Σάββατο 22 Απριλίου 2023

Η Ελληνική καταγωγή του Μ. Αλεξάνδρου και οι Σιριοπαίονες στο βιβλίο Ηροδότου Ιστορίαι, 450 π.Χ.

Ηροδότου Ιστορίαι βιβλίο 5

[5.13.1] Εντυπωσιάστηκε ο Δαρείος μ᾽ όσα άκουσε από τους κατασκόπους και μ᾽ όσα έβλεπε με τα μάτια του να ᾽χει μαζί της αυτή και διέταξε να τη φέρουν μπροστά του. Και μόλις του την έφεραν, νά τα και τ᾽ αδέρφια της που παραμόνευαν κάπου εκεί κοντά. Ρώτησε τότε ο Δαρείος ποιά είναι η πατρίδα της, κι οι νεαροί είπαν ότι είναι Παίονες κι εκείνη είναι αδερφή τους. [5.13.2] Κι αυτός ξαναρώτησε, τί λαός είναι αυτοί οι Παίονες και πού ζουν, κι εκείνοι τί ήθελαν κι ήρθαν στις Σάρδεις. Κι αυτοί του αποκρίθηκαν πως ήρθαν για να του δηλώσουν υποταγή και πως η Παιονία είναι χώρα με πολλές πολιτείες στην περιοχή του Στρυμόνα ποταμού, κι ο Στρυμόνας βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τον Ελλήσποντο, και πως ο λαός τους ήταν άποικοι των Τευκρών της Τροίας. [5.13.3] Έτσι λοιπόν απάντησαν αυτοί στην κάθε ερώτησή του, κι εκείνος τους ρωτούσε αν όλες οι γυναίκες του τόπου τους ήταν τόσο προκομμένες. Κι αυτοί πρόθυμα βεβαίωσαν ότι ναι, έτσι είναι· πως γι᾽ αυτό άλλωστε έκαναν ό,τι έκαναν.
[5.14.1] Τότε ο Δαρείος γράφει γράμμα στον Μεγάβαζο, που τον άφησε αρχηγό του στρατού στη Θράκη, με την εντολή να σηκώσει με τη βία τους Παίονες απ᾽ τον τόπο τους και να τους φέρει σ᾽ αυτόν, και τους ίδιους και τα παιδιά τους και τις γυναίκες τους. [5.14.2] Κι αμέσως ένας αγγελιοφόρος έτρεχε καβάλα στ᾽ άλογό του φέρνοντας την εντολή στον Ελλήσποντο, κι αφού πέρασε στην απέναντι ακτή δίνει το γράμμα στον Μεγάβαζο. Το διάβασε αυτός, πήρε οδηγούς από τη Θράκη και βάδισε με το στρατό του εναντίον της Παιονίας.
[5.15.1] Λοιπόν οι Παίονες πληροφορήθηκαν ότι οι Πέρσες βαδίζουν εναντίον τους και με το σύνολο του στρατού τους πορεύτηκαν προς το μέρος της θάλασσας, πιστεύοντας πως αποκεί θα επιχειρήσουν την εισβολή οι Πέρσες. [5.15.2] Κι οι Παίονες πήραν θέση να φράξουν το δρόμο στο στρατό του Μεγαβάζου που βάδιζε εναντίον τους, όμως οι Πέρσες, μαθαίνοντας ότι οι Παίονες με ενωμένες τις δυνάμεις τους φρουρούν την είσοδο της χώρας τους από τη μεριά της θάλασσας, έχοντας οδηγούς πήραν άλλο δρόμο, από τα βορινά, έτσι που, δίχως να τους πάρουν είδηση οι Παίονες, πέφτουν πάνω στις πόλεις τους, που είχαν μείνει χωρίς υπερασπιστές. Καθώς λοιπόν έπεσαν πάνω σε ανυπεράσπιστες πόλεις, εύκολα τις κυρίεψαν. [5.15.3] Κι οι Παίονες, μόλις τους ήρθε είδηση πως οι πόλεις τους έπεσαν στα χέρια των εχθρών, αμέσως διασκορπίστηκαν κι η κάθε φυλή τράβηξε στον τόπο της και παραδόθηκαν στους Πέρσες. Έτσι λοιπόν από τις φυλές των Παιόνων οι Σιριοπαίονες και οι Παιόπλες κι όσοι κατοικούσαν ώς τη λίμνη Πρασιάδα ξεσηκώθηκαν από τον τόπο τους κι οδηγήθηκαν στην Ασία.
[5.16.1] Αλλά όσοι ήταν εγκατεστημένοι στην περιοχή του όρους Παγγαίου [και των Δοβήρων και των Αγριάνων και των Οδομάντων] και της λίμνης Πρασιάδας, κανένας τους δεν έπεσε στα χέρια του Μεγαβάζου. Δοκίμασε μάλιστα να κυριέψει κι εκείνους που έχουν εγκατασταθεί στη λίμνη με τον εξής τρόπο: έστησαν στη μέση της λίμνης μια εξέδρα που στηρίζεται σε ψηλούς πασσάλους κι επικοινωνεί με τη στεριά με μια στενή γέφυρα· [5.16.2] λοιπόν τους πασσάλους που υποβαστάζουν την πλατφόρμα κάποτε στα παλιά χρόνια τούς έστησαν όλοι οι πολίτες μαζί, αλλά αργότερα τους στήνουν κρατώντας το εξής έθιμο: καθένας τους που παντρεύεται, για κάθε γυναίκα που παίρνει κουβαλά από το βουνό που τ᾽ όνομά του είναι Όρβηλος, τρεις πασσάλους και τους στήνει από κάτω· κι ο καθένας τους παντρεύεται πολλές γυναίκες. [5.16.3] Και ζούνε μ᾽ έναν τέτοιο τρόπο· ο καθένας τους πάνω στην εξέδρα είναι νοικοκύρης μιας καλύβας, μες στην οποία περνά τη ζωή του, και μιας καταπακτής που μέσ᾽ από τις σκαλωσιές σε κατεβάζει στη λίμνη. Και τα παιδάκια τα νήπια τα δένουν από το πόδι με σκοινί, από φόβο μήπως κατρακυλήσουν στο νερό. [5.16.4] Αντί για χόρτο στ᾽ άλογα και στα καματερά τους δίνουν ψάρια. Κι ετούτα είναι τόσο άφθονα, που, όταν σπρώξεις προς τα κάτω την καταπακτή και κατεβάσεις με σκοινί άδειο κοφίνι στη λίμνη, δεν περιμένεις πολλή ώρα και το τραβάς απάνω γεμάτο ψάρια. Και τα ψάρια είναι δυο λογιώ, και τα λένε πάπρακες και τίλωνες.
