Όσιος Μανουήλ αυτοκράτωρ Κωνσταντινουπόλεως, 21 Ιουλίου

Ο Μανουήλ Παλαιολόγος, ο τρίτος προτελευταίος αυτοκράτορας των Ρωμαίων (Βυζαντινών), γεννήθηκε στις 27 Ιουνίου 1350 και ήταν ο δεύτερος γιος του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε' Παλαιολόγου και της συζύγου του, Ελένης Καντακουζηνής. Παππούδες του από τη μητέρα του ήταν ο αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ' Καντακουζηνός (1347–1354) και η Ειρήνη Ασανίνα.

Ο πατέρας του του απένειμε τον τίτλο του δεσπότη, και ο Μανουήλ ταξίδεψε δύο φορές στη Δύση, το 1365 και το 1370, αναζητώντας βοήθεια για την παραπαίουσα Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) Αυτοκρατορία. Το 1369 διορίστηκε διοικητής της Θεσσαλονίκης. Όταν ο μεγαλύτερος αδελφός του, Ανδρόνικος Δ’, αποπειράθηκε να σφετεριστεί τον θρόνο το 1373, ο Μανουήλ ανακηρύχθηκε διάδοχος και συναυτοκράτορας. Ωστόσο, το 1376–1379 και ξανά το 1390, εκτοπίστηκαν προσωρινά από τον Ανδρόνικο Δ’ και κατόπιν από τον γιο του, Ιωάννη Ζ’. Ο Μανουήλ κατάφερε να νικήσει τον ανιψιό του το 1390 με τη βοήθεια της Βενετίας.
Παρόλο που ο πατέρας του αποκαταστάθηκε στον θρόνο, ο Μανουήλ αναγκάστηκε να μεταβεί στην αυλή του Οθωμανού σουλτάνου Βαγιαζήτ Α', στην Προύσα, ως τιμητικός όμηρος. Εκεί εξαναγκάστηκε να συμμετάσχει στην οθωμανική εκστρατεία που οδήγησε στην πτώση της Φιλαδέλφειας, της τελευταίας ρωμαϊκής κτήσης στη Μικρά Ασία.
Όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο του πατέρα του τον Φεβρουάριο του 1391, δραπέτευσε από την οθωμανική αυλή και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη για να εξασφαλίσει την εξουσία και να αποτρέψει οποιαδήποτε διεκδίκηση από τον Ιωάννη Ζ’. Παρόλο που οι σχέσεις με τον ανιψιό του βελτιώθηκαν, ο Βαγιαζήτ Α' πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη από το 1394 ως το 1402.

Το 1399 ο Μανουήλ, αφήνοντας την πόλη στον Ιωάννη Ζ’, ξεκίνησε μακρύ ταξίδι στην Ευρώπη, συνοδευόμενος από 40 άτομα, για να ζητήσει βοήθεια. Επισκέφθηκε τα βασιλικά ανάκτορα του Ερρίκου Δ' της Αγγλίας (γίνεται ο μόνος Ρωμαίος αυτοκράτορας που επισκέφθηκε ποτέ την Αγγλία, φιλοξενούμενος στο ανάκτορο του Έλθαμ από τον Δεκέμβριο 1400 έως τον Ιανουάριο 1401), του Κάρολου ΣΤ' της Γαλλίας, του Σιγισμούνδου της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της Μαργαρίτας της Δανίας και του Μαρτίνου της Αραγωνίας. Το 1399, ο βασιλιάς της Γαλλίας Κάρολος ΣΤ’ έστειλε στη Βασιλεύουσα έξι πλοία με 1.200 άνδρες, ενώ αργότερα παρέμειναν εκεί 300 στρατιώτες για την άμυνα της πόλης.

Την ίδια περίοδο, η αντιοθωμανική σταυροφορία υπό τον βασιλιά Σιγισμούνδο της Ουγγαρίας ηττήθηκε στη μάχη της Νικοπόλεως στις 25 Σεπτεμβρίου 1396. Όμως οι Οθωμανοί υπέστησαν συντριβή στη μάχη της Άγκυρας το 1402 από τον Ταμερλάνο. Ο Μανουήλ είχε στείλει 10 πλοία να συμμετάσχουν στη σταυροφορία. Κατά τη διάρκεια του οθωμανικού εμφυλίου που ακολούθησε, ο Ιωάννης Ζ’ κατάφερε να ανακτήσει τις ευρωπαϊκές ακτές της Προποντίδας και τη Θεσσαλονίκη για λογαριασμό του Βυζαντίου.

