Αγίες Κυπρίλλα, Αρόα και Λούκια, 4 Ιουλίου
Ο Άγιος Ιερομάρτυρας Θεόδωρος γεννήθηκε στην Κυρήνη της Λιβύης και έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284-305). Ήταν Επίσκοπος Κυρήνης, σπουδαίος καλλιγράφος και συγγραφέας, και τα έργα του ήταν πολύτιμα για την Εκκλησία. Κάποτε, ο ίδιος του ο γιος, ο Λεόντιος, τον πρόδωσε στον ηγεμόνα Δινγιανό, λέγοντάς του πως πολλοί ειδωλολάτρες γίνονταν χριστιανοί εξαιτίας των συγγραμμάτων του πατέρα του.
Ο επίσκοπος συνελήφθη και παρουσιάστηκε μπροστά στον ηγεμόνα μαζί με ομάδα χριστιανών, ανάμεσά τους και οι άγιες γυναίκες Κυπρίλλα, Αρόα και Λουκία. Η Κυπρίλλα, γεννημένη κι αυτή στην Κυρήνη, ήταν χήρα επί 28 χρόνια.
Ο Δινγιανός απαίτησε να του παραδώσουν τα ιερά βιβλία και να αρνηθεί ο Θεόδωρος τον Χριστό. Εκείνος όμως αρνήθηκε και τα δύο. Τότε τον χτύπησαν άγρια με ράβδους και μαστίγια με μολυβένιες άκρες. Όταν τον πήγαν να θυσιάσει στα είδωλα, εκείνος κλώτσησε την πλατφόρμα με τα σφάγια και την έριξε κάτω.
Οι ειδωλολάτρες τον σήκωσαν και τον βασάνισαν, γδέρνοντας το σώμα του, κι έπειτα έτριψαν τις πληγές του με υφάσματα βουτηγμένα σε ξίδι και αλάτι. Του έκοψαν και τη γλώσσα με ξυράφι. Όμως οι τρεις γυναίκες πήραν τη σεπτή γλώσσα του και την φύλαξαν.
Η Κυπρίλλα, που υπέφερε από δυνατό πονοκέφαλο, παρακάλεσε τους γονείς της να την αφήσουν να επισκεφτεί τον Άγιο Θεόδωρο στη φυλακή, πιστεύοντας πως θα θεραπευτεί. Μαζί με τις άλλες δύο πήγαν στον επίσκοπο και εκείνη θεραπεύτηκε με τις προσευχές του. Έμειναν εκεί και τον διακονούσαν.
Όταν τοποθέτησαν τη γλώσσα του πάνω στο στήθος του, φάνηκε ένα περιστέρι πάνω απ’ το κελί και ένας παγώνι στο παράθυρο. Ο Λούκιος, σύμβουλος της πόλης, είδε το θαύμα και πίστεψε στον Χριστό. Ο Θεόδωρος, αφού θεραπεύτηκε, παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό. Το περιστέρι τον αποχαιρέτησε και πέταξε μακριά.
Η Κυπρίλλα κατηγορήθηκε στον ηγεμόνα. Όταν αρνήθηκε να θυσιάσει, της έβαλαν αναμμένα κάρβουνα στο χέρι και πάνω σε αυτά θυμίαμα. Την ανάγκασαν έτσι να φανεί ότι προσφέρει θυσία, αλλά η ίδια είπε:
«Αυτό δεν είναι δική μου θυσία, αλλά σατανική και με το ζόρι.»
Κι είχαν καεί όλα της τα δάχτυλα.
Ύστερα την ανέβασαν σε ξύλα και έσκισαν τις σάρκες της. Αντί για αίμα, γάλα έτρεξε από τις πληγές του στήθους της. Τέλος, παρέδωσε την αγία ψυχή της στον Χριστό και έλαβε το άφθαρτο στεφάνι Του.
Οι άγιες Αρόα και Λουκία πήραν το λείψανό της, το έθαψαν με ύμνους, και ο τάφος της έγινε πηγή ιάσεων. Και οι δυο τους μαρτύρησαν λίγο αργότερα – αποκεφαλίστηκαν από τον Δινγιανό και πήγαν να συναντήσουν την Κυπρίλλα στον Παράδεισο.
Ο Δινγιανός πληροφορήθηκε αργότερα πως κι ο Λούκιος βαπτίστηκε. Όλοι οι νέοι χριστιανοί καταδικάστηκαν, αλλά ο Λούκιος παρακάλεσε τον ηγεμόνα να πιστέψει κι αυτός στον Χριστό. Μαζί επιβιβάστηκαν σε πλοίο για την Κύπρο.
Εκεί, όμως, ο τοπικός ηγεμόνας καταδίωκε τους χριστιανούς. Ο Λούκιος, χωρίς να το μάθει ο Δινγιανός, παραδόθηκε ο ίδιος στα βασανιστήρια. Όταν κλώτσησε και αυτός το ειδωλολατρικό θυσιαστήριο, αποκεφαλίστηκε. Ο Δινγιανός περισυνέλεξε τα τίμια λείψανά του και τα ενταφίασε με τιμές.