[5.17.1] Λοιπόν όσοι Παίονες έπεσαν στα χέρια των εχθρών οδηγήθηκαν στην Ασία. Κι ο Μεγάβαζος, αφού έβαλε στο χέρι του τους Παίονες, στέλνει απεσταλμένους στη Μακεδονία εφτά Πέρσες, τους πιο σπουδαίους ύστερ᾽ απ᾽ αυτόν στο εκστρατευτικό σώμα. Και τους έστελνε αυτούς στον Αμύντα, για ν᾽ απαιτήσουν να δώσει γην και ύδωρ στο βασιλιά Δαρείο. [5.17.2] Ο δρόμος λοιπόν από τη λίμνη Πρασιάδα στη Μακεδονία είναι πολύ σύντομος. Γιατί αμέσως ύστερ᾽ από τη λίμνη συναντάς τα μεταλλεία, απ᾽ όπου αργότερα ο Αλέξανδρος είχε τακτικό εισόδημα ένα τάλαντο ασήμι τη μέρα, κι ύστερ᾽ από τα μεταλλεία διαβαίνοντας το βουνό που λέγεται Δύσωρο βρίσκεσαι στη Μακεδονία.
[5.18.1] Όταν λοιπόν αυτοί οι Πέρσες απεσταλμένοι έφτασαν και παρουσιάστηκαν μπροστά στον Αμύντα, απαιτούσαν να δώσει γην και ύδωρ στο βασιλιά Δαρείο. Κι εκείνος κι αυτά τούς έδινε και τους καλεί να τους φιλοξενήσει· κι αφού ετοίμασε μεγαλόπρεπο δείπνο, δέχτηκε ανοιχτόκαρδα τους Πέρσες. [5.18.2] Κι όταν απόφαγαν, οι Πέρσες το έριξαν στο πιοτό, ποιός θα τ᾽ αντέξει περισσότερο, κι είπαν τα εξής: «Ξένε Μακεδόνα, εμείς οι Πέρσες έχουμε ένα συνήθειο, όταν στρώνουμε τραπέζι μεγάλο, βάζουμε τότε να καθίσουν δίπλα μας και τις αγαπητικές μας και τις νόμιμες γυναίκες μας· εσύ λοιπόν, μια και μας δέχτηκες με τόσο καλή διάθεση και μας φιλοξενείς πλουσιοπάροχα και δίνεις γην και ύδωρ στο βασιλιά Δαρείο, συμμορφώσου με τις δικές μας συνήθειες». [5.18.3] Σ᾽ αυτά αποκρίθηκε ο Αμύντας: «Πέρσες, εμείς δεν έχουμε αυτή τη συνήθεια, αλλά να κάθονται χωριστά οι γυναίκες από τους άντρες· αλλά, μια κι εσείς που είστε τ᾽ αφεντικά ζητάτε κι ετούτο, θα το έχετε». Αυτά αποκρίθηκε ο Αμύντας κι έστειλε και κάλεσαν τις γυναίκες. Κι αυτές ύστερ᾽ από το κάλεσμα ήρθαν και κάθισαν η μια δίπλα στην άλλη, αντικριστά με τους Πέρσες. [5.18.4] Οι Πέρσες τότε είδαν όμορφες γυναίκες κι έλεγαν κουβέντες στον Αμύντα, πως αυτό που έγινε δεν ήταν καθόλου μα καθόλου φρόνιμο· γιατί θα ᾽ταν καλύτερο να μην έρθουν από μιας αρχής οι γυναίκες παρά που ήρθαν, πονόματος μια φορά! [5.18.5] Τί να κάνει ο Αμύντας, έδωσε προσταγή να καθίσουν δίπλα τους· οι γυναίκες έκαναν ό,τι τους είπε κι αμέσως οι Πέρσες άπλωσαν χέρι στα βυζιά τους —οι άνθρωποι ήταν πιωμένοι με το παραπάνω— και νά που κάνα δυο τους δοκίμαζαν και να τις φιλήσουν.
[5.19.1] Ο Αμύντας τα ᾽βλεπε αυτά κι όμως δεν αντιδρούσε, αν κι ένιωθε άσχημα, επειδή φοβόταν με το παραπάνω τους Πέρσες, αλλά ο Αλέξανδρος, ο γιος του Αμύντα, που ήταν στο τραπέζι κι έβλεπε αυτά, έτσι που ήταν νέος κι άμαθος από συμφορές, δεν ήταν τρόπος να κρατήσει πια την ψυχραιμία του, κι αγαναχτισμένος είπε στον Αμύντα τα εξής: «Πατέρα, εσύ τώρα, καθώς το θέλει η ηλικία σου, σήκω από το τραπέζι και πήγαινε να ξεκουραστείς και μη το παρακάνεις με το πιοτό, κι εγώ θα μείνω εδώ και θα τους προσφέρω ό,τι τους χρειάζεται». [5.19.2] Κι ο Αμύντας έπιασε το νόημα, ότι ο Αλέξανδρος έχει στο νου του να προκαλέσει αναστάτωση, και του αποκρίθηκε: «Γιε μου, σχεδόν βλέπω πού το πας, από τα λόγια σου, λόγια ανθρώπου ξαναμμένου· θέλεις να με ξαποστείλεις και να φέρεις αναστάτωση· εγώ λοιπόν σε παρακαλώ να μην κάνεις καμιά αποκοτιά σ᾽ αυτούς τους ανθρώπους και μας αφανίσεις, αλλά εσύ παρακολούθα ψύχραιμα τα καμώματά τους· όσο για μένα, θα σ᾽ ακούσω και θ᾽ αποσυρθώ».
