά μόνο τα δύο πιο πάνω ταξίδια ακριβώς για να δηλωθεί στο ένα ο τυχαίος τραυματισμός του (Αυλώνα, 1819, «πληγώθηκε») και στο άλλο η φυλάκισή του στις Σέρρες (8 Μαΐου 1821), για την οποία ειδικότερα θα μιλήσω λίγο πιο κάτω. Προφανώς δεν κατέγραφε όλα τα ταξίδια που έκανε, γιατί ακόμα και από λόγους στοιχειώδους συνωμοτισμού δεν θα ήταν σκόπιμο να κρατεί τέτοιες σημειώσεις. Εύκολα όμως κανείς συνδυάζει όλες αυτές τις μετακινήσεις του, στα προεπαναστατικά μάλιστα χρόνια, με την ανάληψη και εκτέλεση του έργου του κατηχητή στη Φιλική Εταιρεία, για τη μύηση και άλλων νέων εταίρων, πράγμα που είναι άλλωστε σύμφωνο με την προφορική παράδοση και επιβεβαιώνουν ήδη ορισμένοι συγγραφείς, όπως κι ο εγγονός του Κωνσταντίνος Στεφ. Τάττης (1860-1926), σε ιστορικό του σημείωμα κ.ά.

Συνεπώς ήταν φιλικός με δράση στις πιο πάνω περιοχές, κατηχημένος από τον φίλο και ίσως συγγενή του Ιωάννη Γ. Καυταντζόγλου, που, σύμφωνα με άλλους, φαίνεται να μύησε και τους δύο στη Φιλική Εταιρεία ο Γιάννης Φαρμάκης.

Από πότε είναι εγκατεστημένη η οικογένεια Τάττη στη Θεσσαλονίκη; Είναι ένα ερώτημα που δημιουργεί κάποιο προβληματισμό. Κι αυτό, γιατί η προφορική παράδοση και οι συγγραφείς, με βάση τα προεπαναστατικά γεγονότα και την όποια δράση του Κων. Τάττη στη Φ. Ε., προϋποθέτουν ασφαλώς ότι ήταν εγκατεστημένος μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Η πόλη της Θεσσαλονίκης αποτελούσε το κέντρο της δράσης και της εξόρμησης των φιλικών προς τις περιοχές της Μακεδονίας και Ηπείρου και όπου αλλού. Κατά συνέπεια από την πόλη αυτή θα εξορμούσε και ο Κ. Τάττης, ως κάτοικός της, για τα ταξίδια και τις επικοινωνίες του. Αυτές βέβαια οι υποθέσεις έχουν μια σωστή θεμελίωση, αλλά πρέπει να γίνει εναρμόνιση με τις αναγραφές του «βιβλιαρίου», ιδίως με τη σελίδα 1, γιατί αφήνουν ορισμένα κενά ή και περιέχουν αντιθέσεις.

Έτσι σ’ αυτή αναγράφεται ότι ο Κων. Τάττης νυμφεύθηκε την Αικατερίνη στις 26-2-1815, ότι στις 7-3-1819 πληγώθηκε στον Αυλώνα τυχαία, ότι στις 4-1-1821 γεννήθηκε ο μεγαλύτερος γιος του Ιωάννης (αδελφός του Στεφάνου Κων. Τάττη, δηλαδή), ότι στις 8-5-1821 φυλακίσθηκε στις Σέρρες, ότι στις 3-2-1825 γεννήθηκε ο μικρότερος γιος του Στέφανος, ότι στις 30-10-1825 αναχώρησε όλη η οικογένεια από το Βυθκούκι, ότι στις 6-7-1826 πέθανε η γυναίκα του Αικατερίνη στο Μέγαροβο και ότι ξαναπαντρεύθηκε στις 16-10-1826 με μια «Ζωίτσα», που πέθανε στις 27-9-1829. Ότι ο Κων. Τάττης στις 29-9-1829 (αν δεν είναι λάθος οι αριθμοί), δηλαδή σε 2 μέρες έκανε 3ο γάμο με άλλη που ονομαζόταν πάλι Ζωίτσα, ότι στις 4-1-1831 πέθανε η μητέρα του Ελένη και στις 6-4-1832 πέθανε και η τρίτη γυναίκα του Ζωίτσα. Ίσως από τα οικογενειακά αυτά πλήγματα επηρεασμένος αποφάσισε τελικά σε λίγους μήνες, κάπου 5, δηλ. στις 16-9-1832, να μετακινηθεί οικογενειακά στη Θεσσαλονίκη («εποικήσαμε εις Θεσσαλονίκη», αναγράφεται).

