Όσιος Μακάριος Ζελτοβόδας ο Θαυματουργός, 25 Ιουλίου
Προς μεγάλη τους έκπληξη, μόλις μπήκαν στο ναό, ο μικρός Μακάριος σταμάτησε το κλάμα και χαμογέλασε ευχαριστημένος. Από τότε, οι γονείς του ήταν υποχρεωμένοι να παρίστανται σε κάθε λειτουργία, παίρνοντας και το παιδί μαζί, γιατί αν έμεναν στο σπίτι κατά τη διάρκεια της ακολουθίας, το παιδί ξανάρχιζε το κλάμα.
Ο Μακάριος μεγάλωσε με ευλάβεια και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις ζωές των Ορθόδοξων ερημιτών, που ζούσαν είτε μόνοι τους είτε σε μικρές μοναστικές κοινότητες. Έτσι, πέρα από την ενοριακή του εκκλησία, σύχναζε και στη Μονή της Αναλήψεως Πετσέρσκυ, που είχε ιδρύσει ο Άγιος Διονύσιος του Σούζνταλ. Σε ηλικία μόλις 12 ετών, εγκατέλειψε κρυφά τους γονείς του και έγινε μοναχός στην ίδια μονή, υπό την καθοδήγηση του Αγίου Διονυσίου, του οποίου υπήρξε ένας από τους δώδεκα μαθητές. Με όλη τη δύναμη της νεανικής του ψυχής αφιερώθηκε στην εργασία της σωτηρίας. Ξεχώριζε ανάμεσα στους μοναχούς για τη σκληρή του νηστεία και την απόλυτη τήρηση του μοναχικού κανόνα.
Οι γονείς του ανακάλυψαν που βρισκόταν τρία χρόνια αργότερα. Ο πατέρας του πήγε στη μονή και τον παρακάλεσε με δάκρυα έστω να βγει και να τον δει. Ο Άγιος Μακάριος τού μίλησε από πίσω από τον τοίχο, λέγοντάς του πως θα τον ξανάβλεπε στη μέλλουσα ζωή. Ο πατέρας τον ικέτεψε τουλάχιστον να του δώσει το χέρι του. Ο γιος του το έκανε, και ο πατέρας του το φίλησε και γύρισε στο σπίτι.
Το 1374, ο Άγιος Διονύσιος διορίστηκε Αρχιεπίσκοπος Σούζνταλ και Νίζνι Νόβγκοροντ, και άφησε τη μονή. Λίγο αργότερα και ο Μακάριος την εγκατέλειψε. Ταξίδεψε κατά μήκος του Βόλγα, έζησε για λίγο με τον Άγιο Τύχωνα στον ποταμό Λουχ και στη συνέχεια ίδρυσε τη Μονή Θεοφανείας του Χριστού (σημερινή Μονή Μακαρίεφ-Ρέσμα κοντά στο χωριό Ρέσμα, στην περιοχή Κινέσμα της περιφέρειας Κοστρόμα).
Δεν έμεινε όμως για πολύ εκεί, γιατί επιθυμούσε να ζήσει ως ερημίτης. Κατέβηκε τον Βόλγα και βρήκε έναν τόπο που του άρεσε κοντά στη Λίμνη των Κιτρινών Νερών, όπου εκβάλλει ο ποταμός Κερζενέτ στον Βόλγα, περίπου εκατό χιλιόμετρα κάτω από το Νίζνι Νόβγκοροντ. Την εποχή εκείνη, η περιοχή αυτή ήταν ακατοίκητη, σύνορο ανάμεσα σε ρωσικά πριγκιπάτα και το Χανάτο του Καζάν.
Ο Μακάριος έσκαψε μια μικρή σπηλιά κοντά στη λίμνη και ζούσε εκεί μέρα-νύχτα, μιμούμενος τους παλαιούς ερημίτες. Δεν άργησε όμως να γίνει γνωστός, και άρχισαν να έρχονται άνθρωποι από μακριά — άλλοι για να πάρουν την ευλογία του, και άλλοι για να ζήσουν κι αυτοί μαζί του ασκητικά. Το 1434 ίδρυσε τη Μονή Ζελτοβόντσκι Μακάριεφ της Αγίας Τριάδας για τους μαθητές του.
Ο ασκητισμός του Μακαρίου, σε συνδυασμό με την αγάπη του προς τον πλησίον, προσέλκυσε όχι μόνο Χριστιανούς, αλλά και πολλούς τοπικούς ειδωλολάτρες Μόρδβινους, Μάρι, Τσουβάς, ακόμη και Μουσουλμάνους Τατάρους. Βάπτισε πολλούς από αυτούς στη Λίμνη των Κιτρινών Νερών.
Το 1439, η μονή καταστράφηκε κατά την εισβολή του χάνου Ολούγ Μοχαμμάτ του Καζάν στη Ρωσία. Οι περισσότεροι μοναχοί σκοτώθηκαν· ο Μακάριος και λίγοι άλλοι Χριστιανοί αιχμαλωτίστηκαν και οδηγήθηκαν στο Καζάν. Ο χαν, εντυπωσιασμένος από την ευσεβή ζωή του ενενηντάχρονου ηγουμένου, τον απελευθέρωσε μαζί με περίπου 400 άλλους Χριστιανούς αιχμαλώτους, και του επέτρεψε να θάψει τους νεκρούς. Σε αντάλλαγμα, ο Άγιος Μακάριος υποσχέθηκε να μην επιστρέψει πλέον στη Λίμνη των Κιτρινών Νερών, κι έτσι κατευθύνθηκε 200 βέρστια (περίπου 210 χλμ.) προς τα σύνορα της περιοχής Γκάλιτς.
Καθ’ οδόν από το Καζάν προς τη Λίμνη των Κιτρινών Νερών, λέγεται ότι ο Μακάριος σταμάτησε κοντά στην περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται το Σβιγιάσκ, ευλογώντας τον μελλοντικό τόπο ίδρυσης της Μονής Μακάριεφ-Σβιγιάσκ. Ωστόσο, αυτός και οι συνοδοί του δεν τους επιτράπηκε να μείνουν στη λίμνη. Αποφάσισε τότε να εγκατασταθεί σε ασφαλέστερη απόσταση από το Χανάτο και κατευθύνθηκε προς τα δάση του ποταμού Ούνζα, αρκετές εκατοντάδες χιλιόμετρα βόρεια του Νίζνι Νόβγκοροντ. Το ταξίδι ήταν μακρύ και γρήγορα εξαντλήθηκαν από τις προμήθειες τους· σώθηκαν όμως θαυματουργικά από την πείνα μέσω του γνωστού "Θαύματος του ταράνδου" του Οσίου Μακαρίου. Μόλις έφτασαν στον Ούνζα, ακόμα το 1439, ίδρυσε εκεί τη Μονή Μακαρίεφ του Ούνζα (σήμερα γυναικεία μονή).
Ο Άγιος Μακάριος ίδρυσε συνολικά τέσσερις μονές στις περιοχές του Μέσου και Άνω Βόλγα. Κατά τον πέμπτο χρόνο της παραμονής του στην περιοχή του Ούνζα, αρρώστησε και εκοιμήθη σε ηλικία 95 ετών, το έτος 1444.
Εν ζωή, ο Άγιος Μακάριος είχε λάβει από τον Θεό το χάρισμα της θαυματουργίας — είχε θεραπεύσει ένα τυφλό κορίτσι που υπέφερε και από δαιμονική ενέργεια. Μετά την κοίμησή του, πλήθος πιστών λάμβανε θεραπείες από τα ιερά του λείψανα. Πάνω από τον τάφο του ανεγέρθηκε ναός, και στη μονή καθιερώθηκε κοινοβιακός μοναχισμός.
Το 1522, Τάταροι εισέβαλαν στον Ούνζα και θέλησαν να καταστρέψουν το αργυρό λείψανο του Αγίου στη μονή. Τυφλώθηκαν θαυματουργικά και έφυγαν πανικόβλητοι — πολλοί πνίγηκαν στον ποταμό Ούνζα. Το 1532, μετά από προσευχές στον Άγιο Μακάριο, η πόλη Σολιγκάλιτς σώθηκε από άλλη ταταρική επιδρομή. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, οι κάτοικοι έκτισαν παρεκκλήσι στον καθεδρικό ναό προς τιμήν του Αγίου.
Το 1619, όταν ο πατέρας του νέου Τσάρου Μιχαήλ Ρομανόφ, Φέοντορ, ενθρονίζεται ως Πατριάρχης Φιλάρετος της Μόσχας, στέλνει επιτροπή στην Ούνζα για να ερευνήσει τα θαύματα του Αγίου. Στην επιστολή του προς τον Τσάρο τον Σεπτέμβριο του 1619 αναφέρει ότι τα θαύματα επιβεβαιώθηκαν και προτρέπει τον Μιχαήλ να επισκεφθεί τη Μονή του Οσίου Μακαρίου, εκπληρώνοντας έτσι και ένα προσωπικό του τάμα — πράγμα που και πράττει. Πιστεύεται ότι εκείνη την εποχή ο Άγιος Μακάριος ανακηρύχθηκε επίσημα άγιος από το Σώμα (Σύνοδο) της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, γεγονός που καθιέρωσε την πανεθνική του τιμή.









