Το νεκροταφείο της Ύστερης Εποχής Χαλκού στη Φαιά Πέτρα ένα "σπάνιο" και "πολύτιμο" εύρημα.
Θέση «Κόκκινα Βράχια» 1200 μ. ΝΔ χωριού.
Eικ. 1. Yπόλοιπο ταφικού περιβόλου, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου έχει καταρρεύσει στον γκρεμό.
Το νεκροταφείο της Ύστερης Εποχής Χαλκού στη Φαιά Πέτρα Σιδηροκάστρου:
ένα “σπάνιο” και “πολύτιμο” εύρημα
Μαγδαληνή Βάλλα*
Eικ. 2. Tαφικός περίβολος που σώζεται σχεδόν ακέραιος. Διακρίνονται στο εσωτερικό του τα οστά των νεκρών και πήλινα αγγεία. Τα όριά του σηματοδοτούνται με όρθιες πέτρες.
Η παράδοση δύο πήλινων φιαλόσχημων αγγείων (Η παράδοση έγινε το 1998 από τον Βασίλη Τρέντσιο, κάτοικο Φαιάς Πέτρας, τότε φοιτητή αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, που υπέδειξε και τη θέση εύρεσής τους) που σώζονταν τμηματικά, αποτέλεσε την αφορμή για μία ανασκαφική έρευνα με σωστικό χαρακτήρα σε μία μέχρι τότε άγνωστη και πολύ ενδιαφέρου-σα θέση κοντά στο χωριό της Φαιάς Πέτρας. Μετά από μία μικρή δοκιμαστική έρευνα το 1998, σε δύο ανασκαφικές περιόδους, το 2000 και το 2002, αποκαλύφθηκε τμήμα νεκροταφείου της ύστερης εποχής χαλκού (Βάλλα 2000, Βάλλα 2002, Valla 2007). Το νεκροταφείο βρίσκεται σε δύσβατο πλάτωμα Δυτικά-Νοτιοδυτικά της Φαιάς Πέτρας και σε από-σταση ενός περίπου χιλιομέτρου σε ευθεία. Στα ανατολικά η κοίτη ενός ρέματος διακόπτει το πλάτω-μα απότομα, δημιουργώντας έναν βαθύ γκρεμό, στον οποίο σταδιακά παρασύρονταν τα ευρήματα του νεκροταφείου (εικ. 1).
Η ανασκαφή περιορίστηκε στα όρια του πλατώματος ώστε να διασώσει το τμήμα του νεκροταφείου που κατέρρεε και ήταν αρκετή για να αποκαλύψει ευρήματα σχετικά με τη μορφή και την οργάνωσή του, τις ταφικές πρακτικές και στοιχεία για την οργάνωση της κοινωνίας των χρηστών του.
Eικ. 3. Aκέραιος ταφικός περίβολος με φροντισμένη κατασκευή
Στο νεκροταφείο συνηθίζεται η πρακτική του ενταφιασμού των νεκρών και ταυτόχρονα –αλλά σπα-νιότερα- γίνεται χρήση και της πρακτικής της καύσης. Συγκεκριμένα βρέθηκαν συνολικά τα οστά δώδεκα ατόμων διαφόρων ηλικιών και των δύο φύλων, εκ των οποίων τα έντεκα είχαν ενταφιαστεί και το ένα είχε αποτεφρωθεί (Τριανταφύλλου 2002, Valla et al., 2013). Οι ταφές δεν ήταν μεμονωμέ-νες.