Έτσι, σύμφωνα με αυτή την αναγραφή στο βιβλίο, η εγκατάσταση, η τυπική και οριστική, της οικογένειας Κων. Τάττη στη Θεσσαλονίκη έγινε τον Σεπτέμβριο 1832. Φαίνεται μάλιστα ότι η οικογένεια εξακολουθούσε να διαμένει στο Βυθκούκι μέχρι τις 30-10-1825, γιατί η καταχώριση στο εξεταζόμενο «βιβλίο» της φράσης «1825, 30 Οκτωβρίου ανεχώρησε όλη η οικογένεια από το Βυθκούκι» αποβλέπει στο να τονίσει ότι μετακινήθηκε όλη η οικογένεια σε αντιδιαστολή με τα μέχρι τότε ατομικά ταξίδια του Κων. Τάττη για εμπόριο, δραστηριότητες Φιλικής Εταιρείας κ.ά. Άλλα ποια ήταν η οικογένειά του; Ο πατέρας του Παναγιώτης, κατά προγενέστερη αναγραφή, πέθανε στις 3-12-1799, ο αδελφός του Χρηστός πέθανε επίσης στις 7-2-1810 και ο γάμος του Κων. Τάττη με την Αικατερίνη έγινε στις 26-2-1815. Ο πρώτος γιος του Ιωάννης γεννήθηκε στις 4-1-1821 και ο δεύτερος (ο Στέφανος δηλ.) στις 3-2-1825 και όλα αυτά προϋποτίθεται έγιναν στο Βυθκούκι, σύμφωνα με τις αναγραφές του «βιβλίου». Κατά συνέπεια η οικογένεια αποτελούνταν, όταν ήταν εγκατεστημένη στο Βυθκούκι, από τον ίδιο, τη γυναίκα του Αικατερίνη, τα δύο του παιδιά και τη μητέρα του Ελένη, που πέθανε στις 4-1-1831.

Ερώτημα όμως υπάρχει για το πού μετέφερε την οικογένειά του ο Κων. Τάττης, φεύγοντας από το Βυθκούκι στις 30-10-1825, αφού, κατά τη μεταγενέστερη «αναγραφή», η εγκατάστασή του στη Θεσσαλονίκη έγινε στις 16-9-1832. Στο ενδιάμεσο αυτό διάστημα (δηλ. 1825-1832) φαίνεται ότι διέμενε στο Μέγαροβο, μια κωμόπολη με μεγάλη ανάπτυξη και πολλούς Έλληνες, κυρίως Βλάχους, που βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα δυτικά του Μοναστηριού, στη νότια Σερβία, σε υψόμετρο 1.000 μ. περίπου, στους πρόποδες του Βαρνούντα (Περιστέρι). Γιατί μόνον έτσι εξηγείται και η αναγραφή ότι η μητέρα του Αικατερίνη πέθανε στις 6-7-1826 μέσα στο Μέγαροβο. Και όπως ήδη σημείωσα πριν, ίσως και τα οικογενειακά πλήγματα και οι πρόσφατες ταλαιπωρίες του (σύλληψη-φυλάκισή του-βασανισμοί) συνετέλεσαν στο να πάρει αυτήν την απόφαση.

