Εύρεσις του τάφου και των λειψάνων του Αγίου Ιερομάρτυρας Ραφαήλ εν Μυτιλήνη, 3 Ιουλίου
Σήμερα η εκκλησία μας εορτάζει την εύρεση του τάφου και των λειψάνων του Αγίου Ιερομάρτυρας Ραφαήλ εν Μυτιλήνη που έγινε το 1959 μ.Χ. Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε στο βιογραφικό σημείωμα του.
Πάνω από τη Λουτρόπολη της Θερμής, στη Μυτιλήνη, βρίσκεται ο Λόφος των Καρυών, που ονομαζόταν «Παναγία της Καρυάς», ενώ υπήρχαν διάσπαρτες πελεκητές πέτρες και ευωδίαζε ο χώρος αυτός. Οι κάτοικοι άναβαν ένα καντήλι σε έναν πρίνο και έκαναν μια φορά το χρόνο Λειτουργία τη Λαμπροτρίτη, από πατροπαράδοτο έθιμο, χωρίς να γνωρίζουν το γιατί.
Επίσης ο Λόφος αυτός φέρει από παράδοση και την ονομασία «Καλόγερος». Την ονομασία αυτή την πήρε από μια υπερφυσική οπτασία. Αμέτρητα αξιόπιστα άτομα, κατά καιρούς, έβλεπαν έναν καλόγερο να περιφέρεται στον τόπο αυτό, πολλές φορές με ένα θυμιατήρι στο χέρι του. Και να χάνεται μέσα σε μια λάμψη.
Και δεν ήταν μόνο χριστιανοί που είχαν δει τον καλόγερο αυτόν, αλλά και Τούρκοι ακόμα. Το 1917 Τούρκοι άρχοντες που είχαν ελαιοκτήματα στο Λόφο των Καρυών, είχαν αναθέσει στον αστυνόμο της Θερμής Ευστράτιο Σιταρά να διαλευκάνει με αστυνομική έρευνα το μυστήριο αυτό. Μετά από λίγο διάστημα οι ίδιοι διέκοψαν την έρευνα, διότι ο Αρήφ- Εφέντης δήλωσε ότι ήταν περιττό να συνεχιστεί η έρευνα, γιατί «ιδίοις όμμασι» διαπίστωσαν ότι πρόκειται για οπτασία υπερφυσική.
Στον ιερό αυτό τόπο των Καρυών βρισκόταν και το ελαιόκτημα του Τούρκου άρχοντα Χασάν-Βέη, μέσα στο οποίο υπήρχε ένα ερημοκκλήσι στο όνομα της Παναγίας. Διέθετε μόνο ένα γέρικο πρίνο και ένα σπασμένο μάρμαρο που το χρησιμοποιούσαν ως Αγία Τράπεζα. Οι κάτοικοι της Θερμής από παράδοση συνήθιζαν να ανεβαίνουν κάθε Λαμπροτρίτη και να κάνουν αυτή την πανηγυρική λειτουργία, χωρίς να τους εμποδίζει διόλου ο Τούρκος ιδιοκτήτης του κτήματος. Δεν έπαψαν δε να βλέπουν υπερφυσικά φαινόμενα οι Θερμιώτες και ιδίως ποιμένες που έβοσκαν εκεί κοντά τα κοπάδια τους. Έβλεπαν να καταυγάζεται το εκκλησάκι από ουράνιο φως πολλές φορές και άκουγαν μέσα από αυτό υπερκόσμιες καμπάνες και ψαλμωδίες.
Υπάρχουν πολλές συγκινητικές αφηγήσεις αξιόπιστων ανθρώπων σχετικά με τον ιερό τόπο των Καρυών. Επίσης υπήρχε η παράδοση ότι στον τόπο αυτό ζούσαν κάποτε καλόγεροι, που τους σκότωσαν οι Τούρκοι, αλλά δεν είναι γνωστό ποια εποχή. Κατ’ άλλους υπήρχε γυναικείο Μοναστήρι πολλά χρόνια πριν από τους καλόγερους που καταστράφηκε από αλλόφυλους. Τόσο λοιπόν η παράδοση, όσο και οι αφηγήσεις εκείνων που είχαν γίνει αυτόπτες μάρτυρες των υπερφυσικών φαινομένων στο Λόφο των Καρυών, έπεισαν τους κατοίκους της Θερμής να αισθάνονται πως ο τόπος αυτός έχει θεϊκή χάρη, είναι ιερός. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή, το τούρκικο ελαιόκτημα περιήλθε στην προσφυγική οικογένεια Μαραγκού και για να εκτελέσουν ένα τάξιμο της μητέρας τους Αγγελικής, ζήτησαν την άδεια από το Μητροπολίτη κ. Ιάκωβο για να κτίσουν ένα Εκκλησάκι.
