Άγιος Ευστάθιος της Μτσχέτα, 29 Ιουλίου
Ο Ευστάθιος, πριν βαπτιστεί, λεγόταν Γβιρομπαντάκ και ήταν λάτρης της φωτιάς σύμφωνα με τη ζωροαστρική πίστη. Όταν εγκαταστάθηκε στη Μτσχέτα της Γεωργίας, εντυπωσιάστηκε από τα ήθη και τις χριστιανικές παραδόσεις των ντόπιων και αποφάσισε να ασπαστεί τον Χριστιανισμό. Ο Καθολικός Σαμουήλ τον βάπτισε και του έδωσε το όνομα Ευστάθιος. Παντρεύτηκε Γεωργιανή και εντάχθηκε πλήρως στην Εκκλησία και την κοινωνία.
Όμως, η απόφασή του είχε μεγάλο ρίσκο, καθώς οι Πέρσες κυριαρχούσαν στην ανατολική Γεωργία και καταπίεζαν τους χριστιανούς, υποχρεώνοντάς τους να λατρεύουν τη φωτιά. Σε μια γιορτή όπου προσκλήθηκε, ο Ευστάθιος αρνήθηκε λέγοντας:
«Έχω σφραγιστεί με τη σφραγίδα του Χριστού και είμαι μακριά από κάθε σκοτάδι!»
Μετά την εορτή, οι ζωροάστρες τον κατήγγειλαν στον Ουστάμ, διοικητή του φρουρίου της Μτσχέτα. Ο Ουστάμ τον κάλεσε και τον απείλησε:
«Δεν θα μείνεις ατιμώρητος ως χριστιανός. Αν δεν επιστρέψεις οικειοθελώς, σε περιμένουν βασανιστήρια!»
Ο Άγιος του απάντησε με ηρεμία:
«Για τον Χριστό είμαι έτοιμος να υπομείνω όχι μόνο βασανιστήρια, αλλά και τον θάνατο με χαρά!»
Ο Ουστάμ δεν είχε την εξουσία να τον τιμωρήσει, γι’ αυτό και τον έστειλε στον μαρζβάνη (Πέρση διοικητή) Αρβάντ Γκουσνάσπ. Οι καταδότες εντόπισαν και άλλους επτά Πέρσες που είχαν γίνει χριστιανοί. Όλοι δέθηκαν με αλυσίδες και στάλθηκαν στην Τιφλίδα.
Ο μαρζβάνης, γεμάτος οργή, διέταξε να ξυρίσουν τα κεφάλια και τα γένια τους, να τους τρυπήσουν τις μύτες, να τους κρεμάσουν βάρη στον λαιμό, να τους αλυσοδέσουν και να τους φυλακίσουν.
Όποιος αρνιόταν τον Χριστό θα ελευθερωνόταν. Δύο, ο Μπαχδιάδ και ο Παναγκουσνάσπ, υπέκυψαν και αρνήθηκαν τον Χριστό. Αφέθηκαν ελεύθεροι, αλλά ο Μπαχδιάδ έπαθε επιληψία και πέθανε, ενώ ο άλλος έζησε μέσα στην ακραία φτώχεια. Οι υπόλοιποι έξι – Γκουσνάκι, Ευστάθιος, Μπορζό, Περοζάκ, Ζαρμίλ και Στέφανος – παρέμειναν στη φυλακή.
Έξι μήνες μετά, ο Αρβάντ Γκουσνάσπ ανακλήθηκε στην Περσία και οι Γεωργιανοί άρχοντες, μεταξύ τους ο Καθολικός Σαμουήλ, ο τοπικός ηγεμόνας Γρηγόριος και ο ευγενής Αρσούσα, εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία για να ζητήσουν την απελευθέρωση των χριστιανών. Ο Γκουσνάσπ τούς άφησε ελεύθερους, αλλά προειδοποίησε πως δεν θα είχαν μακρύ βίο.
Τρία χρόνια αργότερα, νέος μαρζβάνης ορίστηκε ο Βεζάν Μπoυζμίρ. Οι ειδωλολάτρες ιερείς τον ενημέρωσαν για την πίστη του Ευσταθίου και του Στεφάνου. Ο Άγιος Ευστάθιος αποχαιρέτησε την οικογένειά του λέγοντας:
«Αντίο σας. Δεν είναι γραφτό να επιστρέψω. Δεν θα προδώσω τον Χριστό. Με περιμένουν φυλάκιση και αποκεφαλισμός στην Τιφλίδα. Τα λείψανά μου θα επιστρέψουν εδώ, αν είναι θέλημα Θεού.»
Παρουσιάστηκε μπροστά στον νέο μαρζβάνη και δήλωσε πως δεν αρνείται τον Χριστό. Οργισμένος ο άρχοντας διέταξε να φυλακιστεί και να αποκεφαλιστεί το ίδιο βράδυ. Το σώμα του πετάχτηκε πίσω από τα τείχη για να το φάνε τα πτηνά.
Όμως χριστιανοί εντόπισαν το ιερό σώμα του και το μετέφεραν κρυφά στη Μτσχέτα. Ο Καθολικός Σαμουήλ υποδέχθηκε τα λείψανα με τιμές και τα ενταφίασε στον Καθεδρικό Ναό Σβετισχοβέλι, κάτω από την Αγία Τράπεζα.
Λειτουργικά κείμενα
Απολυτίκιον (Ήχος Δʹ)
Ὁ Μάρτυς σου, Κύριε, Εὐστάθιος,
ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ τὸν στέφανον
εἴληφε τῆς ἀφθαρσίας παρὰ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν·
ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν·
ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση.
Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.