Απορία ακόμα υπάρχει αν ο Κων. Τάττης με τον πρώτο του γάμο στα 1815 πήρε γυναίκα του την κόρη του Καυταντζόγλου, ή σε έναν από τους δύο μεταγενέστερους γάμους, στα 1826 (β' γάμος) και 1829 (γ' γάμος) με το όνομα Ζωίτσα και στις δύο αυτές περιπτώσεις. Στο «βιβλιάριο» δεν προσδιορίζεται το γένος καμιάς από τις 3 διαδοχικά γυναίκες που πήρε, ούτε αν ήταν κάποια κόρη Καυταντζόγλου και... ποιου, όπως το θέλει η παράδοση. Αν η πρώτη γυναίκα του Αικατερίνη ήταν κόρη Καυταντζόγλου, υποτίθεται ότι ως γαμβρός ο Κων. Τάττης θα εγκαθιστόταν στη Θεσσαλονίκη, αφού και οικονομικά εύρωστος ήταν και ο πεθερός του δεν θα ήθελε να στερηθεί τη μονάκριβη κόρη του. Αν όμως ήταν γυναίκα του κάποια από τις μεταγενέστερες που φαίνεται πιο πιθανό, δεν αναφέρεται πουθενά. Γεγονός είναι ότι ο Κων. Τάττης στα κρίσιμα 5-6 προεπαναστατικά χρόνια και ακόμα τον Μάιο 1821 δεν είχε οριστικά και μόνιμα εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη ή τουλάχιστον δεν φαίνεται ούτε προκύπτει κάτι τέτοιο. Ασφαλώς θα είχε πραγματοποιήσει τη γνωριμία του με τον Ιω. Καυταντζόγλου και τους άλλους της οικογένειας στα χρόνια αυτά από τις κοινές δραστηριότητες στο έργο της Φ.Ε. και όταν αργότερα χήρεψε (1826), νυμφεύθηκε στον β' ή γ' γάμο του μια κόρη Καυταντζόγλου.

Σε μια τέτοια περίπτωση τα παιδιά του (Ιωάννης και Στέφανος), που απέκτησε από τον α' γάμο του, όπως είναι αυτονόητο, δεν ήταν εξ αίματος κατιόντες κατευθείαν γραμμή της κόρης Καυταντζόγλου, αλλά πρόγονοί της. Τώρα, από τα στοιχεία που υπάρχουν, για να «ικανοποιηθεί» και η κοινή φήμη ότι ο Κων. Τάττης πήρε για γυναίκα του κόρη Καυταντζόγλου, πρέπει να δεχθεί κανείς με βάση το γενεαλογικό δένδρο της οικ. Καυταντζόγλου, όπως αναλύει ο Γ. Στογιόγλου, ότι αποκλείεται άμεση συγγένεια του Κ. Τάττη με τον «άρχοντα», όπως αποκαλούνταν, Ιωάννη Γ. Καυταντζόγλου (1740;-1819) ή τον αδελφό του Μερκούρη, που πέθανε λίγο νωρίτερα, και τον γιο του Λύσανδρο (1811-1885), τον διαπρεπή Θεσσαλονικέα αρχιτέκτονα, γιατί εκτός από τα ονόματα και τις ηλικίες, που δεν ταιριάζουν, δεν είχαν «μονάκριβη κόρη», όπως θέλει η παράδοση. Το μόνο πιθανό που μένει, αν έγινε τέτοιος γάμος, είναι να νυμφεύθηκε ο Κων. Τάττης με κάποια κόρη από τους συγγενείς του Ιωάννου Γ. Καυταντζόγλου, όπως με κόρη των εξαδέλφων του Νικόλα Καυταντζόγλου, του Τσίτση Νάνου Καυταντζόγλου, του Δημητρίου Καυταντζόγλου ή του Ιωάννου Πούλιου Καυταντζόγλου, για τους οποίους όμως δεν φαίνεται να υπάρχουν πληρέστερα στοιχεία. Ίσως όμως η συνωνυμία με αυτόν τον τελευταίο (δηλ. τον Ιωάννη Πούλιου Καυταντζόγλου), εκτός από το πατρώνυμο, να δίνει πιο μεγάλη πιθανότητα στην κόρη αυτού (αν βέβαια είχε).