Κατά την εκσκαφή των θεμελίων, στις 3 Ιουλίου 1959, οι εργάτες με επικεφαλής το Δούκα Τσολάκη, βρήκαν μια πέτρα, η οποία, όταν πήγαν να τη βγάλουν, είδαν ότι προχωρούσε καθέτως σε μεγάλο βάθος, σαν να είχε τοποθετηθεί σκόπιμα και τέλος σταματούσε επάνω σε μια πλάκα. Κάτω βρήκαν έναν τάφο, μέσα στον οποίο υπήρχε ανθρώπινος σκελετός που ευωδίαζε, ενώ η κεφαλή ακουμπούσε σε στρογγυλή πέτρα σαν προσκέφαλο. Απείχε όμως έως τριάντα εκατοστά από το σώμα και έλειπε η κάτω σιαγόνα. Στο στόμα υπήρχε κεραμίδι βυζαντινής εποχής, όπου ήταν χαραγμένος ένας Σταυρός. Τα χέρια ήταν σταυρωμένα στο στήθος. Αμέσως ειδοποιήθηκαν ο εφημέριος του χωριού π. Ευθύμιος Τσόλος, η Ιερά Μητρόπολη και ο αρχαιολόγος κ. Χαριτωνίδης, γιατί εκτός από τον τάφο, βρέθηκαν και μερικά εκκλησιαστικά μάρμαρα βυζαντινής εποχής. Ο αρχαιολόγος διαπίστωσε ότι ο χώρος αυτός ήταν αρχαιολογικός και απαγόρευσε να σκάψουν ξανά σε ακτίνα εκατό μέτρων, ούτε ακόμα και τις ρίζες των ελαιοδέντρων.
Από την ημέρα της εύρεσης του τάφου του αγνώστου νεκρού, άρχισαν εδώ να συμβαίνουν καταπληκτικά υπερφυσικά φαινόμενα που άφησαν έκπληκτους τους εργάτες. Ο Δούκας Τσολάκης μάζεψε τα οστά και τα τοποθέτησε πρόχειρα μέσα σε ένα σακί. Στην προσπάθειά του όμως να μετακινήσει το σακί με τα οστά, στάθηκε αδύνατο λόγω υπερβολικού βάρους. Ανεξήγητοι κρότοι ακούγονταν μέσα από τα οστά, που ευωδίαζαν θυμίαμα.
Δύο δε από τους εργάτες, ο Λεωνίδας Σιδεράς που κλώτσησε το σακί ένιωσε να μουδιάζει όλο του το πόδι και ο Δούκας Τσολάκης που χωρίς ευλάβεια πήγε να το σηκώσει έμεινε ακίνητο το χέρι του μην μπορώντας να κινήσει το σακί που ήταν ασήκωτο, ως τη στιγμή που σκέφθηκε έντρομος να κάνει το σημείο του Σταυρού. Είχαν προσκαλέσει τον Ιερέα για ένα Τρισάγιο κι εκείνος απάντησε: «Τι να μνημονεύσω, αφού δεν ξέρω ποιος είναι και ποιο είναι το όνομά του;» Τη νύχτα παρουσιάστηκε ο Άγιος στον Ιερέα και σε διάφορα άλλα πρόσωπα και είπε πως ονομάζεται Ραφαήλ και κατάγεται από τη νήσο Ιθάκη. Παρουσιαζόταν σε μικρούς και μεγάλους άνδρες, γυναίκες, παιδιά, ευσεβείς και ασεβείς ακόμα, πότε σαν Ιερωμένος, πότε με άμφια ανωτέρου Κληρικού και πότε σαν απλός Μοναχός. Πολλές φορές την ίδια νύχτα πολλά άτομα, χωρίς να έχουν σχέση μεταξύ τους, έβλεπαν το ίδιο όνειρο. Τους έλεγε: «Είμαι ο Οσιομάρτυς Ραφαήλ, τα οστά που βρέθηκαν στις Καρυές είναι δικά μου. Μαρτύρησα από τους Τούρκους στις 9 Απριλίου 1463. Είμαι ο καλόγερος που έβλεπαν τόσα χρόνια».
