Όσιος Αβραάμ του Κουκχλόμα, 20 Ιουλίου
Ο Άγιος Αβραάμ (ή Αβραμίος) του Κουκχλόμα (Chukhloma) όπως αναφέρεται στην Ελλάδα ή της Γαλίτσας η οποία είναι ιστορική πόλη στην περιφέρεια του Κουκχλόμα, ασκήτεψε στον 14ο αιώνα στη Μονή του Αγίου Σεργίου του Ραντόνεζ, όπου υπήρξε μαθητής του Αγίου Σεργίου. Μετά από πολλά χρόνια ως νεόφυτος, κρίθηκε άξιος του ιερώς. Ποθώντας την τελειότητα της σιωπής, ζήτησε την ευλογία του Αγίου Σεργίου και, το 1350, εγκαταστάθηκε στην ύπαιθρο της Γαλίτσας, όπου κατοικούσαν αλλοεθνή έθνη.
Καθώς έζησε σε απομονωμένο μέρος, ο Άγιος Αβραάμ είδε αποκαλυπτική όραση να ανεβαίνει ένα όρος, όπου βρήκε εικόνα της Θεοτόκου να ακτινοβολεί με απερίγραπτο φως. Το γεγονός της εμφάνισης έγινε γνωστό στον πρίγκιπα Δημήτριο της Γαλίτσας, ο οποίος παρακάλεσε τον μοναχό να φέρει την εικόνα στην πόλη. Ο Άγιος Αβραάμ ήρθε με την εικόνα στη Γαλίτσα, όπου τον υποδέχθηκε ο πρίγκιπας μαζί με πλήθος κληρικών. Μέσω της εικόνας της Παναγίας γίνονταν πληθώρα θαυμάτων και ιάσεων.
Ο πρίγκιπας Δημήτριος παρείχε τα μέσα για την οικοδόμηση εκκλησίας και μονής κοντά στη λίμνη Τσουκλόμα, στο σημείο όπου παρουσιάστηκε η εικόνα. Η εκκλησία αφιερώθηκε στην Κοίμηση της Θεοτόκου, και η νεοανεγερμένη μονή του Αγίου Αβραάμ έγινε πνευματικός φάρος για τους τοπικούς λαούς. Όταν θεμελιώθηκε η μονή, ο Άγιος όρισε ηγούμενό του τον μαθητή του Πορφύριο και αποσύρθηκε 30 βραχιά (όντως τριάντα βρεσκτ, δηλαδή περίπου 32 χλμ.) μακριά, αναζητώντας μοναχική ζωή. Εκεί όμως τον βρήκαν ξανά μαθητές.
Ίδρυσε ακόμη μία μονή με ναό αφιερωμένο στην Τοποθέτηση του Χιτώνος της Θεοτόκου, γνωστή ως Μεγάλη Αβρααμιεβίτσα Νεοζαόζερσκι. Ο Άγιος Αβραάμ αποσύρθηκε δυο φορές, και ακολούθησαν μαθητές, με αποτέλεσμα να θεμελιωθούν δύο ακόμη μοναστήρια: ένα ευαγγελισμένο στη Σύναξη της Θεοτόκου, όπου ανήγγειλε ηγούμενο τον Πορφύριο, και ένα δεύτερο, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, όπου έληξε τη γήινη ζωή του. Πέθανε το 1375 και, ένα χρόνο νωρίτερα, είχε ορίσει τον μαθητή του Αθάνατο ως διοικούσα μονής.
Ο Άγιος Αβραάμ ήταν φωτιστής της Γαλίτσας, ιδρύοντας τέσσερις μονές αφιερωμένες στη Θεοτόκο, η οποία του χάρισε την εικόνα στην αρχή της ασκητικής του πορείας. Ο λιθόκτιστος Καθεδρικός Ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου ανεγέρθηκε πάνω από τα λείψανά του μεταξύ 1608–1631. Μετά την ερειπωσή του, το 1857–1867 χτίστηκε, πάλι πάνω στα λείψιά του, ναός αφιερωμένος στην Παναγία της Προστασίας (ή του Σπλαχνικού), γνωστός ως «Παναγία της Τρυφερότητας».







