Άγιος Ιουλιανός ο πρεσβύτερος Αγκύρας από τη Γαλατία, 12 Σεπτεμβρίου
Ο Άγιος Ιουλιανός έζησε κατά την εποχή της βασιλείας του Διοκλητιανού (284-305) και γεννήθηκε και ανατράφηκε στην πόλη των Γαλατών. Όταν ο Αντωνίνος έγινε ηγεμόνας της επαρχίας της Γαλατίας, άκουσε ότι ο Άγιος Ιουλιανός κρυβόταν σε μια σπηλιά μαζί με άλλους σαράντα και ότι ακολουθούσε τη θρησκεία των Χριστιανών. Αμέσως λοιπόν έστειλε άνδρες να τον συλλάβουν και να τον φέρουν στο δικαστήριο. Όσοι εστάλησαν τον βρήκαν μόνο του και προσπάθησαν να τον εξαναγκάσουν να τους αποκαλύψει πού βρίσκονταν οι υπόλοιποι. Ο Άγιος δεν πείστηκε, αλλά με δυνατή φωνή φώναξε στους συνάσκητές του: «Ιδού, με συνέλαβαν και πηγαίνω να μαρτυρήσω για τον Χριστό, χωρίς να σας προδώσω στους στρατιώτες που με ανάγκασαν βίαια να τους το αποκαλύψω. Σπεύσατε κι εσείς να έρθετε και να με ακολουθήσετε».
Όταν στάθηκε μπροστά στο βήμα του δικαστηρίου, ο Αντωνίνος είπε στον Μάρτυρα: «Σκέψου τι σε συμφέρει και έλα να θυσιάσεις στους θεούς». Τότε ο αθλητής του Χριστού απάντησε: «Έγινες για μένα, ω ηγεμόνα, άριστος σύμβουλος, έστω και παρά τη θέλησή σου. Διότι, φροντίζοντας το δικό μου συμφέρον, δεν βρίσκω τίποτα ανώτερο από το να πεθάνω για την ευσέβεια, με την οποία ανατράφηκα από τη βρεφική μου ηλικία». Όταν ο ηγεμόνας άκουσε αυτά, δεν θέλησε να τον εξετάσει περαιτέρω, αλλά διέταξε να θερμανθεί ένα σιδερένιο κρεβάτι μέχρι να τυλιχθεί στις φλόγες και να τοποθετηθεί πάνω του ανάσκελα ο αθλητής του Χριστού. Ο Μάρτυρας έκανε το σημείο του Τιμίου Σταυρού επάνω του και ανέβηκε στο κρεβάτι. Και – ω θαύμα! – Άγγελος Κυρίου δρόσισε το πυρωμένο κρεβάτι και φύλαξε τον Μάρτυρα αβλαβή.
Όταν ο Αντωνίνος είδε το θαύμα, καταλήφθηκε από κατάπληξη και άρχισε να ρωτά τον Άγιο: «Ποιος είσαι, ώστε νίκησες τόσο εύκολα τη φωτιά;» Ο Άγιος απάντησε: «Δούλος του Κυρίου είμαι· Ιουλιανός είναι τ’ όνομά μου». «Και ποιοι είναι οι γονείς σου;» ρώτησε ο Αντωνίνος. Ο Άγιος είπε: «Ο πατέρας μου έχει φύγει προς τον Κύριο και η μητέρα μου είναι γηραιά γυναίκα». Αμέσως τότε ο τύραννος διέταξε να φέρουν τη μητέρα του Αγίου μπροστά στο δικαστήριο. Ο Αντωνίνος την κοίταξε με αγριότητα και της είπε πειστικά: «Ω γυναίκα, πες στούτον τον κακό γιο σου να θυμιάσει τους θεούς με το θυμιατό. Διαφορετικά, ασύδοτοι στρατιώτες θα σε πάρουν και θα ατιμάσουν το σώμα σου». Η γενναία εκείνη γυναίκα, χωρίς να καταδικαστεί, απάντησε: «Την ψυχή μου θα την πάρεις, έστω κι αν ατιμάσεις το σώμα μου παρά τη θέλησή μου; Βεβαίως όχι. Εντούτοις, παίρνω θάρρος από τον Θεό μου ότι δεν θα με παραβλέψει ούτε θα επιτρέψει ποτέ να συμβεί αυτό σε μένα». Με αυτά τα λόγια ο Αντωνίνος χλώμιασε και την απέλυσε, ενώ τον γιο της, τον αθλητή Ιουλιανό, διέταξε να τον θανατώσουν με ξίφος.
Έτσι ο αγωνιστής της ευσέβειας οδηγήθηκε στο συνηθισμένο βουνό μαζί με τους δημίους, και ζήτησε απ’ αυτούς λίγο χρόνο να προσευχηθεί: «Σε ευχαριστώ, Κύριε, που με φύλαξες μέχρι τον θάνατο από την ατίμωση, στην ομολογία της πίστεως. Σε παρακαλώ, δώσε στους Χριστιανούς που θα παίρνουν χώμα από τον τάφο μου άφεση αμαρτιών και προφύλαξέ τους από συμφορές. Και ας μην έρθουν σε αυτά τα χωράφια καταστροφικά πουλιά ή ακρίδες ή οποιοδήποτε βλαβερό πλάσμα». Τέλος είπε: «Πάρε την ψυχή μου εν ειρήνη, Κύριε». Αμέσως ακούστηκε φωνή από τον ουρανό: «Οι πύλες σου άνοιξαν από τον Θεό, τον κριτή των αγώνων. Γι’ αυτό, αφού αγωνίστηκες δικαίως, εισήλθες». Αυτή τη φωνή την άκουσαν και οι σαράντα Χριστιανοί που είχαν κρυφτεί και, αφού ήρθαν στη ρίζα του βουνού, βρήκαν τον Μάρτυρα του Χριστού νεκρό. Τότε κι εκείνοι ομολόγησαν τον Χριστό μπροστά στους δημίους, συνελήφθησαν και δέθηκαν όλοι μαζί. Και με διαταγή του Αντωνίνου φυλακίστηκαν για να ανακριθούν κατόπιν.