Οι Άγιοι Ραφαήλ, Νικόλαος και Ειρήνη συγκαταλέγονται στη χορεία των Νεοφανών Αγίων και μάλιστα εκείνων που μαρτύρησαν σχεδόν αμέσως μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Σχετικά με τον βίο τους γνωρίζουμε λίγα πράγματα. Οι πρώτες πληροφορίες για την ύπαρξη των Αγίων ιστορούνται με θαυματουργικό και αποκαλυπτικό τρόπο από το έτος 1959 μ.Χ. Από μία ανασκαφή που έγινε στη Θερμή της Λέσβου, ανακαλύφθηκε ο τάφος ενός αγνώστου προσώπου, που όπως αποκαλύφθηκε σε συνεχή οράματα, ανήκε στον Άγιο Ιερομάρτυρα Ραφαήλ, ο οποίος μαρτύρησε μαζί με τον Άγιο Οσιομάρτυρα Νικόλαο και την Αγία Ειρήνη. Ο τάφος και το λείψανο του Αγίου Νικολάου ανακαλύφθηκε στις 13 Ιουνίου 1960 μ.Χ.
Ο Άγιος Ραφαήλ καταγόταν από τους Μύλους της Ιθάκης και γεννήθηκε το έτος 1410 μ.Χ. Το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος Λάσκαρης ή Λασκαρίδης και ο πατέρας του ονομαζόταν Διονύσιος. Πριν γίνει κληρικός είχε σταδιοδρομήσει στο βυζαντινό στρατό και έφθασε μάλιστα σε μεγάλο βαθμό. Σε ηλικία τριάντα πέντε ετών γνώρισε ένα ασκητικό και σεβάσμιο γέροντα, τον Ιωάννη, ο οποίος τον προσείλκυσε στην εν Χριστώ ζωή. Κάποια Χριστούγεννα ο γέροντας κατέβηκε από τον τόπο της ασκήσεώς του, για να εξομολογήσει και να κοινωνήσει τους στρατιώτες και κήρυξε τον λόγο του Θεού. Τότε ο αξιωματικός Γεώργιος, όταν ο γέροντας κατέβηκε πάλι τα Θεοφάνεια, αποχαιρέτισε τους στρατιώτες και τον ακολούθησε.
Μετά την κουρά του σε μοναχό, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, αλλά τιμήθηκε και με το οφίκιο του αρχιμανδρίτη και του πρωτοσύγκελου. Μαζί δε με τις άλλες αποκαλύψεις, ο Άγιος Ραφαήλ αποκάλυψε ότι απεστάλη από τον Οικουμενικό Πατριάρχη στην Εσπερία, στην πόλη της Γαλλίας που ονομάζεται Μορλαί, για να εκπληρώσει την εντολή που του ανατέθηκε. Το γεγονός αυτό έλαβε χώρα λίγο πριν από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Ακόμη απεκάλυψε ότι κήρυξε τον λόγο του Ευαγγελίου στην Αθήνα, στο λόφο που είναι το μνημείο του Φιλοπάππου.
Λίγα χρόνια πριν από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, περί το έτος 1450 μ.Χ., ο Άγιος βρέθηκε μετά από περιπλανήσεις στην περιοχή της Μακεδονίας και μόναζε εκεί.
Κοντά στον Άγιο Ραφαήλ βρισκόταν εκείνο το διάστημα ο Άγιος Νικόλαος ως υποτακτικός. Ο Νικόλαος εκάρη μοναχός και στη συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος. Θεωρείται Θεσσαλονικεύς στην καταγωγή, αν και αναφέρεται ότι γεννήθηκε στους Ράγους της Μηδίας της Μικράς Ασίας. Ωστόσο μεγάλωσε και ανδρώθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Μόλις έπεσε η Κωνσταντινούπολη στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι εισέβαλαν ορμητικά στη Θράκη και καταλύθηκε οριστικά η βυζαντινή αυτοκρατορία, ο φόβος για γενικούς διωγμούς κατά των Χριστιανών στάθηκε ως αφορμή να καταφύγει ο Άγιος Ραφαήλ με την συνοδεία του από το λιμάνι της Αλεξανδρουπόλεως, στη Μυτιλήνη. Εκεί εγκαταστάθηκε μαζί με άλλους μοναχούς στην παλαιά μονή του Γενεσίου της Θεοτόκου, η οποία στο παρελθόν ήταν γυναικεία και ήταν χτισμένη στο λόφο Καρυές, κοντά στο χωριό Θέρμη. Ηγούμενος της μονής εξελέγη στην συνέχεια ο Άγιος Ραφαήλ.
