Η Απελευθέρωση του Βόλου, 2 Νοεμβρίου 1881

Μία απ' τις παλιότερες φωτογραφίες της πόλης

Η Απελευθέρωση του Βόλου (2 Νοεμβρίου 1881)
Ιστορικό γεγονός, λαϊκή εικόνα και πολιτισμική μνήμη


Εισαγωγή — γιατί η 2η Νοεμβρίου 1881 είναι ιστορική μέρα για τον Βόλο
Η ημέρα που ο Ελληνικός Στρατός περπάτησε τους δρόμους του Βόλου, στις 2 Νοεμβρίου 1881, δεν ήταν απλώς μια στρατιωτική κίνηση· ήταν ένας καταλύτης κοινωνικής και πολιτισμικής μεταβολής: το τέλος μιας μακράς περιόδου οθωμανικής κυριαρχίας και η εισαγωγή της πόλης στον εθνικό κορμό του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Η απελευθέρωση σήμαινε ταυτόχρονα την αποχώρηση των οθωμανικών δυνάμεων, την εκδήλωση εθνικού ενθουσιασμού και την εκκίνηση μιας ταχείας οικονομικής και πολιτισμικής ανάπτυξης για τον Βόλο.
Εφημερίδα ΑΙΩΝ, Αθήνα, 2 Νοεμβρίου 1881

Το πολιτικό και διπλωματικό προοίμιο — σύντομη αναφορά (για το ιστορικό πλαίσιο)
Η απελευθέρωση της Θεσσαλίας και συνακόλουθα του Βόλου συνδέεται με τα αποτελέσματα των Βαλκανικών εξελίξεων μετά τον ρωσο‑τουρκικό πόλεμο (1877–1878), με τις παρεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων και με τις συμφωνίες που οδήγησαν στη μεταβολή των συνόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην ευρωπαϊκή της περιφέρεια. Η σταδιακή παράδοση των θεσσαλικών πόλεων στο ελληνικό κράτος ολοκληρώθηκε, ως προς την πόλη του Βόλου, την 2η Νοεμβρίου 1881, την ημέρα που ο Ελληνικός Στρατός εισήλθε στην πόλη υπό τη διοίκηση του στρατηγού Σκαρλάτου Σούτσου. (βλ. σχετικές επιβεβαιώσεις πηγών). 
Εφημερίδα ΑΙΩΝ, Αθήνα, 3 Νοεμβρίου 1881
ΒΩΛΟΣ, 2 Νοεμβρίου. Χθές, Ο ὥραν μ. μ. 30 ἄνδρες μηχανι κοῦ ἀνέλαβον φύλαξιν δημοσίων κτιρίων Βωλου, σήμερον δὲ περὶ ὥραν 7 π. μ. εἰσῆλθον ἐν τῇ πόλει τοῦ Βώλου 2 λόχοι τοῦ 1 μητ χανικοῦ τάγματος καὶ ἀνέλαβον τὴν τήρησιν τῆς τάξεως, τὴν δὲ 111, εἰσήλασεν ὁ λοιπὸς στρατός. Αἱ ὑπὸ τῶν κατοίκων τῆς πόλεως καὶ τῶν πέριξ χωρίων ἐνθουσιώδεις ζητωκραυγαὶ ὑπὲρ τοῦ Βασιλέως, τῆς Βασιλίσσης, τοῦ διαδόχου, τῶν βασιλοπαίδων καὶ τοῦ Ἔθνους, καὶ ἡ ὑποδοχὴ τοῦ στρατοῦ, εἶναι ἀνωτέρα πά-σης περιγραφής.

Η είσοδος του Ελληνικός Στρατού — χρονολόγιο και σκηνικά στιγμιότυπα
Η εικόνα της ημέρας είναι σταθερά καταγεγραμμένη στην τοπική μνήμη και στις σύγχρονες αφηγήσεις: από νωρίς το πρωί οι δρόμοι ήταν γεμάτοι κόσμο· σημαίες παντού, παράθυρα και εξώστες που γέμιζαν από ανθρώπους περιμένοντας την είσοδο των στρατιωτικών τμημάτων. 

Εφημερίδα ΑΣΤΗΡ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ, Λάρισα, 3 Νοεμβρίου 1881

Οι περιγραφές της εποχής που έχουν διασωθεί — σπαραγμένες μαρτυρίες, δημοσιογραφικά κείμενα και λογοτεχνικά αποσπάσματα — αναφέρουν ότι οι κάτοικοι «κλαίγανε από χαρά», ζητωκραύγαζαν και αλληλοπεριποιούνταν σε μια έντονα φορτισμένη ατμόσφαιρα. Η πορεία του Ελληνικός Στρατού, με επικεφαλής τον Στρατηγό Σκαρλάτο Σούτσο, συνοδεύτηκε από επίσημη υποδοχή και τελετουργικές κινήσεις (υψώσεις σημαίας, επίσημες ανακοινώσεις, συνάντηση με τοπικούς άρχοντες). 

Σημαντικό: οι ιστορικές μαρτυρίες περιγράφουν την ημέρα ως κορύφωση μιας διεργασίας — ήδη από την προηγούμενη νύχτα πολλές σημαίες είχαν αναρτηθεί και το κέντρο της πόλης είχε προετοιμαστεί για την τελετή υποδοχής. 
Εφημερίδα ΑΙΩΝ, Αθήνα, 3 Νοεμβρίου 1881
Ὁ Βασιλεὺς μεταβαίνει εἰς Βώλον, μετά τινας ἡμέν ρας, ὅπως ἐπισκεφθῇ ὁλόκληρον τὸ διαμέρισμα τοῦτο, τὰς Φερράς, τὸν ᾿Αλμυρὸν καὶ τὴν Μακρυνίτσαν. Τὸν Βασι-λέα θὰ συνοδεύσωσι μέχρι Βώλου τὰ πολεμικά πλοῖα ἡμῶν, τὰ ἀπαρτιζοντα τὴν ὑπὸ τὸν πλοίαρχον κ. Μιαούλην άνα-τολικήν μοῖραν.

Γεγονότα

Ο λαϊκός ενθουσιασμός 
Οι περιγραφές (και το ίδιο το δημοσιογραφικό αφήγημα της εποχής που μας παρέθεσες) δίνουν έμφαση στην ακραία συναισθηματική φόρτιση: δάκρυα, επευφημίες, χειροκροτήματα, αναστάτωση στις συνοικίες. Σημαίες ελληνικές — και, όπως αναφέρεται σε κάποιες πηγές, και αγγλικές — κυμάτιζαν στα εξώστες, στα παράθυρα και στις αρμαθιές των πλοίων στο λιμάνι· μία εικόνα που υπογραμμίζει την πανδημία εθνικής ανάτασης αλλά και την παρουσία / ενδιαφέρον ευρωπαϊκών παρατηρητών στη διαδικασία παραχώρησης των εδαφών. 

Το πλήθος δεν ήταν ομοιογενές: χωρικοί του Πηλίου, επισκέπτες από γειτονικά χωριά, αστοί εμπόροι, μέλη της τοπικής ελίτ, πρόσφυγες και κάτοικοι μικρών εθνοθρησκευτικών ομάδων συνυπήρχαν — όλοι συμμετείχαν στις εκδηλώσεις με διαφορετική ένταση αλλά κοινό συναίσθημα χαράς για την αλλαγή. Οι Πηλιορείτες εμφανίζονται στις αφηγήσεις ως ενεργό παραστατικό στοιχείο: κατέβαιναν από τα χωριά τους και γιόρταζαν μαζί με τους Βολιώτες. 

Σημαίες, σύμβολα και ιεροπραξίες — το υλικό της απελευθέρωσης
Ένα από τα πιο ισχυρά συμβολικά στοιχεία της μέρας είναι η σημαία: διπρόσωπη, με μια όψη που έφερε λευκό σταυρό και την επιγραφή «Ζήτω η Ελευθερία / Τω Βασιλεί των Ελλήνων» και την άλλη όψη κεντημένη με την Αργώ και τους αργοναύτες — μια σύνθεση χριστιανικού και αρχαιοελληνικού συμβολισμού. Στο κοντάρι της σημαίας, αντί για τον παραδοσιακό σταυρό, υπήρχε ένα αργυρό αγαλματίδιο γυναίκας που απεικόνιζε τη Θεσσαλία να σπάει τις αλυσίδες της· ένα τελετουργικό αντικείμενο που μετέφερε ισχυρά νοήματα απελευθέρωσης και εθνικής αναγέννησης. (Η περιγραφή αυτή προέρχεται κυρίως από τις ιδιωτικές αφηγήσεις και τοπικές καταγραφές που έχεις παραθέσει και που επιβεβαιώνονται σε αναφορές της εποχής). 

