Άγιος Μπογολέπ του Τσέρνι Γιαρ, 29 Ιουλίου
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ του Τσάρου Αλεξίου Μιχαήλοβιτς, ζούσε στη Μόσχα κάποιος ευσεβής ευγενής ονόματι Ιάκωβος Λούκιν Ουσάκοφ, ο οποίος είχε μία εξίσου ευσεβή σύζυγο, την Αικατερίνη. Ο Κύριος ευλόγησε την ενάρετη έγγαμη ζωή τους με τη γέννηση ενός υιού, ο οποίος βαπτίστηκε με το όνομα Βόρις, προς τιμήν του Ρώσου Μάρτυρα Πρίγκιπα Βόρις, που τιμάται στις 2/15 Μαΐου.
Λίγο καιρό μετά τη γέννηση του Βόρις, ο Ουσάκοφ διορίστηκε από τον Τσάρο σε κρατική υπηρεσία και στάλθηκε στο Αστραχάν. Ο τόπος εγκατάστασής του ήταν η πόλη Τσέρνι Γιαρ, στις όχθες του Βόλγα, περίπου 256 χλμ. από το Αστραχάν.
Αναλαμβάνοντας τη διακυβέρνηση του πόστου που του είχε ανατεθεί, ο Ουσάκοφ, πιστός στον χαρακτήρα του, άσκησε την εξουσία που του δόθηκε από τον Θεό και τον Τσάρο με σοφία και αρετή. Η σύζυγός του ήταν πλήρως αφοσιωμένη στην ανατροφή του παιδιού. Ο μικρός Βόρις, ακόμη τυλιγμένος στα σπάργανα, αποκάλυπτε μέσα του μια εξαιρετική κλίση προς τον ασκητικό βίο, εντελώς ασυνήθιστη για την ηλικία του. Ήταν φανερό πως η Θεία Πρόνοια τον είχε προορίσει να γίνει εκλεκτό σκεύος του Αγίου Πνεύματος, για τη δόξα του Παντοδύναμου Κυρίου.
Το πρώτο θαυμαστό σημάδι της δόξας του Ονόματος του Θεού στο παιδί ήταν το εξής: τις ημέρες νηστείας που έχει θεσπίσει η Αγία Εκκλησία, δηλαδή Τετάρτη και Παρασκευή, προς ανάμνηση των Παθών και του Θανάτου του Σωτήρος, ο Βόρις δεν θήλαζε καθόλου από τη μητέρα του και περνούσε την ημέρα νηστικός.
Το δεύτερο εξαίσιο σημάδι της ευσέβειάς του ήταν η έντονη επιθυμία του να ακούει την Θεία Λειτουργία. Δεν είχε καλά-καλά αρχίσει να χτυπά η καμπάνα στο τοπικό καμπαναριό για την Ακολουθία, και ο μικρός Βόρις άρχιζε να κλαίει δυνατά· το κλάμα του σταματούσε μόνον όταν τον πήγαιναν στην εκκλησία. Έτσι, η μητέρα του και οι υπηρέτες της οικογένειας συνήθισαν να τον πηγαίνουν στον ναό μόλις άκουγαν το πρώτο χτύπημα της καμπάνας. Μέσα στην εκκλησία, η χαρά καθρεφτιζόταν στο παιδικό του πρόσωπο, και μόνο στο τέλος της Λειτουργίας δεχόταν τροφή.
Καθώς περνούσαν οι μέρες, ο Βόρις ενισχυόταν συνεχώς από τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, προς μεγάλη χαρά των γονιών του και έκπληξη όλων όσων τον γνώριζαν ή άκουγαν για αυτόν.
Με τις επίμονες φροντίδες των γονέων του και τη βοήθεια ιατρών, η αρρώστια του ποδιού του πέρασε. Όμως, αμέσως μετά, ο Θεός θέλησε να δοκιμάσει τον δίκαιο νεανία με άλλον πειρασμό: στο πρόσωπό του εμφανίστηκε μια μορφή λέπρας.
Κατά τη διάρκεια αυτής της ασθένειας, ένας μοναχός πέρασε από το σπίτι του Ιακώβου. Ο διοικητής τον φιλοξένησε με τιμή, και ο γέροντας ευλόγησε όλους τους ενοίκους και επισκέφθηκε τον άρρωστο γιο του. Όταν ο Βόρις είδε τον μοναχό, η αγάπη του προς τον Θεό άναψε ακόμη περισσότερο. Τον θεώρησε απεσταλμένο του Θεού και άρχισε να παρακαλεί τους γονείς του να του επιτρέψουν να ενδυθεί άμεσα το Αγγελικό Σχήμα.
Το αίτημα του μικρού τους γιου ήταν παράξενο· όμως, καθώς διαισθάνονταν ότι ο αγαπημένος τους υιός δεν είχε προοριστεί για την παρούσα ζωή και γνωρίζοντας από τους βίους των Αγίων περιπτώσεις παιδιών που έλαβαν το Αγγελικό Σχήμα, αποφάσισαν να χαρίσουν στο επτάχρονο παιδί τους αυτή τη μεγάλη χαρά.