Η εναπόθεση των νεκρών γινόταν πάνω στο δάπεδο ενός επίπεδου και μεγάλου χώρου, ο οποίος δεν ξεπερνούσε τα δέκα τετραγωνικά μέτρα και οριζόταν από ορθογώνιου σχήματος περίβολο (εικ. 2). Κάθε περίβολος φιλοξενούσε πολλαπλές ταφές, πιθανότατα οικογενειακές, αν και η κατανομή των νεκρών ανά περίβολο, λόγω του μικρού συνολικού αριθμού τους και της αποσπασματικής τους κατάστασης, δεν είναι πάντα ενδεικτική. Ακέραιος βρέθηκε μόνο ένας περίβολος, ο οποίος είχε εξω- τερικές διαστάσεις 3,5 Χ 5 μέτρα, ενώ άλλοι τέσσερις που διασώθηκαν μόνο τμηματικά, φαίνεται ότι ήταν ελαφρώς μικρότεροι με εξωτερικές διαστάσεις περίπου 2,5 Χ 4 μέτρα. Το σχήμα των περιβόλων ήταν πάντοτε ορθογώνιο, αλλά ο τρόπος κατασκευής των πλευρικών τοιχωμάτων τους μπορεί να διαφέρει.
Ο μοναδικός ακέραιος περίβολος, που είναι και ο μεγαλύτερος, αποτελείται από χαμηλά τοιχία κατασκευασμένα από αργούς λίθους σε τρεις σειρές με φροντισμένα εσωτερικά μέτωπα (εικ. 3). Ένας ακόμη διέσωζε τμήματα χαμηλών συμπαγών τοιχωμάτων, ενώ οι πλευρές των υπολοίπων περιβόλων ορίζονταν από πέτρες διαφόρων μεγεθών όρθια και αραιά τοποθετημένες σε σειρά, στα όρια του διαμορφωμένου σκάμματος.
Τα όρια και το σχήμα των περιβόλων είναι ευκρινή και τηρείται μία απόσταση περίπου δύο μέτρων μεταξύ τους. Η μακριά πλευρά τοποθετείται σε έναν από τους δύο κάθετους άξονες ΒΔ-ΝΑ ή ΒΑ-ΝΔ, με αποτέλεσμα ο προσανατολισμός τους να φαίνεται κοινός (εικ. 4). Λιθορριπές κάλυπταν το εσωτερικό των περιβόλων είτε στο σύνολό τους (εικ. 5), είτε τμημα- τικά (εικ. 6). Οι ταφές ήταν ελεύθερες και όχι μέσα σε λάκκο, καμία όμως δεν εντοπίστηκε στην αρχική της θέση. Στο εσωτερικό όλων ανεξαιρέτως των περιβόλων τα οστά ήταν έντονα διαταραγμένα (εικ.7).
Μόνο σε τρεις περιπτώσεις βρέθηκαν τμήματα σκελετών στην αρχική θέση ταφής, από τις οποίες φαίνε- ται ότι είχαν υιοθετηθεί και η ύπτια και η συνεσταλμένη στάση τοποθέτησης του νεκρού. Σε καμία περίπτωση δε φαίνεται η διαταραχή να οφείλεται στον παραμερισμό των σκελετών λόγω μεταγενέστερων ενταφιασμών, αλλά πρόκειται για εσκεμμένη πράξη, για τέλεση δηλαδή ταφικών πρακτικών μετά τον ενταφιασμό, που αφορούν στα οστά του νεκρού. Εκτός από την εσκεμμένη διαταραχή των οστών που διαπιστώθηκε σε όλες τις ταφές, η μετακίνηση συγκεκριμένων τμημάτων του σκελετού σε άλλη θέση και το «κάπνισμα» κάποιων οστών αποτελούν επίσης στοιχεία δευτερογενούς μεταχεί-ρισης.
Πιο συγκεκριμένα: διαταραχή και μετακίνηση των οστών διαπιστώθηκε σε όλους τους περιβόλους και αφορά στις εννέα ταφές, ενώ σε μερικές περιπτώσεις αυτό συνδυάστηκε με επανατοποθέτηση επιλεγμένων οστών του σκελετού, όπως με τη συγκέντρωση των κρανίων ή των άκρων. Τέλος διαπιστώθηκε ότι οστά τεσσάρων ατόμων είχαν δεχτεί την επίδραση φωτιάς, μετά την αποσύνθεση του σώματος.