Όταν ο Μανουήλ επέστρεψε το 1403, ο ανιψιός του του παρέδωσε την εξουσία και πήρε ως ανταμοιβή τη διοίκηση της Θεσσαλονίκης. Ο αυτοκράτορας ανέκτησε επίσης από τους Οθωμανούς τη Μεσημβρία (1403–1453), τη Βάρνα (1403–1415) και την ακτή της Προποντίδας από τη Χρυσούπολη έως τη Νικομήδεια.

Ο Μανουήλ εκμεταλλεύτηκε αυτή την ανάπαυλα για να ενισχύσει την άμυνα του Δεσποτάτου του Μορέως, το οποίο επεκτεινόταν εις βάρος των υπολειμμάτων της Λατινικής Αυτοκρατορίας. Επίβλεψε την ανέγερση του Εξαμιλίου Τείχους στον Ισθμό της Κορίνθου, με σκοπό να προστατεύσει την Πελοπόννησο από τις οθωμανικές επιθέσεις.

Διατηρώντας καλές σχέσεις με τον Μωάμεθ Α' (1402–1421), ο Μανουήλ ήρθε σε ρήξη με τον επόμενο σουλτάνο, Μουράτ Β', εξαιτίας της εμπλοκής του στη διαδοχή. Αυτό οδήγησε σε νέα πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 1422. Τότε ο Μανουήλ, ηλικιωμένος πια, παρέδωσε τις περισσότερες κρατικές υποθέσεις στον γιο του Ιωάννη Η’ Παλαιολόγο, και ξαναταξίδεψε στην Ευρώπη για να ζητήσει βοήθεια από τον βασιλιά Σιγισμούνδο της Ουγγαρίας, με τον οποίο έμεινε δύο μήνες στην αυλή της Βούδας. Παρά τις προσπάθειες, επέστρεψε με άδεια χέρια, λόγω της εμπλοκής του Σιγισμούνδου στους χιουσίτικους πολέμους στη Βοημία.

Το 1424, ο Μανουήλ και ο Ιωάννης αναγκάστηκαν να υπογράψουν επαχθή ειρήνη με τους Οθωμανούς, καταβάλλοντας φόρο υποτέλειας.

Το 1421, λόγω πανώλης, ο Μανουήλ αποσύρθηκε ως μοναχός στη Μονή της Περιβλέπτου, με το μοναχικό όνομα Ματθαίος. Στο μεταξύ, υπήρξε ένταση με τον γιο του, που υποστήριζε πολεμική στάση έναντι των Τούρκων. Ο ίδιος προτιμούσε την ειρήνη. Ο ιστορικός Σφραντζής διηγείται ότι ο Μανουήλ τού είπε:
«Κάνε ό,τι θέλεις, παιδί μου· εγώ είμαι πλέον γέρος και κοντά στο τέλος μου. Την αυτοκρατορία και όλα τα σχετικά, τα παραδίδω σε εσένα.»

Στις 1 Οκτωβρίου 1422 υπέστη εγκεφαλικό που τον άφησε παράλυτο. Στις διαπραγματεύσεις για ένωση με την παπική εκκλησία, προειδοποίησε τον γιο του να μη δώσει θρησκευτικές υποχωρήσεις χωρίς στήριξη από τον λαό. Όταν ο Πάπας Μαρτίνος Ε' έστειλε απεσταλμένο στη Βασιλεύουσα, ο Μανουήλ ήταν ήδη πολύ άρρωστος και ο πατριάρχης απάντησε με τις παραδοσιακές θέσεις της Ανατολικής Εκκλησίας.

Στο νεκροκρέβατό του συνέστησε στον γιο του να υπόσχεται ένωση στη Δύση για να εξασφαλίζει βοήθεια, αλλά ταυτόχρονα να επιμένει στη σύγκληση Συνόδου, ώστε να καθυστερεί και να μην υποχωρήσει άκαιρα. Ήταν ξεκάθαρο για τον ίδιο ότι οι δύο εκκλησίες είχαν ασύμβατα συστήματα.

Ο Μανουήλ φοβόταν ότι οι φιλοδοξίες του Ιωάννη θα οδηγούσαν στην καταστροφή. Ο Σουλτάνος Μουράτ Β' φοβόταν ιδιαίτερα τις ρωμαϊκές επαφές με τη Δύση, καθώς τις θεωρούσε πρόδρομο στρατιωτικής επέμβασης υπέρ του Βυζαντίου.

