Η Μικρά Ασία και ο Ελληνισμός της κατά την Ρωμαϊκή-Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Η Μικρά Ασία υπό τη Ρωμαϊκή και αργότερα Βυζαντινή Αυτοκρατορία πέρασε από σημαντικές φάσεις ειρήνης και πολέμου. Κατά τους πρώτους τρεις αιώνες της Ρωμαϊκής διακυβέρνησης, η περιοχή γνώρισε ειρήνη και ευημερία, με οικονομική ανάπτυξη και πολιτική σταθερότητα. Η ρωμαϊκή παρουσία ενίσχυσε την ασφάλεια και επέτρεψε την άνθηση των πόλεων της Μικράς Ασίας, καθιστώντας την κεντρικό σημείο για το εμπόριο και τον πολιτισμό.
Ωστόσο, αυτή η περίοδος ακολούθησε από παρατεταμένες συγκρούσεις μεταξύ της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Βυζαντινής) και της Περσίας, που κορυφώθηκαν με τις νίκες του αυτοκράτορα Ηράκλειου κατά των Περσών. Αν και η εκστρατεία του Ηράκλειου το 628 οδήγησε στη διάλυση της Περσικής Αυτοκρατορίας, ο κίνδυνος δεν εξαλείφθηκε οριστικά. Σύντομα, νέες απειλές εμφανίστηκαν από τους Άραβες, οι οποίοι, μετά την εξάπλωση του Ισλάμ, εξαπέλυσαν επιδρομές στα ανατολικά βυζαντινά εδάφη.
Οι άραβες επιδρομείς απέτυχαν να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη παρά τις πολιορκίες τους (672-717), όμως η συνεχιζόμενη πίεση στην περιοχή της Μικράς Ασίας είχε ως αποτέλεσμα την εξασθένιση του Βυζαντινού ελέγχου. Αν και η περιοχή παρέμεινε υπό βυζαντινή κυριαρχία μέσω του συστήματος των θεμάτων, οι εισβολές και οι επιδρομές προκάλεσαν σοβαρές καταστροφές, ιδιαίτερα στα χριστιανικά κράτη της Αρμενίας. Οι Άραβες αργότερα αντικαταστάθηκαν ως κύριοι αντίπαλοι των Βυζαντινών από τους Σελτζούκους Τούρκους, οι οποίοι τελικά κατέκτησαν μεγάλο μέρος της Ανατολίας.
Ο Ναός της του Θεού Σοφίας στη Νίκαια της Μικράς Ασίας, όπου συνήλθε η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος το 787.
Οι Μικρασιάτες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη στρατιωτική και αμυντική διατήρηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με σημαντική συνεισφορά στρατηγών, στρατιωτών και των ακρίτων, που υπερασπίζονταν τα ανατολικά σύνορα. Ο στρατιωτικός τους ρόλος ήταν τόσο σημαντικός που η Αυτοκρατορία διατήρησε την επιρροή και την ισχύ της για σχεδόν μια χιλιετία. Ιδιαίτερα οι ακρίτες, οι συνοριακοί στρατιώτες, προστάτευαν τις απομακρυσμένες περιοχές της Μικράς Ασίας από επιδρομές και εισβολές.
Μετά το 1204, η Μικρά Ασία συνέβαλε αποφασιστικά στην ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Όταν η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των σταυροφόρων κατά την Τέταρτη Σταυροφορία, ιδρύθηκαν διάδοχα κράτη από τους βυζαντινούς ευγενείς. Το πιο ισχυρό από αυτά ήταν η Αυτοκρατορία της Νίκαιας, με έδρα τη Νίκαια της Βιθυνίας, στη βορειοδυτική Μικρά Ασία. Η Νίκαια έγινε το κέντρο της βυζαντινής αντίστασης, και εκεί μεταφέρθηκε η έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η Αυτοκρατορία της Νίκαιας, υπό τους αυτοκράτορες της δυναστείας των Λασκαριδών και αργότερα των Παλαιολόγων, κατόρθωσε το 1261 να ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη από τη Λατινική Αυτοκρατορία, επανασυστήνοντας τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Αυτή η επιτυχία οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στη στήριξη και τις δυνατότητες του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας, που διατήρησε την πολιτική και στρατιωτική του δύναμη ακόμη και υπό αντίξοες συνθήκες.
Ο Μικρασιατικός Ελληνισμός συνέβαλε αποφασιστικά όχι μόνο στη στρατιωτική και οικονομική πρόοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά και στη διαφύλαξη και αναζωογόνηση του πολιτισμού της. Οι Μικρασιάτες υπήρξαν η κινητήρια δύναμη της Ορθοδοξίας, με μεγάλους πατέρες της Εκκλησίας να προέρχονται από την περιοχή, καθορίζοντας τη Θεολογία των Μικρασιατών Πατέρων, η οποία άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα στη χριστιανική σκέψη. Η συμβολή τους ξεπέρασε κάθε άλλη πληθυσμιακή ομάδα της Αυτοκρατορίας.
Επιπλέον, η Μικρά Ασία ήταν σημαντικός πνευματικός πυρήνας για τη διατήρηση και την προβολή της αρχαιοελληνικής παιδείας, καθώς και για την ανάπτυξη του βυζαντινού δικαίου. Εκεί συγκλήθηκαν τέσσερις από τις Οικουμενικές Συνόδους της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η Α΄ (325) και η Ζ΄ (787) Οικουμενική Σύνοδος έλαβαν χώρα στη Νίκαια της Βιθυνίας, ενώ η Γ΄ (431) συγκλήθηκε στην Έφεσο και η Δ΄ (451) στη Χαλκηδόνα. Αυτές οι σύνοδοι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της χριστιανικής διδασκαλίας και στην αντιμετώπιση δογματικών διαφορών.