Όσιος Ιουλιανός «ὁ ἐν τῷ Εὐφράτῃ ποταμῷ», 18 Οκτωβρίου
1. Ο Ιουλιανός, τον οποίο οι κάτοικοι της περιοχής αποκαλούσαν τιμητικά «Σάββα» — λέξη που στα ελληνικά σημαίνει «Γέροντας» — εγκατέστησε το ασκητήριό του στη χώρα που παλαιότερα λεγόταν Παρθία, αλλά τώρα ονομάζεται Οσροηνή. Αυτή εκτείνεται προς δυσμάς μέχρι τις όχθες του ποταμού Ευφράτη, ενώ προς την ανατολή συνορεύει με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Πέρα από αυτήν βρίσκεται η Ασσυρία, το δυτικό σύνορο του περσικού βασιλείου, που αργότερα ονομάστηκε Αδιαβηνή. Στην επαρχία αυτή υπάρχουν πολλές και μεγάλες πόλεις, καθώς και εκτεταμένες περιοχές καλλιεργημένες και έρημες.
2. Φτάνοντας στα άκρα αυτής της ερήμου, ο άνθρωπος του Θεού βρήκε ένα σπήλαιο, όχι έργο ανθρώπινων χεριών ούτε όμορφα λαξευμένο, αλλά ικανό να προσφέρει κάποια στοιχειώδη προστασία σε όσους ζητούσαν καταφύγιο. Χάρηκε να κατοικήσει εκεί, θεωρώντας το μέρος πολυτιμότερο από παλάτια που λάμπουν από χρυσό και ασήμι. Εκεί έμενε, τρώγοντας μία φορά την εβδομάδα. Τροφή του ήταν ψωμί από κριθάρι και πίτουρα· προσφάγι του το αλάτι· ποτό του το καθαρό νερό των πηγών, όχι μέχρι κορεσμού, αλλά όσο χρειαζόταν για την τροφή που είχε φάει. Πολυτέλεια και ευωχία του ήταν οι ψαλμοί του Δαυίδ και η αδιάκοπη συνομιλία με τον Θεό. Και επειδή η απόλαυση αυτής της πνευματικής τρυφής ήταν άσβεστη, δεν γνώριζε ποτέ χορτασμό, αλλά πάντοτε επαναλάμβανε: «Πόσο γλυκιά είναι στον λάρυγγά μου η φωνή σου, πιο πολύ κι από μέλι και κερήθρα!»
Είχε ακούσει τον μακάριο Δαυίδ να λέει:
«Αληθινές είναι οι κρίσεις του Κυρίου, επιθυμητές περισσότερο από το χρυσάφι,
και γλυκύτερες από το μέλι και την κερήθρα».
Και πάλι: «Ευφράνθητι ἐν Κυρίῳ, καὶ δώσει σοι τὰ αἰτήματα τῆς καρδίας σου».
Και: «Ἐφρανθήτω καρδία ζητούντων τὸν Κύριον»,
«Εὐφραίνων τὴν καρδίαν μου τοῦ φοβεῖσθαι τὸ ὄνομά σου»,
«Γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος»,
«Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεὸν τὸν ζῶντα»,
«Ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου».
Αυτός μετέφερε μέσα του τον ίδιο θείο έρωτα που είχε και ο Δαυίδ, ο οποίος τα είπε αυτά για να παρακινήσει πολλούς να γίνουν κοινωνοί της αγάπης του προς τον Θεό. Και πράγματι δεν διαψεύστηκε, αλλά και ο ίδιος και πολλοί άλλοι πληγώθηκαν από αυτή τη θεία αγάπη. Ο Ιουλιανός πήρε τέτοια φλόγα πόθου, ώστε μεθυσμένος από τον θείο έρωτα, ούτε τη νύχτα έβλεπε τίποτε άλλο στα όνειρά του, ούτε την ημέρα σκεφτόταν τίποτε άλλο εκτός από τον Αγαπημένο.