Στη δημόσια τελετή τοποθετήθηκαν επίσης προσωρινά μνημεία και οβελίσκοι: πρόσφυγες Ηπειρώτες και Μακεδόνες κατασκεύασαν έναν οβελίσκο με επιγραμμές ευγνωμοσύνης προς τους «γενναίους στρατιώτες» που κατάργησαν τους δεσμούς. Ο δήμος τοποθέτησε προτομές σημαντικών μορφών (Ρήγας, Πατριάρχης) μπροστά στο στρατώνισμα — μία χειρονομία που έδενε το γεγονός με την εθνική μνήμη και την ιδεολογία του 19ου αιώνα. (Η επιγραφή του οβελίσκου που ανέφερες—«Δούλοι εσμέν Μακεδόνες και Ηπειρώται…»—απεικονίζει την ηθική απαίτηση αναγνώρισης και χάριτος). 

Πρωτογενείς αφηγήσεις: ο ανταποκριτής, οι περιγραφές και ο Σουρής
Η κινητικότητα των λέξεων της εποχής παραμένει αποκαλυπτική: ο ανταποκριτής της εποχής — από την πολιτικοσατυρική εφημερίδα «Μη Χάνεσαι», που έστελνε ανταποκριτές σε σημαντικά γεγονότα— αποτύπωσε την ένταση και ταυτόχρονα το χιούμορ και την παροδική σατιρική ματιά της εποχής. Το κείμενο που παρέθεσες έχει ζωντανές εικόνες: από τα «αμπάρια του θωρηκτού» έως την «ελάχιστου σκευοφόρου ημιόνου» είσοδο στρατιώτη, αλλά και τους πυροβολισμούς των χωρικών που γιόρταζαν. Πολλά από τα λεπτομερή τοπικά αφηγήματα καταλήγουν σε μια μικρο-εικονογραφία της ημέρας: ανθρώπινα πρόσωπα, στρατιωτικές φιγούρες και τοπικά σύμβολα. 

Ο Γεώργιος Σουρής, σατιρικός και ευφυής παρατηρητής της εποχής, συνέθεσε το ποίημα «Στο Βόλο» το οποίο αποτυπώνει με ποίηση την αίσθηση της ελευθερίας· στο ποίημα εκφράζεται η λαϊκή χαρά, οι εικόνες των ζώων και των ανθρώπων, το εθνικό συναίσθημα και η ειρωνεία απέναντι σε χρόνια σκλαβιάς — κείμενο που διαδόθηκε και ενίσχυσε την εικόνα της ημέρας στο πανελλήνιο. 
Απόσπασμα από δημοσίευμα της κωνσταντινουπολίτικης εφημερίδας "ΝΕΟΛΟΓΟΣ" στα 1881. Ο άγνωστος δημοσιογράφος-ανταποκριτής της, που ήρθε στο "Βώλο" (τότε αυτή ήταν η ορθογραφία του! ) για την παράδοση της πόλης από τους Τούρκους στις 2 Νοεμβρίου και  γράφει σχετικά για το πως είδε τότε την πόλη


Η κοινωνική διάσταση — αποχωρήσεις, συγκρούσεις και μεταβολές
Μια κρίσιμη πτυχή της ημέρας είναι κοινωνική: με την είσοδο του Ελληνικός Στρατού, πολλά από τα μουσουλμανικά νοικοκυριά εγκατέλειψαν την πόλη· η κοινότητα των μουσουλμάνων που ζούσε στον Βόλο κατά το 1881 υποχώρησε, και πολλοί δεν επέστρεψαν. H αλλαγή αυτή επανασχημάτισε την κοινωνική σύνθεση της πόλης και ήταν μέρος της ευρύτερης διαδικασίας εθνολογικής αναπροσαρμογής που ακολούθησε την ενσωμάτωση των νέων εδαφών στο ελληνικό κράτος. Στους καταλόγους και τις απογραφές της εποχής εμφανίζονται — ως καταγεγραμμένα στοιχεία — σημαντικές ποσοτικές αλλαγές (π.χ. απογραφή 1881: κάτοικοι περί τις 4.987, με ~600 μουσουλμάνους και ~300 Εβραίους, στοιχεία που δείχνουν την ποσοτική δομή πριν και μετά την απελευθέρωση). 

Η «εισβολή» — με όρους αλλαγής εξουσίας — ολοκληρώθηκε χωρίς μεγάλα ένοπλα επεισόδια στην πόλη, σύμφωνα με τις αναφορές: η διαδικασία διεξήχθη σε μεγάλο βαθμό «συντεταγμένα» χάρη στις διπλωματικές συμφωνίες και τη συνεννόηση, ενώ μικρότερες τοπικές αντιδράσεις και μεμονωμένα επεισόδια αντιμετωπίστηκαν σχετικά άμεσα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν σκιές, φόβοι και δύσκολες προσαρμογές· απλώς η κύρια αφήγηση επιμένει στην ομαλή παράδοση. 
Γεγονότα

Η τελετουργική πορεία μέσα στην πόλη — το «πώς» της εισόδου
Κατά τις περιγραφές, μετά την είσοδο και την πρώιμη αναγνώριση της παρουσίας του Ελληνικός Στρατού, ο Στρατηγός Σκαρλάτος Σούτσος και το επιτελείο του πραγματοποιούν επίσημη πομπή προς το Δημαρχείο, όπου και έγιναν οι πρώτες δημόσιες χειρονομίες (ομιλίες, υψώσεις σημαίας, προφανώς ανταλλαγές χαιρετισμών με τους τοπικούς άρχοντες και τον κλήρο). Στη συνέχεια, οργανώθηκε μια σειρά πανηγυρικών πράξεων — προτομές, οβελίσκοι, και επισημάνσεις— που εξύμνησαν την ελευθερία και καθιέρωσαν τη νέα πραγματικότητα. 

Το σκηνικό που περιγράφεται στις πηγές—οι δρόμοι γεμάτοι ανθρώπους, τα πλοία με σημαίες στο λιμάνι και οι προετοιμασίες της πόλης—δημιουργεί την εικόνα μιας δημόσιας τελετής μυθοποίησης: μέσα σε λίγες ώρες, η πόλη μετέτρεψε την πραγματική της απελευθέρωση σε συλλογική αφήγηση και μνημειακή πράξη.

Η άμεση επόμενη περίοδος — λιμάνι, έργα και οικονομική ώθηση
Η απελευθέρωση δεν έμεινε μόνο τελετουργία· η αλλαγή εξουσίας άνοιξε και πρακτικούς ορίζοντες. Η ανάγκη για βελτίωση λιμενικών υποδομών και η επιτάχυνση εμπορικών δραστηριοτήτων οδήγησαν σε έργα επιχωμάτωσης και τον σχεδιασμό λιμενικών έργων που εντάχθηκαν σε επόμενα χρόνια (με σημαντική έναρξη έργων τη δεκαετία του 1890). Το λιμάνι του Βόλου, μετά την απελευθέρωση, απέκτησε νέο ρόλο ως κόμβος εμπορίου των γόνιμων θεσσαλικών πεδιάδων, συμβάλλοντας στην έκρηξη αστικής ανάπτυξης που ακολούθησε. (βλ. μελέτες για την πόλη μετά το 1881). 


Η εφημερίδα ΑΙΩΝ έγραψε στις 4 Νοεμβρίου 1881
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 4 Νοεμβρίου 1881. — Τετάρτη

Διὰ τί σιγᾷ ἡ ἐλευθέρα Ἑλλάς;

Καὶ ἀπὸ τοῦ Βόλου ἀπεχωρήσαν, πρὸ ἡμερῶν δύο, αἱ τουρκικαὶ δυνάμεις· ἀπὸ τῆς πρώτης δὲ τῆς Δευτέρας εἰσήλθεν εἰς τὴν ἀνάχαιραν παραλίαν τῆς Θεσσαλίας ὁ ἑλληνικὸς Στρατός. Δὲν ἠδυνάμεθα νὰ ἡσυχάσωμεν, ἐὰν ἡ ἑλληνικὴ στρατιὰ δὲν εἶχεν ἐκπληρώσει τὴν ἱστορικὴν ταύτην ἀποστολήν. Ἀλλ’ ἐνῷ ἡ στρατιὰ ἐγκατεστάθη παρὰ τοῖς Θετταλικοῖς Στρατοῖς, διὰ τὰς πανηγυρικωτέρας τιμάς. Τοιοῦτον δὲ ἦτο τὸ φρόνημα τῆς Δυνάμεως ἐκείνης, ὥστε δὲν ἠδυνάμεθα νὰ ἐννοήσωμεν, πῶς ἐγένετο δυνατὸν νὰ ἐπιτύχῃ ἐν Βόλῳ, ἡ ἀνακωχή, ἣτις ἐπεβάλλετο ἐκ μέρους τῶν Ἑλλήνων.

