Δικέφαλος αετός το παγανιστικό σύμβολο των Χετταίων
Παγανιστικός Δικέφαλος αετός
Στην Κωνσταντινούπολη χρησιμοποιούνταν ο παραδοσιακός ρωμαϊκός μονοκέφαλος αετός τουλάχιστον μέχρι την υστερορωμαϊκή περίοδο. Στους βυζαντινούς χρόνους οι αετοί αντικαταστάθηκαν ως επίσημα εμβλήματα του κράτους από τον σταυρό και το χριστόγραμμα, καθώς θεωρούνταν ειδωλολατρικό σύμβολο.
Δικέφαλοι αετοί έχουν χρησιμοποιηθεί ως διακοσμητικά στοιχεία για πολλούς αιώνες. Έχουν βρεθεί σε αρχαιολογικά ευρήματα του πολιτισμού των Χετταίων που χρονολογούνται από τον 20ό αιώνα π.Χ. ως τον 13ο αιώνα π.Χ.. Κυλινδρικές σφραγίδες που ανακαλύφτηκαν στο Bogazkoy, μια αρχαία πρωτεύουσα των Χετταίων που βρίσκεται στην σημερινή Τουρκία, φέρουν την απεικόνιση ενός δικέφαλου αετού με φτερά. Πιθανώς είναι από τον 18ο αιώνα π.Χ., και χρησιμοποιείτο σε εμπορικές συναλλαγές. Μιοα παρόμοια αναπαράσταση βρίσκεται στην ίδια περιοχή σε δύο αρχαία μνημεία: στο Alacahöyük (περίπου 1.400 π.Χ.) και στο Yazilikaya (πριν από το 1.250 π.Χ.). Η δεύτερη απεικόνιση φαίνεται να έχει θρησκευτικό πλαίσιο, με τον αετό να είναι σύμβολο μιας θεότητας. Ο δικέφαλος αετός σιγά σιγά παύει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της τελευταίας περιόδου των Χετταίων από τον 9ο αιώνα π.Χ. μέχρι τον 7ο αιώνα π.Χ., και τελικά εξαφανίζεται μετά από το τέλος της αυτοκρατορίας.
Μια άλλη χρήση του δικέφαλου αετού σημειώνεται κατά την περίοδο εξουσία της δυναστείας των Αρσακιδών στην Αρμενία και από την οικογένεια Mamikonian από τον τρίτο έως τον ένατο αιώνα.
Η πρώτη αναφορά χρήσης του δικέφαλου αετού στην Δύση χρονολογείται από το 1250, στα οικόσημα του αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β' της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας όπως καταγράφηκαν από τον Ματθαίο του Παρισιού. Ο αετός αυτός συχνά εμφανίζεται σε μαύρο χρώμα και σε χρυσό υπόβαθρο, και αντικατέστησε τον παλαιότερο μονοκέφαλο αετό. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε και από τις ένοπλες δυνάμεις πολλών γερμανικών πόλεων και αριστοκρατικών οικογενειών.
Μετά από τη διάλυση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 1806, ο δικέφαλος αετός διατηρήθηκε από την Αυστριακή Αυτοκρατορία και την Αυστροουγγαρία. Χρησιμοποιήθηκε επίσης από τη Γερμανική Ομοσπονδία (1815–1866) και την Αυστρία (το διάστημα 1934-1938).
Ο δικέφαλος αετός χρησιμοποιήθηκε ευρέως ως μοτίβο σε περσικά και Αρμενικά έργα τέχνης κατά την διάρκεια των πρώτων αιώνων μ.Χ. μέχρι τον 10ο αιώνα μ.Χ.
