Γάιος Λαζάρου
Ο αείμνηστος Γάϊος Λαζάρου γεννήθηκε στο Μελενίκο το 1876 από τους γονείς Λάζαρο και Μαγδαληνή, φτωχούς μεν, αλλά καλούς, έντιμους, ανδρείους, προοδευτικούς και πατριώτες. Τα πρώτα του γράμματα τα διδάχθηκε στο δημοτικό σχολείο και στο Ημιγυμνάσιο Μελενίκου, το αποκαλούμενο Ελληνικό, και αργότερα φοίτησε στο Γυμνάσιο Σερρών, από το οποίο αποφοίτησε το 1895 με άριστα. Μετά την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο Σερρών, επέστρεψε στην γενέτειρά του και, με απόφαση της Ιεράς Μητρόπολης Μελενίκου, διορίστηκε αμέσως δάσκαλος στη δημοτική σχολή του Σταρτζόβου της περιφέρειας Μελενίκου για το σχολικό έτος 1895-1896. Από το σχολικό έτος 1896-1897 και μέχρι το 1912, δίδαξε ως καθηγητής στο Ημιγυμνάσιο Μελενίκου, το οποίο ονομάζονταν επίσης Ελληνικό, όπου ανατράφηκαν τα Ελληνόπουλα με τις αξίες της Ελληνικής Παιδείας. Επίσης, για σειρά ετών υπηρέτησε και ως γραμματέας της Ιεράς Μητρόπολης Μελενίκου μέχρι το 1912. Καθ' όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Γάϊος προσέφερε πολλές υπηρεσίες στο Ημιγυμνάσιο, στα κοινά του Μελενίκου, και στον Μακεδονικό αγώνα 1903-1909.
Με τη σύσταση του τότε Ελληνικού Προξενείου και με σοβαρό κίνδυνο για τη ζωή του, εγγράφηκε ως μέλος του κομιτάτου των Νεοτούρκων που δρούσε στο Μελενίκο, οι οποίοι στόχευαν στην ανατροπή του Σουλτάνου Χαμίτ και στην πλήρη ελευθερία για τους Τούρκους και τους Έλληνες. Μέσω της εγγραφής του, απέκτησε την πλήρη εμπιστοσύνη των Νεοτούρκων και με αυτόν τον τρόπο διευκόλυνε σημαντικά τον Μακεδονικό Αγώνα. Σε κάθε εθνική κίνηση των Ελλήνων ανταρτών, σε κάθε μυστική συνεδρίαση και σε κάθε ενέργεια των Ελλήνων και Ελληνίδων του Μελενίκου, ο Γάϊος έπρεπε να είναι πάντα πρωτοστάτης και παρών στα μάτια των Τούρκων, οι οποίοι του έδιναν πλήρη εμπιστοσύνη. Οτιδήποτε κι αν συνέβαινε με την παρουσία του, θεωρούνταν πάντα νόμιμο, ακόμα και αν ήταν εις βάρος του κατακτητή.
Πριν από την επικράτηση των Νεοτούρκων, το 1908, η δύναμή του είχε γίνει τόσο μεγάλη, ώστε κατάφερε, με τη βοήθεια των Ελλήνων ανταρτών και των Τούρκων, να εκδιώξει τον Βούλγαρο αρχικομιτατζή Σαντάσκη με το σώμα του και να απαλλάξει το Μελένικο από τη λεηλασία, τη σφαγή και την ατίμωση από τους Βουλγάρους. Στο Μελένικο, κατά τους δύσκολους και μαύρους καιρούς της δουλείας, ιδρύθηκε ο Σύνδεσμος Ευελπίδων Μελενίκου, ο οποίος σχηματίστηκε από νέους με φλογερή αγάπη για την Πατρίδα και έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην τραγωδία του Μακεδονικού Αγώνα. Ο Σύνδεσμος αυτός οργανώθηκε το 1906 για να προσφέρει μεγαλύτερη εθνική βοήθεια, με κρυφό σκοπό τον αγώνα κατά των επιδρομέων Βουλγάρων. Κατόρθωσε μάλιστα να λάβει και την έγκριση της Τουρκικής Κυβέρνησης, με τον Σύλλογο να χαρακτηριστεί φιλανθρωπικός.