Ἐνῷ ἡ ἐλευθέρα Ἑλλὰς ἐστέναζεν ἐπὶ τεσσαράκοντα ἔτη ὑπὸ τοῦ ἀφόρητου ζυγοῦ τῆς ὑποδουλώσεως τῶν ἀδελφῶν αὐτῆς Ἑλλήνων, ἡπετάσθη ἐν ταύτῃ ἡ πνοὴ τοῦ ἔθνους· καὶ ὅτε πρὸ δύο ἐτῶν, ὁ Ἑλληνικὸς λαὸς ἐπληροφορήθη ὅτι ἡ Ἀγγλία καὶ ἡ Γαλλία καὶ ἡ Ἀυστρία καὶ ἡ Ἰταλία ἀνεγνώρισαν τὴν Ἑλλάδα ὡς ἱκανὴν νὰ διοικῇ τὰς νέας ἐπαρχίας αὐτῆς, ἐνεθουσιάσθη ὁμοθύμως καὶ ἐξήγειρεν ἐπὶ τῶν χειρῶν τοῦ τὰς ἐπαρχίας ἐκείνας ἐκμακρυσμένας, δεσποζούσας καὶ τυραννούσας, ἡ σημαία τῆς τουρκικῆς ματαιότητος, ἡνίκα δὲ ἐπ’ αὐτῶν ἠνεμίζετο ἡ τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ, ἀνεπτερώθη ἡ περηφάνεια καὶ τὸ φρόνημα τοῦ δὴ ἔθνους.

Ἀλλ’ ἐπὶ τούτοις πάλιν ἡσυχία· ἡ ἐλευθέρα Ἑλλὰς ἐσιώπησεν· οὔτε ἐν ταῖς ἐφημερίσιν, οὔτε ἐν ταῖς ἐκκλησίαις, οὔτε ἐν ταῖς ἀγορᾶις ἠκούσθη φωνὴ χαρᾶς ἢ εὐγνωμοσύνης. Οὔτε λόγος, οὔτε ὕμνος, οὔτε προσευχὴ ἀνυψώθη ὑπὲρ τῆς μεγάλης ἡμέρας, καθ’ ἣν ἡ Ἑλλὰς ἐπλήθυνε τὰς ἐπαρχίας αὐτῆς, καθ’ ἣν ἐπραγματοποίησεν ἐν μέρει τὰς ἐλπίδας καὶ τὰς εὐχὰς τῶν πατέρων αὐτῆς.

Καὶ τίς ἡ αἰτία τῆς σιωπῆς ταύτης; Μήπως ἡ ἀπάθεια; μήπως ἡ ἀδιαφορία; Ἢ μήπως ὁ φόβος μήπως ἐρεθισθῶσιν οἱ ἄλλοι; Μήπως ὁ φόβος μήπως θιγῶσιν ἐκεῖνοι, ὧν ἡ γνώμη ἐπιβάλλει ἡμῖν ὅρια; Ἀλλ’ ὅτε ἡ Ἑλλὰς ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ ἀγῶνος τοῦ 1821, οὔτε φόβος, οὔτε ἀπάθεια, οὔτε ἀναβολὴ ἐκώλυσε τὸν Ἑλληνικὸν λαὸν νὰ ἀναβοήσῃ ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας, ὑπὲρ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Ἔθνους.

Καὶ καθ’ ὃν ἐκπληκτικὸν τῆς τελευταιᾶς σκηνῆς τῆς παραχωρήσεως τῆς Θεσσαλίας, ἡ Ἑλλὰς ἔδειξεν ἀπάθειαν καὶ ἀμηχανίαν, καθ’ ὃν χρόνον ὅλος ὁ κόσμος ἠσχολεῖτο εἰς τὸ ζήτημα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὅτε ἡ Εὐρώπη ἐζήτει ἔμπρακτα ἀποδείξεις ὅτι ἡ Ἑλλὰς ἐπλήρωνεν τὴν ἀποστολὴν αὐτῆς, καὶ ὅτε ἐγίνετο ἡ παραχώρησις τῆς Ἄρτης. Ἤδη οὐδεὶς ἐπεσκέφθη κανὴν ἐκκλησίαν νὰ πλησιάσῃ καὶ νὰ εὐχαριστήσῃ τὸν Θεὸν ὅτι ἔγινεν ἡνωμένη ἡ πατρίς.

Κατὰ μῆνας Ἰούνιον, ὅτε ἐπροηδεύθη ἡ παραχώρησις, ἐγένετο πᾶσα εὐφροσύνη, πᾶσα πανήγυρις, ἐπληρώθησαν αἱ ὁδοὶ ἀνθρώπων, ἡσπάζοντο ἀλλήλους, ἐπανηγύριζον. Σήμερον, ὅτε τοῦτο τὸ πρᾶγμα, τὸ ἐπὶ ἔργῳ ἤδη γενόμενον, ἐπραγματοποιήθη, οὐδεὶς ἔνιωσε τὸ ἔργον ὡς ἔργον τῆς Ἑλλάδος.

Κατ’ ἀρχὰς τῆς παραδόσεως τῆς ἐκχωρησθείσης χώρας, ἡ ἀσθενὴς λαὶ ἄφωνος κυβέρνησις, ἀντὶ τοῦ νὰ ἀναγγείλῃ τὴν ἡμέραν ταύτην, ἀντὶ τοῦ νὰ ἀποστείλῃ πρὸς τὰς ἐπαρχίας τὸν λόγον τοῦ βασιλέως, ἀντὶ τοῦ νὰ συγκεντρώσῃ τὸν λαὸν ἐν ἑορτῇ ἐθνικῇ καὶ νὰ ἐπαινέσῃ τὸν ἀγῶνα τοῦ Ἔθνους, ἔμεινεν ἄφωνος, ὡς ἐὰν ἡ παράδοσις ἦτο ἐπιβολὴ, ὡς ἐὰν δὲν ἦτο ἔργον δικαιοσύνης, ἀλλὰ ἐπιείκειαν ἀλλοτρίαν.

Ὅμως ἐν τῇ βάρει τῆς ἡμέρας ταύτης, ἐν τῇ χαρᾷ ταύτῃ τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ, ὃς ἐπληρώθη ἀγαλλιάσεως καὶ ἐλπίδων, ἡ Κυβέρνησις ἔδει ἐμφανῶς νὰ ἐκδηλώσῃ τὴν χαρὰν ταύτην· ἡ Ἑλλὰς ἔδει νὰ ἐμφανισθῇ ἐνώπιον τῶν ἐθνῶν ὡς ἡνωμένη, ἐλεύθερος καὶ ἄξια τοῦ πεπρωμένου της. Ἀλλ’ ἀντὶ τούτου, ἡ σιωπὴ, ἡ ἀμέλεια καὶ ἡ ἀκινησία ἐζήτουν νὰ σκεπάσωσι τὸ μέγα ἔργον.

Ἐὰν ἡ Ἑλλὰς ἔπραξεν ὧδε, ἢ διὰ φόβον ἢ διὰ ἀμέλειαν, ἢ διότι οἱ ἄνδρες οἱ κυβερνῶντες αὐτὴν οὐκ ἐπληρώθησαν ὑπὸ τοῦ ἐθνικοῦ ἐνθουσιασμοῦ, τοῦτον τὸν ἐνθουσιασμὸν ὃς ἐκράτησε τὴν πατρίδα ζῶσαν ἐν τοῖς κινδύνοις, τότε ἡ Ἑλλὰς ἔχει νὰ λυπηθῇ.

Διότι διὰ τῶν ἔργων, καὶ οὐ διὰ τῶν ἐνδεικνυμένων τύπων, ἄρχεται ἡ ἀποφυγὴ αὐτοῦ τοῦ ψευδοῦς διπλωματικοῦ ἀνθρωπισμοῦ, ὃς ἀρνεῖται τὰ ἔθνη, ὃς καταπνίγει τὰς ἐθνικὰς φωνὰς, ὃς ἐπιδιώκει τὴν ἡσυχίαν, ἡνίκα ἡ δικαιοσύνη ἀπαιτεῖ τὴν ἐνέργειαν.

Ἐὰν δὲ διὰ τοῦτο ἡ Κυβέρνησις ἡσύχασεν, ὁ Ἑλληνικὸς λαὸς ἤθελεν ἀκοῦσαι τοὺς λόγους τούτους. Ἡ Κυβέρνησις ὡμολόγησεν ὅτι ἔδειξεν ἡσυχίαν καὶ ἀπάθειαν, ἀλλ’ ὁ λαὸς ὁ Ἑλληνικὸς ἔδειξεν ἀνάγκην θάρρους.

Ἐπὶ τῆς Προεδρίας τῶν μεγάλων Δυνάμεων, καὶ διὰ τοῦ αἵματος αὐτῶν ἡ Ἑλλὰς ἀνεγνωρίσθη. Ἀλλὰ σήμερον, νῦν ὅτε τὸ προφητικὸν ἔργον τῶν πατέρων τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, ἐπραγματοποιήθη, ἡ Κυβέρνησις, κατὰ τὸν Ἰούνιον, ἐβραδύνετο γραμματικῶς 
ἀποπειρωμένη νὰ ἐξεγείρῃ εἰς ἐπιδείξεις τῶν Τούρκων, ὡς ἂν ἔμελλεν νὰ παρασκευάσῃ ἑαυτὴν ψευδίζουσαν ἐνώπιον τῶν Ἑλλήνων· καὶ ἡ ταπεινοπραγία αὐτὴ φαίνεται ἐπικίνδυνος. Ὅμως, συνεπείας καὶ ἐπιρροαὶ προκύπτουσιν ἐκ ταύτης. Τότε, συνεπεία τοῦ ἀπαθεστάτου ἐκείνου τρόπου, ἡ Ἑλλὰς ἐν μέρει ἔπαυσεν ἔτι θύουσα, ἐν μέρει δὲ ἔπαυσεν ἔτι καὶ δικαιοσύνας καὶ ἐπαγγελίας, ἅς εἶχε προέλθει, πρὸ τῆς 31 Μαρτίου. Ἡ Ἑλλὰς ἐλυπήθη μᾶλλον ἢ ἐχάρη, ὅτε ἤκουσε ὅτι τῇ 31 Μαρτίου δὲν ἔγινεν ἐνθουσιώδης ἀναγνώρισις τοῦ Βεδεδίου ὑπὲρ τοῦ Ἔθνους τῶν Ἑλλήνων. Ἦθελεν ἂν ἐπεχείρει ἡ ἐλευθέρα Ἑλλὰς εἰς ὅλως ἀντίθετα, ὡς τελευτήσασα εὐθύμως δράματα, μετέχουσα τῶν πρώτων διπλωματικῶν ἐκδηλώσεων τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς δικαίας καὶ νομίμου αὐτῆς ἀποστολῆς, ἤθελε συγκινήσει τὴν Εὐρώπην ὅλην.

Καὶ ἡ παρὰ τοῦ Βόλου σιωπὴ καὶ ἡ ἀπάθεια αὐτῆς, τῆς καθαρωτάτης ἐπαρχίας τῆς Θεσσαλίας, εἶναι γεγονὸς θλιβερόν καὶ ἀνεξήγητον· ἡ Ἑλλὰς, καθ’ ἣν ἐπροκηρύχθη ἡ ἐλευθερία τῆς, ἡμέρᾳ ἐθνικῇ καὶ λαμπρᾷ, κατὰ τὴν 31 Μαρτίου, ὁ λόγος ὅλος ἐκείνος ὁ ἐναρμόνιος καὶ ἐνθουσιώδης, ὃν ἤκουσε τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὁ κόσμος ὅλος τῆς Εὐρώπης, ἔδει νὰ ἠχολογῇ ἔτι ἐν ταῖς καρδίαις τῶν Ἑλλήνων, καὶ ἡ Κυβέρνησις ἡ ἡγουμένη δὲν ἔδει νὰ τὸν ἀπολήσῃ.

Ἀλλὰ δυστυχῶς, ἡ Κυβέρνησις ἡμετέρα, οὐχὶ διὰ ἐχθρότητα, ἀλλὰ διὰ ἀπρονοησίαν καὶ ἀπαιδευσίαν ἐφάνηκεν, ὅτε εἶδεν, ὅτι ἡ παραλαβὴ τῶν ἐκχωρηθεισῶν ἐπαρχιῶν ἐγένετο πρὸ τῆς ἐκκενώσεως τῆς Ἄρτης, ἢ ἔντεχνον ὄργανον προθέσεων ἀναβολῆς, ἢ ἐπιρροὴν, ἢ ἀντιρρήσεων· ὅμως ἡμεῖς, ὅπως ἤκουσε τῆς Τόρνος ἐνδείξεως δικαιοσύνης συνεπείας, ἡ Κυβέρνησις ὀφείλει νὰ ἐπιδείξῃ πρὸς τὰς δυνάμεις τῆς.

Καὶ ἀληθῶς, πῶς δύναται νὰ ἐνοχλῇ ἡ ἐθνικὴ ἐνθουσίασις ἢ πῶς ἐνέργειαν εἰς Ἀλβανίαν βλέπει τις ἐν ἑορτῇ τῶν Ἑλλήνων ἁπανταχοῦ τῆς Ἐλλάδος, τῆς ὁποίας ἡ καρδία χαίρει ἀναζωοῦσα καὶ ἐπαινοῦσα τὸν ἄθλον τοῦ ἔθνους; Ἐναντίον καὶ τῆς δικαιοσύνης καὶ τῶν ἀρχῶν τοῦ Πολιτισμοῦ· Ὅταν ἡ Ἑλλὰς ἔδειξεν ἐν ταῖς πράξεσι τοῦ Πολιτισμοῦ, καὶ διηρκεσμένας πράξεις Πολιτείας, καὶ κατεστῶσα ἡ Ἑλλὰς ἡ εὐνομωτέρα, ἡ ἄλλη πατρίς, ἐν ᾗ ὑπῆρξεν νόμος καὶ δικαιοσύνη, καὶ ὁ λόγος ἐπὶ χρόνου ἤρξατο καὶ ἐδικαιολόγησεν τὴν ἀνατολήν.

Ὅταν μιᾶς Κυβερνήσεως τὰς τοιαύτας ἰδέας καὶ τὰς πολιτικὰς ἐνεργείας, ὑπὸ τοῦ ξένου τύπου ἀναγνωριζομένας καὶ ἐπαινετὰς, ἡ Κυβέρνησις ταύτης ἀνατρέπῃ, καὶ προσποιητῶς ψευδοὺς θεμελιώδεις, κατ’ ἐξοχὴν καὶ μάλιστα χαλεπώτατας, ὡς ἐστὶν ἡ Ἐξουσία, ἐπικαλουμένη ἰσορροπίαν, ἀντὶ τοῦ Πολιτεύματος, τότε δυνάμεθα νὰ ἐρωτήσωμεν, πῶς ἡ Κυβέρνησις τοῦ Βόλου ἐπὶ ἑξ ὁλοκλήρους μῆνας, διὰ τῆς ἡσυχίας, τῆς κυρίας ἔννοιας πολιτισμοῦ, ἐπεδίωκεν ἀδρανῶς ἔργα καὶ διευθετήσεις, ἂς ἡ ἐποχή ἡ ζῶσα ἐπεβάλλετο νὰ ἐπιδείξῃ.

Ἐπετράπη τῷ Πολιτεύματι, τῷ δυνατῷ νὰ χειραγωγῇ τὰς κινήσεις καὶ πράξεις ἑνὸς ἔθνους, ἐπικρατοῦντος ἀναλόγως καὶ συνετῶς, ἡ Κυβέρνησις ἡ Ἑλληνικὴ ἐπροτίμησεν ἡσυχίαν καὶ ἀποχήν.

Ἀλλ’ ἡ ἡσυχία αὕτη, ἀκαίρως καὶ ἀτόπως, ἐπεβλήθη διὰ τῶν ἀλλοτρίων ἐπιρροῶν· ἐπλήγωσε τὴν ἑλληνικὴν Ἀρχὴν τῆς ἐλευθερίας, καὶ ἐπὶ τοῖς λαοῖς αὐτῆς ἔφερεν ἀπιστίαν καὶ ἀπραξίαν.