Στον Καθεδρικό Ναό της Αναστάσεως του Χριστού, ο Βόρις εκάρη μοναχός και έλαβε το όνομα Μπογολέπ («αυτός που αγαπά τον Θεό»). Λίγο καιρό μετά την κουρά του, ο ευλογημένος παις έλαβε και το Μεγάλο Σχήμα (Σχήμα μοναχού της τελείας αφιερώσεως).
Ο νεοχειροτονηθείς Σχημαμοναχός δεν έμελλε να χαροποιεί για πολύ τους γονείς του και να εκπλήσσει τον κόσμο με τους ασκητικούς του αγώνες και το παράδειγμα της θεόσοφης ζωής του. Δύο ημέρες μετά τη λήψη του Σχήματος, αρρώστησε, και την τρίτη ημέρα εκοιμήθη, καλούμενος στην ουράνια βασιλεία, για την αιώνια δόξα του Κυρίου, μαζί με τους Αγγέλους και όλους τους Αγίους που ευαρέστησαν τον Θεό.
Οι γονείς του εκλιπόντος παιδιού βίωσαν ένα διπλό συναίσθημα: μεγάλη θλίψη, με δάκρυα και οδυρμό για τον αγαπημένο τους υιό· και ταυτόχρονα ανείπωτη χαρά στη σκέψη ότι ο Παντοδύναμος Κύριος επέλεξε το παιδί τους για την κληρονομιά της ουράνιας βασιλείας.
Με μεγάλες τιμές το μακάριο παιδί ετάφη στην ίδια πόλη του Τσέρνι Γιαρ, κοντά στον ναό της Αναστάσεως του Χριστού, στον οποίο είχε λάβει το Σχήμα, αριστερά από την Αγία Τράπεζα, έτσι ώστε οι γονείς του να βλέπουν καθημερινά από την οικία τους τον τόπο της αναπαύσεώς του και να προσεύχονται στον Κύριο που δοξάζει τους Αγίους Του, να δοξάσει επίσης και τούτο το Θεοφιλές παιδί, τον Σχημαμοναχό.
Ο Κύριος, ο Θαυμαστός στους Αγίους Του, γρήγορα δόξασε τον νέο Του εκλεκτό. Κατά τη βασιλεία του ίδιου Ηγεμόνα, του Τσάρου και Μεγάλου Πρίγκιπα Αλεξίου Μιχαήλοβιτς, η εξέγερση του Στένκα Ράζιν είχε μολύνει ολόκληρη τη Ρωσία με μεγάλη αναταραχή. Αφού ερήμωσε πλήθος πόλεων και χωριών, ο Ράζιν έφτασε και στο Τσέρνι Γιαρ, όπου κατέστρεψε πολλά σπίτια και πήρε πολλούς κατοίκους αιχμαλώτους για τους πονηρούς του σκοπούς.
Καθώς όμως έφευγε από το Τσέρνι Γιαρ, θυμήθηκε πως δεν είχε καταστρέψει πλήρως την πόλη και ότι ίσως οι στρατιώτες της Μόσχας να χρησιμοποιούσαν την πόλη ως ορμητήριο για να τον καταδιώξουν. Γι' αυτό, έστειλε ένα σύνταγμα Τατάρων που είχαν υποταχθεί σ’ αυτόν, για να καταστρέψουν ολοκληρωτικά την άτυχη πόλη.
Όμως ποια ήταν η έκπληξη και η σύγχυση των Τατάρων όταν, πλησιάζοντας την πόλη, είδαν πάνω στα τείχη ένα παιδί μοναχό με το Σχήμα να περπατά! Όσοι κατάφεραν να πλησιάσουν περισσότερο, άκουσαν τη φωνή του αγίου παιδός να λέει:
«Φύγετε από εδώ, ταλαίπωροι! Δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα σε αυτή την πόλη, διότι ο Θεός με έταξε να την φυλάω.»
Παρόλα αυτά, κάποιοι πεισματάρηδες μεταξύ τους θέλησαν να μπουν στην πόλη. Όμως μια αόρατη δύναμη τους εμπόδισε· τελικά, τυφλώθηκαν και, παρά τη θέλησή τους, αναγκάστηκαν να απομακρυνθούν. Μόλις έφτασαν σε απόσταση ενός μιλίου από τα τείχη, ξαναβρήκαν το φως τους, με τη δύναμη του Θεού, έχοντας αποτύχει να κάνουν οποιοδήποτε κακό, εξαιτίας των προσευχών του δικαίου παιδιού Μπογολέπ, το οποίο φυλασσόταν από αγίους Αγγέλους. Επέστρεψαν ταπεινωμένοι στον Αταμάν Ράζιν, στην πόλη του Αστραχάν.
Ο παράνομος ηγέτης όμως δεν πίστεψε την αφήγηση του ντροπιασμένου συντάγματος και εξοργίστηκε εναντίον τους. Έστειλε νέο σύνταγμα για να καταστρέψει την πόλη. Το νέο σύνταγμα είχε την ίδια τύχη, και έτσι τα στρατεύματα της Μόσχας, με επικεφαλής τον Ιβάν Μπογκντάνοβιτς Μιλάσλαφσκι, κατάφεραν να μπουν στην πόλη και να την οχυρώσουν σταθερά.