[5.20.1] Και μόλις ο Αμύντας μ᾽ αυτή την παράκληση αποσύρθηκε, ο Αλέξανδρος λέει στους Πέρσες: «Ξένοι μου, δεν υπάρχει για σας κανένα πρόβλημα μ᾽ αυτές τις γυναίκες· θέλετε να σμίξετε με όλες τους, θέλετε να σμίξετε μ᾽ όσες σας αρέσει, [5.20.2] εσείς να μας το πείτε· τώρα όμως, γιατί πλησιάζει πια η ώρα για το κρεβάτι και βλέπω πως από κρασί δεν πρέπει να ᾽χετε παράπονο, τούτες τις γυναίκες, αν δεν έχετε αντίρρηση, αφήστε τις να παν να λουστούν, και θα σας έρθουν πίσω λουσμένες». [5.20.3] Αυτά είπε, κι οι Πέρσες τα καλοδέχτηκαν· κι ύστερα, μόλις οι γυναίκες βγήκαν, τις έστειλε πίσω, στις κάμαρες των γυναικών, ενώ ο ίδιος ο Αλέξανδρος πήρε αμούστακα παλικάρια, πόσες ήταν οι γυναίκες, τόσα· τους έντυσε με τα ρούχα των γυναικών, τους έδωσε κοντομάχαιρα και τους πέρασε μέσα, και περνώντας τους έλεγε στους Πέρσες τα εξής: [5.20.4] «Πέρσες, μη πείτε πως η φιλοξενία που σας προσφέρουμε δεν είναι μια πανδαισία με τα όλα της· γιατί όλα τα πάντα, όσα είχαμε, και κοντά σ᾽ αυτά όσα μπορέσαμε να σας προσφέρουμε έκτακτα, όλα είναι στη διάθεσή σας, και προπάντων το μεγαλύτερο απ᾽ όλα, ετούτο: τις μητέρες και τις αδερφές μας σας τις χαρίζουμε μ᾽ όλη μας την καρδιά, για να ξέρετε πως έχετε από μας όλες τις τιμές που σας αξίζουν· ακόμη, στο βασιλιά που σας έστειλε κάντε γνωστό πως ένας Έλληνας, ο αντιβασιλιάς των Μακεδόνων, σας καλοέστρωσε και το τραπέζι και το κρεβάτι». [5.20.5] Ο Αλέξανδρος ύστερ᾽ απ᾽ αυτά τα λόγια έβαλε δίπλα σε κάθε Πέρση να καθίσει ένας Μακεδόνας — τάχατες γυναίκα· κι αυτοί, μόλις οι Πέρσες έκαναν να τους χαϊδέψουν, τους καθάρισαν.
[5.21.1] Κι ετούτοι με τέτοιο θάνατο αφανίστηκαν, κι οι ίδιοι και η ακολουθία τους· γιατί συνοδεύονταν κι από άμαξες κι από υπηρέτες κι από τις κάθε λογής πολλές αποσκευές· λοιπόν, όλος αυτός ο κόσμος μαζί μ᾽ όλους εκείνους αφανίστηκαν. [5.21.2] Κι αργότερα, όταν πέρασε λίγος καιρός, οι Πέρσες έκαναν μεγάλη έρευνα για να βρουν αυτούς τους ανθρώπους, αλλά ο Αλέξανδρος μ᾽ έξυπνο τρόπο τούς σταμάτησε, δίνοντας και πολλά χρήματα και την αδερφή του, που την έλεγαν Γυγαία· σταμάτησε την έρευνα ο Αλέξανδρος δίνοντας αυτά σ᾽ έναν Πέρση, τον Βουβάρη, που ήταν επικεφαλής εκείνων που έψαχναν για τους αφανισμένους. Μ᾽ αυτό τον τρόπο λοιπόν σκεπάστηκε ο θάνατός τους και πια δεν έγινε λόγος γι᾽ αυτούς.
[5.22.1] Πως Έλληνες είναι αυτοί οι απόγονοι του Περδίκκα, όπως λένε κι οι ίδιοι, κι εγώ προσωπικά είμαι σε θέση να το ξέρω, αλλά και στη συνέχεια της ιστορίας μου θα αποδείξω πως είναι Έλληνες· κι επιπλέον και οι οργανωτές των αγώνων των Ελλήνων που γίνονται στην Ολυμπία αυτή την απόφαση έβγαλαν. [5.22.2] Γιατί, όταν ο Αλέξανδρος πήρε την απόφαση να πάρει μέρος στους αγώνες και κατέβηκε γι᾽ αυτό το σκοπό, οι Έλληνες που ήταν αντίπαλοί του σε αγώνα δρόμου ήθελαν να τον αποκλείσουν με τον ισχυρισμό πως ο αγώνας δεν είναι για βαρβάρους αθλητές, αλλά για Έλληνες. Κι ο Αλέξανδρος, επειδή απέδειξε πως η καταγωγή του ήταν από το Άργος κι οι κριτές παραδέχτηκαν πως είναι Έλληνας, πήρε μέρος στο αγώνισμα δρόμου ενός σταδίου και τερμάτισε στον ίδιο χρόνο με τον πρώτο. Κάπως έτσι λοιπόν έγιναν αυτά.
