Άγιος Φώτιος Μητροπολίτης Μόσχας, 2 Ιουλίου
Ο Άγιος Φώτιος, Μητροπολίτης Μόσχας και πάσης Ρωσίας, ήταν Έλληνας από τη Μονεμβασία. Σε νεαρή ηλικία έγινε μοναχός και υποτάχθηκε στον Γέροντα Ακάκιο, ο οποίος αργότερα έγινε Μητροπολίτης Μονεμβασίας. Το 1408, ενώ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη για εκκλησιαστικά θέματα, ο Πατριάρχης Ματθαίος τον επέλεξε για διάδοχο του Μητροπολίτη Κυπριανού της Ρωσίας. Στις 1 Σεπτεμβρίου 1408 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης και έφτασε στη Ρωσία το επόμενο έτος, χωρίς να γνωρίζει ρωσικά.
Αρχικά παρέμεινε στο Κίεβο (Σεπτέμβριος 1409 – Φεβρουάριος 1410), όπου φρόντισε για τη διευθέτηση των υποθέσεων των νοτίων επισκοπών, που τότε ανήκαν στο Μεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας. Διαπίστωσε ότι το Κίεβο δεν μπορούσε πλέον να λειτουργεί ως πνευματικό κέντρο λόγω της αυξανόμενης εξάρτησης από την Καθολική Πολωνία. Την Κυριακή του Πάσχα του 1410 εγκαταστάθηκε στη Μόσχα, ακολουθώντας το παράδειγμα προηγούμενων Μητροπολιτών.
Για 22 χρόνια υπηρέτησε με ζήλο και σοφία, παρά τους πολέμους, τις εσωτερικές διαμάχες και τις επιδρομές των Τατάρων. Κατάφερε να ενισχύσει το κύρος, την πνευματικότητα και την υλική ευημερία της Εκκλησίας της Μόσχας. Παρείχε σημαντική υποστήριξη στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και ενίσχυσε τη θέση της Ρωσικής Εκκλησίας διεθνώς.
Το 1410, καθώς ταξίδευε από τη Μόσχα στο Βλαντίμιρ, οι Τάταροι υπό τον Χαν Εντιγκέι επιτέθηκαν με σκοπό να τον συλλάβουν. Ο Άγιος διασώθηκε, καθώς την προηγούμενη είχε μεταβεί στην Ιερά Μονή Αγίας Λίμνης. Οι Τάταροι λεηλάτησαν τον καθεδρικό ναό της Κοιμήσεως και βασάνισαν μέχρι θανάτου τον θυρωρό Πατρίκιο, χωρίς να του αποσπάσουν το κρυμμένο εκκλησιαστικό θησαυρό.
Ο Μητροπολίτης Φώτιος συνέβαλε αποφασιστικά στην αποκατάσταση της ενότητας της Ρωσικής Εκκλησίας. Το 1420 καταργήθηκε η ξεχωριστή Μητρόπολη της Λιθουανίας και εκείνος επισκέφθηκε τις επισκοπές αυτές με εγκύκλιο. Πολέμησε τη στριγγολνική αίρεση που είχε εμφανιστεί στο Πσκοβ και την εξάλειψε το 1427.
Έγραψε σημαντικά εκκλησιαστικά κείμενα, όπως την Τάξη εκλογής και εγκατάστασης Επισκόπων (1423), τον Λόγο περί σοβαρότητας της Ιερωσύνης και τη Πνευματική Διαθήκη, στην οποία διηγείται τη ζωή του. Επίσης, υπό την επίβλεψή του συντάχθηκε το Πανρωσικό Χρονικό (περί το 1423).
Στις 20 Απριλίου 1430 πληροφορήθηκε από άγγελο το επικείμενο τέλος του και εκοιμήθη ειρηνικά στις 2 Ιουλίου 1431, κατά την εορτή της Κατάθεσης της Τιμίας Εσθήτας της Θεοτόκου στα Βλαχέρνια. Η ανακομιδή των λειψάνων του έγινε το 1471. Ενταφιάστηκε στο Καθεδρικό Ναό της Κοιμήσεως στο Κρεμλίνο, δίπλα στον προκάτοχό του Κυπριανό. Δύο ιερατικές στολές του Αγίου διασώζονται στο Οπλοστάσιο του Κρεμλίνου της Μόσχας.



