Το Θαύμα της Αιμορραγούσας Εικόνας της Παναγίας στο Τοργκίνσκογε το 1922, 8 Ιουλίου
«Λοιπόν, σύντροφοι», είπε, «πιστεύετε ότι έχουμε ξηρασία επειδή οι αρχές απαγόρευσαν τη λιτανεία της εικόνας της Παναγίας· επειδή απαγόρευσαν στους παπαδαραίους να ζαλίζουν τον κόσμο, κι επειδή κάρφωσαν σανίδες στην εκκλησία».
«Ακριβώς έτσι!» απάντησαν όλοι με μια φωνή.
«Στεπάν!» φώναξε ένας ηλικιωμένος φύλακας της εκκλησίας στο Τοργκίνσκογε. «Φέτος θέλουμε να περάσουμε την εικόνα της Παναγίας πάνω από τα χωράφια μας. Δεν θα πάθει κανείς τίποτα. Ζήτησε λοιπόν άδεια απ’ αυτούς που έχουν την εξουσία».
«Καλά, σύντροφοι. Αφού επιμένετε τόσο, θα κάνω αυτό που ζητάτε. Αλλά μην περιμένετε βροχή. Έτσι θα καταλάβετε ότι ο Θεός δεν υπάρχει».
Ο γραμματέας υπέβαλε το αίτημα, και τα μέλη της GPU (Κρατική Πολιτική Διεύθυνση) απάντησαν θετικά. Τα χαρμόσυνα νέα ότι θα γιόρταζαν ξανά, όπως τα παλιά καλά χρόνια, και ότι η θαυματουργή εικόνα θα περνούσε πάνω από τα χωράφια για να ζητήσουν βροχή, διαδόθηκαν σαν αστραπή.
Το επόμενο πρωί, πλήθος κόσμου είχε συγκεντρωθεί γύρω από την εκκλησία. Όλοι είχαν έρθει με τα γιορτινά τους, ενώ οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα. Η ατμόσφαιρα, ωστόσο, είχε μια ένταση, λόγω της παρουσίας πρακτόρων της GPU με τα πηλήκιά τους και το ειρωνικό τους ύφος.
Σε λίγο, οι άσπροι γενειοφόροι Κοζάκοι βγήκαν από την εκκλησία κρατώντας το βαρύ κουβούκλιο με την εικόνα της Παναγίας. Τους ακολουθούσαν οι ιερείς με τα χρυσοϋφασμένα άμφιά τους.
Ο κόσμος γονάτισε. Τα μάτια όλων βούρκωσαν. Η μεγάλη εικόνα, στολισμένη με πολύτιμους λίθους και τα λαμπερά μάτια της Παναγίας, περνούσε μπροστά από τους πιστούς.
Κάποια στιγμή, αυτά τα λαμπερά μάτια συναντήθηκαν με το αυστηρό βλέμμα του Καμένσικοφ και τον τάραξαν. Ένιωσε σαν να τον κοιτούσαν βαθιά μέσα στην ψυχή του. Όμως έκανε τον αδιάφορο. Διόρθωσε το καπέλο του και άναψε τσιγάρο.
Η Παράκληση είχε ξεκινήσει, και ο πατήρ Ιωάννης έλεγε σιγά και καθαρά τις δεήσεις:
«Δώσε νερό στη διψασμένη γη, Σωτήρα!»
Πόσο πολύ ήθελε ο κόσμος να πέσει επιτέλους ευεργετική και απαλή βροχή! Η αφόρητη ζέστη εκείνη την ώρα είχε φτάσει στα όριά της. Οι ιερείς ράντιζαν με αγιασμό τα κιτρινισμένα στάχυα και την ξερή γη.
Ως το βράδυ, πέρασαν την εικόνα της Παναγίας σε όλα τα χωράφια, κάνοντας αδιάκοπες παρακλήσεις, ενώ το πλήθος τους ακολουθούσε ακούραστα πάνω σε λόφους, δρόμους και πλαγιές.
Ο Καμένσικοφ καβαλούσε το άλογό του, με ειρωνικό χαμόγελο. Κάποια στιγμή πέταξε το τσιγάρο του και μουρμούρισε εκνευρισμένος:
«Θα σας δείξω εγώ ποιος είναι ο Χριστός σας και η Παναγία σας...»
Η λιτανεία πλησίασε τα σπίτια του χωριού Τοργκίνσκογε. Στη μέση ήταν το σπίτι του Καμένσικοφ. Στην πόρτα τον περίμενε ευλαβικά η ηλικιωμένη μητέρα του.
«Γριά!» της φώναξε, «μην τολμήσεις να βάλεις αυτή τη γύφτισσα στην αυλή μας!»
«Τι λόγια είναι αυτά, Στεπάν; Τρελάθηκες;» του απάντησε με παράπονο.
Εκείνη τη στιγμή, στον ουρανό εμφανίστηκαν σύννεφα που όλο και πύκνωναν. Ο ιερέας στάθηκε για την καθιερωμένη προσευχή. Τότε ο Στεπάν, κατακόκκινος, έτρεξε προς το μέρος του και άρχισε να φωνάζει:
«Φτάνει πια η κωμωδία! Σύντροφοι, μαζευτείτε γύρω από αυτό το παλιοκούτσουρο! Τώρα θα σας αποδείξω ότι δεν υπάρχει ούτε Θεός ούτε Παναγία!»
Λέγοντας αυτά, άρπαξε τον πατέρα Ιωάννη από τα γένια και τον έσπρωξε άγρια. Ο γέροντας ιερέας έπεσε στη γη, κι ο χρυσός σταυρός που κρατούσε έπεσε από το χέρι του. Ο Καμένσικοφ κλότσησε τον σταυρό με τη μπότα του, έβγαλε το σπαθί του και χτύπησε την εικόνα με όλη του τη δύναμη.
Ο κόσμος έμεινε άφωνος. Λίγο μετά ακούστηκαν κραυγές:
«Αίμα! Αίμα! Θαύμα! Θαύμα!»
Ο Στεπάν κοίταξε γύρω του εξαγριωμένος. «Γιατί φωνάζουν όλοι;» σκέφτηκε.
«Στεπάν!» του φώναξε η εξοργισμένη μάνα του. «Αυτό που έκανες είναι μεγάλη αμαρτία! Κοίτα την Παναγία!»
Κοίταξε την εικόνα και πάγωσε. Από το δεξί μάγουλο της Παναγίας έτρεχαν σταγόνες αίμα. Κυλούσαν και λέρωναν την ασημένια επένδυση της εικόνας.
Ξαφνικά, με μια φωνή που δεν έμοιαζε δική του, ο ίδιος ο Καμένσικοφ φώναξε:
«Δάκρυα! Δάκρυα!»
Από τα μεγάλα μάτια της Παναγίας έτρεχαν καθαρά, μεγάλα δάκρυα σαν διαμάντια. Και αμέσως άρχισε να πέφτει από τον ουρανό ευλογημένη βροχή.
Έβρεχε συνεχόμενα για τρεις μέρες. Η βροχή έπεφτε ασταμάτητα πάνω στη διψασμένη γη, και το χώμα ρουφούσε με λαχτάρα το ζωοποιό νερό. Την τέταρτη μέρα, ξημέρωσε με έναν φωτεινό ήλιο στον ουρανό. Το φως του φανέρωνε στον κόσμο το θαύμα της ζωής και της ανανέωσης.
Η Παναγία του Τοργκίνσκογε έκανε το θαύμα της. Τα μέλη της GPU, ντροπιασμένα, σφράγισαν ξανά την εκκλησία και τελικά έκλεψαν την ιερή εικόνα, μεταφέροντάς την σε μια μακρινή πόλη.
Όμως το μεγαλύτερο θαύμα έγινε μέσα στον ίδιο τον Καμένσικοφ, τον άθεο μπολσεβίκο. Με το αίμα και τα δάκρυά της, η Παναγία πότισε την άπιστη και διψασμένη ψυχή του, και δεν άργησαν να βλαστήσουν οι καρποί της πίστης και της μετάνοιας.
Οκτώ χρόνια αργότερα, ο Στεπάν ήταν χριστιανός και καταζητούμενος από τις αρχές. Γύρισε κρυφά στο σπίτι του για να δει τη μάνα του μια τελευταία φορά. Όμως είχε στηθεί παγίδα. Η μητέρα του, μόλις τον είδε στην πόρτα, φώναξε:
«Ενέδρα!»
και την πυροβόλησαν επειδή προσπάθησε να προειδοποιήσει τον γιο της. Στρατιώτες ήταν κρυμμένοι μέσα στο σπίτι και τον περίμεναν. Εκείνος όμως κατάφερε να ξεφύγει και να δραπετεύσει στην Κίνα. Έφτασε στο Χαρμπίν το καλοκαίρι του 1932, με την ελπίδα κάποτε να επιστρέψει στη Ρωσία για να υπηρετήσει την Εκκλησία.