Αυτός ο Σύνδεσμος ήταν στην ουσία μια μυστική οργάνωση που εργαζόταν εθνικά. Ο Γάϊος υπηρέτησε ως Γενικός Γραμματέας του Συνδέσμου για πολλά χρόνια, εκλεγόμενος κάθε χρόνο με παμψηφεί. Παράλληλα με τον Σύνδεσμο Ευελπίδων, ιδρύθηκε και η Αδελφότης Κυριών και Δεσποινίδων Μελενίκου «Η Αρμονία», στην οποία ο Γάϊος κράτησε τα πρακτικά της ίδρυσής της κατά τη μυστική συνεδρίαση της Μεσοπεντηκοστής το 1906, στο Μετόχι του Αγίου Χαραλάμπους.
Τα δύο αυτά λαμπρά Σωματεία, κάτω από το πρόσχημα των φιλανθρωπικών οργανώσεων, εργάζονταν κυρίως για τους εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες και προσέφεραν ανεκτίμητες εθνικές υπηρεσίες στον Μακεδονικό Αγώνα και στην Πατρίδα. Ο Γάϊος υπήρξε ιδρυτικό μέλος και των δύο αυτών αξιόλογων Εθνικών Σωματείων.
Την 10η Φεβρουαρίου 1912, σε έναν φλογερό λόγο του, που εκφώνησε στο Μελένικο παρουσία των μελών των δύο αυτών Σωματείων και πολλών πολιτών, ενθουσίασε τις ψυχές των Ελληνίδων, με αποτέλεσμα πάνω από διακόσιες γυναίκες κάθε ηλικίας και τάξης να ξεχυθούν σαν χείμαρρος και να επιτεθούν στους Βουλγάρους που ανέγειραν το Βουλγαρικό Διδακτήριο στο Μελένικο, διώχνοντάς τους και διασκορπίζοντας τα θεμέλια του κτιρίου, μπροστά στα μάτια των Τουρκικών Αρχών.
Για τις εξαιρετικές του υπηρεσίες στον Μακεδονικό Αγώνα και στην Πατρίδα, του απονεμήθηκε από την Ελληνική Κυβέρνηση το 1934 το αναμνηστικό Μετάλλιο του Μακεδονικού Αγώνα μαζί με το αντίστοιχο Δίπλωμα και εγγράφηκε στην επετηρίδα των Μακεδονομάχων 1903-1909.
Ο Γάϊος ήταν ήρεμος, ήπιος, ενάρετος, προσιτός σε όλους, φιλικός, υπομονετικός, ταπεινός, μετριόφρων και είχε έναν σπάνιο χαρακτήρα. Η μυστικότητα του ήταν διάσημη, ήταν πρότυπο συζύγου και πατέρα, και γενικά ήταν άνθρωπος του Θεού. Εκτός από αυτά τα χαρακτηριστικά, ο Γάϊος ήταν εξαιρετικός λογοτέχνης, συγγραφέας και ποιητής, και ήταν αυτοδίδακτος στη Γαλλική και τη Λατινική γλώσσα. Στη λογοτεχνία, τη συγγραφή και την ποίηση είχε μεγάλο ταλέντο, και όταν μιλούσε μπροστά στο κοινό και απήγγελλε τα ποιήματά του, μαγνήτιζε τους ακροατές του και κατεχειροκροτείτο από αυτούς.
Το 1910, παντρεύτηκε στο Μελένικο την αρχοντοπούλα Ευαγγελία, κόρη του αείμνηστου Δανιήλ Τάκου, μεγαλέμπορου του Σιδηροκάστρου. Από αυτόν τον γάμο απέκτησε τρεις κόρες: την Αδαμαντία, τη Μαγδαληνή και την Αφροδίτη. Η Μαγδαληνή, δυστυχώς, απεβίωσε στο Σιδηρόκαστρο το 1936 σε ηλικία 18 ετών, ενώ η Αφροδίτη υπέκυψε στις κακουχίες της ομηρίας το 1917 σε ηλικία μόλις 5 ετών και τάφηκε στην Πλέβνα της Βουλγαρίας.το καλοκαίρι του 1913, ο Γάϊος επέστρεψε στην πατρίδα του, το Μελένικο, και είδε τα νικηφόρα ελληνικά στρατεύματα να εισέρχονται στην πόλη, διώχνοντας τους Βούλγαρους και κυνηγώντας τους πέρα από αυτή. Η χαρά του όμως δεν κράτησε πολύ, καθώς λίγο αργότερα η συνθήκη του Βουκουρεστίου παραχώρησε το Μελένικο στη Βουλγαρία. Με μεγάλη λύπη, ο Γάϊος πήρε το δρόμο για το Σιδηρόκαστρο, όπου εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του, αφήνοντας πίσω του όλη την περιουσία του και εκπατρισμένος από την πατρίδα του.
