Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2016

Λέξεις απο την Ανωπορογιώτικη "λαλιά"


Αντάρα : ομίχλη
Αραλίκι : η χαραμάδαΒαρβάρα(ανάλογο με τα πολυσπόρια άλλων περιοχών): βρασμένοι καλαμποκόσποροι, όπυ προσέθεταν σταφίδες, καρύδια και ζάχαρη. Το έκαναν και το κάνουν μόνο μια ημέρα τον χρόνο, στην γιορτή της Αγίας Βαρβάρας.
Βασταγάρκες : χοντρά ξύλινα κοντάρια γύρω στα 2 μέτρα και διχάλα στη κορυφή
Βιτσίνα : η γειτόνισσα
Γκαλέτσια : χειροποίητα τσόκαρα απο ξύλο μουριάς συνήθωςΓκαλίνα: η κότα
Γκαργκαλιάνι : λαρύγγι
Γκάργκες : κίσσες ή καλιακούδες
Γκιούμια : τενεκεδένια δοχεία με δύο χερούλια και καπάκι στο στόμιό τους χρησιμοποιούνται για μεταφορά νερού και γάλακτος
Γκιουρλούκια : οι ακαταστασίες σε εξωτερικό χώρο, π.χ χωράφια, μπαξέδες, μαντριά
Γκορτσιά : αγριοαχλαδιά
Γκουγκούτσι : το κοτσάνι του καλαμποκιού, το οπίο, αφού αφαιρούνταν οι καλαμποκόσποροι, ξεραίνονταν και χρησιμοποιόταν για προσάναμα της σόμπας

Γράντζαλα : μικρόρογα στιφόξυνα σταφύλια απο αγριοσταφυλιές
Ζήντοβο : περιοχή με πλατάνια και νερά στη μέση περίπου του δρόμου προς Λιβαδιά
Καλντερίμια : λιθόστρωτοι δρόμοιΚανταριό - κανταριά : το φυτό "σπαθόχορτο". Ξεραίνονταν και σερβίρονταν κυρίως σαν ρόφημα. Πολλοί, το έβαζαν σε ελαιόλαδο ("σπαθόλαδο") και είτε το έπιναν για την θεραπεία του έλκους στομάχου και δωδεκαδακτύλου, είτε το επάλειφαν εξωτερικά σε πληγές και σε δερματικές παθήσεις. Γενικά, οι θεραπευτικές του ιδιότητες, ήταν και είναι γνωστές και αναγνωρίσιμες από τους Πορογιώτες.
Καπίνκες : Βατομουριές, βατσινιές
Καραγάτσια : φτελιές
Καρτούνκες : κουρεμένα κεφάλια
κατσαμάκι: βρασμένο καλαμποκάλευρο, όπου πρόσθεταν τηγανισμένο λουκάνικο, τσιγαρίδες και τυρί φέτα. Συνήθως τρωγόταν τα χειμωνιάτικα πρωινά. Κάποιοι, το φτιάχνουν ακόμη και τώρα. Κιντέατα: φαγητό με τσουκνίδες και καλαμποκάλευρο
Κιουσάφι : κομπόστα με σταφίδες, κράνα ξερά και δαμάσκηνα
Κότσινα : ξύλινη κατασκευή όπου μεγάλωνε το γουρούνι
Κουκουμιάφκα : η κουκουβάγια
Κουμπάκια : καρποί καλαμποκιού
Κούσκρα : η συμπεθέρα
Λαγκίδες : οι λουκουμάδες
Λίπα : τοποθεσία Ν.Δ του Αη ΓιώργηΜαντζιάφκα: η σκουρόχρωμη, η μαύρη
Μαξούλια : τα φύλλα καπνού μεταξύ πατόφυλλων και κορφών καπνός καλής ποιότητας
Ματάνι ή αριάνι : το ξυνόγαλαΜατσαρόκι ή μαρόκι: μικρό γατάκι
Μάτσκα : η γάτα
Μιντίτα : πίτα με ταίδια υλικά της πλέσκας, μόνο που ανακατεύονται με τη ζύμη.
Μισάλια : μεγάλα χρωματιστά πάνινα τραπεζομάντηλα
Μούτσκα : η μορφή : κυρίως για άτομα που παίρνουν θυμωμένο ύφος
Μπαρμπούγκες : στρόγγυλοι, μικροί κατάμαυροι καρποί
Μπαρτάκινα : είδος δαμασκήνων

Μπελλός: τα σύννεφα που σηματοδοτούν κλιματολογικά για αέρα
Μπομπότα : καλαμποκίσιο ψωμί
Μπουκλούκια : άχρηστα πράγματα γενικώς
Μποχτσάς : αυτοσχέδια τσάντα, συνήθως από παλιό κιλίμι, για το χωράφι
Ντένκια : δέματα καπνού
Ντισκαράτες ή Κακαράσκες : οι ακαθαρσίες των αμνοεριφίων
Ντουμούζης : ο αιμοβόρος
Όγκαρ : παιχνίδι με χοντρά ξύλα και ενα κουτί κονσέρβας
Παναγώμι : το επιπρόσθετο φορτίο, πέραν του κανονικού, στα υποζύγια.
Παντζία : η αράχνη, παντζίες : οι ιστοί της αράχνης
Παρλιόκι : νεογέννητο γαϊδουράκι
Παρτάλια : κουρέλια
Πατάρνιτσα : κατασκευή πάνω σε μεγάλα δέντρα με ξύλα και φτέρη
Πατλάκια ή πουπουσάγκες : ποπ κόρν
Πατσαλίνα : θηλυκό γαϊδούρι


Πετιμέζι: πολτός από σταφύλι και ζάχαρη

Πιρπιρίμια: γλυστρίδα
Πλέσκα : πίτα από καλαμποκάλευρο, τυρί και πράσα ή φρέσκα κρεμμυδάκια ή χόρτα. Συνοδεύεται πάντοτε από το "ματάνι"
Πουλιάνες : μεγάλες επίπεδες ακαλλιέργητες εκτάσεις
Πράτσκες : μικρά ξερά κλαράκια δένδρων, που χρησιμοποιούνται για προσανάμματα

Ρετσέλι: γλυκό κουταλιού από ώριμο σύκο (συνήθως)
Ριγαζόμ : δροσιστικό ρόφημα με νερό, ξύδι και ζάχαρη, που έπαιρναν στο χωράφι για να ξεδιψούν
Σαβάκι : παράκαμψη νερού στο πότισμα

Σακοράφα: μεγάλη βελόνα, στην οποία περνούσαν το "σιτζίμι" και έραβαν το δέμα του ξερού καπνού στην δεματοποίηση.
Σίνι : μεγάλο χάλκινο ταψί που συχνά χρειαζόταν γάνωμα
Σίνια : ο χώρος του στήθους μέχρι το ζωνάρι του παντελονιού, ένα είδος μάρσιπου

Σιντζίρια: μισόστεγνα ράμματα καπνού, που έβγαζαν από τα σκέλια για εξοικονόμηση χώρου και τα κρεμούσαν σε καλύβες.
Σιουτσάλα : ξύλινη, ίσια βέργα για άπλωμα φύλλων πίτας ή μπακλαβά.
Σιτζίμια : πολύ χοντός σπάγγος , σχεδόν σχοινί
Σκέλια : ξηραντήρια καπνού
Σλάμα : άχυρο σίκαλης
Τζάμα ντι μάρι : ζωμός απο λάχανο τουρσί
Τζίρ : υπόλειμμα απο το στράγγισμα τυριού
Τιρλίκια : πλεκτά μάλλινα καλτσάκια μέχρι τον αστράγαλο
Τουτσινίτσα : γλυστρίδα
Τραφλάκια : η διάρροια
Τρούφκες : ακαθαρσίες της αγελάδας
Τσαλάζια : οι ακαταστασίες
Τσαλιά : μεγάλοι θάμνοι με τρομερά μεγάλα αγκάθια στον κορμό τους και στα κλαδιά
Τσερεκές : θολωτό σιδερένιο κατασκεύασμα με στάχτη και κάρβουνα αναμένα που έμπαινε πάνω στο μεγάλο ταψί πίτας ή μπακλαβά

Τσαλχαμάς: πετιμέζι από σταφύλι, αραιωμένο με νερό
Τσεσμές : το μπρίκι για τον ελληνικό καφέ

Τσιγαρίδες: το παχύ μέρος του γουρουνιού, που το φύλαγαν χωριστά και το τσιγάριζαν για να προστεθεί στο "κατσαμάκι".



Τσιλιές : σπάγγος τυλιγμένος σε στερεό ξύλο 20 : 25 εκατοστών
Τσιλμπούρι : φαγητό όπου σε βραστό νερό, σπανε αβγά και μόλις βράσουν, προσθέτουν τσιγαρισμένο σε λάδι, κοκκινοπίπερο (σχεδόν ανάλογο με τα αβγά ποσέ).
Τσιπίσκα : επιστόμιο του Ζουρνά
Τσόπκα : αυτοσχέδιο βούλωμα μπουκαλιού, συνήθως από ξερό "γκουγκούτσι"
Τσούσκα : η καφτερή πιπεριά
Χαρμπόλα : ροχάλα
Χάσκο(ψωμί) : άσπρο σταρένιο ψωμί
Χούτα: η χαζή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου