Ανάμνηση των εγκαινίων του Ναού της Θεοτόκου εν Ιερουσαλύμοις, 8 Αυγούστου
Το γεγονός αυτό υπάρχει στον Λαυριωτικό Κώδικα Γ 74 (φ. 10Οβ). Η εκκλησία αυτή δεν είναι απλώς ένα λατρευτικό κτίριο· πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα οικοδομικά έργα του βυζαντινού Ιερουσαλήμ. Κατασκευάστηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό τον Μέγα και ολοκληρώθηκε το 543 μ.Χ., ύστερα από περίπου 12 χρόνια «ζήλου και μεγάλου έργου», όπως μεταδίδει ο σύγχρονος της εποχής, μοναχός Κύριλλος της Σκυθόπολης.
Ο ιστορικός Προκόπιος, στο έργο του De Aedificiis, γράφει πως «στον Ιερουσαλήμ αφιέρωσε στη Θεοτόκο έναν ναό, με τον οποίον κανένας άλλος δεν μπορεί να συγκριθεί».
Το κτίριο στέκεται στον υψηλότερο λόφο της πόλης, τον Σιών, και είχε τέτοιο μέγεθος ώστε χρειάστηκε να στηριχτεί σε τεράστια τεχνητά θεμέλια, για να δημιουργηθεί σταθερή βάση.
Αρχαιολογικές έρευνες, ιδιαίτερα με πρωτοπόρο τον Nahman Avigad κατά τις ανασκαφές στη Γιάχωβα (Ιουδαϊκή Συνοικία) τη δεκαετία του 1970, αποκάλυψαν τη διάσταση αυτού του δομικού μέγιστου· εκτείνετο, σύμφωνα με υπολογισμούς, σε έκταση σχεδόν όσο ένα γήπεδο ποδοσφαίρου, περίπου 147 × 58 μέτρα.
Ο ναός υπέστη σοβαρές καταστροφές κατά την περσική κατάκτηση το έτος 614 και εικάζεται ότι χρησιμοποιήθηκε ως υλικό οικοδόμησης ήδη από την πρώιμη Ουμαγιάδικη περίοδο.
Παρ’ όλα αυτά, έχει καταγραφεί ότι ο Πατριάρχης Σωφρόνιος κήρυξε ακόμα μέσα σ’ αυτόν το 634 — ένδειξη ότι δεν είχε καταστραφεί ολοσχερώς τότε.
Παρ’ όλη τη σημασία του, σήμερα το μνημείο βρίσκεται σε κατάσταση σχετικής εγκατάλειψης και είναι δύσκολα επισκέψιμο· χρειάζεται ειδική συνεννόηση με τους αρμόδιους φορείς του παλαιού Ιεροσολύμων για να μπει κάποιος στο χώρο