3. Πολλοί, μαθαίνοντας για την τελειότητα της φιλοσοφίας του — άλλοι κοντινοί, άλλοι από μακριά, γιατί η φήμη του διαδόθηκε παντού — έτρεξαν να παρακαλέσουν να τους δεχτεί στο «γυμναστήριό» του, για να περάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους κοντά του ως μαθητές και αθλητές της αρετής. Διότι όπως τα πουλιά με το κελάηδισμά τους προσελκύουν άλλα όμοια πουλιά, έτσι και οι άνθρωποι ελκύουν άλλους ανθρώπους, άλλοτε προς βλάβη, άλλοτε προς σωτηρία. Έτσι, αρχικά συγκεντρώθηκαν δέκα, κατόπιν είκοσι, μετά τριάντα, και τελικά έγιναν εκατό.
4. Παρ’ όλο που έγιναν τόσοι πολλοί, η σπηλιά τους χωρούσε, γιατί είχαν μάθει από τον Γέροντα να περιφρονούν τη φροντίδα του σώματος. Όπως κι εκείνος, τρέφονταν με κριθαρένιο ψωμί και αλάτι. Αργότερα, μάζευαν άγρια χόρτα, τα έβραζαν σε δοχεία και πρόσθεταν αλατόνερο, για να φτιάχνουν τροφή για τους ασθενέστερους. Όμως η υγρασία της σπηλιάς χάλαγε αυτά τα παρασκευάσματα. Οι μαθητές ζήτησαν από τον Γέροντα να τους επιτρέψει να χτίσουν μια μικρή καλύβα για να τα φυλάνε. Εκείνος αρχικά αρνήθηκε, μα ύστερα, για χάρη της ταπεινώσεως, τους το επέτρεψε, δίνοντάς τους μικρές διαστάσεις. Όταν όμως έφυγε στην έρημο για προσευχή, εκείνοι έφτιαξαν κάτι μεγαλύτερο. Όταν γύρισε, είπε:
«Φοβούμαι, αδελφοί, μήπως μεγαλώνοντας τις κατοικίες μας στη γη, μικρύνουμε εκείνες που μας περιμένουν στον ουρανό».
Όμως, για χάρη της σωτηρίας των πολλών, τους συγχώρησε.
5. Τους δίδαξε να ψάλλουν όλοι μαζί ύμνους μέσα στη σπηλιά, και μετά την αυγή να βγαίνουν στην έρημο ανά δύο: ο ένας να προσεύχεται γονατιστός και ο άλλος να ψάλλει δεκαπέντε ψαλμούς του Δαυίδ, κι ύστερα να αλλάζουν ρόλους, συνεχίζοντας έτσι μέχρι το απόγευμα. Πριν από τη δύση του ήλιου ξεκουράζονταν λίγο και έπειτα μαζεύονταν πάλι όλοι μαζί για την εσπερινή υμνωδία.
6. Ο Γέροντας έπαιρνε συχνά μαζί του κάποιον από τους εκλεκτότερους μαθητές του στις λειτουργικές του προσευχές. Συνήθως τον συνόδευε ένας Πέρσης, ψηλός και ευγενής στην ψυχή, ονόματι Ιάκωβος. Μετά τον θάνατο του Γέροντα, ο Ιάκωβος διακρίθηκε σε όλες τις αρετές και έφτασε σε μακροημέρευση, πεθαίνοντας εκατόν τεσσάρων ετών.
Μια μέρα, καθώς ακολουθούσε τον Γέροντα από μακριά στην έρημο, είδε έναν τεράστιο όφι στον δρόμο. Φοβήθηκε, μα όταν είδε πως ήταν νεκρός, κατάλαβε ότι τον είχε σκοτώσει η προσευχή του Γέροντα. Όταν του το ανέφερε αργότερα, ο Ιουλιανός του είπε:
«Μη ρωτάς για πράγματα που δεν ωφελούν».
Αλλά επειδή ο μαθητής επέμενε, του αποκάλυψε:
«Ο όφις άνοιξε το στόμα του να με καταπιεί, αλλά επικαλέστηκα το όνομα του Κυρίου και με το σημείο του σταυρού τον κατέβαλα αμέσως».