Το 1913, μετά την εγκατάστασή του στο Σιδηρόκαστρο, διορίστηκε από την Ελληνική Κυβέρνηση ως δάσκαλος στο Ημιγυμνάσιο του Σιδηροκάστρου, όπου δίδασκε με τον τίτλο του Καθηγητή. Επανίδρυσε το Σύνδεσμο Ευελπίδων Μελενίκου με τους αρχικούς του σκοπούς και με νέες προσθήκες, μεταξύ των οποίων ήταν η αποκατάσταση των εκπατρισμένων Μελενικείων και η συσπείρωσή τους. Επίσης, επανίδρυσε την Αδελφότητα Κυριών και Δεσποινίδων Μελενίκου «Η Αρμονία» και για σειρά ετών εκλεγόταν παμψηφεί Γενικός Γραμματέας του Συνδέσμου Ευελπίδων.
Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1916-1918), και συγκεκριμένα στις 22 Ιουνίου 1917, απήχθη από τους Βούλγαρους ως όμηρος μαζί με άλλους συμπατριώτες του και τον Μητροπολίτη Σιδηροκάστρου. Μεταφέρθηκαν στα ενδότερα της Βουλγαρίας, στην Πλέβνα και την Καρναμπάτ, και υπέστησαν σοβαρές κακουχίες και βασανιστήρια. Μετά από ένα θαύμα, κατάφερε να σωθεί από την αιχμαλωσία. Κατά την διάρκεια της ομηρίας, η οικογένειά του απήχθη και αυτή και μεταφέρθηκε στην Πλέβνα, μακριά από τον σύζυγό της.
Το 1918, μετά την υπογραφή της ανακωχής, αφέθηκε ελεύθερος από τις βουλγαρικές αρχές και πήγε στην Πλέβνα για να παραλάβει την οικογένειά του, εκτός από την κόρη του, την Αφροδίτη, η οποία πέθανε λόγω των κακουχιών σε ηλικία 5 ετών και τάφηκε εκεί. Με βαριά καρδιά, επέστρεψε στο Σιδηρόκαστρο με την υπόλοιπη οικογένειά του.
Μετά από αυτή την τραυματική εμπειρία, ο Γάϊος ανέκτησε τις δυνάμεις του και συνέχισε το έργο του ως καθηγητής και διευθυντής στο Ημιγυμνάσιο Σιδηροκάστρου, υπό δύσκολες συνθήκες, με έλλειψη προσωπικού και πολλές δυσκολίες. Παρά τα προβλήματα, κατάφερε να μην αφήσει τα δυστυχισμένα παιδιά του Σιδηροκάστρου αμόρφωτα και αυτά τον ευγνωμονούν και θα τον ευγνωμονούν πάντα.
Μετά από αυτά, συνέγραψε τα μαρτύρια και τις κακουχίες που υπέστη από τους μισητούς Βούλγαρους κατά τη διάρκεια της ομηρίας του. Στην πολυσέλιδη αυτή συγγραφή του έδωσε τον τίτλο «Η 22 Ιουνίου 1917, αποφράδα αποφραδέστατη» και στο προοίμιο της, «Πανσέληνος της 21 Ιουνίου 1917 και η ολική αυτής έκλειψη».
Ως καθηγητής παρέμεινε στο Ημιγυμνάσιο Σιδηροκάστρου από το 1913 μέχρι το 1919, όταν μετατέθηκε στο Ημιγυμνάσιο Πραβίου. Το 1919, όμως, επέστρεψε ξανά στο Σιδηρόκαστρο και παρέμεινε εκεί διδάσκοντας ως καθηγητής μέχρι το Σεπτέμβριο του 1930, οπότε απολύθηκε λόγω της κατάργησης του Ημιγυμνασίου Σιδηροκάστρου.