[5.23.1] Κι ο Μεγάβαζος φέρνοντας μαζί του τους Παίονες έφτασε στον Ελλήσποντο κι αποκεί, περνώντας στην απέναντι ακτή, έφτασε στις Σάρδεις. Κι ο Ιστιαίος ο Μιλήσιος οχύρωνε κιόλας με τείχος τη χώρα που ύστερ᾽ από αίτημά του τού την έκανε δώρο ο Δαρείος αμείβοντάς τον για τη φρούρηση της πλωτής γέφυρας· κι η χώρα αυτή βρίσκεται στην περιοχή του ποταμού Στρυμόνα κι ονομάζεται Μύρκινος. Λοιπόν ο Μεγάβαζος έμαθε αυτά που έκανε ο Ιστιαίος και, μόλις έφτασε στις Σάρδεις φέρνοντας μαζί του τους Παίονες, έλεγε στον Δαρείο τα εξής: [5.23.2] «Βασιλιά μου, τί είναι αυτό που έκανες, σ᾽ έναν Έλληνα άξιο και σοφό να του δώσεις να ιδρύσει πόλη στη Θράκη, που έχει και άφθονη ξυλεία, καλή για ναυπήγηση, πολλά ξύλα για κουπιά και μεταλλεία με ασήμι κι όπου γύρω γύρω ζει μεγάλο πλήθος Ελλήνων και μεγάλο βαρβάρων που, έτσι κι αποχτήσουν ηγέτη, θα εκτελούν κάθε διαταγή του, μέρα και νύχτα; [5.23.3] Σταμάτησε λοιπόν εσύ αυτές τις επιχειρήσεις του, για να μη μπλέξεις με πόλεμο μέσα στην επικράτειά σου· στείλε και κάλεσέ τον με καλό τρόπο και σταμάτησέ τον· κι όταν τον βάλεις στο χέρι σου, κάνε έτσι ώστε να μη ξαναγυρίσει εκείνος σε Έλληνες!»
[5.24.1] Μ᾽ αυτά τα λόγια εύκολα έπεισε ο Μεγάβαζος τον Δαρείο, γιατί του έδωσε την εντύπωση ότι σωστά προβλέπει το μέλλον. Κι ύστερα ο Δαρείος έστειλε αγγελιοφόρο στη Μύρκινο κι έλεγε τα εξής: «Ιστιαίε, ο βασιλιάς Δαρείος λέει τ᾽ ακόλουθα: Εγώ όσο συλλογίζομαι δε βρίσκω κανένα άνθρωπο πιο αφοσιωμένο στο πρόσωπο και στα συμφέροντά μου όσο εσένα, και μάλιστα το κατάλαβα και το ξέρω από τα έργα σου κι όχι από λόγια. [5.24.2] Τώρα λοιπόν, γιατί έχω στο νου μου να καταπιαστώ με μεγάλα σχέδια, το χωρίς άλλο έλα εδώ, για να έχω τη γνώμη σου γι᾽ αυτά». Κι ο Ιστιαίος δίνοντας πίστη σ᾽ αυτά τα λόγια και θεωρώντας μεγάλη τιμή να γίνει σύμβουλος του βασιλιά, έφτασε στις Σάρδεις. [5.24.3] Λοιπόν μόλις έφτασε του έλεγε ο Δαρείος τα εξής: «Ιστιαίε, εγώ έστειλα και σε κάλεσα γι᾽ αυτό το λόγο: από τη στιγμή που γύρισα από τους Σκύθες και σ᾽ έχασα από τα μάτια μου, τίποτα άλλο τόσο σύντομα δεν ένιωσα πως μου λείπει πιο πολύ όσο η δική σου παρουσία και η συζήτηση μαζί σου, γιατί κατάλαβα πως δεν υπάρχει στον κόσμο πιο πολύτιμο πράμα από ένα φίλο μυαλωμένο και καλόβολο, αρετές που και τις δυο τις έδειξες στις δικές μου υποθέσεις — το ξέρω και μπορώ να το βεβαιώσω. [5.24.4] Τώρα λοιπόν καλωσορίζω τον ερχομό σου και σου κάνω την εξής πρόταση: τη Μίλητο και τη νεόχτιστη πόλη στη Θράκη άφησέ τες, κι ακολούθησέ με στα Σούσα, να ᾽χεις όλα τα δικά μου δικά σου, σύντροφος στο τραπέζι και σύμβουλός μου».