Ο Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος πέθανε στις 21 Ιουλίου 1425 στην Κωνσταντινούπολη, αφού υπαγόρευσε τη διαθήκη του στον Σφραντζή. Ετάφη στον ναό της Μονής του Παντοκράτορος. Ο μετέπειτα διάσημος Βησσαρίων ο Τραπεζούντιος εκφώνησε τον επιτάφιο λόγο του. Ο τάφος του, όπως και όλων των Παλαιολόγων, καταστράφηκε από τους Οθωμανούς.


Ακόμα και ως αυτοκράτορας, ο Μανουήλ παρέμενε άνθρωπος των γραμμάτων. Μερικές φορές παραπονούνταν πως οι πολιτικές του υποχρεώσεις τον εμπόδιζαν να αναπτύξει τις καλλιτεχνικές και πνευματικές του κλίσεις. Μετά τον θάνατο του αδελφού του, Θεόδωρου Α’ του Μυστρά, το 1407, ο αυτοκράτορας συνέθεσε έναν επικήδειο λόγο γι’ αυτόν, που απευθύνθηκε στον ανθρωπιστή Μανουήλ Χρυσολωρά. Το παρισινό χειρόγραφο Cod. Gr.3041 βρισκόταν στην κατοχή του Μανουήλ και περιέχει διορθώσεις με το χέρι του στο κείμενο του για την εκπαίδευση, καθώς και πολλές επιστολές. Το πρώτο μέρος του χειρογράφου αποτελείται από σύνολο εξήντα τριών επιστολών, ανάμεσά τους είκοσι προς τον δάσκαλό του Δημήτριο Κύδωνα, οκτώ προς τον Δημήτριο Χρυσολωρά και πέντε προς τον αδελφό του, Μανουήλ Χρυσολωρά, ο οποίος ήρθε στη Φλωρεντία το 1396 για να διδάξει εκεί ελληνικά και το 1415 εκπροσώπησε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία στη σύνοδο της Κοσταντζας, κάνοντας σημαντική συμβολή στις πρώιμες ανθρωπιστικές προσπάθειες στην Ιταλία. Ο Χρυσολωράς, ενεργώντας το 1408 εξ ονόματος του Μανουήλ, πρόσφερε στη Μονή του Αγίου Διονυσίου ένα χειρόγραφο με έργα αποδιδόμενα στον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, που περιείχε εικόνες του Μανουήλ και της οικογένειάς του, καθώς και του Χρυσολωρά (Μουσείο του Λούβρου, Ivoires A53, φ. 1). Μία επιστολή απευθύνεται στον Ιταλό ανθρωπιστή Γκουαρίνο. Επιπλέον, το χειρόγραφο περιέχει σειρά πραγματειών, όπως μία ομιλία για μία ταπισερί στο Λούβρο, που είχε καταφέρει να μελετήσει όταν επισκέφτηκε το Παρίσι, έναν ψαλμό για το θάνατο του Μπαγιαζίτ, μία πραγματεία για τον γάμο και μία ομιλία για την πολιορκία της Θεσσαλονίκης.

