Άγιος Νικόλαος του Νόβγκοροντ, 27 Ιουλίου
Ο Μακάριος Νικόλαος Κοτσάνοφ, ο διά Χριστόν σαλός του Νόβγκοροντ, γεννήθηκε σε εύπορη και επιφανή οικογένεια στο Νόβγκοροντ. Οι γονείς του ονομάζονταν Μάξιμος και Ιουλιανή. Από μικρή ηλικία έδειξε αγάπη για την ευσέβεια· πήγαινε τακτικά στην εκκλησία και ασκείτο στη νηστεία, την προσευχή και την ελεημοσύνη. Οι άνθρωποι, βλέποντας τη ζωή του, άρχισαν να τον επαινούν, αλλά εκείνος, περιφρονώντας τη δόξα των ανθρώπων, επέλεξε τον δύσκολο δρόμο της σαλότητας για χάρη του Κυρίου. Περιπλανιόταν στην πόλη μέσα στο τσουχτερό κρύο, φορώντας κουρέλια, υπομένοντας χτυπήματα, προσβολές και εμπαιγμούς, τους οποίους δεχόταν με χαρά.
Ο Άγιος Νικόλαος και ένας άλλος σαλός του Νόβγκοροντ, ο Μακάριος Θεόδωρος (19 Ιανουαρίου), προσποιούνταν ότι ήταν άσπονδοι εχθροί, προκειμένου να δείξουν στους πολίτες του Νόβγκοροντ τη βλαβερή φύση των εμφύλιων ερίδων τους. Κάποτε, αφού "νίκησε" τον ψεύτικο αντίπαλό του, ο Νικόλαος, που έμενε στη μεριά της Σοφίας του Νόβγκοροντ, βάδισε πάνω στον παγωμένο ποταμό Βόλχοφ σαν να ήταν στεριά και πέταξε ένα λάχανο στον Θεόδωρο, που έμενε στη μεριά του εμπορίου. Από αυτό το περιστατικό πήρε και το προσωνύμιο «Κοτσάνοφ» («Λαχανοκέφαλος»).
Ο Κύριος τον δόξασε με το χάρισμα των θαυμάτων και της διορατικότητας. Μια φορά, όταν τον απέκλεισαν οι υπηρέτες από ένα συμπόσιο στο οποίο είχε προσκληθεί, αποχώρησε. Αμέσως, το κρασί εξαφανίστηκε από το βαρέλι. Μόνο όταν επέστρεψε ο σαλός και προσευχήθηκε, επανεμφανίστηκε το κρασί.
Όταν κοιμήθηκε στις 27 Ιουλίου 1392, θάφτηκε στην άκρη του νεκροταφείου, δίπλα στον Καθεδρικό του Αγίου Ιακώβου. Τα λείψανά του βρίσκονται κάτω από κρύπτη στον Ναό του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Παντελεήμονος, ο οποίος οικοδομήθηκε πάνω από τον τάφο του το 1554. Το 1815 κατασκευάστηκε νέος, ξυλόγλυπτος τάφος με κιβώριο.
Ο Άγιος Νικόλαος, σε αντίθεση με άλλους διά Χριστόν σαλούς που απεικονίζονται ξυπόλυτοι, ημίγυμνοι ή με κουρέλια, συχνά παριστάνεται με πριγκιπικό κυανό μανδύα και ζώνη, κρατώντας ένα λάχανο στα χέρια.