Σε κάθε εθνική εορτή, ο Γάϊος εκφωνούσε τον πανηγυρικό της ημέρας, καθώς ήταν ο μόνος κατάλληλος γι’ αυτό. Σε διαγωνισμό που έγινε στο Σιδηρόκαστρο, βραβεύτηκε το επιτύμβιο που συνέταξε και το οποίο είναι χαραγμένο στο Ηρώο του Σιδηροκάστρου, το οποίο ανεγέρθηκε στη μνήμη των Σιδηροκαστρινών που σφαγιάστηκαν από τους Βούλγαρους το 1913. Επίσης, εκφώνησε πολλούς επικήδειους λόγους για πολλά αξιόλογα μέλη της κοινωνίας του Σιδηροκάστρου και για συμπατριώτες του.
Ο σκληρός θάνατος της αγαπημένης του κόρης, Μαγδαληνής, τον Μάιο του 1936 στο Σιδηρόκαστρο, σε ηλικία 18 ετών, τον συντάραξε βαθιά, καθώς και όλη την οικογένειά του. Για πολύ καιρό δεν μπορούσε να συνέλθει από τον ψυχικό πόνο και τον πόνο του θανάτου της.
Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940, ακολούθησε και δεύτερος καταστρεπτικός εκπατρισμός το 1941. Αφήνοντας και πάλι το Σιδηρόκαστρο με την οικογένειά του, καθώς και όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του, εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου παρέμεινε καθ' όλη τη διάρκεια της Κατοχής.
Εξαιτίας των κακουχιών και των πολλών στερήσεων της Κατοχής, η υγεία του υπέστη σοβαρή κλονισμό και προσβλήθηκε το 1942 από μυοκαρδίτιδα, από την οποία υπέφερε για πολλά χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτής της ασθένειας, τον Ιούλιο του 1949, στη Θεσσαλονίκη, έχασε και την αγαπημένη του σύζυγο, Ευαγγελία.
Ωστόσο, ο Γάιος είχε την ευτυχία να δει την αγαπημένη του κόρη, Αδαμαντία, παντρεμένη με έναν αξιόλογο σύζυγο, τον έγκριτο δικηγόρο Θεσσαλονίκης Απόστολο Κατσουλίδη. Εξαιτίας της μακροχρόνιας ασθένειάς του από μυοκαρδίτιδα και της μεγάλης θλίψης και λύπης που του προκάλεσε ο σκληρός θάνατος της αγαπημένης του συζύγου, υπέκυψε στο πεπρωμένο του στις 28 Ιανουαρίου 1950.
Ο θάνατός του ανακοινώθηκε στο Σιδηρόκαστρο την ημέρα των Τριών Ιεραρχών του 1950, όταν, όπως κάθε χρόνο, τελούνταν από τον Σύνδεσμο Ευελπίδων Μελενίκου και την Αδελφότητα Κυριών και Δεσποινίδων Μελενίκου «Η Αρμονία», το ετήσιο μνημόσυνο για την ανάπαυση της ψυχής του μεγάλου ευεργέτη των Ελληνικών Σχολείων Μελενίκου, Αναστασίου Παλλατίδου. Ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Ευελπίδων, κ. Προκόπιος Δεσποτίδης, με δάκρυα στα μάτια, ανακοίνωσε τον θάνατο του αειμνήστου Γάιου κατά τη διάρκεια ομιλίας του, ενώπιον των Αρχών της πόλης και πλήθους κόσμου, και εξήρε τη δράση του για το έθνος. Τηρήθηκε, δε, σιγή στη μνήμη του.
Τα δύο αυτά σωματεία, ο Σύνδεσμος Ευελπίδων Μελενίκου και η Αδελφότητα Κυριών και Δεσποινίδων Μελενίκου «Η Αρμονία», στα οποία ο Γάιος ήταν ο ιδρυτής και η ψυχή τους, τιμώντας τη μνήμη του και τις τολμηρές του εκδηλώσεις πατριωτισμού και αυτοθυσίας, τον μνημονεύουν κάθε χρόνο, την 30ή Ιανουαρίου, την ημέρα των Τριών Ιεραρχών, όπου τελείται το ετήσιο μνημόσυνο του μεγάλου ευεργέτη Αναστασίου Παλλατίδου, καθώς και στη γιορτή της Μεσοπεντηκοστής.
Αυτή υπήρξε, εν συντομία, η δράση του αειμνήστου Γάιου Λαζάρου, ενός από τους εκλεκτούς αυτούς άνδρες που αγωνίστηκαν στην πρώτη γραμμή, στην ακροτελεύτια επάλξη του ιστορικού και θρυλικού Μελενίκου.