Επτά «Ηθικοπολιτικές Ομιλίες», απευθυνόμενες στον Ιωάννη Η’, ανήκουν στην κατηγορία των «Κατόπτρων για Ηγεμόνες» (δηλαδή ένα είδος εγχειριδίου για μεσαιωνικούς πρίγκιπες). Σε ένα ξεχωριστό έργο, τα λεγόμενα Praecepta educationis regiae, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί όλα τα παλιά, φθαρμένα κλισέ και κοινοτοπίες. Ακόμα και ο Ισοκράτης αναφέρεται, κάτι σπάνιο στη βυζαντινή λογοτεχνία. Σε σύγκριση με τα προηγούμενα «Καθρέφτες για Ηγεμόνες», εντυπωσιάζει η έντονη χρήση θεολογικών δηλώσεων. Σε πλήρη αντίθεση με τις πρακτικές του ενέργειες, ο αυτοκράτορας τονίζει πως δεν πρέπει κανείς να αντιτάσσεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας. Επισημαίνει επίσης ότι και ένας ηγεμόνας οφείλει υπακοή στην Εκκλησία. Ο Θεός δέχεται τα δώρα μέσω των χεριών των φτωχών. Ο Μανουήλ τονίζει την ελεύθερη βούληση και εξετάζει την κληρονομική αμαρτία και τη χάρη μέσω του βαπτίσματος. Οι άνθρωποι είναι δούλοι της αμαρτίας. Συχνά συμβουλεύει τον γιο του να ελέγχει τη συνείδησή του. Ο στόχος του ανθρώπου βρίσκεται στη μεταθανάτια ζωή. Στις τέσσερις θεμελιώδεις αρετές προσθέτει την αγάπη (αγάπη) και τη μετριοπάθεια (μετριότητα) και προτρέπει στην ασκητική εγκράτεια. Στη σχέση Κράτους και Εκκλησίας, τονίζει την αιωνιότητα της Εκκλησίας και προειδοποιεί για κάθε σύγκρουση μαζί της. Συγκρίνει τη ζωή με ένα θαλάσσιο ταξίδι. Ως νομοθέτης και κριτής, ο αυτοκράτορας πρέπει να μιμείται τον Κριτή των Πάντων, που πρέπει να είναι για τον αυτοκράτορα το πρότυπο, ο οδηγός και ο νόμος. Όπως και στις εξήντα οκτώ διασωθείσες επιστολές μεταξύ 1383 και 1417 δεν βρίσκουμε πολλά συγκεκριμένα καθημερινά νέα, έτσι και στα θεωρητικά του κείμενα ο αυτοκράτορας απομακρύνεται από την καθημερινή πραγματικότητα. Αυτά τα «Καθρέφτες για Ηγεμόνες» διατηρούνται σε χειρόγραφο της Βιέννης (phil. gr. 89), από την περιουσία του Καρδινάλιου Βησσαρίωνα του Τραπεζούντιου, που περιέχει και άλλες επιλογές γραπτών του αυτοκράτορα. Τα γραπτά του αυτοκράτορα δίνουν μια εξαιρετική εικόνα του πνευματικού κόσμου της τελευταίας Παλαιολόγειας περιόδου, στις τελευταίες δεκαετίες πριν από την κατάκτηση της αυτοκρατορίας από τους Τούρκους.

Τα γραπτά του Μανουήλ διασώθηκαν για τις επόμενες γενιές παρά την κατάκτηση και την καταστροφή της Κωνσταντινούπολης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η στάση του απέναντι στο Ισλάμ. Μετά την ενθρόνισή του τον Μάρτιο του 1391, ο Μανουήλ Β’ έπρεπε ακόμα να υπηρετήσει στρατιωτικά για τον σουλτάνο στη Μικρά Ασία, από τον Ιούνιο του 1391 μέχρι τον Ιανουάριο του 1392, ως υποτελής των Τούρκων. Στο πλαίσιο αυτής της υπηρεσίας, όχι μόνο (στα τέλη του 1390) στήριξε τον σουλτάνο εναντίον διαφόρων τουρκικών εμιράτων, αλλά ως ιδιαίτερη ταπείνωση έπρεπε να βοηθήσει τον θανάσιμο εχθρό του στην κατάκτηση της Φιλαδέλφειας, του τελευταίου ρωμαϊκού προπυργίου στη Μικρά Ασία. Τον Μάιο του 1391 όμως ξανακαλέστηκε στην Ανατολία και πήρε μέρος σε εκστρατεία στην ακτή του Εύξεινου Πόντου μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου του 1392. Ο αυτοκράτορας, που στα νομίσματα ακόμα είχε τον τίτλο του Βασιλιά και Αυτοκράτορα, ως υποτελής βέβαια υπάκουε στις διαταγές του σουλτάνου κατά τη διάρκεια της εκστρατείας — ενώ ο σουλτάνος διασκέδαζε στα γεύματα, ο αυτοκράτορας συζητούσε για το Ισλάμ με τον Καδή. Από τον Οκτώβριο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1391, ο αυτοκράτορας φιλοξενήθηκε από τον Μουδερρή (=Καδή) στην Άγκυρα. Ένας μουσουλμάνος που είχε γεννηθεί από χριστιανούς γονείς ήταν ο διερμηνέας ανάμεσα στον αυτοκράτορα και τον Καδή. Το αποτέλεσμα αυτών των συνομιλιών ήταν τα «Είκοσι έξι Διαλόγια με έναν Πέρση», αφιερωμένα στον αδελφό του, τον Θεόδωρο Α’. Μέχρι το 1399 το έργο είχε πάρει την τελική του μορφή. Υποθέτουμε ότι ο αυτοκράτορας κρατούσε σημειώσεις κατά τη διάρκεια των συζητήσεων. Εκτός από τα γραπτά του αυτοκράτορα, δεν υπάρχει ανεξάρτητη απόδειξη πως οι συζητήσεις έγιναν πραγματικά. Πρέπει να είναι ένα μείγμα αλήθειας και φαντασίας. Στο τέλος, ο Καδή δήλωσε πως ήταν έτοιμος να έρθει στην Κωνσταντινούπολη και να συνεχίσει τη συζήτηση με τον Μανουήλ. Με αυτό το έργο, που πρέπει να γράφτηκε ανάμεσα στο τέλος της εκστρατείας και τη ρήξη με τον Μπαγιαζίτ (1392-94), ο Μανουήλ πρόσφερε σημαντική συμβολή στην κατανόηση του Ισλάμ από την πλευρά των Χριστιανών.