Και ύστερα από όλα αυτά που εκτέθηκαν αμέσως πριν, ερχόμαστε στα τελευταία προεπαναστατικά χρόνια, προσπαθώντας να εκτιμήσουμε τα στοιχεία που μας δίνει η παράδοση για εγκατάσταση του Κων. Τάττη στη Θεσσαλονίκη από το 1815 και ακόμα από το 1810, σε σχέση με τα αναγραφόμενα στο εξεταζόμενο «βιβλίον» ότι στις 30-10-1825 αναχώρησε όλη η οικογένεια από το Βυθκούκι (χωρίς να καθορίζεται ποιος είναι ο προορισμός της) και ότι στις 6-7-1826 πέθανε η α' γυναίκα του Αικατερίνη, με τονισμό τον τόπο θανάτου, το Μέγαροβο. Από την αντιπαράθεσή τους δεν φαίνεται, όπως σημείωσα, να υπήρχε οριστική και μόνιμη εγκατάσταση του Κ. Τάττη στη Θεσσαλονίκη πριν από την Επανάσταση. Δεν αποκλείει όμως κανείς την εδώ προσωρινή διαμονή του, που θα ήταν υποχρεωμένος να έχει για λόγους εμπορικούς και αργότερα για λόγους παροχής υπηρεσιών στο έργο της Φ.Ε., αφού οι περισσότερες μετακινήσεις του από την Ήπειρο και τη Δυτική προς την Ανατολική Μακεδονία θα έπρεπε μάλλον να γίνονταν μέσω της Θεσσαλονίκης. Άλλωστε, όπως είπα, η αναγραφή στο «βιβλίο» ότι η εγκατάσταση στην πόλη αυτή έγινε στις 16-9-1832 είναι σαφής και κατηγορηματική και δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας. Μάλλον φαίνονται αληθινές οι κατά την παράδοση μετακινήσεις του, από το 1810 ή 1815, για να αποφύγει διωγμούς του Αλή Πασά και ληστρικών συμμοριών, καθώς και οι παροδικές παραμονές του στη Θεσσαλονίκη μέχρι να περάσει η θύελλα. Δεν πρέπει όμως να έγινε και οριστική φυγή από το Βυθκούκι στα 1810 ή και 1815 και άμεση εγκατάστασή του στη Θεσσαλονίκη σε μια από τις χρονιές αυτές. Το «βιβλίο» στις αναγραφές του καθορίζει με σαφήνεια αποχώρηση από το Βυθκούκι όλης της οικογένειας, όπως ήδη σημείωσα, το 1825 και απ’ εκεί διαμονή στο Μέγαροβο, όπου και αναγράφεται ότι πέθανε η μητέρα του (1826). Στη Θεσσαλονίκη εγκαθίσταται όλη η οικογένεια το 1832. Προφανώς μέχρι τότε μετά την πρόσκαιρη φυγή του 1810 ή 1815 θα εξακολουθούσε να επιστρέφει, εφόσον το επέτρεπαν οι περιστάσεις, στο Βυθκούκι (α' γάμος-εγκυμοσύνη γυναίκας του) και όταν ερχόταν στη Θεσσαλονίκη θα έμενε πότε πότε στο αρχοντικό του φίλου του Ιωάννη Γ. Καυταντζόγλου ή των συγγενών του ή θα φιλοξενούνταν, κατά διαστήματα και διαδοχικά από φίλους του, συνεργάτες κ.λ. Γιατί η χρονιά τουλάχιστο 1815 ταυτίζεται με τον α' γάμο του, αλλά και με όσα μεταφέρει η προφορική παράδοση για εγκατάστασή του στη Θεσσαλονίκη, ύστερα από διωγμούς στην παλιά πατρίδα του. Έτσι τα πιο πάνω βρίσκονται μεταξύ τους σε αρμονία, με κατάληξη την αρχικά προσωρινή διαμονή του στη Θεσσαλονίκη, και παράλληλα, συνεχείς διακινήσεις του και ταξίδια με κέντρο αυτή την πόλη, ώσπου επακολουθεί η έκρηξη της Επανάστασης.

