Άγιος Λούπος Επισκόπου Τρουά, 29 Ιουλίου
Ο Άγιος Λούπος (γνωστός στα γαλλικά ως Loup ή Leu) γεννήθηκε γύρω στο 383 στην πόλη Τουλ και ήταν γιος ενός πλούσιου αριστοκράτη, του Επίροκου της Τουλ. Όταν ήταν ακόμα βρέφος, έχασε τους γονείς του και μεγάλωσε υπό την προστασία του θείου του, Αλιστόκου. Ήταν μορφωμένος και εύγλωττος και εργάστηκε ως νομικός για κάποια χρόνια, αποκτώντας μεγάλη φήμη. Κατείχε επίσης εκτάσεις στη ρωμαϊκή επαρχία Maxima Sequanorum. Ήταν γαμπρός του Αγίου Ιλαρίωνα της Αρλ, καθώς είχε παντρευτεί την αδελφή του Ιλαρίωνα, την Πιμενιόλα. Μετά από έξι χρόνια γάμου, το ζευγάρι χώρισε με κοινή συναίνεση και έδωσαν αμοιβαίους όρκους αγνότητας και εγκράτειας.
Ο Λούπος πούλησε την περιουσία του και διέθεσε τα χρήματα στους φτωχούς. Εντάχθηκε στη Μονή του Λερέν υπό την καθοδήγηση του Αγίου Ονοράτου, όπου παρέμεινε περίπου ένα χρόνο. Το 427, ο Ονοράτος ονομάστηκε επίσκοπος της Αρλ και τον ακολούθησε εκεί και ο Ιλαρίωνας. Ο Λούπος αποσύρθηκε στη Μασόν, όπου έγινε γνωστός στον Γερμανό της Οσέρ, ο οποίος και τον διόρισε επίσκοπο της Τρουά. Ο Λούπος στην αρχή αρνήθηκε την τιμή αυτή από ταπεινότητα, αλλά τελικά αποδέχθηκε τον ρόλο.
Ως επίσκοπος, διατήρησε τον ίδιο τρόπο ζωής, βασισμένο στην ταπεινοφροσύνη, την αυστηρή άσκηση και, όσο ήταν δυνατόν, στη φτώχεια. Φορούσε μόνο σάκο και μία χιτώνα, κοιμόταν σε σανίδες και περνούσε κάθε δεύτερη νύχτα ξάγρυπνος στην προσευχή. Συχνά νήστευε για τρεις συνεχόμενες ημέρες και τότε έτρωγε μόνο λίγο ψωμί από κριθάρι. Παράλληλα, επιτελούσε με ζήλο τα καθήκοντά του ως ποιμένας, άξιος ενός αποστόλου.
Το φθινόπωρο του 429, κατόπιν αιτήματος των επισκόπων της Βρετανίας, η Σύνοδος της Αρλ έστειλε τον Λούπο και τον Γερμανό της Οσέρ να αντιμετωπίσουν την αίρεση του Πελαγιανισμού. Ο Αγρικόλας, μαθητής του Βρετανού μοναχού Πελάγιου και του Σκοτσέζου Κελεστίου, είχε διαδώσει την αίρεση στη Βρετανία. Με προσευχές, κηρύγματα και θαύματα, ο Λούπος και ο Γερμανός κατόρθωσαν να εξαλείψουν την αίρεση και επέστρεψαν στη Γαλατία λίγο μετά το Πάσχα του 430.