Ο αυτοκράτορας βασίστηκε στις πηγές του στην «Απολογία του Χριστιανισμού εναντίον του Ισλάμ» που είχε γράψει ο παππούς του από τη μητέρα του, ο Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός. Αυτό με τη σειρά του βασιζόταν στην «Κατάρριψη του Κορανίου» από τον δομινικανό μοναχό Ρικόλδο της Μοντεκρότσε (πέθανε το 1320), που είχε μεταφραστεί στα ελληνικά από τον Δημήτριο Κύδωνα. Παππούς και εγγονός παρέμειναν έτσι εντός του πλαισίου της παραδοσιακής ρωμαϊκής αντιισλαμικής ρητορικής. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο αυτοκράτορας δεν χρησιμοποιεί τον όρο Σαρακηνοί, που ήταν συνήθης στη ρωμαϊκή ορολογία.

Σε μια ομιλία που έγινε στις 12 Σεπτεμβρίου 2006, ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’ παρέθεσε από τα «Είκοσι έξι Διαλόγια με έναν Πέρση» (Διάλογος 7), όπου ο Αυτοκράτορας Μανουήλ Β’ είπε:
«Δείξε μου τι καινούργιο έφερε ο Μωάμεθ και θα βρεις μόνο κακά και απάνθρωπα πράγματα, όπως την εντολή του να διαδώσει με το σπαθί την πίστη που κήρυττε.»

Πολλοί Μουσουλμάνοι θίχτηκαν από αυτή την προσβολή προς τον Μωάμεθ και διαμαρτυρήθηκαν γι’ αυτό. Για άλλους ίσως ήταν ψεύτικος θυμός ή μια αντίδραση από μη Μουσουλμάνους που θεώρησαν προσβολή. Στο βιβλίο του ο Μανουήλ Β’ συνεχίζει λέγοντας:
«Ο Θεός δεν ευχαριστιέται με το αίμα – και το να μην ενεργεί κανείς με λογική είναι αντίθετο στη φύση του Θεού. Η πίστη γεννιέται από την ψυχή, όχι από το σώμα. Αυτός που θέλει να οδηγήσει κάποιον στην πίστη χρειάζεται την ικανότητα να μιλάει καλά και να λογικεύεται σωστά, χωρίς βία και απειλές... Για να πείσεις μια λογική ψυχή δεν χρειάζεσαι δυνατό χέρι, όπλα ή άλλα μέσα που να απειλούν κάποιον με θάνατο...»

Πρέπει να σημειωθεί ότι, αν και το όνομά του λείπει από το Συναξάρι της Εκκλησίας, έχει γραφτεί μια ακολουθία προς τιμήν του, με δύο Κανόνες από έναν άγνωστο συγγραφέα, και αυτή δημοσιεύτηκε από τον Λάμπρο στο περιοδικό «Νέο Ελληνομνήμονα» το 1917.

Ακολουθήστε μας στο Google News

Google News <-----Google News

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Άγιος Μάριος επίσκοπος Σεβαστείας

Άγιος Πέτρος Ιερομάρτυρας, από την Καπιτώλιο, 4 Οκτωβρίου

Μεταφορά από τη Μάλτα στο Γκάτσινα τμήματος του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού του Κυρίου, μαζί με την εικόνα της Παναγίας της Φιλερμίου και το δεξί χέρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, 12 Οκτωβρίου

Νέα

Φωτογραφία της ημέρας

Σαν σήμερα



Εορτασμοί σήμερα


Αναρτήσεις...

  • Φόρτωση αναρτήσεων...

Φωτογραφίες

Βίντεο

Πρόσωπα

Συνταγές

ΓηΤονια

Χαμένες Πατρίδες

Ρετρό

Σιδή Ρόκ Άστρο

Ο χαζός του χωριού