7. Μια άλλη φορά, ένας νέος ευγενής, ονόματι Αστέριος, τον παρακάλεσε να τον πάρει μαζί του σε μια μεγάλη πορεία στην έρημο, που διαρκούσε έως και δέκα μέρες. Ο Γέροντας τον απέτρεψε, λέγοντάς του πως δεν υπάρχει νερό, αλλά ο νέος επέμενε. Την τρίτη μέρα, εξαντλημένος από τη δίψα, παρακάλεσε για έλεος. Ο Γέροντας, συγκινημένος, γονάτισε και με δάκρυα ικέτευσε τον Θεό, και από το χώμα εκεί που έπεσαν τα δάκρυά του ανέβλυσε νερό, και ο νέος δροσίστηκε.
8. Η πηγή εκείνη, λέγεται, υπάρχει ακόμη και σήμερα, μαρτυρώντας τη δύναμη της προσευχής του Γέροντα, όπως άλλοτε του Μωυσή που χτύπησε την πέτρα και ανέβλυσε νερό για τον λαό.
9. Ο Ιουλιανός προείδε ότι ο Αστέριος θα γινόταν τέλειος στην αρετή, και πράγματι, χρόνια αργότερα, έγινε και αυτός διδάσκαλος μοναχών, εγκαθιστώντας το ασκητήριό του κοντά στο Γίνδαρο, μεγάλο χωριό υπό την εξουσία της Αντιόχειας. Εκεί ανέδειξε πολλούς αθλητές της αρετής, ανάμεσά τους και τον μέγα Ακάκιο, ο οποίος αργότερα έγινε επίσκοπος Βεροίας και συνδύασε θαυμαστά τον ασκητισμό με την ποιμαντική διακονία.
10. Ο Αστέριος αγαπούσε τόσο τον Γέροντα, ώστε τον επισκεπτόταν δύο ή και τρεις φορές τον χρόνο, φέρνοντας στους αδελφούς ξερά σύκα. Για τον ίδιο τον Ιουλιανό φόρτωνε δύο μέτρα σύκα στους ώμους του και διέσχιζε επτά μέρες δρόμο πεζός, θεωρώντας τον εαυτό του το υποζύγιο του διδασκάλου του.
11. Ο Γέροντας, βλέποντάς τον να κοπιάζει τόσο, είπε με λύπη πως δεν θα φάει αυτά τα σύκα, αφού δεν ήταν σωστό άλλος να κοπιάζει κι εκείνος να απολαμβάνει. Ο Αστέριος, όμως, ορκίστηκε πως δεν θα αφήσει κάτω το φορτίο αν δεν τα δεχτεί. Τότε ο Ιουλιανός υπάκουσε, λέγοντας:
«Θα κάνω όπως λες· βάλε τώρα κάτω τον σάκο».
Έτσι μιμήθηκε τον Απόστολο Πέτρο, που αρχικά αρνήθηκε να του πλύνει τα πόδια ο Κύριος, αλλά μετά υπάκουσε. Το ίδιο και ο Ιωάννης, που δίστασε να βαπτίσει τον Χριστό, αλλά εκτέλεσε την εντολή Του. Έτσι κι ο Ιουλιανός, αν και στενοχωρήθηκε να τρώει από τον κόπο άλλου, υπάκουσε τελικά από αγάπη και ταπείνωση.
12.Κάποιος από εκείνους που συνηθίζουν να ψειρίζουν τα πράγματα και έχουν μάθει μόνο να ειρωνεύονται ό,τι είναι ωραίο, ίσως θα έλεγε ότι αυτή η ιστορία δεν αξίζει να αναφερθεί. Εγώ όμως την πρόσθεσα στα θαυμαστά έργα του άνδρα αυτού, όχι μόνο γιατί ήθελα να δείξω την τιμή που του απέδωσαν οι μεγάλοι άνδρες, αλλά και επειδή θεωρώ ωφέλιμο να φανερωθεί η πραότητα και η ταπεινοφροσύνη του χαρακτήρα του. Παρόλο που η αρετή του ήταν εξαιρετικά μεγάλη και ως προς το είδος και ως προς το μέγεθος, δεν θεωρούσε τον εαυτό του άξιο καμιάς τιμής· την απέφευγε ως κάτι που δεν του ταίριαζε, αλλά πάλι την δεχόταν, επειδή ήταν ωφέλιμη γι’ αυτούς που την απέδιδαν.