Ειδικά για τα αιματηρά γεγονότα του Μαΐου 1821 στο «βιβλιάριο» υπάρχει η λιτή μόνο αναγραφή: «1821, 8 Μαΐου εφυλακίσθη ο πατήρ μου εις Σέρρας», δηλαδή ο Κων. Τάττης, πατέρας του Στεφάνου, που συνέχισε να κρατεί, όπως είπαμε πριν, πολύ αργότερα το σημειωματάριο-βιβλίο, αρχικά από αντιγραφή από το «πατρικό του βιβλίο» και στη συνέχεια από δικές του οικογενειακές βασικά εμπειρίες. Η ημερομηνία αυτή, 8-5-1821, και ο προσδιοριστικός τόπος «Σέρραι», ταυτίζονται απόλυτα με τα γνωστά συμβάντα της πόλης αυτής, όπως τα εκθέτει ο Κωνσταντίνος Κασομούλης, φιλικός του τόπου αυτού και πατέρας του αγωνιστή του 1821 Νικολάου Κασομούλη, και είναι σύμφωνα με την παράδοση. Μας δημιουργεί όμως ορισμένες δυσκολίες ο συσχετισμός τους με τα τραγικά γεγονότα του Μαΐου-Ιουλίου 1821, που διαδραματίσθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα με όσα σημείωσα πριν, υπάρχουν συγκεχυμένες πληροφορίες για τη συμμετοχή, σύλληψη και φυλάκιση του Κων. Τάττη. Τα πρώτα αυτά συμβάντα της Θεσσαλονίκης, όπως παρουσιάζονται ημερολογιακά (18-5-1821), επακολουθούν στα γεγονότα των Σερρών (8-5-1821). Έτσι οι ημερομηνίες, όπως επίσημα και παραδοσιακά έχουν, σύμφωνα με την αναγραφή του «βιβλίου», υποχρεώνουν να δεχθούμε ότι ο Κωνσταντίνος Τάττης, που βρισκόταν στις αρχές Μαΐου 1821 στις Σέρρες και την περιοχή τους για τις γνωστές δραστηριότητές του (εμπόριο-επικοινωνίες για τη Φιλική Εταιρεία) συνελήφθηκε εκεί στις 8 του μήνα με όλους τους πραματευτές.

Ακολουθήστε μας στο Google News

Google News <-----Google News

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Άγιος Μάριος επίσκοπος Σεβαστείας

Άγιος Πέτρος Ιερομάρτυρας, από την Καπιτώλιο, 4 Οκτωβρίου

Μεταφορά από τη Μάλτα στο Γκάτσινα τμήματος του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού του Κυρίου, μαζί με την εικόνα της Παναγίας της Φιλερμίου και το δεξί χέρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, 12 Οκτωβρίου

Νέα

Φωτογραφία της ημέρας

Σαν σήμερα



Εορτασμοί σήμερα


Αναρτήσεις...

  • Φόρτωση αναρτήσεων...

Φωτογραφίες

Βίντεο

Πρόσωπα

Συνταγές

ΓηΤονια

Χαμένες Πατρίδες

Ρετρό

Σιδή Ρόκ Άστρο

Ο χαζός του χωριού