Ἐὰν ἡ Ἑλλὰς ἠξίου νὰ ἐμφανισθῇ ἐν ἐνθουσιασμῷ ἐπὶ τῇ ἐκκενώσει τοῦ Βόλου, οὐχὶ ἦν ἄκαιρον, οὐδὲ ἀπρεπές· ἡ ἐνέργεια αὕτη ἤθελε δείξει ὅτι ἡ Ἑλλὰς ἐνθυμεῖται καὶ σέβεται τοὺς ἀγῶνας τοῦ Ἔθνους· ὅτι οἱ Ἕλληνες δὲν ἀπαρνοῦνται τὰς πατρικὰς τιμὰς· ὅτι ὑπάρχει ἐν αὐτοῖς ἔτι ἐνθουσιασμὸς καὶ πίστις ἐθνική.

Ὅταν ἡ Κυβέρνησις, ἀντὶ τοῦ ἀναγνωρίσαι τὸ ἔγκλημα, ἐπεκαλεῖτο τὴν ἡσυχίαν τοῦ Βόλου ἐπὶ ἑπτὰ ὁλόκληρους μῆνας, διὰ τῆς ἡσυχίας, τῆς κυρίας ἔννοιας πολιτισμοῦ, ἐπεδίωκεν ἀδρανῶς ἔργα καὶ διευθετήσεις, ἂς ἡ ἐποχή ἡ ζῶσα ἐπεβάλλετο νὰ ἐπιδείξῃ.

Διὰ τοῦτο, ἡ Κυβέρνησις ἐχρεώστει, καθ’ ὃν χρόνον ὁ Βόλος ἔμελλε νὰ καταληφθῇ ὑπὸ τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατοῦ, νὰ ἐκδηλώσῃ ἐκείνην τὴν ἐνέργειαν καὶ ζωηρότητα, ἣν ἔδειξε κατὰ τὴν 31 Μαρτίου, ὅτε ἡ Ἑλλὰς ἀνεγνωρίσθη ἐλευθέρα· ἀλλὰ ἐπειδὴ ἡ ἡσυχία αὕτη, ἀπρονοήτως καὶ ἀνεξηγήτως, ἐπεβλήθη, ὡς ἄν τις ἐφοβήθη μὴ ἐνοχληθῶσιν οἱ Δυνάμεις, ἐδείχθη ὅτι ἡ Κυβέρνησις οὐκ ἔχει ἐν ἑαυτῇ τὴν ἐκείνην πίστιν καὶ τὸν ἐνθουσιασμὸν τοῦ Ἔθνους.

Ἐὰν δ’ ἡ Κυβέρνησις ταύτη ἠδυνήθη νὰ μεταδώσῃ εἰς τὸν λαὸν τὸ πνεῦμα τοῦ ἀπάθους, τότε κακῶς ἐποίει. Διότι ἡ Ἑλλὰς, ἐπὶ τῇ παραδόσει τοῦ Βόλου καὶ τῇ συμπληρώσει τῆς ἀπελευθερώσεως τῶν Θεσσαλικῶν τμημάτων, δὲν ἠδύνατο νὰ ἐκφράσῃ τὴν χαρὰν ταύτην δι’ ὧν ἐξεδήλου αὐτήν πρότερον, ἐὰν μὴ ἡ ἐλευθέρωσις αὕτη ἐχρησίμευεν, ἐπὶ τῇ χείρᾳ αὐτῆς, τῆς Ἀθηναϊκῆς Ἐξουσίας, ὡς ἀφετηρία νέας ἐποχῆς, δημιουργίας περικαλλῶν ἀξιοθεάτων καὶ χαρίτων ἀνεξαρτήτων.

Ταῖς ἀληθείαις ταύταις, πεισθέντες, κατανοοῦμεν ὅτι ἐν τῇ Θεσσαλίᾳ Ἀδελφοὶ ἡμῶν, καὶ ὅλην τὴν ἔκτασιν καὶ καθ’ ὅλην τὴν ἔννοιαν τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀνὴκοντες ἦσαν καὶ εἰσίν· ἡ ἡσυχία ἡ τοσαύτη ἤτο ἀποτέλεσμα παλαιᾶς Κρατείας τῆς Ἑλλάδος ἐπικρατούσης, τότε ὁρῶμεν ὅτι ἡμεῖς, φοροῦντες τὴν ἐνέργειαν ἡμῶν ὡς ἔθνος δυνατοῦ, δὲν ἐπράξαμεν ὡς ἔδει ἐπὶ τῆς παραδόσεως ταύτης.

Καὶ ὅταν ἐν ἐγκαρδίοις τινας τοῦ νοήματος δεσμοῖς καὶ ἐν ἀκριβεῖ τῇ ἐκτελέσει τῶν ἐθνικῶν ἡμῶν καθηκόντων, ἡ εὐφροσύνη ἡμῶν ἐκείνη ἔσβη, ἡ χαρὰ τῶν ἐθνῶν ἐκείνων καὶ προμηνυμάτων καὶ προφητειῶν τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους ἐπαύθη, τότε τὸ παρὸν τοῦτο εἶναι ἐπιλήψιμον.

Διότι ἡ σιωπὴ ταύτη εἶναι καθόλου ψυχρὰ καὶ συστηματικὴ ἀποχή, καὶ ὅταν τὸ ἔθνος σιωπᾷ ἐν ταῖς μεγαλείαις πράξεσιν, κινδυνεύει νὰ ἐξασθενήσῃ καὶ ἐν ταῖς ἐλάσσονσιν.

Ἡμᾶς τοὺς Ἕλληνας, ἡ ἱστορία ἡμῶν ὑποχρεοῖ νὰ ἐνθυμούμεθα τὸν ἀγῶνα, νὰ ἐπαινοῦμεν τοὺς ἥρωας, νὰ μὴ παύωμεν ἐπ’ ἀγαθῷ μνημονεύοντες τὰ κατορθώματα ἡμῶν. Ἡ ἡσυχία, ἡ ἀπραξία, ἡ ἀδιαφορία, ἔστω καὶ προσωρινὴ, ἔχει κινδύνους. Καὶ οὐδὲν μέγα ἔθνος ἐγεννήθη σιωπῶν.


Η συλλογική μνήμη — επετειακές πρακτικές, οδός 2ας Νοεμβρίου και λογοτεχνικά ίχνη
Η 2η Νοεμβρίου θεσμοθετήθηκε στην τοπική μνήμη: δρόμοι, τοπικές αναφορές, αφιερώματα και ποιητικές καταγραφές (όπως των Σουρή) διατήρησαν την εικόνα της ημέρας. Στη μνήμη των Βολιωτών η μέρα αντιπροσωπεύει την «απαρχή ενός ελεύθερου βίου» — μια φράση που συνοψίζει το νόημα της απελευθέρωσης ως αρχή και όχι ως τελική πράξη. Το γεγονός επανεμφανίζεται σε τοπικά έντυπα, σε απομνημονεύματα και σε σχολικά αφήγηματα της πόλης. 

Συνοπτικά συμπεράσματα — τι σημαίνει η 2η Νοεμβρίου για τον Βόλο
Ιστορική καμπή: Η είσοδος του Ελληνικός Στρατού στις 2 Νοεμβρίου 1881 ολοκλήρωσε την ενσωμάτωση της πόλης στο ελληνικό κράτος και έκλεισε μια περίοδο οθωμανικής διοίκησης. 
Γεγονότα

Συμβολική απελευθέρωση: Τα σύμβολα (σημαίες, οβελίσκοι, προτομές, ποιήματα) μετέτρεψαν το πολιτικό γεγονός σε συλλογική εμπειρία εθνικής αποκατάστασης. 

Κοινωνική αναδιάρθρωση: Η αποχώρηση μουσουλμανικών στοιχείων και οι δημογραφικές αλλαγές διαμόρφωσαν τη νέα κοινωνική σύνθεση της πόλης. 

Οικονομική και αστική δυναμική: Η απελευθέρωση άνοιξε το δρόμο για τη λιμενική, εμπορική και αστική ανάπτυξη που χαρακτήρισε το Βόλο κατά τα τέλη του 19ου αιώνα.





A'
Χαρῆτε, καὶ ἀράζουμε, ἀδέλφια, μέσ' στὸ Βόλο,
κι' ἐδῶ γλυκειὰ ξημέρωσε ἑλευθεριᾶς ἡμέρα...
ἀπάνω στὰ κατάρτια σας καὶ στὸ βαπόρι ὅλο
Ἑλληνικὴ στηλώσετε κι' Ἐγγλέζικη παντιέρα.
Οἱ Τοῦρκοι πᾷν στὸ διάβολο χωρὶς νὰ ρίξουν σμπάρο,
λοιπὸν παντιέραις στὰ ψηλά, παντιέραις στὸ φουγάρο.

Νά! Νά! Καὶ ἕνα Τούρκικο βαπόρι στὸ λιμάνι,
μὰ μὴ φοβᾶσθε τίποτα, τραβᾶτε μὲ ἀέρα·
εἶναι ἐδῶ ὁ Χάμλεϋ, καὶ τοῦτο μόνο φθάνει,
κι' ἂν μία λέξι μᾶς εἰποῦν τοὺς κόβει πέρα πέρα.
Ἐμπρός λοιπόν, σηκώσετε παντιέραις γιὰ γινάτι,
νὰ μποῦμε μιὰ φορὰ κι' ἐμεῖς στοῦ Μουχαμὲτ τὸ μάτι.

Ὅλος ὁ κόσμος στέκεται ὁλόρθος στὸ βαπόρι...
νά! δίπλα μας τὸ Πήλιον μὲ ὅλα τὰ χωριά,
ὁ Ἅγιος Λαυρέντιος, κοντὰ τὸ Κατωχῶρι,
ὁ Ἅη-Γιώργης ἀπ' ἐδῶ, ἐκεῖ ἡ Πορταριά.
Μὰ νὰ κι' ἡ Μακρυνίτσα μας... σταθῆτε νὰ τὴν δῶ...
νομίζω πὼς στοὺς βράχους της ἀβάσταχτος πηδῶ.

Ὦ Μακρυνίτσα, σὲ θωρῶ μὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα,
κι' ἂν πέντε κάλους σουβλεροὺς δὲν εἶχα στὰ ποδάρια
θὲ νὰ πετοῦσα φτερωτὸς στὸ ἅγιό σου χῶμα,
ποὺ μ' αἷμα τὸ ποτίσανε ἀφράτα παλληκάρια.
Τραγουδημένο μου χωριό, τὸ ὄνομά σου λέω,
καὶ ἡ καρδιά μου σχίζεται καὶ μοὔρχεται νὰ κλαίω.

Ἐσὺ τὴν ἐπανάστασι ἐτίμησες, καϋμένη,
ἐσὺ καὶ τὴν ἀτίμασες στὴ μάχη σου ἐκείνη,
μὰ ὅ,τι καὶ ἂν ἔκαμες θὰ εἶσαι δοξασμένη...
τὸ αἷμα ποὺ σ' ἐπότισε τὴν ἀτιμία σβύνει.
Ἔ! ὅλα πιὰ ἂς ξεχασθοῦν, καὶ ἔλα, λευθεριά,
νὰ δοῦνε καὶ τ' ἀδέρφια μας ὀλίγη ξαστεριά.

Β'
Ἐπάτησες εἰς τὴ στεριά... παντοῦ μπάμ! μπούμ! καὶ τράκαις,
παντοῦ ζωὴ καὶ κίνησις καὶ κοσμοχαλασιά,
τὰ φέσια πλημμυρίζουνε τοὺς δρόμους καὶ ἡ βράκαις,
καὶ τῇς καμπάναις της βαρεῖ ἡ μία ἐκκλησιά.
Βλέπω ἀψίδες γύρω μου, κονκάρδες, λευθεριαῖς,
μυρσίναις, δάφναις, Γλάδστωνα εἰς ὅλαις τῇς μεριαῖς.

Μὲ τὰ παιδιὰ στὴν ἀγκαλιὰ γυναῖκες μαυρομάναις,
κυττάζουν δῶ, κυττάζουν κεῖ μὲ ἀνοικτὸ τὸ στόμα.
Ἀκοῦνε νὰ σημαίνουνε τῆς λευθεριᾶς καμπάναις,
καὶ βάφεται ἡ ὄψι τους μὲ τῆς χαρᾶς τὸ χρῶμα.
Κάθε χωριὸ κατέβηκε ὁλόχαρο στὴν πόλι,
καὶ ἡ χωριάτισσαις φοροῦν τὸ πιὸ καλὸ φακιόλι.

Μαζί τους κι' ἡ γερόντισσαις, μαζί τους καὶ οἱ γέροι,
εἰς ὅλους ζωγραφίζεται ἡ ζωντανὴ χαρά,
ἐκεῖνο τὸ ὁλόδροσο τῆς λευθεριᾶς ἀγέρι
στ' ἀδύνατα ποδάρια των ἐχάρισε φτεριά.
Τοὺς βλέπεις καὶ τοὺς χαίρεσαι... ἀπὸ φωτιὰ γεμᾶτοι
ἀπάνω στῇς παντιέραις μας καρφόνουνε τὸ μάτι.

Τέτοιαν ἡμέρα τὄλπιζαν τὰ μάτια τους νὰ δοῦνε;
πὼς εἶναι πιὰ ἐλεύθεροι ἀκόμη δὲν πιστεύουν.
Γιὰ ἕνα ὄνειρο γλυκὸ ἀκόμη τὸ θαρροῦνε...
Συνείθισαν οἱ δύστυχοι τὸν Τοῦρκο νὰ δουλεύουν.
Εἶναι γλυκειὰ ἡ λευθεριὰ γιὰ ὅποιον δὲν τὴν ξέρει,
ἢ μὲ τὸ δίσκο ἔρχεται ἢ μὲ σπαθὶ στὸ χέρι.

Ζητιάνα ἡ λεβέντισσα ὁ σκλάβος τὴν γιορτάζει,
τὸ χέρι, ὅπου σίδερα τοῦ ἔσπασε βαρειά,
μὲ χίλια δυὸ φιλήματα ὁ σκλάβος τὸ σκεπάζει
δὲν βλέπει ἄλλο τίποτα παρὰ ἐλευθεριά.
Φθάνει νὰ ἔχῃ ὄνομα, νὰ ἔχῃ καὶ πατρίδα,
καὶ ὅλος γέλια καὶ χαραῖς, σκορπᾷ τὴν ἀλυσίδα.

Ἀλλὰ ἐνθουσιάστηκα πάρα πολὺ νομίζω,
καὶ νὰ μὲ συγχωρήσετε, χρυσοί μου Ἀθηναῖοι·
ἂν πάλι γιὰ ἐλευθεριαῖς καὶ δόξαις σαλιαρίζω,
ὁ Βόλος, τὸ «Μὴ χάνεσαι», καὶ ἡ ταράτσα φταίει.
Μία παντιέρα μοναχὰ ἐμπρός μου σὰν ἰδῶ,
εὐθὺς ἐνθουσιάζομαι, καὶ ἄλλα τραγουδῶ.

Γ'
Ἰδοὺ τὰ ἐξαπτέρυγα, ἰδοὺ καὶ ὁ Δεσπότης
μὲ τὴν κανδηλανάφτησα καὶ τὸν κανδηλανάφτη,
νά! κι' οἱ παπάδες γύρω τους, ἀλλὰ παπάδες πρώτης...
τοὺς βλέπεις καὶ τὸ μάτι τους νομίζεις πὼς ἀστράφτει.
Ὅλοι ντυμένοι κάτασπρα βαστοῦνε εἰς τὰ χέρια
λαμπάδες, Εὐαγγγέλια, ψαλτήρια καὶ τρικέρια.

Νά! τὰ κορίτσια τοῦ σχολειοῦ μὲ ἄσπρα καὶ γαλάζια,
στὰ τρυφερὰ χεράκια των σηκόνουνε μπουκέτα,
κοντά των κι' ἡ δασκάλισσα γεμάτη ἀπὸ νάζια,
ποὺ λὲς καὶ εἶναι ἕτοιμη ν' ἀνάψῃ σὰν ρουκέτα.
Νά, καὶ τ' ἀγόρια... στέκονται στὸ πλάϊ ντροπαλά,
κι' ὁ δάσκαλος ἀστρονομεῖ καὶ βλέπει στὰ ψηλά.

Νά! κι' οἱ Ἑβραῖοι ἀπ' ἐδῶ, μὲ μιὰ ψηλὴ παντιέρα,
μὰ νά! καὶ ὁ Ραββῖνος των μὲ φράκο καὶ κονκάρδα,
μὲ πόζα διπλωματικὴ μᾶς σχίζει τὸν ἀέρα,
καὶ τὸ ψηλὸ καπέλο του φωνάζει σ' ὅλους «βάρδα».
Εἰς τὰς Ἀθήνας ἔλθετε, ἀγαπητὲ Ραββῖνε,
καὶ διπλωμάτης σὰν καὶ σᾶς κανένας δὲν θὰ εἶναι.

Ἰδοὺ καὶ οἱ Ἀτσίγγανοι, σωστοὶ κοσμοπολῖται!
Βαστοῦν παντιέρα καὶ αὐτοί, νταοῦλι καὶ ζουρνᾶ...
ὦ Ἀθηναῖοι ἔπρεπε καὶ σεῖς νὰ τοὺς ἰδῆτε,
γιὰ τούτους μόνο ἡ ζωὴ ἀξένοιαστη περνᾶ.
Γιὰ νίκαις καὶ γιὰ λευτεριαῖς δὲν δίνουνε πεντάρα·
μόνο νὰ τρῶν, νὰ πίνουνε, κι' ἡ δόξαις ἄρα μάρα.

Τοῦρκος κανεὶς δὲν φαίνεται ἢ Μπέης μὲς στὸ δρόμο,
καὶ οὔτε μιὰ Χανούμισα ἀφράτη περπατεῖ·
μέσα στὸ Κάστρο κλείστηκαν ἡ ἄμοιραις μὲ τρόμο
σὰν ἄκουσαν πὼς ἔρχονται Ρωμαίϊκοι στρατοί.
Ἀλλὰ γιατί, Χανούμισαις, στὸ Κάστρο νὰ κλεισθῆτε;
ἐλᾶτε στὴν παράτα μας καὶ σεῖς νὰ τὴν ἰδῆτε.

Μὴν τρῶτε στὰ καφάσια σας τὰ τρυφερά σας νειάτα,
ἐμεῖς ἐδῶ ἐρχόμαστε σὰν ἀδελφοὶ καὶ φίλοι,
κι' ὅρκο βαρύ σᾶς κάνομε στὴν ἀγγουροσαλάτα
πὼς δὲν θὲ νὰ προσβάλλωμε τὴν Ὑψηλή σας Πύλη.
Ὤ! ναί! ἀφῆστε με νὰ μπῶ στοῦ χαρεμιοῦ τὴ σάλα,
κι' ἀμέσως τὰ παπούτσια μου τ' ἀφίνω μπρὸς στὴ σκάλα.

Δ'
Ὁ οὐρανὸς ἀρχίνισε νὰ γλυκοξαστερώνῃ,
κι' ὁ ἥλιος χύνεται παντοῦ καὶ τὰ βουνὰ χρυσόνει.
Νά! νά! προβάλλει ὁ στρατός! ἀκούω τῆς τρουμπέταις,
καὶ μέρα βλέπω γύρω μου νὰ πέφτουνε ρουκέταις.
Νταούλια, ζήτω, μουσικαῖς βουΐζουν μὲς στ' αὐτιά μου,
γυναῖκες, ἄνδρες καὶ παιδιὰ ξαπλώνονται μπροστά μου,
κι' ἀπὸ κεφάλια σύννεφα πλακόνουν ὁλοένα,
σκουντῶ, σκουντιοῦμαι, σπρώχνομαι καὶ τἄχω σὰν χαμένα.

Σημαίαις ξεδιπλώνονται, τὰ ἄλογα ἀφρίζουν,
ἡ βράκαις κυματίζουνε, οἱ γάϊδαροι γκαρίζουν,
Ἀτσίγγανοι, Τσιφούτηδες καὶ Ἕλληνες πετειοῦνται,
τὰ φέσια κομματιάζονται καὶ κατὰ γῆς κυλιοῦνται,
καὶ στὰ κεφάλια δένονται μαντήλια καὶ πετσέταις...
Νά! τοῦ στρατοῦ ἐφθάσανε ἡ πρώταις μπαγιονέταις...
κι' ὁ Σοῦτσος μας ἐπάτησε τὸ σκλαβωμένο χῶμα
μὲ ἕνα Φαναριώτικο χαμόγελο στὸ στόμα,
καὶ ὁ λεβέντης του καρᾶς μασσᾷ τὰ χαλινάρια,
κι' ἀνοίγεται βαθυὰ ἡ γῆ στὰ πρῶτα του ποδάρια.
Τὰ ζήτω τώρα ἀντηχοῦν ἀπάνω στὰ οὐράνια,
καὶ δός του κατακέφαλα στοὺς στρατηγοὺς στεφάνια,
ἐδῶ κι' ἐκεῖ ὡσὰν βροχὴ κατρακυλοῦν λουλούδια,
φωναῖς, πατήματα, βοή, ἐλευθεριᾶς τραγούδια,
ἀρχίζουν τῶν παπάδων μας νὰ τρέχουνε οἱ γλώσσαις,
ψαλμοὶ καὶ Εὐαγγέλια καὶ προσφωνήσεις τόσαις.
Μιὰ φούχτα ἅρπαξα κι' ἐγὼ Βολιώτικα στραγάλια,
καὶ μονομιὰς τὰ ἔρριξα σὲ στρατηγῶν κεφάλια.
Ἀκόμη ἔρχεται στρατός... πῶ! πῶ καὶ τί θὰ γίνῃ!
Εἰς τὸ κεφάλι κανενὸς τὸ φέσι δὲν θὰ μείνῃ.
Πῶς θέλω τὸ καπέλο μου νὰ ρίξω στὸν ἀέρα!
μὰ πάλι ἀξεσκούφωτος νὰ ἔλθω αὐτοῦ πέρα;

Ε'
Ἀπὸ γαλόνια καὶ σπαθιὰ ἐγέμισαν οἱ δρόμοι!
Ζήτω καὶ πάλι... ἔρχονται, παιδιά, οἱ νοσοκόμοι.
Τιμὴ καὶ στὰ μουλάρια των, μὰ ἔχουν τέτοιο χάλι,
ποὺ νὰ σηκώσουν δὲν μποροῦν ἀπάνω τὸ κεφάλι,
γιὰ νὰ σᾶς χαιρετίσουνε σὰν στρατηγοὶ κι' ἐκεῖνα...
τὰ ἔκαμ' ὑπερήφανα τὸ κρύο καὶ ἡ πεῖνα.
Ἔρχονται κι' ὅλο ἔρχονται, καὶ μιὰ ἀνδρογυναῖκα,
ἀπὸ τοῦ Ρήγα τὸ χωριό, ποὺ ἔκανε γιὰ δέκα,
μὲ τὴ σημαία τῶν Φερῶν στὸ σιδερένιο χέρι
πετειέται μιὰ καὶ χάνεται ἀνάμεσα στ' ἀσκέρι,
καὶ βλέπω γύρω της παιδιά, γυναῖκες, ἄνδρες γέρους...
Ὦ σεῖς οἱ σκλάβοι, δώσετε σ' ἐμᾶς τοὺς ἐλευθέρους
μιὰ σπίθα ἐνθουσιασμοῦ ἀπ' τὰ δικά σας στήθεια,
σεῖς μόνοι τὴν ἐλευθεριὰ τὴν νοιώθετε στ' ἀλήθεια,
ἐνῷ ἐμεῖς οἱ κλασικοί, οἱ ἐλευθερωμένοι,
παντοῦ καὶ πάντα εἴμαστε σὰν κρυολογημένοι.
Μὰ κεῖ ποὺ ἔλεγα αὐτά, τὸ ρεῦμα μὲ ἁρπάζει,
καὶ μπρούμυτα φαρδὺ πλατύ, στὸ χῶμα μὲ τινάζει.
Μοῦ φεύγουνε καὶ τὰ γυαλιά, μαζὶ καὶ τὸ καπέλο,
καὶ τῶν προγόνων φίλησα τὴ γῆ χωρὶς νὰ θέλω.
Ἔ! τότε πιὰ ἐθύμωσα, καὶ ὅλος θυμωμένος
κατὰ διαβόλου ἔστειλα κατάληψι καὶ γένος.

ΣΤ'
Ἑβραῖοι καὶ Ἀτσίγγανοι καὶ Ἕλληνες σκορπιοῦνται,
καὶ ὅλοι ἀγκαλιάζονται κι' ἀγκαλιαστὰ φιλιοῦνται,
κι' ἐγὼ γυρεύω μάγουλο κανένα νὰ φιλήσω,
μὰ πουθενὰ δὲν ἔτυχε μιὰ Τοῦρκα ν' ἀπαντήσω.
Ὁ σκλάβος κι' ὁ ἐλεύθερος πηγαίνει νὰ γλεντήσῃ·
ἐλευθεριὰ δὲν ἔρχεται χωρὶς γερὸ μεθύσι.
Ἀρνιὰ στῇς σούβλαις ψήνονται καὶ διαλεχτὰ μοσχάρια,
νὰ φᾶνε τοῦ γενναίου μας στρατοῦ τὰ παλληκάρια,
ἡ τσότρα πάει κι' ἔρχεται καὶ τὸ κρασὶ ἀφρίζει,
κάθε ποτῆρι στὴ στιγμὴ ἀδειάζει καὶ γεμίζει,
καὶ στὴ φωτιὰ τῆς λευθεριᾶς μᾶς ἔρχεται καὶ ἄλλη,
καὶ γίνεται Βεζούβιος καὶ Αἴτνα τὸ κεφάλι.
Μὲ μουσικαῖς λογῆς λογῆς στοὺς δρόμους τριγυρίζουν,
κοντὰ καὶ οἱ Ἀτσίγγανοι ἀπὸ χαρὰ σφυρίζουν,
φωναῖς παντοῦ, κατακλυσμός, τρεχάματα καὶ φούρια,
οἱ ἄνθρωποι ἀνάκατα μ' ἀδέσποτα γαϊδούρια.
Καὶ μέσα σ' ὅλη τὴ βοή, στοῦ κόσμου τὴν ἀντάρα,
τὸ κάδρο τοῦ Πρωθυπουργοῦ πουλιέται μιὰ δεκάρα.
Ἕνα Βολιώτη καὶ ἐγὼ γιὰ σύντροφο ἐπῆρα,
κι' ἑώρτασα τὴ λευθεριὰ μὲ τῆς Βιέννης μπύρα
ἀλλὰ δὲν πλήρωσα ἐγώ, ὦ Ἀθηνῶν πολῖται!
Αὐτὸ καὶ δίχως νὰ τὸ πῶ, θαρρῶ πὼς ἐννοεῖται.

Ζ'
Ὁ ἥλιος ἐβασίλεψε, ἁπλώθηκε σκοτάδι,
καὶ τὰ φανάρια φέγγουνε γεμᾶτα ἀπὸ λάδι.
Ἀνάβουν μούραις καὶ αὐτιά, ἀνάβουν καὶ κεφάλια
ἀνάβουν καὶ τὰ φράγκικα, ἀνάβει καὶ ἡ βράκα,
ἀνάβει κι' ἡ ἀματωτή τοῦ Σούτσου σακαράκα,
ἀνάβει γῆ καὶ οὐρανός, κι' ἡ θάλασσα ἀνάβει,
ἀνάβουν κι' οἱ ἐλεύθεροι, ἀνάβουνε κι' οἱ σκλάβοι.
Παντοῦ φωτιὰ καὶ μπούλμπερη καὶ μπόλικα φυτήλια,
κι' ἀρσενικῶν καὶ θηλυκῶν ἀνάβουν τὰ καντήλια,
Ἀλλ' ὅμως μὴν τρομάζετε, καὶ τὸ δικό μας κράτος
μοῦ φαίνετ' ἀπαράλλακτο τοῦ Μωϋσῆ ἡ βάτος.
Ὡσὰν κι' ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνας ἐκαίετο κι' ἐκείνη,
χωρὶς καθόλου νὰ καῇ καὶ στάκτη ν' ἀπομείνῃ.
Ἐδῶ ρουκέταις καίονται καὶ παραπέρα μύλοι...
ποῦ εἶναι τώρα νὰ τὰ δῇ καὶ τῆς Τουρκιᾶς ἡ Πύλη!
Σκάσε, Χαμίτ, στὰ πήραμε χωρὶς μιὰ στάλα αἷμα,
καὶ τώρα θὰ τὸ κάψωμε... λοιπὸν φωτιὰ στὸ Στέμμα.
Καὶ νά! τὸ Στέμμα καίεται... Ζήτω, ἀδέλφια, πάλι,
καὶ ἂς καοῦνε γρήγορα κι' οἱ μύλοι μας οἱ ἄλλοι.
Τί τοὺς φυλᾶτε; δώσετε φωτιὰ καὶ εἰς ἐκείνους,
μὴ φαίνεσθε τσιφούτηδες καὶ σεῖς σὰν τοὺς Ραββίνους,
γαλάζια, ἄσπρα, κόκκινα, κι' εὐθὺς κτυποῦν τὰ χέρια,
καὶ βγαίνουν ἀπ' τὰ στόματα μιὰ πιθαμὴ ἡ γλώσσαις...
τώρα θὰ πέσουν μονομιὰ ρουκέταις πεντακόσαις...
Νά! Νά! κι' οἱ μύλοι καίονται, καὶ βγάζουνε ἀστέρια.
Κράκ, κρούκ, φούτς, φίσς, ἐπέταξαν καὶ πᾶνε στὸν ἀέρα
ὅλος ὁ κόσμος ἔλαμψε καὶ ἔγινε ἡμέρα.
Ἄιντε, Βολιώταις, κάφτε το, καὶ ἔχομε εἰρήνη,
ὁ Βόλος τώρα ἂς γενῇ τὸ φλογερὸ καμίνι,
καὶ μάλιστα, ἂν θέλετε, καὶ σεῖς καῆτε ὅλοι,
νὰ φθάσῃ ἡ ἀναλαμπὴ ὡς πέρα εἰς τὴν Πόλι,
νὰ τὴν κυττάξῃ ὁ Χαμίτ, ποὺ τόσο μᾶς παιδεύει,
κι' ἀπὸ τὴ φοῦρκα τὴν πολλὴ ταμπλᾶς νὰ τοῦ κατέβῃ.
Μὰ ἕνας σεβνταλῆς βρακᾶς, δὲν ξέρω πῶς τοῦ φάνη,
φωτοχυσία ἤθελε στὰ γένεια μου νὰ κάνῃ,
κι' ἂν λίγο δὲν τραβειόμουνα – ὦ φρίκη καὶ μανία! –
θὰ τἄκανε στὴ λευθεριὰ ἑσπερινὴ θυσία.

Η'
Καὶ τώρα πιὰ σᾶς χαιρετῶ, Βολιώταις συμπολῖται,
καὶ μεθυσμένους ὅλους σας μὲ λύπη σᾶς ἀφίνω.
Μὰ ζήτω εἰς τὸν βασιληᾶ κι' ἐκ μέρους μας νὰ πῆτε...
δὲν ξέρετε πῶς ἤθελα πρὸς χάριν του νὰ μείνω!
Σεῖς βέβαια θὰ κάμετε βασιλικαῖς παράταις,
καὶ τρίδιπλαις θ' ἀδειάσετε βαρέλαις καὶ κανάταις.

Φᾶτε καὶ πιέτε, ἀδελφοί, μὲ ρόδα καὶ μὲ κρῖνα·
τί νὰ σᾶς πῶ! ἡ λάσπη σας καθόλου δὲν μ' ἀρέσει·
μοῦ φτάνει ὅση πάτησα ὡς τώρα στὴν Ἀθήνα,
καὶ τὸ νομίζω περιττὸ αὐτό σας τὸ πεσκέσι.
Τῇς εἶδα τῇς παράταις σας καὶ ὅλα σας τὰ ἄλλα,
κι' ἐπῆρα γιὰ χατῆρι σας καὶ μία κουτρουβάλα.

Ἡ λευθεριὰ καὶ τὸ κρασὶ ἂς σᾶς γενοῦν χαλάλι,
ἔχετε γειά, Πανέλληνες, Ἀτσίγγανοι κι' Ἑβραῖοι
καὶ ἂν ποτὲ καμμιὰ φορὰ ἀνταμωθοῦμε πάλι,
σωστοὶ Ρωμηοὶ νὰ ἤσαστε καὶ ποῦροι Ἀθηναῖοι.
Νὰ μὲ γλυκοφιλήσετε, νὰ σᾶς γλυκοφιλήσω,
καὶ μὲ δικά σας ἔξοδα καὶ τότε νὰ μεθύσω.

Ακολουθήστε μας στο Google News

Google News <-----Google News

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Άγιος Μάριος επίσκοπος Σεβαστείας

Άγιος Πέτρος Ιερομάρτυρας, από την Καπιτώλιο, 4 Οκτωβρίου

Μεταφορά από τη Μάλτα στο Γκάτσινα τμήματος του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού του Κυρίου, μαζί με την εικόνα της Παναγίας της Φιλερμίου και το δεξί χέρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, 12 Οκτωβρίου

Νέα

Φωτογραφία της ημέρας

Σαν σήμερα



Εορτασμοί σήμερα


Αναρτήσεις...

  • Φόρτωση αναρτήσεων...

Φωτογραφίες

Βίντεο

Πρόσωπα

Συνταγές

ΓηΤονια

Χαμένες Πατρίδες

Ρετρό

Σιδή Ρόκ Άστρο

Ο χαζός του χωριού