13.Για να αποφύγει λοιπόν τις τιμές —αφού είχε γίνει γνωστός σε όλους και με τη φήμη του προσέλκυε όσους αγαπούσαν το καλό— ξεκίνησε τελικά για το όρος Σινά με λίγους από τους στενότερους μαθητές του. Δεν έμπαιναν σε καμιά πόλη ή χωριό, αλλά διέσχιζαν την απάτητη έρημο, ανοίγοντας δρόμο εκεί όπου δεν υπήρχε. Έφεραν στους ώμους τους τα αναγκαία τρόφιμα, δηλαδή ψωμί και αλάτι, και επίσης ένα ξύλινο ποτήρι και ένα σφουγγάρι δεμένο με σκοινί, ώστε, αν τύχαινε το νερό να είναι πολύ βαθύ, να το αντλούν με το σφουγγάρι, να το στύβουν στο ποτήρι και να πίνουν. Έτσι, αφού διένυσαν πολλές ημέρες πορείας, έφτασαν στο βουνό που ποθούσαν και, αφού προσκύνησαν τον Δεσπότη τους, πέρασαν εκεί πολύ χρόνο, θεωρώντας την ερημιά και τη γαλήνη της ψυχής ως ύψιστη ευχαρίστηση. Στον βράχο όπου είχε κρυφτεί ο Μωυσής, ο αρχηγός των προφητών, όταν αξιώθηκε να δει τον Θεό όσο είναι δυνατόν να τον δει άνθρωπος, ο Ιουλιανός έχτισε εκκλησία και καθαγίασε θυσιαστήριο του Θεού, το οποίο σώζεται έως σήμερα. Έπειτα επέστρεψε στο «στάδιο» των ασκήσεών του.
14.Όταν έμαθε τις απειλές του αυτοκράτορα που είχε το ίδιο όνομα με αυτόν αλλά όχι την ίδια ευσέβεια —διότι απειλούσε με ολοκληρωτική εξόντωση τους ευσεβείς, καθώς εκστράτευε εναντίον των Περσών—, τότε στράφηκε σε θερμή προσευχή προς τον Θεό και συνέχισε να προσεύχεται επί δέκα ημέρες. Την δέκατη ημέρα άκουσε μια φωνή να λέει ότι «το ακάθαρτο και βδελυρό χοίριον καταστράφηκε». Αν και δεν είχε ολοκληρώσει ακόμη την προσευχή του, την έληξε αμέσως και την μετέτρεψε σε ύμνο ευχαριστίας προς Εκείνον που είναι σωτήρας των δικών Του και επιεικής αλλά και δυνατός εχθρός των απίστων· γιατί έδειξε μακροθυμία προς τον ασεβή όσο ήταν δυνατόν, αλλά όταν η επιείκεια αυτή τον έκανε χειρότερο, επέβαλε την ποινή την κατάλληλη στιγμή. Όταν ο Ιάκωβος τελείωσε την προσευχή του και γύρισε προς τους αδελφούς, το πρόσωπό του έλαμπε από χαρά. Εκείνοι, που τον έβλεπαν πάντα αυστηρό, απόρησαν τώρα που τον έβλεπαν να χαμογελά. Τον ρώτησαν γιατί. Κι εκείνος απάντησε:
«Τώρα, φίλοι μου, είναι καιρός χαράς και αγαλλίασης· ο ασεβής έπαυσε να υπάρχει και έλαβε τιμωρία αντάξια της ύβρεώς του. Επαναστάτησε εναντίον του Θεού, του Δημιουργού και Σωτήρα, και δικαίως σκοτώθηκε από το χέρι ενός υπηκόου του. Γι’ αυτό χαίρομαι· βλέπω τις εκκλησίες που πολεμούσε να ευφραίνονται και παρατηρώ ότι οι δαίμονες που λάτρευε δεν τον βοήθησαν».
Έτσι αποκάλυψε την προορατική του γνώση για τον θάνατο του ασεβούς εκείνου ανθρώπου.