Η περίπτωση που μπορούμε να ανασυνθέσουμε καλύτερα είναι ενός άνδρα, του οποί-ου η ταφή δέχτηκε δευτερογενή μεταχείριση με τη συγκέντρωση των οστών του επάνω τμήματος του σκελετού στην περιοχή της λεκάνης και το κάψιμό τους σε επιτόπια πυρά. Γενικά μέσα στους περιβόλους οι περιοχές με υπολείμματα καύσεων δεν είναι σπάνιες.
Εντοπίζονται είτε επάνω στο δάπεδο, είτε μέσα σε αγγεία (εικ.8) και υποδεικνύουν χρήση της φωτιάς σε πράξεις τελετουργικές το περιεχόμενο των οποίων δεν μπορούμε να ανασυνθέσουμε με ακρίβεια. Τα αντικείμενα που βρέθηκαν μέσα στους περιβόλους ήταν ως επί τω πλείστον πήλινα χειροποίητα αγγεία με εντυπωσιακή εγχάρακτη διακόσμηση (εικ.9). Οι εγχαράξεις καλύπτονται από λευκή ή κιτρι-νωπή ένθετη ύλη δίνοντας ουσιαστικά την εικόνα της ανοιχτόχρωμης διακόσμησης σε σκούρο βά-θος. Βρέθηκαν συνολικά είκοσι εννέα χειροποίητα πήλινα αγγεία διαφόρων μεγεθών και σχημάτων, εκ των οποίων φέρουν εγχάρακτη διακόσμηση τα είκοσι τέσσερα. Κυριαρχούν τα μεγάλα σε μέγεθος αγγεία που ανήκουν σε δύο σχήματα, ένα κλειστό -τετράωτοι αμφορείς με επίπεδη βάση, κωνικό λαιμό και εξωστρεφές χείλος (εικ.10)- και ένα ανοιχτό -τετράωτες φιάλες με ψηλή κωνική βάση και εξωστρεφές χείλος (εικ.11).
(εικ.10, εικ.11)
Σε κάθε περίβολο είχε τοποθετηθεί από μία φιάλη, ενώ αμφορείς από δύο ή και τρεις. Οι άλλοι τύποι σχημάτων που συναντούμε είναι είτε μεμονωμένα παραδείγματα, είτε λίγα σε αριθμό. Έχουν βρεθεί διπλές φιάλες (εικ.12), ακόσμητη φιάλη με διχαλωτές λαβές, μικρή λοξότμητη (εικ.13) και μία ακόσμητη οπισθότμητη πρόχους, τμήματα σφαιρικών κανθάρων, αμφο-ρίσκοι –ο ένας ακόσμητος- και τέλος δύο μυκηναϊκού τύπου ψευδόστομοι αμφορίσκοι (εικ.14).
(εικ.12)
Αν και ο αριθμός των ταφών και των περιβόλων είναι μικρός, η κατανομή των αγγείων δεν φανερώνει ύπαρξη συσχέτισής τους με το φύλο ή την ηλικία.Ενδιαφέρον εύρημα αποτελούν τα οστά ζώων, η εξέταση των οποίων έχει δείξει ότι αποτελούν τα υπολείμματα τμημάτων, μικρών σε ηλικία ζώων, αιγοπροβάτων και ενός μοσχαριού, που θα πρέπει να καταναλώθηκαν επί τόπου, στο πλαίσιο γευμάτων, στα οποία συμμετείχε μεγάλος αριθμός ατό-μων (Valla et al. υπό έκδοση).Πρακτικές που μπορεί να αφορούν στους αρχικούς ενταφιασμούς δεν είναι εύκολο να απομονωθούν και να διαχωριστούν, καθώς δεν εντοπίστηκαν πρωτογενείς ταφές.
Ως εκ τούτου δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα εάν και ποια αντικείμενα από αυτά που βρέθηκαν στο εσωτερικό των περιβόλων αποτελούσαν κτερίσματα που συνόδευσαν τον νεκρό κατά τον ενταφιασμό ή τοποθετή-θηκαν κατά την τέλεση των μεταθανάτιων πρακτικών, ή εάν η κατανάλωση τροφής και οι πυρές που συμπεραίνονται από τα υπολείμματά τους, αποτελούν πρακτικές της πρωτογενούς ή της δευτερογε-νούς μεταχείρισης των νεκρών.
Με βάση τις ραδιοχρονολογήσεις και τη σχετική χρονολόγηση των ευρημάτων του, το νεκροταφείο είχε διάρκεια χρήσης λίγο μεγαλύτερη του ενός αιώνα, από τα μέσα περίπου του 14ου έως το τέ-λος του 13ου π.Χ. αιώνα, περίοδος που συμπίπτει με την ΥΕΙΙΙα2 και ΥΕΙΙΙβ της νότιας ηπειρωτικής Ελλάδας.
Είναι το τέλος της ύστερης εποχής χαλκού, εποχή από την οποία οι γνώσεις μας κατά την τελευταία εικοσαετία έχουν διευρυνθεί μέσα από τις συστηματικές ανασκαφές οικισμών, όπως του Καστανά, της Ασσήρου, της Ολύνθου και της Τούμπας Θεσσαλονίκης στην κεντρική Μακεδονία, αλλά και νεκροταφείων, των περισσοτέρων στην περιοχή της δυτικής Μακεδονίας και της Πιερίας (Andreou, Fotiadis, Kotsakis 1996).
Στην κεντρική Μακεδονία φαίνεται ότι έχει αναπτυχθεί ένα ιεραρ-χικό σύστημα διακοινοτικής οργάνωσης με κεντρικούς οικισμούς, ενώ σε ενδοκοινοτικό επίπεδο οι κοινοτικοί δεσμοί εμφανίζονται ενισχυμένοι μέσα από τον επιμελημένο χωροταξικό σχεδιασμό ή την κατασκευή ισχυρών ανδήρων (Wardle 1997, Andreou 2001, Andreou 2010). Κάτι ανάλογο για την περιοχή της ανατολικής Μακεδονίας δεν μπορεί να ειπωθεί, καθώς οι ελάχιστοι ανασκαμμένοι οικισμοί της περιοχής δεν έχουν ερευνηθεί σε έκταση (Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1980, Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1992, Seferiades 1983.
Έχει διαπιστωθεί όμως ότι υπάρχει η τάση για μετακίνηση των οικισμών της εποχής σε εδάφη με μεγαλύτερα υψόμετρα και περισσότερο δυσπρόσιτα (Fotiadis 1985, Blouet 1986). Αντίθετα για την ταφική συμπεριφορά η περιοχή της ανατολικής Μακεδονίας προσφέρει πλουσιότερα δεδομένα. Τα πρώτα νεκροταφεία που γνωρίζουμε ανήκουν σε αυτή την περίοδο.
Τα πιο κοντινά στη Φαιά Πέτρα είναι οι τύμβοι των Ποταμών και της Εξοχής στην περιοχή της Δράμας με καύσεις σε τεφροδόχα αγγεία (Γραμμένος 1979) και το νεκροταφείο στο Σαντάνσκι (Alexandrov, Petkov, Ivanov 2007) της Βουλγαρίας, όπου ανασκάφηκαν μεμονωμένες ταφές σε λακ-κοειδείς τάφους. Με τα νεκροταφεία αυτά, εκτός της κεραμικής που αποτελεί τη βασική κτέριση των νεκρών, δεν υπάρχουν κοινά σημεία, αν και η χρονική απόσταση μεταξύ τους είναι πολύ μικρή.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, σε αυτές τις λίγες περιπτώσεις νεκροταφείων που εμφανίζονται σε μία σχετικά περιορισμένη έκταση, διακρίνεται ποικιλία στη χωροοργάνωσή τους, στη μορφή των ταφικών κα- τασκευών και των ταφικών εθίμων και πρακτικών. Μεγαλύτερες αναλογίες παρουσιάζει το νεκροτα-φείο της Φαιάς Πέτρας με τα νεκροταφεία Κεντριά και Τσιγανάδικα του οικισμού Καστρί της Θάσου.
Συγκεκριμένα στο νεκροταφείο Κεντριά υπάρχει μία ταφική κατασκευή (Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1992, 37-50, 371, 372, fig.71) που τα δομικά της στοιχεία προσεγγίζουν αυτά της Φαιάς Πέτρας, ενώ στο νεκροταφείο Τσιγανάδικα εμφανίζεται επίσης με πολύ λίγα παραδείγματα καύσεων το φαινόμε-νο της συνύπαρξης των δύο εθίμων (Κουκούλη-Χρυσανθάκη, 1992, 657-60) και ταυτόχρονα έχουν εντοπιστεί ανάλογα στοιχεία δευτερογενούς μεταχείρισης, διαταραχής και καπνίσματος των οστών (Κουκούλη-Χρυσανθάκη, 1992, 647).
Περισσότερα νεκροταφεία της ΥΕΧ είναι γνωστά από τη δυτική Μακεδονία και την Πιερία (Ενδεικτι-κά Καραμήτρου-Μεντεσίδη 2000, Ζιώτα 2010, Χονδρογιάννη-Μετόκη 1998, Πουλάκη-Παντερμαλή 1987, Πουλάκη-Παντερμαλή 2003, Πουλάκη-Παντερμαλή κ.α. 2007) όπου διακρίνεται μεγαλύτερη ομοιογένεια στη μορφή και οργάνωση του χώρου, στα δομικά χαρακτηριστικά, αλλά και στις ταφικές πρακτικές και συμπεριφορές.
Από την περιοχή της κεντρικής Μακεδονίας δεν υπάρχουν εντοπισμέ-να νεκροταφεία της εποχής, γεγονός που ίσως σχετίζεται με διαφορετική μεταχείριση των νεκρών και όχι με προβλήματα της έρευνας (Andreou 2010, 651). Στα νεκροταφεία της εποχής στον ευρύτερο χώρο της Μακεδονίας είναι πολύ ενδιαφέρουσα η εμ-φάνιση καινούριων στοιχείων, όπως οι περιπτώσεις διπλών και ομαδικών ταφών (π.χ. Πουλάκη-Πα-ντερμαλή 1987, Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1992) -αν και κυριαρχεί ο ενταφιασμός σε ατομικό τάφο-, και πρακτικών που έχουν να κάνουν με τη δευτερεύουσα μεταχείριση των νεκρών, συνηγορώντας στη δημιουργία ενός πιο σύνθετου ταφικού τελετουργικού.
Ακόμη, τώρα στην κτέριση των νεκρών εντοπίζονται μεμονωμένα και ιδιαίτερα αντικειμένα, γενικά αντικειμένα ασυνήθιστα, στα οποία δε φαίνεται να έχει πρόσβαση το σύνολο των ενταφιασμένων ατόμων. Αυτά τα αντικείμενα είναι είτε χάλκινα όπλα και κοσμήματα, είτε κοσμήματα από σπάνια υλικά, όπως γυαλί και κεχριμπάρι, είτε μυ-κηναϊκά κεραμικά αγγεία που έχουν βρεθεί σε όλα τα νεκροταφεία της εποχής. Όλα αυτά συνθέτουν την εικόνα τοπικών κοινωνιών με εσωτερικές ανισότητες και ανταγωνιστική διάθεση σε ενδοκοινο- τικό, και ίσως και σε διακοινοτικό, επίπεδο. Οι συνθήκες αυτές δεν είναι απίθανο να οδήγησαν στη δημιουργία ομάδων με κυριαρχικό ρόλο στις τοπικές κοινωνίες.
Σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να ερμηνευτεί και η αύξηση της παρουσίας της μυκηναϊκής κεραμικής στους οικισμούς, η οποία ως σπάνιο και πολύτιμο απόκτημα ενισχύει τον σημαίνοντα ρόλο του κα- τόχου και επιδεικνύει την εξουσία και τη δύναμή του. Τα πολύτιμα σκεύη θα πρέπει να χρησιμοποι-ούνταν σε ιδιαίτερες περιστάσεις που θα περιελάμβαναν κοινά γεύματα, η οργάνωση των οποίων ενδυνάμωνε τους κοινοτικούς δεσμούς και ενίσχυε το κύρος των επιλεγμένων μελών της κοινότητας, τους κατόχους του σπάνιου και του πολύτιμου (Kiriatzi et al. 1997, Jung, 2002, Jung, 2003, Ανδρέου 2003).
Τέτοιες πράξεις κοινοτικές κάποτε ενδύονται έναν τελετουργικό μανδύα και τελούνται συχνά σε χώρους που ενισχύουν τη συλλογική μνήμη, όπως στα νεκροταφεία, τα οποία συνδέονται άμεσα μέσω των προγονικών ταφών με την ιστορική μνήμη και με συμβολικά νοήματα, μη αναγνώσιμα αρχαιολογικά (Hamilakis 1997).
Συνοψίζοντας τα χαρακτηριστικά του νεκροταφείου της Φαιάς Πέτρας που το εντάσσουν στο κλίμα που περιγράφηκε παραπάνω μπορούμε να εντοπίσουμε τα εξής:
α) Η θέση, η μορφή και η οργάνωσή του δεν είναι αποτέλεσμα τυχαίας επιλογής και σταδιακής μορ-φοποίησης αλλά σχεδιασμού και προϋπαρχόντων ορίων.
β) Στο χώρο των ταφικών κατασκευών τελούνται πράξεις με τη συμμετοχή μεγάλου τμήματος ή και του συνόλου της κοινότητας.
γ) Έχει αναπτυχθεί ένα αρκετά πολύπλοκο και πλούσιο τελετουργικό που αφορά στη δευτερεύουσα μεταχείριση των νεκρών
δ) Το πλουσιότερο σε αριθμό είδος κτέρισης αποτελούν τα κεραμικά αγγεία, τα οποία, με την εξαί-ρεση τριών αγγείων, ανήκουν στην γνωστή κεραμική παράδοση της περιοχής και σε τύπους που συναντώνται συχνά κατά την εποχή Χαλκού στην Μακεδονία. Αυτά αποτελούν κτέρισμα όλων των ταφικών περιβόλων.
ε) Υπάρχουν «σπάνια» κτερίσματα που είναι λίγα σε αριθμό, αλλά πολλά σε ποικιλία, δηλαδή τα δύο μυκηναϊκού τύπου πήλινα αγγεία, χάλκινα όπλα όπως αιχμές βελών (εικ.15), μαχαίρια και μία αιχμή δόρατος (εικ.16), χάνδρες από κεχριμπάρι, ελάχιστα χάλκινα κοσμήματα, διακόσμηση ενδύματος από χάλκινες εφηλίδες και δύο χρυσά δισκάρια (εικ. 17).
Το νεκροταφείο της Φαιάς Πέτρας δεν είναι σπάνιο και πολύτιμο εύρημα λόγω της εύρεσης κάποιων μεμονωμένων αντικειμένων που συναντώνται σπάνια σε ανασκαφές νεκροταφείων ή οικισμών της εποχής, αλλά επειδή συμβάλλει στην σκιαγράφηση της πολιτισμικής φυσιογνωμίας και της οικονομι-κοκοινωνικής οργάνωσης της τοπικής κοινωνίας στην ύστερη εποχή χαλκού, συμμετέχοντας στους σύγχρονους προβληματισμούς της αρχαιολογικής έρευνας