Κατά τη βασιλεία των επόμενων Τσάρων, Ιωάννη και Πέτρου Αλεξέγιεβιτς, με τη βοήθεια και τη μεσιτεία του παιδός Μπογολέπ, το Τσέρνι Γιαρ σώθηκε από επιδρομή των Τατάρων του Κουμπάν. Όταν πλησίασαν την πόλη για να την λεηλατήσουν, ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά τους ένας παιδομοναχός επάνω σε λευκό άλογο, ο οποίος τους πρόσταξε αυστηρά να αποχωρήσουν. Οι Τάταροι καταλήφθηκαν από απερίγραπτο φόβο και επέστρεψαν χωρίς να προκαλέσουν κακό στην πόλη.
Το έτος 1695, ένας ιερέας στον ναό της Γεννήσεως της Θεοτόκου στην πόλη του Αστραχάν, ονόματι Ιωάννης, προσβλήθηκε από ασθένεια στα μάτια. Προσευχόμενος στον Κύριο για θεραπεία, είχε τη χαρά να δει ένα βράδυ στον ύπνο του τον παιδοσχηματικό Μπογολέπ, ο οποίος του είπε:
«Ζωγράφισε την εικόνα μου και στείλε την στον τάφο μου στην πόλη Τσέρνι Γιαρ. Όταν εκπληρώσεις αυτήν την εντολή, θα θεραπευτείς.»
Ξυπνώντας, ο ιερέας –που ήταν και αγιογράφος– απορούσε πώς, όντας σχεδόν τυφλός, θα μπορούσε να ζωγραφίσει την εικόνα του παιδός που είδε. Παρ’ όλα αυτά, επιστράτευσε όλες του τις δυνάμεις, πήρε μια σανίδα και άρχισε το σχέδιο. Με έκπληξή του διαπίστωσε πως όσο δούλευε, η όρασή του βελτιωνόταν· και όταν ολοκλήρωσε το έργο, είχε σχεδόν πλήρως θεραπευτεί!
Όμως, αφότου έλαβε τη θεραπεία, καθυστέρησε να τελειώσει το έργο, ανέβαλε καθημερινά την ολοκλήρωση και τελικά το ξέχασε τελείως. Πέρασε ένας χρόνος. Ο ιερέας ξανάπεσε σε ασθένεια των ματιών, πιο σοβαρή από την προηγούμενη. Τότε, ο παιδομοναχός Μπογολέπ του εμφανίστηκε για δεύτερη φορά, τον επίπληξε για την αμέλεια του και του έδωσε εκ νέου εντολή να τελειώσει την εικόνα και να την στείλει στον τάφο του στο Τσέρνι Γιαρ.
Ο ιερέας έδωσε όρκο ότι θα εκπλήρωνε την εντολή, αρκεί να θεραπευόταν. Αμέσως ανέλαβε την ολοκλήρωση της εικόνας και, με την ευλογία του Αρχιεπισκόπου Σαββατίου, ξεκίνησε για το Τσέρνι Γιαρ. Εκεί, με λιτανεία και ήχο καμπάνων, η εικόνα υποδέχθηκε θριαμβευτικά και τοποθετήθηκε πάνω στον τάφο του παιδός Μπογολέπ.
Στο χειρόγραφο που έχουμε, αναφέρονται και άλλα θαύματα που επιτελέστηκαν μέσω του αγίου παιδός. Χωρίς να τα παραθέσουμε όλα, αξίζει να αναφέρουμε το εξής αξιοσημείωτο:
Στο Τσέρνι Γιαρ υπήρχε ένας φρουρός της πόλης, ονόματι Γεράσιμος, που ήταν εκ γενετής κωφάλαλος. Ένα βράδυ, καθώς ήταν στη σκοπιά του στον πύργο «Ζακλικούσα», είδε μπροστά του τον παιδομοναχό Μπογολέπ περιτριγυρισμένο από υπερφυσικό φως. Ο Γεράσιμος φοβήθηκε, έκανε τον σταυρό του και, χωρίς να κινηθεί, παρακολουθούσε με ευλάβεια τον φωτοφόρο άγιο.
Ο παιδομοναχός του είπε:
«Μη φοβάσαι, Γεράσιμε, αλλά κλίνον την κεφαλή σου.»
Και όταν ο φρουρός υπάκουσε, το παιδί τον άγγιξε με τα χέρια του και αμέσως εξαφανίστηκε. Από εκείνη τη στιγμή, ο Γεράσιμος θεραπεύτηκε εντελώς· δεν ήταν πλέον κωφάλαλος και άρχισε να δοξολογεί φανερά τον Κύριο και τον δούλο Του, τον παιδομοναχό Μπογολέπ.
Η εικόνα του αγίου παιδός που παρουσιάζεται (κάτω) προέρχεται από σπάνιο αντίγραφο της πρώτης εικόνας που είχε φιλοτεχνήσει ο Ιερέας Ιωάννης.