15.Όταν ο Ουάλης, που πήρε στα χέρια του τα ηνία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μετά από εκείνον, απέρριψε την αλήθεια των ευαγγελικών δογμάτων και ασπάστηκε την απατηλή διδασκαλία του Αρείου, ξέσπασε ακόμη μεγαλύτερη θύελλα εναντίον της Εκκλησίας· οι αληθινοί ποιμένες εκδιώχθηκαν και στη θέση τους μπήκαν εχθροί και καταστροφείς. Δεν θα διηγηθώ τώρα όλη εκείνη την τραγωδία, αλλά θα αναφέρω ένα μόνο γεγονός, το οποίο δείχνει καθαρά τη χάρη του θείου Πνεύματος που έλαμπε στον Γέροντα αυτόν.
Από την Αντιόχεια είχε εκδιωχθεί ο μέγας Μελέτιος, που είχε ανατεθεί από τον Θεό να ποιμαίνει αυτή την πόλη· εκδιώχθηκαν επίσης όλοι οι κληρικοί και οι λαϊκοί που ομολογούσαν την μία θεία ουσία της Τριάδος. Άλλοτε συγκεντρώνονταν για προσευχή στους πρόποδες του βουνού, άλλοτε στην όχθη του ποταμού ή στο στρατιωτικό πεδίο κοντά στη βόρεια πύλη· οι εχθροί δεν τους επέτρεπαν να έχουν μόνιμο τόπο λατρείας.
16.Οι οπαδοί της πλάνης διέδωσαν τότε μια φήμη στην πόλη, ότι ο μέγας Ιουλιανός —ο γέροντας αυτός— είχε τάχα προσχωρήσει στη διδασκαλία τους. Οι ευσεβείς ταράχθηκαν πολύ, φοβούμενοι μήπως οι απλοϊκοί παραπλανηθούν και παγιδευτούν από τους αιρετικούς. Τότε οι θεόπνευστοι άνδρες Φλαβιανός και Διόδωρος, που είχαν χειροτονηθεί ιερείς και καθοδηγούσαν τους πιστούς λαϊκούς, μαζί με τον Άφραάτη, έπεισαν τον μέγα Ακάκιο —που είχα ήδη αναφέρει— να πάρει μαζί του τον περίφημο Αστέριο, μαθητή του Γέροντα, και να πάνε να τον παρακαλέσουν να εγκαταλείψει προσωρινά την έρημο και να βοηθήσει τους πολλούς που κινδύνευαν να χαθούν από την πλάνη· να σβήσει, με την παρουσία του, τη φλόγα του Αρείου. Ο θεοφόρος Ακάκιος έσπευσε· παίρνοντας τον Αστέριο, πήγε στον λαμπρό αυτό αστέρα της Εκκλησίας και τον χαιρέτησε.
«Πες μου, πάτερ,» του είπε, «γιατί υπομένεις με τόση χαρά όλο αυτόν τον κόπο;»
Ο Γέροντας απάντησε: «Το να υπηρετώ τον Θεό έχει για μένα μεγαλύτερη αξία από το σώμα, την ψυχή και όλη τη ζωή· προσπαθώ να Του προσφέρω όσο μπορώ υπηρεσία καθαρή και άμεμπτη και να Τον ευαρεστώ σε όλα.»
Ο Ακάκιος του είπε: «Μπορώ να σου δείξω τρόπο να Τον υπηρετήσεις ακόμη περισσότερο· και αυτό όχι με δικό μου συλλογισμό, αλλά σύμφωνα με τη διδασκαλία Του. Όταν ρώτησε τον Πέτρο αν Τον αγαπά περισσότερο από τους άλλους, κι εκείνος απάντησε “Κύριε, Εσύ γνωρίζεις ότι σε αγαπώ”, ο Κύριος του έδειξε πώς να δείξει αυτή την αγάπη: “Αν με αγαπάς, ποίμαινε τα πρόβατά μου και βόσκε τα αρνία μου.” Αυτό λοιπόν, πάτερ, πρέπει να κάνεις κι εσύ· τα πρόβατα κινδυνεύουν να χαθούν από τους λύκους, κι Εκείνος που αγαπάς τα αγαπά υπερβολικά· είναι γνώρισμα της αγάπης να ενεργεί για να ευχαριστήσει αυτόν που αγαπά. Αλλιώς κινδυνεύεις να αφήσεις άκαρπους τους τόσους σου κόπους, αν με τη σιωπή σου επιτρέψεις στην αλήθεια να πιέζεται και τους οπαδούς της να παγιδεύονται, ενώ το όνομά σου γίνεται δόλωμα για τους πλανεμένους, αφού οι οπαδοί του Αρείου καυχιούνται ότι συμφωνείς μαζί τους.»