Καθαρεύουσα
[5.13.1] θωμάζων δὲ ὁ Δαρεῖος τά τε ἤκουσε ἐκ τῶν κατασκόπων καὶ τὰ αὐτὸς ὥρα, ἄγειν αὐτὴν ἐκέλευσε ἑωυτῷ ἐς ὄψιν. ὡς δὲ ἄχθη, παρῆσαν καὶ οἱ ἀδελφεοὶ αὐτῆς οὔ κῃ πρόσω σκοπιὴν ἔχοντες τούτων. εἰρωτῶντος δὲ τοῦ Δαρείου ὁποδαπὴ εἴη, ἔφασαν οἱ νεηνίσκοι εἶναι Παίονες καὶ ἐκείνην εἶναι σφέων ἀδελφεήν. [5.13.2] ὁ δ᾽ ἀμείβετο, τίνες τε οἱ Παίονες ἄνθρωποί εἰσι καὶ κοῦ γῆς οἰκημένοι, καὶ τί κεῖνοι ἐθέλοντες ἔλθοιεν ἐς Σάρδις. οἱ δέ οἱ ἔφραζον ὡς ἔλθοιεν μὲν ἐκείνῳ δώσοντες σφέας αὐτούς, εἴη δὲ ἡ Παιονίη ἐπὶ τῷ Στρυμόνι ποταμῷ πεπολισμένη, ὁ δὲ Στρυμὼν οὐ πρόσω τοῦ Ἑλλησπόντου, εἴησαν δὲ Τευκρῶν τῶν ἐκ Τροίης ἄποικοι. [5.13.3] οἱ μὲν δὴ ταῦτα ἕκαστα ἔλεγον, ὁ δὲ εἰρώτα εἰ καὶ πᾶσαι αὐτόθι αἱ γυναῖκες εἴησαν οὕτω ἐργάτιδες. οἱ δὲ καὶ τοῦτο ἔφασαν προθύμως οὕτω ἔχειν· αὐτοῦ γὰρ ὦν τούτου εἵνεκα καὶ ἐποιέετο. [5.14.1] ἐνθαῦτα Δαρεῖος γράφει γράμματα Μεγαβάζῳ, τὸν ἔλιπε ἐν τῇ Θρηίκῃ στρατηγόν, ἐντελλόμενος ἐξαναστῆσαι ἐξ ἠθέων Παίονας καὶ παρ᾽ ἑωυτὸν ἀγαγεῖν καὶ αὐτοὺς καὶ τέκνα τε καὶ γυναῖκας αὐτῶν. [5.14.2] αὐτίκα δὲ ἱππεὺς ἔθεε φέρων τὴν ἀγγελίην ἐπὶ τὸν Ἑλλήσποντον, περαιωθεὶς δὲ διδοῖ τὸ βυβλίον τῷ Μεγαβάζῳ. ὁ δὲ ἐπιλεξάμενος καὶ λαβὼν ἡγεμόνας ἐκ τῆς Θρηίκης ἐστρατεύετο ἐπὶ τὴν Παιονίην. [5.15.1] πυθόμενοι δὲ οἱ Παίονες τοὺς Πέρσας ἐπὶ σφέας ἰέναι, ἁλισθέντες ἐξεστρατεύσαντο πρὸς θαλάσσης, δοκέοντες ταύτῃ ἐπιχειρήσειν τοὺς Πέρσας ἐσβάλλοντας. [5.15.2] οἱ μὲν δὴ Παίονες ἦσαν ἕτοιμοι τὸν Μεγαβάζου στρατὸν ἐπιόντα ἐρύκειν, οἱ δὲ Πέρσαι πυθόμενοι συναλίσθαι τοὺς Παίονας καὶ τὴν πρὸς θαλάσσης ἐσβολὴν φυλάσσοντας, ἔχοντες ἡγεμόνας τὴν ἄνω ὁδὸν τράπονται, λαθόντες δὲ τοὺς Παίονας ἐσπίπτουσι ἐς τὰς πόλις αὐτῶν, ἐούσας ἀνδρῶν ἐρήμους· οἷα δὲ κεινῇσι ἐπιπεσόντες εὐπετέως κατέσχον. [5.15.3] οἱ δὲ Παίονες ὡς ἐπύθοντο ἐχομένας τὰς πόλιας, αὐτίκα διασκεδασθέντες κατ᾽ ἑωυτοὺς ἕκαστοι ἐτράποντο καὶ παρεδίδοσαν σφέας αὐτοὺς τοῖσι Πέρσῃσι. οὕτω δὴ Παιόνων Σιριοπαίονές τε καὶ Παιόπλαι καὶ οἱ μέχρι τῆς Πρασιάδος λίμνης ἐξ ἠθέων ἐξαναστάντες ἤγοντο ἐς τὴν Ἀσίην. [5.16.1] οἱ δὲ περὶ τὸ Πάγγαιον ὄρος [καὶ Δόβηρας καὶ Ἀγριᾶνας καὶ Ὀδομάντους] καὶ αὐτὴν τὴν λίμνην τὴν Πρασιάδα οὐκ ἐχειρώθησαν ἀρχὴν ὑπὸ Μεγαβάζου. ἐπειρήθη δὲ καὶ τοὺς ἐν τῇ λίμνῃ κατοικημένους ἐξαιρέειν ὧδε· ἴκρια ἐπὶ σταυρῶν ὑψηλῶν ἐζευγμένα ἐν μέσῃ ἕστηκε τῇ λίμνῃ, ἔσοδον ἐκ τῆς ἠπείρου στεινὴν ἔχοντα μιῇ γεφύρῃ. [5.16.2] τοὺς δὲ σταυροὺς τοὺς ὑπεστεῶτας τοῖσι ἰκρίοισι τὸ μέν κου ἀρχαῖον ἔστησαν κοινῇ πάντες οἱ πολιῆται, μετὰ δὲ νόμῳ χρεώμενοι ἱστᾶσι τοιῷδε· κομίζοντες ἐξ ὄρεος τῷ οὔνομά ἐστι Ὄρβηλος κατὰ γυναῖκα ἑκάστην ὁ γαμέων τρεῖς σταυροὺς ὑπίστησι· ἄγεται δὲ ἕκαστος συχνὰς γυναῖκας. [5.16.3] οἰκέουσι δὲ τοιοῦτον τρόπον, κρατέων ἕκαστος ἐπὶ τῶν ἰκρίων καλύβης τε ἐν τῇ διαιτᾶται καὶ θύρης καταπακτῆς διὰ τῶν ἰκρίων