Έπειτα από μερικά χρόνια, το έτος 1463 μ.Χ., η Λέσβος έπεσε στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι σε μια επιδρομή τους στο μοναστήρι, συνέλαβαν τον Άγιο Ραφαήλ και τον Άγιο Νικόλαο, τη Μεγάλη Πέμπτη του ιδίου έτους. Ακολούθησαν σκληρά και ανηλεή βασανιστήρια και ο Άγιος Ραφαήλ μαρτύρησε διά σφαγής με πολύ σκληρό τρόπο. Τον έσυραν βιαίως τραβώντας τον από τα μαλλιά και την γενειάδα, τον κρέμασαν από ένα δένδρο, τον χτύπησαν βάναυσα, τον τρύπησαν με τα πολεμικά τους όργανα, αφού προηγουμένως τα πυράκτωσαν σε δυνατή φωτιά και τελικά τον έσφαξαν πριονίζοντάς τον από το στόμα.
Σε μερικές εμφανίσεις του ο Άγιος Ραφαήλ φαίνεται να συνοδεύεται από πολλούς, δορυφορούμενους τρόπον τινά, οι οποίοι διάνυσαν πριν από αυτόν τον ασκητικό βίο στη μονή των Καρυών, όπως είπε σε εκείνους που τα έβλεπαν αυτά. Αποκάλυψε επίσης, ότι η μονή αυτή, η οποία είναι γυναικεία, υπέστη επιδρομή από τους αιμοχαρείς πειρατές κατά το έτος 1235 μ.Χ. Κατά την επιδρομή εκείνη αγωνίσθηκε μαζί με τις άλλες μοναχές τον υπέρ του Χριστού καλό αγώνα η καταγόμενη από την Πελοπόννησο ηγουμένη Ολυμπία και η αδελφή της Ευφροσύνη. Η Ολυμπία τελειώθηκε αθλητικώς στις 11 Μαΐου του έτους 1235 μ.Χ., εμφανίσθηκε δε μαζί με τον μεγάλο και θαυματουργό Άγιο Ραφαήλ.
Ο Άγιος Νικόλαος πέθανε μετά από βασανισμούς, από ανακοπή καρδιάς, δεμένος σε ένα δένδρο.
Μαζί με τους Αγίους συνάθλησε και η μόλις δώδεκα χρονών νεάνιδα Ειρήνη, θυγατέρα του Βασιλείου, προεστού της Θέρμης, η οποία και εμφανίζεται μαζί τους. Αυτή μαρτύρησε ως εξής: Οι ασεβείς αλλόθρησκοι της απέκοψαν το ένα χέρι και ακολούθως την έβαλαν σε ένα πιθάρι και κατέκαυσαν την αγνή αυτή παρθένο, υπό τα βλέμματα των δύστυχων γονέων της, οι οποίοι και θρηνούσαν γοερά για τον φρικτό θάνατο του παιδιού τους.
Με τους Αγίους συνεμαρτύρησαν ο μνημονευθείς πατέρας της Αγίας Ειρήνης, Βασίλειος, η σύζυγός του Μαρία, το μόλις πέντε ετών παιδί τους Ραφαήλ, η ανεψιά τους Ελένη, ο δάσκαλος Θεόδωρος και ο ιατρός Αλέξανδρος, των οποίων τα οστά βρέθηκαν κοντά στους τάφους των Αγίων, μέσα σε ξεχωριστούς τάφους. Το μαρτύριό τους συνέβη την Τρίτη της Διακαινησίμου, στις 9 Απριλίου του έτους 1463 μ.Χ.
Έπειτα από θαυματουργικές υποδείξεις των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, έγινε γνωστή η ύπαρξη των λειψάνων τους και υποδείχθηκαν τα σημεία όπου βρίσκονταν οι τάφοι τους.