Το 453, μέσω αδιάκοπης προσευχής, προστάτευσε την πόλη της Τρουά από την καταστροφική επέλαση του Αττίλα και των Ούννων, οι οποίοι ερήμωναν τη Γαλατία. Σύμφωνα με τις παραδόσεις, ο Λούπος, ντυμένος με την επισκοπική στολή του, πήγε να συναντήσει τον Αττίλα επικεφαλής πομπής ιερέων. Ο Αττίλας εντυπωσιάστηκε τόσο από τον επίσκοπο ώστε φέρεται να χάρισε την πόλη. Αφού ο Αττίλας ηττήθηκε στη μάχη των Καταλαυνικών Πεδίων, ζήτησε από τον Λούπο να τον συνοδεύσει για προστασία. Αυτό όμως έκανε τους Ρωμαίους να υποψιαστούν ότι ο Λούπος βοηθούσε τους Ούννους να διαφύγουν. Τότε ο Λούπος εξορίστηκε από την Τρουά και έζησε ως ερημίτης στα βουνά.
Ο Άγιος Λούπος δεν φείδεται κόπων για να σώσει μια χαμένη ψυχή και συχνά οι προσπάθειές του είχαν θαυμαστά αποτελέσματα. Ένα παράδειγμα είναι ο Γάλλος, κάτοικος της επισκοπής του, που εγκατέλειψε τη σύζυγό του και πήγε στο Κλερμόν. Ο Λούπος, μη αντέχοντας να χαθεί η ψυχή του, έστειλε γράμμα στον Άγιο Σιδώνιο, επίσκοπο Κλερμόν. Η επιστολή, γεμάτη σοφία και πραότητα, έκανε τον Γάλλο να μετανοήσει και να επιστρέψει στη γυναίκα του. Ο Σιδώνιος αναφώνησε: «Τι θαυμαστότερο από έναν έλεγχο που τρομάζει τον αμαρτωλό και ταυτόχρονα τον κάνει να αγαπήσει αυτόν που τον επιπλήττει!» Η επιστολή αυτή, όπως και πολλές άλλες του Λούπου, έχει χαθεί. Σώζεται όμως μία επιστολή του προς τον Σιδώνιο το 471, όπου τον συγχαίρει για την ανάληψη της επισκοπής και τον προτρέπει στην ταπεινοφροσύνη.
Μεταξύ των θαυμάτων που αποδίδονται στον Άγιο Λούπο είναι: η ανάσταση του γιου του Γερμανικού, η θεραπεία μιας άλαλης κοπέλας από δαιμονισμό, η θεραπεία μιας παραλυτικής γυναίκας, και –μετά τον θάνατό του– η προστασία ενός σκλάβου που κατέφυγε στον τάφο του από τον αφέντη του· ο Λούπος παρέλυσε το χέρι του αφέντη και τον χτύπησε με αρρώστια.
Ο Λούπος υπηρέτησε ως επίσκοπος για 52 χρόνια και πέθανε στην Τρουά το 479 σε ηλικία 94 ετών. Η σορός του τοποθετήθηκε στην Αβαεία του Αγίου Λούπου της Τρουά, την οποία ίδρυσε ο ίδιος. Το μόνο που σώζεται από τα λείψανά του είναι ένα κομμάτι από το κρανίο του, το οποίο εκτίθεται στον θησαυρό του Καθεδρικού των Αγίων Πέτρου και Παύλου της Τρουά.
Ο Σιδώνιος Απολλινάριος τον αποκάλεσε:
«Πατέρα των πατέρων και επίσκοπο των επισκόπων, κορυφαίο των Γαλατών αρχιερέων, κανόνα της αρετής, στήριγμα της αλήθειας, φίλο του Θεού και μεσίτη των ανθρώπων προς Αυτόν.»
Σημείωση:
Πολλοί μελετητές αμφισβητούν την ιστορική ακρίβεια της συνάντησης με τον Αττίλα. Παρόμοια αφήγηση υπάρχει και για την Αγία Γενεβιέβη. Ο Donald Attwater θεωρεί πως το επεισόδιο είναι αγιολογικό παρά ιστορικό (The Penguin Dictionary of Saints, 1945/1981, σελ. 223). Ενδέχεται, ωστόσο, να βασίζεται στο γεγονός ότι η Τρουά σώθηκε από την καταστροφή και ότι αυτό θεωρήθηκε θαύμα από τους κατοίκους της.