κάτω φερούσης ἐς τὴν λίμνην. τὰ δὲ νήπια παιδία δέουσι τοῦ ποδὸς σπάρτῳ, μὴ κατακυλισθῇ δειμαίνοντες. [5.16.4] τοῖσι δὲ ἵπποισι καὶ τοῖσι ὑποζυγίοισι παρέχουσι χόρτον ἰχθῦς· τῶν δὲ πλῆθός ἐστι τοσοῦτο ὥστε, ὅταν τὴν θύρην τὴν καταπακτὴν ἀνακλίνῃ, κατίει σχοινίῳ σπυρίδα κεινὴν ἐς τὴν λίμνην καὶ οὐ πολλόν τινα χρόνον ἐπισχὼν ἀνασπᾷ πλήρεα ἰχθύων. τῶν δὲ ἰχθύων ἐστὶ γένεα δύο, τοὺς καλέουσι πάπρακάς τε καὶ τίλωνας. [5.17.1] Παιόνων μὲν δὴ οἱ χειρωθέντες ἤγοντο ἐς τὴν Ἀσίην, Μεγάβαζος δὲ ὡς ἐχειρώσατο τοὺς Παίονας, πέμπει ἀγγέλους ἐς Μακεδονίην ἄνδρας ἑπτὰ Πέρσας, οἳ μετ᾽ αὐτὸν ἐκεῖνον ἦσαν δοκιμώτατοι ἐν τῷ στρατοπέδῳ. ἐπέμποντο δὲ οὗτοι παρὰ Ἀμύντην αἰτήσοντες γῆν τε καὶ ὕδωρ Δαρείῳ βασιλέϊ. [5.17.2] ἔστι δὲ ἐκ τῆς Πρασιάδος λίμνης σύντομος κάρτα ἐς τὴν Μακεδονίην. πρῶτα μὲν γὰρ ἔχεται τῆς λίμνης τὸ μέταλλον ἐξ οὗ ὕστερον τούτων τάλαντον ἀργυρίου Ἀλεξάνδρῳ ἡμέρης ἑκάστης ἐφοίτα, μετὰ δὲ τὸ μέταλλον Δύσωρον καλεόμενον ὄρος ὑπερβάντι εἶναι ἐν Μακεδονίῃ. [5.18.1] οἱ ὦν Πέρσαι οἱ πεμφθέντες οὗτοι παρὰ τὸν Ἀμύντην ὡς ἀπίκοντο, αἴτεον ἐλθόντες ἐς ὄψιν τὴν Ἀμύντεω Δαρείῳ βασιλέϊ γῆν τε καὶ ὕδωρ. ὁ δὲ ταῦτά τε ἐδίδου καί σφεας ἐπὶ ξείνια καλέει, παρασκευασάμενος δὲ δεῖπνον μεγαλοπρεπὲς ἐδέκετο τοὺς Πέρσας φιλοφρόνως. [5.18.2] ὡς δὲ ἀπὸ δείπνου ἐγίνοντο, διαπίνοντες εἶπαν οἱ Πέρσαι τάδε· Ξεῖνε Μακεδών, ἡμῖν νόμος ἐστὶ τοῖσι Πέρσῃσι, ἐπεὰν δεῖπνον προτιθώμεθα μέγα, τότε καὶ τὰς παλλακὰς καὶ τὰς κουριδίας γυναῖκας ἐσάγεσθαι παρέδρους· σύ νυν, ἐπεί περ προθύμως μὲν ἐδέξαο, μεγάλως δὲ ξεινίζεις, διδοῖς τε βασιλέϊ Δαρείῳ γῆν τε καὶ ὕδωρ, ἕπεο νόμῳ τῷ ἡμετέρῳ. [5.18.3] εἶπε πρὸς ταῦτα Ἀμύντης· Ὦ Πέρσαι, νόμος μὲν ἡμῖν γέ ἐστι οὐκ οὗτος, ἀλλὰ κεχωρίσθαι ἄνδρας γυναικῶν· ἐπείτε δὲ ὑμεῖς ἐόντες δεσπόται προσχρηίζετε τούτων, παρέσται ὑμῖν καὶ ταῦτα. εἴπας τοσαῦτα ὁ Ἀμύντης μετεπέμπετο τὰς γυναῖκας. αἱ δ᾽ ἐπείτε καλεόμεναι ἦλθον, ἐπεξῆς ἀντίαι ἵζοντο τοῖσι Πέρσῃσι. [5.18.4] ἐνθαῦτα οἱ Πέρσαι ἰδόμενοι γυναῖκας εὐμόρφους ἔλεγον πρὸς Ἀμύντην φάμενοι τὸ ποιηθὲν τοῦτο οὐδὲν εἶναι σοφόν· κρέσσον γὰρ εἶναι ἀρχῆθεν μὴ ἐλθεῖν τὰς γυναῖκας ἢ ἐλθούσας καὶ μὴ παριζομένας ἀντίας ἵζεσθαι ἀλγηδόνας σφίσι ὀφθαλμῶν. [5.18.5] ἀναγκαζόμενος δὲ ὁ Ἀμύντης ἐκέλευε παρίζειν· πειθομένων δὲ τῶν γυναικῶν αὐτίκα οἱ Πέρσαι μαστῶν τε ἅπτοντο οἷα πλεόνως οἰνωμένοι καί κού τις καὶ φιλέειν ἐπειρᾶτο. [5.19.1] Ἀμύντης μὲν δὴ ταῦτα ὁρέων ἀτρέμας εἶχε, καίπερ δυσφορέων, οἷα ὑπερδειμαίνων τοὺς Πέρσας· Ἀλέξανδρος δὲ ὁ Ἀμύντεω παρεών τε καὶ ὁρῶν ταῦτα, ἅτε νέος τε ἐὼν καὶ κακῶν ἀπαθής, οὐδαμῶς ἔτι κατέχειν οἷός τε ἦν, ὥστε δὲ βαρέως φέρων εἶπε πρὸς Ἀμύντην τάδε· Σὺ μέν, ὦ πάτερ, εἶκε τῇ ἡλικίῃ ἀπιών τε ἀναπαύεο μηδὲ λιπάρεε τῇ πόσι· ἐγὼ δὲ προσμένων αὐτοῦ τῇδε πάντα τὰ ἐπιτήδεα παρέξω τοῖσι ξείνοισι. [5.19.2] πρὸς ταῦτα συνιεὶς Ἀμύντης