Σύμφωνα με την πιο επικρατούσα θεωρία, ο δικέφαλος αετός υιοθετήθηκε για πρώτη φορά ως αυτοκρατορικό έμβλημα από τον αυτοκράτορα Ισαάκιο Κομνηνό (1057-1059), εμπνευσμένο από τις τοπικές παραδόσεις για ένα μυθικό ον, το haga, στην πατρίδα του, την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας. Οι τοπικοί μύθοι διηγούνται για έναν γιγάντιο αετό με δύο κεφάλια που εύκολα σήκωνε έναν ολόκληρο ταύρο με τα νύχια του. Τον λέγανε haga και ήταν προσωποποίηση της δύναμης, ενώ οι άνθρωποι συχνά στις προσευχές τους ζητούσαν την προστασία του.
Ίσως η επιρροή των δυτικών ιπποτών κατά τη διάρκεια της πρώτης σταυροφορίας να είναι αιτία για την χρήση θυρεών κατά τα δυτικά εραλδικά πρότυπα. Μετά από την τέταρτη σταυροφορία και την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, ο δικέφαλος αετός άρχισε να χρησιμοποιείται στο Δεσποτάτο της Ηπείρου και την Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Στην δύση αναφέρεται για πρώτη φορά το 1250, ενώ ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης τον επέλεξε για σύμβολό της αυτοκρατορίας του.
Μετά από την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης και την αποκατάσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, το σύμβολο χρησιμοποιήθηκε ως έμβλημα της αυτοκρατορικής οικογένειας. Δεν είναι βέβαιο ότι αποτελούσε επίσημο έμβλημα της αυτοκρατορίας, αφού εμφανίζεται μεν σε αυτοκρατορικές σφραγίδες και άλλα προσωπικά αντικείμενα και σύμβολα της δυναστείας, π.χ. σε αυτοκρατορικές στολές και πατριαρχικά άμφια, αλλά λείπουν απεικονίσεις αυτοκρατόρων όπου να απεικονίζονται με τον δικέφαλο αετό ως σύμβολό τους. Η χρήση του από κάποια μέλη της οικογένειας των Παλαιολόγων, κυρίως μετά την Άλωση, μπορεί να οδηγήσει στην υπόθεση ότι θεωρήθηκε οικόσημο των Παλαιολόγων. Ο δικέφαλος αετός, ως έμβλημα, υιοθετήθηκε από την τρίτη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, αυτήν της Μόσχας. Από εκεί επέστρεψε και την εποχή της Τουρκοκρατίας χρησιμοποιήθηκε ως σύμβολο των πατριαρχικών σταυροπηγιακών μονών.
Στη βυζαντινή εποχή, ο δικέφαλος αετός σχεδόν πάντα έφερε τα χρώματα της αυτοκρατορικής εξουσίας, που ήταν το χρυσό και το πορφυρό. Ένας μαύρος αετός σε χρυσό υπόβαθρο χρησιμοποιήθηκε σε κύκλους εκτός της αυτοκρατορικής οικογένειας, δείχνοντας την κατώτερη θέση αυτών που το χρησιμοποιούσαν, αφού ο μαύρος αετός ήταν «η σκιά» του χρυσού αετού του αυτοκράτορα.
Η πρώτη αναφορά χρήσης του δικέφαλου αετού στην Δύση χρονολογείται από το 1250, στα οικόσημα του αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β' της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας όπως καταγράφηκαν από τον Ματθαίο του Παρισιού. Ο αετός αυτός συχνά εμφανίζεται σε μαύρο χρώμα και σε χρυσό υπόβαθρο, και αντικατέστησε τον παλαιότερο μονοκέφαλο αετό. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε και από τις ένοπλες δυνάμεις πολλών γερμανικών πόλεων και αριστοκρατικών οικογενειών.
Μετά από τη διάλυση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 1806, ο δικέφαλος αετός διατηρήθηκε από την Αυστριακή Αυτοκρατορία και την Αυστροουγγαρία. Χρησιμοποιήθηκε επίσης από τη Γερμανική Ομοσπονδία (1815–1866) και την Αυστρία (το διάστημα 1934-1938).