17.Μόλις ο Γέροντας άκουσε αυτά, αποχαιρέτησε για λίγο τη μοναξιά του και, χωρίς να φοβηθεί τη σύγχυση της πόλης, έσπευσε προς την Αντιόχεια. Ύστερα από δύο ή τρεις ημέρες πορείας μέσα στην έρημο, έφτασε σ’ έναν τόπο καθώς νύχτωνε. Μια πλούσια γυναίκα, όταν άκουσε πως έφτασε αυτό το ιερό σύνολο ανδρών, έτρεξε να λάβει την ευλογία τους και, προσπέφτοντας στα πόδια τους, τους παρακάλεσε να μείνουν στο σπίτι της. Ο Γέροντας δέχτηκε, αν και είχε να δει γυναίκα πάνω από σαράντα χρόνια.
Ενώ η ευλογημένη γυναίκα ετοίμαζε φαγητό για τους αγίους άνδρες, το επτάχρονο παιδί της έπεσε μέσα στο πηγάδι. Όπως ήταν φυσικό, επικράτησε ταραχή· αλλά η μητέρα, μόλις το έμαθε, διέταξε όλους να σωπάσουν, σκέπασε το πηγάδι και συνέχισε να υπηρετεί. Όταν στρώθηκε το τραπέζι, ο Γέροντας ζήτησε να φέρουν το παιδί για να το ευλογήσει. Εκείνη είπε ότι ήταν άρρωστο· όμως εκείνος επέμενε. Τότε η μητέρα ομολόγησε το δυστύχημα. Ο Γέροντας σηκώθηκε αμέσως, έτρεξε στο πηγάδι, πρόσταξε να βγάλουν το κάλυμμα και να φέρουν φως. Είδε τότε το παιδί να κάθεται πάνω στο νερό και να παίζει, νομίζοντας ότι ήταν παιδικό παιχνίδι! Έδεσαν κάποιον με σκοινί, τον κατέβασαν και ανέβασε το παιδί, το οποίο έτρεξε αμέσως στα πόδια του Γέροντα λέγοντας ότι τον είχε δει να το κρατά και να το σώζει από τον πνιγμό. Τέτοια ανταμοιβή έλαβε η γυναίκα για τη φιλοξενία της.
18.Για να παραλείψω τα υπόλοιπα περιστατικά του ταξιδιού, όταν έφτασαν στην Αντιόχεια, συγκεντρώθηκαν πλήθη απ’ όλες τις μεριές, ποθώντας να δουν τον άνθρωπο του Θεού και να λάβουν θεραπεία από τις αρρώστιες τους. Εγκαταστάθηκε σε σπηλιές στους πρόποδες του βουνού, εκεί όπου, λένε, είχε μείνει κρυμμένος ο θείος απόστολος Παύλος. Αλλά αμέσως, ώστε να φανεί πως ήταν κι αυτός άνθρωπος, προσβλήθηκε από δυνατό πυρετό. Ο Ακάκιος, βλέποντας το πλήθος, λυπήθηκε, νομίζοντας πως οι άνθρωποι θα σκανδαλίζονταν βλέποντας τον θεραπευτή άρρωστο.
«Μη στενοχωριέσαι», του είπε ο Γέροντας· «αν χρειάζεται υγεία, ο Θεός θα τη δώσει αμέσως.»
Και μόλις προσευχήθηκε, ακουμπώντας γόνατα και μέτωπο στη γη, ικέτευσε τον Θεό να του χαρίσει υγεία, αν αυτό θα ωφελούσε τους συγκεντρωμένους. Και πριν τελειώσει την προσευχή, τον έλουσε ιδρώτας και ο πυρετός εξαφανίστηκε.
19.Αφού θεράπευσε πολλούς από διάφορες ασθένειες, πήγε στη σύναξη των πιστών. Καθώς περνούσε από τις πύλες του ανακτόρου, ένας ζητιάνος, παράλυτος που συρόταν στο χώμα, άγγιξε με το χέρι του τον τρίχινο μανδύα του Γέροντα και αμέσως θεραπεύτηκε· πετάχτηκε όρθιος και άρχισε να τρέχει όπως πριν από την αρρώστια του, όπως ο χωλός που θεράπευσαν ο Πέτρος και ο Ιωάννης. Από αυτό το θαύμα μαζεύτηκε όλη η πόλη, και το στρατιωτικό πεδίο γέμισε από πλήθη· οι συκοφάντες ντροπιάστηκαν, ενώ οι ευσεβείς γέμισαν χαρά και αγαλλίαση.
20.Από εκεί οι άνθρωποι που χρειάζονταν θεραπεία τον παρακαλούσαν να επισκεφθεί τα σπίτια τους. Ένας άνθρωπος μεγάλης εξουσίας, υπεύθυνος για τη διοίκηση της Ανατολής, τον κάλεσε να τον απαλλάξει από τη βαριά του ασθένεια. Ο Γέροντας πήγε χωρίς καθυστέρηση, προσευχήθηκε στον κοινό Δεσπότη και με έναν λόγο έδιωξε το κακό, λέγοντάς του να ευχαριστήσει τον Θεό.
21.Ύστερα από αυτά και άλλα παρόμοια θαύματα, αποφάσισε να επιστρέψει οριστικά στο κελί του. Περνώντας από την Κύρρο —πόλη που απέχει δύο στάδια από την Αντιόχεια—, έμεινε στο ιερό του αγίου μάρτυρος Διονυσίου. Εκεί οι ηγέτες των πιστών τον παρακάλεσαν να τους βοηθήσει, γιατί φοβούνταν μεγάλη συμφορά· ο Αστέριος, είπαν, που είχε ανατραφεί στη σοφιστική πλάνη και είχε γίνει επίσκοπος των αιρετικών, δίδασκε με πονηριά το ψεύδος και το παρουσίαζε ως αλήθεια· φοβούνταν μήπως, με τη γλυκύτητα του λόγου του και τα σοφίσματά του, παρασύρει τους απλοϊκούς.
Ο Γέροντας τούς είπε: «Έχετε θάρρος· ελάτε να παρακαλέσουμε μαζί τον Θεό, με προσευχή, νηστεία και εγκράτεια.»
Προσευχήθηκαν λοιπόν· και την παραμονή της ημέρας που ο Αστέριος θα μιλούσε, τον χτύπησε θεϊκό πλήγμα, και ύστερα από μια μέρα αρρώστιας πέθανε, ακούγοντας πιθανόν τη φωνή: «Άφρον, απόψε απαιτούν την ψυχή σου· οι παγίδες που έστησες για άλλους θα γίνουν δικές σου.»
22.Έπαθε ό,τι και ο Βαλαάμ, που επίσης εκλήθη να καταραστεί τον λαό του Θεού· κι εκείνος τιμωρήθηκε, γιατί συμβούλεψε τον Βαλάκ να αμαρτήσει, και σκοτώθηκε από Ισραηλίτη. Έτσι κι αυτός, αφού μηχανεύτηκε σχέδια εναντίον του λαού του Θεού, χάθηκε από το ίδιο το χέρι των πιστών. Με την προσευχή του Γέροντα η Κύρρος σώθηκε.
Αυτή την ιστορία μου τη διηγήθηκε ο άγιος επίσκοπος Ακάκιος, που τα γνώριζε όλα με ακρίβεια. Ύστερα ο Γέροντας επέστρεψε στους μαθητές του, και αφού έζησε ακόμη αρκετά μαζί τους, αναχώρησε με χαρά για τη ζωή χωρίς γηρατειά και λύπη