ὅτι νεώτερα πρήγματα πρήξειν μέλλοι Ἀλέξανδρος, λέγει· Ὦ παῖ, σχεδὸν γάρ σευ ἀνακαιομένου συνίημι τοὺς λόγους, ὅτι ἐθέλεις ἐμὲ ἐκπέμψας ποιέειν τι νεώτερον· ἐγὼ ὦν σευ χρηίζω μηδὲν νεοχμῶσαι κατ᾽ ἄνδρας τούτους, ἵνα μὴ ἐξεργάσῃ ἡμέας, ἀλλὰ ἀνέχευ ὁρέων τὰ ποιεύμενα· ἀμφὶ δὲ ἀπόδῳ τῇ ἐμῇ πείσομαί τοι. [5.20.1] ὡς δὲ ὁ Ἀμύντης χρηίσας τούτων οἰχώκεε, λέγει ὁ Ἀλέξανδρος πρὸς τοὺς Πέρσας· Γυναικῶν τουτέων, ὦ ξεῖνοι, ἔστι ὑμῖν πολλή εὐπετείη, καὶ εἰ πάσῃσι βούλεσθε μίσγεσθαι καὶ ὁκόσῃσι ὦν αὐτέων. [5.20.2] τούτου μὲν πέρι αὐτοὶ ἀποσημανέετε· νῦν δέ, σχεδὸν γὰρ ἤδη τῆς κοίτης ὥρη προσέρχεται ὑμῖν καὶ καλῶς ἔχοντας ὑμέας ὁρέω μέθης, γυναῖκας ταύτας, εἰ ὑμῖν φίλον ἐστί, ἄφετε λούσασθαι, λουσαμένας δὲ ὀπίσω προσδέκεσθε. [5.20.3] εἴπας ταῦτα, συνέπαινοι γὰρ ἦσαν οἱ Πέρσαι, γυναῖκας μὲν ἐξελθούσας ἀπέπεμπε ἐς τὴν γυναικηίην, αὐτὸς δὲ ὁ Ἀλέξανδρος ἴσους τῇσι γυναιξὶ ἀριθμὸν ἄνδρας λειογενείους τῇ τῶν γυναικῶν ἐσθῆτι σκευάσας καὶ ἐγχειρίδια δοὺς παρῆγε ἔσω, παράγων δὲ τούτους ἔλεγε τοῖσι Πέρσῃσι τάδε· [5.20.4] Ὦ Πέρσαι, οἴκατε πανδαισίῃ τελείῃ ἱστιῆσθαι· τά τε γὰρ ἄλλα ὅσα εἴχομεν, καὶ πρὸς τὰ οἷά τε ἦν ἐξευρόντας παρέχειν, πάντα ὑμῖν πάρεστι, καὶ δὴ καὶ τόδε τὸ πάντων μέγιστον, τάς τε ἑωυτῶν μητέρας καὶ τὰς ἀδελφεὰς ἐπιδαψιλευόμεθα ὑμῖν, ὡς παντελέως μάθητε τιμώμενοι πρὸς ἡμέων τῶν πέρ ἐστε ἄξιοι, πρὸς δὲ καὶ βασιλέϊ τῷ πέμψαντι ἀπαγγείλητε ὡς ἀνὴρ Ἕλλην, Μακεδόνων ὕπαρχος, εὖ ὑμέας ἐδέξατο καὶ τραπέζῃ καὶ κοίτῃ. [5.20.5] ταῦτα εἴπας Ἀλέξανδρος παρίζει Πέρσῃ ἀνδρὶ ἄνδρα Μακεδόνα ὡς γυναῖκα τῷ λόγῳ· οἱ δέ, ἐπείτε σφέων οἱ Πέρσαι ψαύειν ἐπειρῶντο, διεργάζοντο αὐτούς.
[5.21.1] Καὶ οὗτοι μὲν τούτῳ τῷ μόρῳ διεφθάρησαν, καὶ αὐτοὶ καὶ ἡ θεραπηίη αὐτῶν· εἵπετο γὰρ δή σφι καὶ ὀχήματα καὶ θεράποντες καὶ ἡ πᾶσα πολλὴ παρασκευή· πάντα δὴ ταῦτα ἅμα πᾶσι ἐκείνοισι ἠφάνιστο. [5.21.2] μετὰ δὲ χρόνῳ οὐ πολλῷ ὕστερον ζήτησις τῶν ἀνδρῶν τούτων μεγάλη ἐκ τῶν Περσέων ἐγίνετο, καί σφεας Ἀλέξανδρος κατέλαβε σοφίῃ, χρήματά τε δοὺς πολλὰ καὶ τὴν ἑωυτοῦ ἀδελφεὴν τῇ οὔνομα ἦν Γυγαίη· δοὺς δὲ ταῦτα κατέλαβε ὁ Ἀλέξανδρος Βουβάρῃ ἀνδρὶ Πέρσῃ, τῶν διζημένων τοὺς ἀπολομένους τῷ στρατηγῷ. ὁ μέν νυν τῶν Περσέων τούτων θάνατος οὕτω καταλαμφθεὶς ἐσιγήθη. [5.22.1] Ἕλληνας δὲ εἶναι τούτους τοὺς ἀπὸ Περδίκκεω γεγονότας, κατά περ αὐτοὶ λέγουσι, αὐτός τε οὕτω τυγχάνω ἐπιστάμενος καὶ δὴ καὶ ἐν τοῖσι ὄπισθε λόγοισι ἀποδέξω ὡς εἰσὶ Ἕλληνες, πρὸς δὲ καὶ οἱ τὸν ἐν Ὀλυμπίῃ διέποντες ἀγῶνα Ἑλλήνων οὕτω ἔγνωσαν εἶναι. [5.22.2] Ἀλεξάνδρου γὰρ ἀεθλεύειν ἑλομένου καὶ καταβάντος ἐπ᾽ αὐτὸ τοῦτο οἱ ἀντιθευσόμενοι Ἑλλήνων ἔξεργόν μιν, φάμενοι οὐ βαρβάρων ἀγωνιστέων εἶναι τὸν ἀγῶνα ἀλλὰ Ἑλλήνων. Ἀλέξανδρος δὲ ἐπειδὴ ἀπέδεξε ὡς εἴη Ἀργεῖος, ἐκρίθη τε εἶναι Ἕλλην καὶ ἀγωνιζόμενος στάδιον συνεξέπιπτε τῷ πρώτῳ. ταῦτα μέν νυν οὕτω κῃ ἐγένετο.
[5.23.1] Μεγάβαζος δὲ ἄγων τοὺς Παίονας ἀπίκετο ἐπὶ τὸν Ἑλλήσποντον, ἐνθεῦτεν δὲ διαπεραιωθεὶς ἀπίκετο ἐς τὰς Σάρδις. ἅτε δὲ τειχέοντος ἤδη Ἱστιαίου τοῦ Μιλησίου τὴν παρὰ Δαρείου αἰτήσας ἔτυχε μισθὸν δωρεὴν φυλακῆς τῆς σχεδίης, ἐόντος δὲ τοῦ χώρου τούτου παρὰ Στρυμόνα ποταμόν, τῷ οὔνομά ἐστι Μύρκινος, μαθὼν ὁ Μεγάβαζος τὸ ποιεύμενον ἐκ τοῦ Ἱστιαίου, ὡς ἦλθε τάχιστα ἐς τὰς Σάρδις ἄγων τοὺς Παίονας, ἔλεγε Δαρείῳ τάδε· [5.23.2] Ὦ βασιλεῦ, κοῖόν τι χρῆμα ἐποίησας, ἀνδρὶ Ἕλληνι δεινῷ τε καὶ σοφῷ δοὺς ἐγκτίσασθαι πόλιν ἐν Θρηίκῃ, ἵνα ἴδη τε ναυπηγήσιμός ἐστι ἄφθονος καὶ πολλοὶ κωπέες καὶ μέταλλα ἀργύρεα, ὅμιλός τε πολλὸς μὲν Ἕλλην περιοικέει, πολλὸς δὲ βάρβαρος, οἳ προστάτεω ἐπιλαβόμενοι ποιήσουσι τοῦτο τὸ ἂν κεῖνος ἐξηγέηται καὶ ἡμέρης καὶ νυκτός. [5.23.3] σύ νυν τοῦτον τὸν ἄνδρα παῦσον ταῦτα ποιεῦντα, ἵνα μὴ οἰκηίῳ πολέμῳ συνέχῃ. τρόπῳ δὲ ἠπίῳ μεταπεμψάμενος παῦσον· ἐπεὰν δὲ αὐτὸν περιλάβῃς, ποιέειν ὅκως μηκέτι κεῖνος ἐς Ἕλληνας ἀπίξεται. [5.24.1] ταῦτα λέγων ὁ Μεγάβαζος εὐπετέως ἔπειθε Δαρεῖον ὡς εὖ προορῶν τὸ μέλλον γίνεσθαι. μετὰ δὲ πέμψας ἄγγελον ἐς τὴν Μύρκινον ὁ Δαρεῖος ἔλεγε τάδε· Ἱστιαῖε, βασιλεὺς Δαρεῖος τάδε λέγει· ἐγὼ φροντίζων εὑρίσκω ἐμοί τε καὶ τοῖσι ἐμοῖσι πρήγμασι εἶναι οὐδένα σευ ἄνδρα εὐνοέστερον, τοῦτο δὲ οὐ λόγοισι ἀλλ᾽ ἔργοισι οἶδα μαθών. [5.24.2] νῦν ὦν, ἐπινοέω γὰρ πρήγματα μεγάλα κατεργάσασθαι, ἀπικνέο μοι πάντως, ἵνα τοι αὐτὰ ὑπερθέωμαι. τούτοισι τοῖσι ἔπεσι πιστεύσας ὁ Ἱστιαῖος καὶ ἅμα μέγα ποιεύμενος βασιλέος σύμβουλος γενέσθαι ἀπίκετο ἐς τὰς Σάρδις. [5.24.3] ἀπικομένῳ δέ οἱ ἔλεγε Δαρεῖος τάδε· Ἱστιαῖε, ἐγώ σε μετεπεμψάμην τῶνδε εἵνεκεν· ἐπείτε τάχιστα ἐνόστησα ἀπὸ Σκυθέων καὶ σύ μοι ἐγένεο ἐξ ὀφθαλμῶν, οὐδέν κω ἄλλο χρῆμα οὕτω ἐν βραχέϊ ἐπεζήτησα ὡς σὲ ἰδεῖν τε καὶ ἐς λόγους μοι ἀπικέσθαι, ἐγνωκὼς ὅτι κτημάτων πάντων ἐστὶ τιμιώτατον ἀνὴρ φίλος συνετός τε καὶ εὔνοος, τά τοι ἐγὼ καὶ ἀμφότερα συνειδὼς ἔχω μαρτυρέειν ἐς πρήγματα τὰ ἐμά. [5.24.4] νῦν ὦν, εὖ γὰρ ἐποίησας ἀπικόμενος, τάδε τοι ἐγὼ προτείνομαι· Μίλητον μὲν ἔα καὶ τὴν νεόκτιστον ἐν Θρηίκῃ πόλιν, σὺ δέ μοι ἑπόμενος ἐς Σοῦσα ἔχε τά περ ἂν ἐγὼ ἔχω, ἐμός τε σύσσιτος ἐὼν καὶ σύμβουλος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου