Σάββατο 22 Απριλίου 2023

Οι Στρυμόνας στη τραγωδία Αγαμέμνων του Αισχύλου, 458 π.Χ

Αγαμέμνων του Αισχύλου,

Οι Στρυμόνιοι στη τραγωδία Αγαμέμνων του Αισχύλου, 458 π.Χ

Η τραγωδία Αγαμέμνων του Αισχύλου, αποτελεί το πρώτο έργο της «Ορέστειας» (458 π.Χ.), της μοναδικής σωζόμενης αρχαίας τριλογίας. Τα άλλα δύο είναι οι Ευμενίδες και οι Χοηφόροι. 

Ο Δίας —όποιος κι αν είναι— αν μ᾽ αυτό
τ᾽ όνομ᾽ αρέσει να τον λένε,
μ᾽ αυτό κι εγώ τον ονομάζω·
όλα στη στάθμη τ᾽ απεικάζω
κι έξω απ᾽ το Δία δε βρίσκω κι άλλο
για να μπορέσω αν πρέπει αλήθεια
μες απ᾽ τα στήθια
το βάρος της αμφιβολίας να βγάλω.

Ούδ᾽ όποιος ήτανε μεγάλος πριν
κι ακατανίκητος θρασομανούσε,
170ούτ᾽ αν υπήρξε θα μνημονευτεί·
κι όποιος κατόπιν ήρθε, βρήκε
τον τρεις φορές του νικητή και πήγε·
μα όποιος απ᾽ όλη την καρδιά
του Δία τα επινίκεια ψάλλει,
της γνώσης τον καρπό τρυγά.

Αυτός στον άνθρωπο άνοιξε το δρόμο
της φρόνησης κι έβαλε νόμο: πάθος μάθος·
αυτός, ως και στον ύπνο, στην καρδιά μας
180στάζει τον πόνο, που θυμίζει
με τρόμο τα παθήματά μας
κι αθέλητα μας συνετίζει.
μα αλήθεια, χάρη ᾽ναι και μόνο
που κυβερνούν μ᾽ αυστηροσύνη
οι θεοί τον κόσμο απ᾽ το ψηλό τους θρόνο.

Λοιπόν και τότε ο πιο μεγάλος ο αρχηγός
του Αχαϊκού του στόλου, δίχως να τα βάλει
με μάντη του κανένα, πήγε σύμφωνος
μ᾽ όπου η ανάντια μοίρα του τον βγάλει
— όταν καιροί αταξίδευτοι άρχισαν
αδειάζοντας τ᾽ αμπάρια
να τυραγνούνε των Ελλήνων το στρατό
190και στη Χαλκίδα εμπρός, μες στο στενό
κρατούσαν της Αυλίδας τα καράβια.


Κι άνεμοι απ᾽ το Στρυμόνα πλάκωσαν
κι οι άντρες κακόσχολοι και πεινασμένοι
απ᾽ τ᾽ άθλια αραξοβόλια τριγυρνούσανε
απάνω κάτω σκορπισμένοι·
δίχως ζημιά δε μένανε
ούτε σκαριά ούτε παλαμάρια
κι ατέλειωτ᾽ απ᾽ αναβολή σ᾽ αναβολή
η πλήξη τρώει τα παλληκάρια. —
200Μα όταν κι απ᾽ την πικρή κακοκαιριά
βαρύτερ᾽ είπε ο μάντης γιατρειά
πως της Αρτέμιδας οι οργές ζητούνε,
τα σκήπτρα τους στη γης βροντούν
οι Ατρείδες και τα δάκρυα δεν κρατούνε.

Κι ο πιο μεγάλος λέει τότε ο βασιλιάς:
Μοίρα βαριά κι αν δεν το κάνω,
βαριά κι αν σφάξω εγώ την κόρη μου,
καμάρι των σπιτιών μου, και μιάνω
τα πατρικά μου χέρια, δίπλα στο βωμό,
210με το αίμα το παρθενικό της.
Ω συμφορά μου από παντού! μα πώς
να γίνω λιποτάκτης και προδότης
της συμμαχίας; κι αν για να σταθούν
οι άνεμοι, μ᾽ όλη την καρδιά κανένας
και μ᾽ όλη την ψυχή του επιθυμά
το αίμα και τη θυσία της παρθένας,
δε μπορεί κρίμα να γραφεί… Και σε καλό ας μας βγει!

Και μια που μπήκε στης ανάγκης το ζυγό
κι άνεμος δυσσεβείας του γύρισε το νου του,
220ούτε όσιο λογαριάζει πια, ούτε ιερό
και τον νικά η αποκοτιά του λογισμού του.
γιατί το πρώτο βήμα στο άθλιο το κακό
αχρείος είναι σύμβουλος κι απομωραίνει
του ανθρώπου τα συλλογικά.
Κι έτσι λοιπόν θυσιαστής τολμά
της κόρης του να γίνει, για να βγάλει πέρα
μιανής γυναίκας πόλεμον εκδικητή
και πρίμο στα καράβια τους να κάμει αγέρα.

Φωνές και παρακάλια στον πατέρα της,
για τίποτε, κι ουδέ τα τρυφερά της νιάτα
230οι πολεμόχαροι αρχηγοί δε λόγιασαν,
μα ο ίδιος στους δούλους έδωσε τη διάτα,
μετά ᾽πο την ευχή, ο πατέρας της
σα ρίφι πάν᾽ απ᾽ το βωμό, περιζωσμένη
σφιχτά μέσα στους πέπλους και στη γη
προύμυτα μ᾽ όλη της τη δύναμη πεσμένη,
ψηλά να τη σηκώσουν, φράζοντας
καλά το έμορφο στόμα, μήπως βγει
κατάρα για τα σπίτια του οργισμένη,


Καθαρεύουσα
Ζεύς, ὅστις ποτ᾽ ἐστίν, εἰ τόδ᾽ αὐ- [στρ. β] 160
τῷ φίλον κεκλημένῳ,
τοῦτό νιν προσεννέπω.
οὐκ ἔχω προσεικάσαι
πάντ᾽ ἐπισταθμώμενος
165πλὴν Διός, εἰ τὸ μάταν ἀπὸ φροντίδος ἄχθος
χρὴ βαλεῖν ἐτητύμως.

οὐδ᾽ ὅστις πάροιθεν ἦν μέγας, [ἀντ. β]
παμμάχῳ θράσει βρύων,
170οὐδὲ λέξεται πρὶν ὤν·
ὃς δ᾽ ἔπειτ᾽ ἔφυ, τρια-
κτῆρος οἴχεται τυχών.
Ζῆνα δέ τις προφρόνως ἐπινίκια κλάζων
175τεύξεται φρενῶν τὸ πᾶν,

τὸν φρονεῖν βροτοὺς ὁδώ- [στρ. γ]
σαντα, τὸν πάθει μάθος
θέντα κυρίως ἔχειν.
στάζει δ᾽ ἀνθ᾽ ὕπνου πρὸ καρδίας
180μνησιπήμων πόνος· καὶ παρ᾽ ἄ-
κοντας ἦλθε σωφρονεῖν.
δαιμόνων δέ που χάρις βίαιος
σέλμα σεμνὸν ἡμένων.

καὶ τόθ᾽ ἡγεμὼν ὁ πρέ- [ἀντ. γ]
185σβυς νεῶν Ἀχαιικῶν,
μάντιν οὔτινα ψέγων,
ἐμπαίοις τύχαισι συμπνέων,
εὖτ᾽ ἀπλοίᾳ κεναγγεῖ βαρύ-
νοντ᾽ Ἀχαιικὸς λεώς,
190Χαλκίδος πέραν ἔχων παλιρρό-
χθοις ἐν Αὐλίδος τόποις·

πνοαὶ δ᾽ ἀπὸ Στρυμόνος μολοῦσαι [στρ. δ]
κακόσχολοι, νήστιδες, δύσορμοι,
βροτῶν ἄλαι,
195ναῶν ‹τε› καὶ πεισμάτων ἀφειδεῖς,
παλιμμήκη χρόνον τιθεῖσαι
τρίβῳ κατέξαινον ἄνθος Ἀργεί-
ων· ἐπεὶ δὲ καὶ πικροῦ
χείματος ἄλλο μῆχαρ
200βριθύτερον πρόμοισιν
μάντις ἔκλαγξεν
προφέρων Ἄρτεμιν, ὥστε χθόνα βάκτροις
ἐπικρούσαντας Ἀτρείδας
δάκρυ μὴ κατασχεῖν·

ἄναξ δ᾽ ὁ πρέσβυς τόδ᾽ εἶπε φωνῶν· [ἀντ. δ] 205
«βαρεῖα μὲν κὴρ τὸ μὴ πιθέσθαι,
βαρεῖα δ᾽, εἰ
τέκνον δαΐξω, δόμων ἄγαλμα,
μιαίνων παρθενοσφάγοισιν
210ῥείθροις πατρῴους χέρας πέλας βω-
μοῦ. τί τῶνδ᾽ ἄνευ κακῶν;
πῶς λιπόναυς γένωμαι
ξυμμαχίας ἁμαρτών;
παυσανέμου γὰρ
215θυσίας παρθενίου θ᾽ αἵματος ὀργᾷ
περιόργως ἐπιθυμεῖν
θέμις. εὖ γὰρ εἴη.»

ἐπεὶ δ᾽ ἀνάγκας ἔδυ λέπαδνον [στρ. ε]
φρενὸς πνέων δυσσεβῆ τροπαίαν
220ἄναγνον, ἀνίερον, τόθεν
τὸ παντότολμον φρονεῖν μετέγνω.
βροτοὺς θρασύνει γὰρ αἰσχρόμητις
τάλαινα παρακοπὰ πρωτοπήμων.
ἔτλα δ᾽ οὖν θυτὴρ γενέσθαι
225θυγατρός, γυναικοποίνων
πολέμων ἀρωγὰν
καὶ προτέλεια ναῶν.

λιτὰς δὲ καὶ κληδόνας πατρῴους [ἀντ. ε]
παρ᾽ οὐδὲν αἰῶ τε παρθένειον
230ἔθεντο φιλόμαχοι βραβῆς.
φράσεν δ᾽ ἀόζοις πατὴρ μετ᾽ εὐχὰν
δίκαν χιμαίρας ὕπερθε βωμοῦ
πέπλοισι περιπετῆ παντὶ θυμῷ
προνωπῆ λαβεῖν ἀέρδην,
235στόματός τε καλλιπρῴρου
φυλακᾷ κατασχεῖν
φθόγγον ἀραῖον οἴκοις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου