Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Νότια Ρωσία, όπου συμμετείχε το Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα (ΕΕΣ), έγιναν στη νοτιοδυτική Ουκρανία και στη χερσόνησο της Κριμαίας. Το 1918 οι Σύμμαχοι αποφάσισαν να οργανώσουν εκστρατεία κατά των Μπολσεβίκων στη Ρωσία, με την ευθύνη της να ανατίθεται στις γαλλικές ένοπλες δυνάμεις. Ο βασικός λόγος αυτής της απόφασης ήταν η ανάγκη αποκατάστασης του Ανατολικού Μετώπου, ώστε να εμποδιστεί ο ανεφοδιασμός των Γερμανών από τη Ρωσία.
Όμως, με την υπογραφή της ανακωχής στις 11 Νοεμβρίου 1918, η αρχική αιτία για την επέμβαση έπαψε να ισχύει. Παρ' όλα αυτά, η επικράτηση των Μπολσεβίκων έπληττε τα οικονομικά συμφέροντα των Συμμάχων, αφού οι Μπολσεβίκοι δεν αναγνώριζαν τα χρέη της Ρωσίας προς αυτούς. Έτσι, η εκστρατεία πραγματοποιήθηκε το 1919.
Η αποστολή ελληνικών στρατευμάτων στη Νότια Ρωσία, που ξεκίνησε την 1η/14η Ιανουαρίου 1919, αποτέλεσε την πρώτη υπερπόντια εκστρατεία της Ελλάδας. Η συμμετοχή της χώρας μας, στο πλευρό των Συμμάχων, έγινε μέσω του Α΄ Σώματος Στρατού (Α΄ ΣΣ) και θεωρήθηκε απαραίτητη για την προώθηση των εθνικών μας διεκδικήσεων στις διεθνείς διαπραγματεύσεις.
Το Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα δεν έδρασε ως ενιαία μονάδα αλλά σε επιμέρους τμήματα, τα οποία, με λίγες εξαιρέσεις, υπάγονταν στη διοίκηση Γάλλων αξιωματικών. Οι ελληνικές δυνάμεις διακρίθηκαν για την αξιόμαχη και πειθαρχημένη τους στάση, ενώ η γενναιότητα και η επιτυχία τους, παρά τις δύσκολες συνθήκες, κέρδισαν τον σεβασμό τόσο των Συμμάχων όσο και των Ρώσων.
Αγωνίστηκαν αδιάκοπα από την αποβίβασή τους στο ρωσικό έδαφος μέχρι την εκκένωση της Οδησσού και της Σεβαστούπολης, με υψηλό ηθικό και αποτελεσματικότητα. Η δράση τους τους χάρισε επαίνους από όλους τους εμπλεκόμενους.
Η Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού του Ελληνικού Γενικού Επιτελείου έχει εκδώσει ένα βιβλίο με τίτλο «Το Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα στη Μεσημβρινή Ρωσία 1919», το οποίο περιλαμβάνει λεπτομερή αναφορά στις επιχειρήσεις.
Η εκστρατεία αυτή αναδεικνύει τη συνεργασία Ελλήνων και Γάλλων τόσο σε πολιτικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο. Μια αντικειμενική προσέγγιση του θέματος απαιτεί τη μελέτη των όρων που διαμόρφωσαν αυτή τη συνεργασία, καθώς και των αποτελεσμάτων της, με τη χρήση εργαλείων της ιστορικής επιστήμης.
Επικρατούσα κατάσταση
Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και στην προσπάθεια των Μπολσεβίκων να κλείσουν άμεσα όλα τα υφιστάμενα πολεμικά μέτωπα, συνομολογώντας ανακωχή (Νοέμβριος 1917), η κατάσταση που διαμορφώθηκε υπήρξε ιδιαίτερα επιβαρυντική στην Ανταντική Συμμαχία, παρέχοντας την ευκαιρία στη Γερμανία να αποδεσμεύσει τόσο από το Ανατολικό Μέτωπο, όσο και από εκείνο της Βαλκανικής, σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις της, τις οποίες και μετέφερε στο Δυτικό Μέτωπο. Αυτό συνέβη διότι μεταξύ των όρων της συνθήκης Μπρεστ-Λιτόφσκ (Μάρτιος 1918) την οποία επέβαλε η Γερμανία του Κάιζερ Γουλιέλμου Β΄ στη "μπολσεβίκικη Ρωσία" του Λένιν ήταν η ανεξαρτησία της Φινλανδίας και χωρών της Βαλτικής, η ίδρυση της Ουκρανίας, η ανεξαρτησία της Γεωργίας, καθώς και η παραχώρηση μέρους της Αρμενίας (περιοχές Αρνταχάν, Καρς και Μπατούμ) στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτής ακολούθησε νεότερη μεταξύ Γερμανίας και της λαϊκής κυβέρνησης του Χαρκόβου της Ουκρανίας με επισιτιστικές συμφωνίες.
Με τη συνθήκη αυτή η Γερμανία πέτυχε να διασπάσει κυριολεκτικά τον αποκλεισμό των Συμμάχων της Αντάντ και να εκμεταλλεύεται πλήρως τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους της άλλοτε τσαρικής Ρωσίας (σιτοβολώνες της Ουκρανίας, πετρέλαια της Κασπίας κ.ά.), μέχρι τη γραμμή Νάρβα—Κουρσκ—κοιλάδα Ντονέτς—Αζοφική, που απετέλεσε και το δυτικό τείχος κατά του Μπολσεβικισμού. Παράλληλα όμως στο Κίεβο αναδείχθηκε άλλη λαϊκή κυβέρνηση, των καλουμένων Πετλιουριανών, που στρέφονταν κατά των Γερμανών αλλά και των Μπολσεβίκων. Στο χάος που ακολούθησε αναγκάστηκε η Γερμανία να διατηρήσει στην περιοχή της Ουκρανίας πέντε μεραρχίες για την τήρηση της τάξης, καταλαμβάνοντας το Κίεβο, την Οδησσό, το Νικολάγιεφ, τη Χερσώνα, τη Σεβαστούπολη και το Ροστόφ, μετατρέποντας ουσιαστικά όλη τη χώρα σε γερμανικό προτεκτοράτο.
Μετά από αυτά οι δυνάμεις της Αντάντ που βρίσκονταν στη Βαλκανική περιήλθαν σε δυσμενή επιχειρησιακά θέση, περιοριζόμενες σε τοπικές επιχειρήσεις. Με την πάροδο όμως του χρόνου ο ρωσικός εμφύλιος πόλεμος είχε ανάψει σε όλες τις περιοχές από την Ουκρανία μέχρι τη Βαλτική βόρεια, και τη Σιβηρία ανατολικά. Ειδικότερα όμως οι Πολωνοί, Ουκρανοί και Ρώσοι δεν μάχονταν μόνο τους Μπολσεβίκους αλλά και αναμεταξύ τους.
Σημειώνεται ότι την ίδια ημέρα της σύναψης ανακωχής των Μπολσεβίκων με τους Γερμανούς, τρεις Ρώσοι στρατηγοί, οι Μιχαήλ Αλεξέγιεφ, Λαβρ Κορνίλοβ και Αντόν Ντενίκιν ακολουθούμενοι από πιστούς Κοζάκους, ύψωσαν σημαία αντεπαναστάσεως στην περιοχή του Ντον, ΒΑ της Κριμαίας, με σκοπό την καταστολή των Μπολσεβίκων, τη διατήρηση της ενιαίας Ρωσίας και τη συνέχιση του διασυμμαχικού πολέμου κατά των Γερμανών.
Οι Αγγλογάλλοι με την εξέλιξη αυτή, μετά τη μεταξύ τους Συμφωνία ζωνών δράσης (1917), και επιθυμώντας τη διάλυση των Μπολσεβίκων προκειμένου η Ρωσία να επανέλθει στη συμμαχία και να ανασυσταθεί το Ανατολικό Μέτωπο για να αποκλειστεί η Γερμανία, άρχισαν να εφοδιάζουν με όπλα και πυρομαχικά τις μεγαλύτερες αντιμπολσεβικικές δυνάμεις, που τον Οκτώβριο του 1918 ήταν η στρατιά του Αντόν Ντενίκιν, που δρούσε στη νότια Ρωσία, και η στρατιά του Αλεξάντρ Κολτσάκ, που δρούσε στη Σιβηρία. Τελικά η Γαλλία αποφάσισε να στείλει εκστρατευτικό σώμα με συμμετοχή και ελληνικού τμήματος προς βοήθεια των δυνάμεων του Ντενίκιν.
Ανάληψη εκστρατείας
Στις 27 Οκτωβρίου του 1918 ο Γάλλος πρωθυπουργός Ζωρζ Κλεμανσώ ενημέρωσε τον Γάλλο στρατηγό του Μακεδονικού Μετώπου Φρανσέ ντ' Εσπεραί ότι πρόθεση της Αντάντ είναι να επέμβει στην Κριμαία με κύριο σκοπό κατά δήλωσή του: «... να συνεχίσωμεν εκεί την πάλην κατά των Κεντρικών Δυνάμεων, αλλά και όπως πραγματοποιήσωμεν τον οικονομικόν αποκλεισμόν του Μπολσεβικισμού και προκαλέσωμεν την πτώσιν του».
Επ' αυτού ο στρατηγός Ντ' Εσπεραί, πιο σώφρων, εξέφρασε αντίθετη άποψη, στηριζόμενος αφενός στον περιορισμένο αριθμό στρατού που διέθετε για μια τέτοια επιχείρηση, και αφετέρου τόσο στην τετραετή μέχρι τότε καταπόνηση του στρατού του, όσο και στην ακαταλληλότητα της εποχής, επισείοντας έτσι τον κίνδυνο οδυνηρών συνεπειών Δυστυχώς όμως δεν εισακούστηκε. Τα γεγονότα αυτά μαρτυρούν παράλληλα ότι κανείς μέχρι τότε δεν είχε τη στοιχειώδη διορατικότητα για το τέλος του πολέμου που πλησίαζε από μέρα σε μέρα.
Έτσι, και παρότι τρεις ημέρες μετά, στις 31 Οκτωβρίου, υπογραφόταν η (τουρκική) Ανακωχή του Μούδρου, στις δε 3 Νοεμβρίου η (αυστροουγγρική) Ανακωχή της Βίλλας Τζιούστι, και στις 11 Νοεμβρίου η (γερμανική) Ανακωχή της Κομπιέν (1918), όπου ουσιαστικά με την τρίτη έληξε και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ένα μήνα μετά, στις 18 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, αποβιβάστηκε στην Οδησσό η 156η γαλλική μεραρχία, υπό τον στρατηγό Μποριούς και υπό την προστασία μιας μοίρας θωρηκτών του γαλλικού στόλου που τελούσε υπό τον ναύαρχο Λεζαί. Οκτώ μέρες αργότερα, στις 26 Δεκεμβρίου, τμήμα αυτής της μεραρχίας μεταφέρθηκε στη Σεβαστούπολη.
Στην ενέργεια αυτή προέβη η Γαλλία επωφελούμενη του ανοίγματος των Δαρδανελλίων και της συμμαχικής κατάληψης της Κωνσταντινούπολης που ακολούθησε μετά την ανακωχή του Μούδρου, με βασικούς στόχους, αφενός μεν, την προάσπιση των οικονομικών απαιτήσεων Γάλλων πιστωτών έναντι παλαιότερων δανείων προς τη Ρωσία που η μπολσεβικική κυβέρνηση ηρνείτο ν΄ αναγνωρίσει - σημειωτέον ότι τέτοια δάνεια (πολεμικά), είχαν διαθέσει στην τσαρική Ρωσία τόσο η Αγγλία όσο και οι ΗΠΑ που ακολουθούσαν την ίδια τύχη - αφετέρου δε την ανατολικότερη μετακίνηση των συνόρων Πολωνίας και Ρουμανίας, συμμάχων της Γαλλίας, ευθυγραμμιζόμενα από Βαλτικής μέχρι Ευξείνου κατά την προ του Μεγάλου Πολέμου κατάσταση. Κατόπιν αυτών, αν και είχε εξαλειφθεί ο λόγος του αποκλεισμού της Γερμανίας, ακολούθησε η αγγλογαλλική συμφωνία ζωνών δράσης (1918) καταλήγοντας στη διασυμμαχική επέμβαση στη Ρωσία με τη συμμετοχή των ΗΠΑ και των επιμέρους συμμάχων χωρών.
Διευκρινίζεται ότι η διασυμμαχική επέμβαση στη Ρωσία άρχισε να σχεδιάζεται από τα μέσα του 1918, η δε υλοποίησή της δημιούργησε τα μέτωπα Καυκάσου και Κασπίας, της Ουκρανίας, της Εσθονίας, της Βαλτικής και Βορείου Ρωσίας καθώς και εκείνο της Σιβηρίας.
Μέτωπο Ουκρανίας - Κριμαίας
Αμέσως μετά τη Φεβρουαριανή Επανάσταση, στις 3 Μαρτίου/17 Μαρτίου του 1917 συστάθηκε το λεγόμενο κεντρικό συμβούλιο της Ουκρανίας το οποίο και προχώρησε στην αυτονομία της χώρας υπό το όνομα Λαϊκή Δημοκρατία της Ουκρανίας με πρωτεύουσα το Κίεβο, την οποία αναγνώρισε και η τότε σοβιετική κυβέρνηση (Απρίλιος 1917). Στη κίνηση όμως αυτή αντέδρασε, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, η φράξια των Μποσελβίκων δημιουργώντας παράλληλα, μετά την ανεπιτυχή επανάσταση του Κιέβου, την Σοβιετική Λαϊκή Δημοκρατία της Ουκρανίας με πρωτεύουσα το Χάρκοβο, τη λεγόμενη και ανατολική Ουκρανία. Συνέπεια αυτού ήταν να ξεσπάσει ο Ουκρανο-Σοβιετικός πόλεμος κατά τον οποίο η Λαϊκή Δημοκρατία της Ουκρανίας (Δυτική) να μετατραπεί σε Χετμανάτο και να ζητήσει τη βοήθεια της Γερμανίας, μετά μάλιστα τη συνομολόγηση της συνθήκης της Βρέστης, καθιστάμενη τελικά γερμανικό προτεκτοράτο υπό τον Γερμανό στρατάρχη Χέρμαν φον Άιχορν, διοικητή της ομάδας των γερμανικών στρατιών Κιέβου. Μετά όμως τη δολοφονία του τελευταίου (Ιούλιος 1918) και τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας ο εγκάθετος Χετμάνος Π. Σκοροπάντσκι αναγκάσθηκε να αναζητήσει τη βοήθεια των υπό τον Άντον Ντενίκιν Λευκορώσων. Μετά δε και την καθαίρεση του Π. Σκοροπάντσκι (14 Δεκεμβρίου 1918), η ανασυγκροτημένη πλέον Λαϊκή Δημοκρατία της Ουκρανίας, με επικεφαλής της κίνησης τους Πατλιούρα και Βενιτσένκο, ζήτησε τη βοήθεια της Αντάντ.
Συμμετέχουσες δυνάμεις
Τις συμμαχικές στρατιωτικές δυνάμεις που συμμετείχαν στην εκστρατεία της Κριμαίας συγκροτούσαν:
α) Δύο γαλλικές μεραρχίες: η 156η, και η 30η που στάλθηκε στην Οδησσό από Ρουμανία.
β) Μία πολωνική μεραρχία (η 4η πολωνική Μεραρχία), που βρισκόταν ήδη στην Οδησσό.
γ) Το Ελληνικό Α΄ Σώμα Στρατού (που συγκροτούνταν από δύο μεραρχίες: (ΙΙη και ΧΙΙΙη), που αποφάσισε να στείλει τελικά η ελληνική κυβέρνηση, αντί τρεις που αρχικά είχε σχεδιαστεί, και βρισκόταν τότε στην ανατολική Μακεδονία, και
δ) Τμήματα του αντιμπολσεβικού στρατού του Ντενίκιν, που βρίσκονταν ήδη στις περιοχές της Οδησσού και της Κριμαίας.
Στις 10 Ιανουαρίου του 1919 αποβιβάστηκε στην Οδησσό ο Γάλλος στρατηγός Ντ' Ανσέλμ, ο οποίος και ορίστηκε γενικός αρχηγός όλων των συμμετασχουσών δυνάμεων.
Αξιοσημείωτο από στρατιωτική άποψη ήταν ότι όταν ξεκίνησαν οι επιχειρήσεις οι παραπάνω δύο γαλλικές μεραρχίες ήταν ήδη «αποσκελετωμένες», καθώς από 15 ημέρες πριν, με δεδομένη την ελληνική συμμετοχή, είχε αρχίσει η αποστράτευση των Γάλλων στρατιωτών και η παράδοση του οπλισμού τους. Έτσι η δύναμή τους είχε περιοριστεί συνολικά σε 12 τάγματα με 30 τυφέκια κατά λόχο. Περί δε του πυροβολικού των γαλλικών αυτών μεραρχιών δεν υπάρχουν σαφή και πλήρη στοιχεία. Συνεπώς η σημαντικότερη και ουσιαστικά η κύρια χερσαία δύναμη που διέθετε ο στρατηγός Ντ' Ανσέλμ ήταν οι δύο ελληνικές μεραρχίες του Α΄ Σώματος Στρατού, που διατηρούσαν την εμπόλεμη διάταξη και δύναμή τους, όπως αναφέρεται παρακάτω.
Ελληνικό εκστρατευτικό σώμα
Ο Ε. Βενιζέλος, μόλις πληροφορήθηκε τις διαθέσεις των Γάλλων για την εκστρατεία της Κριμαίας, έσπευσε αμέσως να χαιρετήσει την ιδέα, προσφέροντας μάλιστα στη διάθεσή τους, αρχικά, ολόκληρη δύναμη Σώματος Στρατού, αποτελούμενη από τρεις μεραρχίες, δηλαδή μεγαλύτερη δύναμη από εκείνη με την οποία εκστράτευσαν οι Γάλλοι. Χαρακτηριστικό το τηλεγράφημα που έστειλε από το Λονδίνο που βρισκόταν, στον Έλληνα πρέσβη στο Παρίσι Α. Ρωμάνο:
«Παρακαλώ δηλώσατε στον πρωθυπουργό και υπουργό Εξωτερικών ότι ο ελληνικός στρατός είναι στη διάθεσή τους και δύναται να χρησιμοποιηθεί δια κοινό αγώνα πανταχού, όπου η αποστολή του κρίνεται αναγκαία».
Προ αυτής της προσφοράς του Έλληνα πρωθυπουργού όπου η γαλλική κυβέρνηση του Κλεμανσό αποδέχθηκε με ευγνωμοσύνη, φέρονται να παρασχέθηκαν κάποιες «υποσχέσεις» περί υποστήριξης των ελληνικών διεκδικήσεων, χωρίς όμως καμία δέσμευση.
Ουσιαστικά το τηλεγράφημα αυτό αποτελούσε απάντηση σε σχετικό αίτημα των παραπάνω προσώπων (Κλεμανσώ και Πισόν) στον Έλληνα πρέσβη στο Παρίσι όπου και διαβιβάστηκε δια του τελευταίου στον Ε. Βενιζέλο.
Στη συνέχεια, μετά και από σχετική τηλεγραφική εντολή του Έλληνα πρωθυπουργού προς υπουργείο Στρατιωτικών ξεκίνησε με άκρα μυστικότητα η προπαρασκευή του υπό τον στρατηγό Κ. Νίδερ Α' Σώματος Στρατού (Α΄ ΣΣ) για την αποστολή στην Κριμαία χωρίς να εκδηλωθεί, από ελληνικής πλευράς, καμία ανησυχία περί της έκβασής της. Τελικά από τις τρεις μεραρχίες του Α΄ ΣΣ που αρχικά προορίζονταν για την εκστρατεία στάλθηκαν μόνο οι δύο, η ΙΙη Μεραρχία (υπό τον υποστράτηγο Ν. Βλαχόπουλο), που έδρευε στην Καβάλα και η ΧΙΙΙη Μεραρχία (υπό τον υποστράτηγο Ιάκ. Νεγρεπόντη), που έδρευε στη Δράμα. Η Ιη Μεραρχία δεν έλαβε μέρος, παραμένοντας συγκεντρωμένη στην Καβάλα και αναμένοντας διαταγές.
Η ΙΙ Μεραρχία περιελάμβανε: α) τρία συντάγματα πεζικού, το 1ο, 7ο και 34ο σύνταγμα, με τρία τάγματα έκαστο αποτελούμενα με τη σειρά τους από τρεις λόχους και μία πυροβολαρχία έκαστο. β) Από δύο μοίρες ορειβατικού πυροβολικού τις ΙΙα και ΙΙβ ΜΟΠ, αποτελούμενες από δύο πυροβολαρχίες έκαστη, και γ) δύο λόχους μηχανικού, τους 5ο και 6ο ΛΜ.
Η ΧΙΙΙ Μεραρχία περιελάμβανε επίσης τρία συντάγματα, το 2ο, 3ο και το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων, με τρία τάγματα έκαστο αποτελούμενα με τη σειρά τους από τρεις λόχους και μία πυροβολαρχία έκαστο. β) Από δύο μοίρες ορειβατικού πυροβολικού τις ΧΙΙΙα και ΧΙΙΙβ ΜΟΠ, αποτελούμενες από δύο πυροβολαρχίες έκαστη και γ) διάφορες μονάδες υγειονομικού, απόσπασμα τηλεγραφητών, και μερικές μοίρες οχημάτων.
Ο στρατηγός Κ. Νίδερ με τους δύο μεράρχους και των επιτελείων τους απετέλεσαν το στρατηγείο του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος που εγκαταστάθηκε στην Οδησσό παρά το Γαλλικό Στρατηγείο. Στις 21 Μαΐου ο στρατηγός Κ. Νίδερ αντικαταστάθηκε από τον υποστράτηγο Ιάκωβο Νεγρεπόντη.
Τη ναυτική υποστήριξη του παραπάνω ελληνικού εκστρατευτικού σώματος ανέλαβε η επί τούτου συγκροτηθείσα Ναυτική μοίρα Μαύρης Θάλασσας ή Ευξείνου στην οποία συμμετείχαν τα ελληνικά πολεμικά πλοία Θ/Κ Κιλκίς, ως ναυαρχίδα, το Θ/Κ Λήμνος, το Α/Τ Πάνθηρ και Α/Τ Αετός καθώς και τρία ορμούντα στη Σεβαστούπολη αγγλικά αντιτορπιλικά. Η διοίκηση της μοίρας αυτής είχε ανατεθεί στον ποντιακής καταγωγής και ομιλούντα τη ρωσική γλώσσα πλοίαρχο Γεώργιο Κακουλίδη.
Αποστολή - άφιξη
Η αποστολή του παραπάνω ελληνικού εκστρατευτικού σώματος υπήρξε ιδιαίτερα προβληματική. Όπως παρατηρήθηκε αυτή έγινε αφενός μεν βεβιασμένα, αφετέρου δε με πολύ παράδοξο τρόπο. Καταρχήν δεν υπήρξε οργάνωση της μεταφοράς, αλλά ούτε και προγραμματισμός της αποστολής του. Έτσι η αποστολή του γίνονταν κατά τμήματα από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, και άλλα της Μακεδονίας, κυρίως με γαλλικά μεταγωγικά χωρίς το βαρύ οπλισμό, πυροβόλα κ.ά., τα οποία στέλνονταν στη συνέχεια με μεταγωγικά και φορτηγά πλοία. Δεν υπήρχε επίσης κεντρική ελληνική διοίκηση του εκστρατευτικού σώματος, αλλά με την άφιξη των τμημάτων του στην Κριμαία αυτά περιέρχονταν υπό τις διαταγές των επί τόπου Γάλλων διοικητών και διασκορπίζονταν σε μικρότερες μονάδες, τάγματα και λόχους, χωρίς μεταξύ τους συνοχή. Αλλά και οι Γάλλοι δεν είχαν κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο επιχειρήσεων, εκτός από το «βλέποντας και κάνοντας».
Στις 3 Ιανουαρίου/16 Ιανουαρίου (ν.ημ.) του 1919 απέπλευσαν από την Σκάλα Σταυρού Χαλκιδικής τα ατμόπλοια "Τίγρης" και "Νορμανδία" στα οποία πρώτο είχε επιβιβαστεί το 34ο Σύνταγμα Πεζικού, με διοικητή τον μακεδονομάχο συνταγματάρχη Τσολακόπουλο ή Ρέμπελο Χρήστο.
Το χάραμα της 5ης Ιανουαρίου/18ης Ιανουαρίου (ν.ημ) τα εν λόγω πλοία αγκυροβόλησαν στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης. Τα προσορμισμένα προ του ανακτόρου Ντολμά Μπαχτσέ ελληνικά πολεμικά Θ/Κ Αβέρωφ και "Α/Τ Κεραυνός" απέδωσαν τιμές με κανονιοβολισμούς, μεγάλο σημαιοστολισμό και ανάκρουση του εθνικού ύμνου, ενώ με ρίγη συγκίνησης πλήθος ομογενών άρχισε να συνωθείται στην παραλία ξεσπώντας σε ζητωκραυγές. Γρήγορα όμως ακολούθησε η απογοήτευσή του μαθαίνοντας τον τελικό προορισμό της μεταφερόμενης δύναμης. Ωστόσο κάποιοι αξιωματικοί εξήλθαν στην Πόλη και επισκέφθηκαν την Αγιά Σοφιά και άλλα ιστορικά μνημεία, καθώς και το Πατριαρχείο, όπου τους υποδέχθηκε με ιδιαίτερη χαρά ο τότε τοποτηρητής του πατριαρχικού θρόνου, μητροπολίτης Προύσας Δωρόθεος. Σημειώνεται ότι την αυτή ημέρα ο Μέγας Βεζίρης Αχμέτ Τεφίκ Πασάς προέβη σε ανασχηματισμό της κυβέρνησης, ενώ ο τότε Σουλτάνος Μωάμεθ ΣΤ΄, μετά την ανακωχή του Μούδρου διέμενε μόνιμα στο ανάκτορο Γιλντίζ, μακριά από τα συμμαχικά δρώμενα του Βοσπόρου.
Τις βραδινές ώρες τα δύο μεταγωγικά πλοία απέπλευσαν για την Οδησσό στο λιμάνι της οποίας κατέπλευσαν τις πρωινές ώρες της 7ης Ιανουαρίου/20ης Ιανουαρίου (ν.ημ.) όπου και ακολούθησε η αποβίβαση. Σχεδόν παρόμοιες εκδηλώσεις επαναλήφθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και κατά τις επόμενες μεταφορές .
Φθάνοντας η πρώτη αποστολή στην Οδησσό τέθηκε αμέσως υπό τις διαταγές της 156ης γαλλικής μεραρχίας, που όμως δεν είχε λάβει καμία μέριμνα για την υποδοχή και εναποθήκευση του ελληνικού στρατιωτικού υλικού που εκφορτώθηκε στην αποβάθρα. Τελικά αυτό μεταφέρθηκε και εναποθηκεύτηκε πρόχειρα σε αποθήκες με τη φροντίδα της ελληνικής ομογένειας της Οδησσού, με δικά της έξοδα και με εντόπια μεταφορικά μέσα. Παρά ταύτα ο Αρχηγός των εκεί γαλλικών στρατευμάτων με ημερήσια διαταγή χαιρέτησε την άφιξη του ελληνικού στρατού εξαίροντας την αποστολή του .
Στις 14 Ιανουαρίου/27 Ιανουαρίου (ν.ημ.), ημέρα Κυριακή, μετά την πανηγυρική δοξολογία στην ελληνική εκκλησία της Αγίας Τριάδος, η ελληνική κοινότητα της Οδησσού δεξιώθηκε το επιτελείο του αφιχθέντος ελληνικού συντάγματος στο Ροδοκανάκειο Παρθεναγωγείο που επί τούτου είχε στολιστεί με ελληνικές σημαίες και λάβαρα. Στην τελετή παρευρέθηκαν εκπρόσωποι όλων των ελληνικών σωματείων και συλλόγων, καθηγητές, δάσκαλοι και μαθητές των ελληνικών εκπαιδευτηρίων, η ελληνική λέσχη "Ομόνοια", οι πρόκριτοι και πλήθος κόσμου. Τον πανηγυρικό εκφώνησε ο τότε πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας Ελ. Παυλίδης (μετέπειτα βουλευτής Αθηνών - Πειραιώς), προκαλώντας συγκίνηση και δάκρυα χαράς. Αντιφωνώντας στη συνέχεια ο διοικητής του ελληνικού συντάγματος τόνισε μεταξύ άλλων:
[...] Αδυνατώ να εκφράσω ακριβώς δια λόγων τα αισθήματα άτινα κατακλύζουσι την ψυχήν μου και τας ψυχάς των συστρατιωτών μου.
Τα αισθήματα της ελληνικής κοινότητος Οδησσού δεν έχουσιν ανάγκην εξάρσεως, διότι είναι γνωστά και εις τας δεινάς και εις τας ευτυχείς περιστάσεις της Πατρίδος, και εις τον τελευταίον Έλληνα. Δεν έχουσιν ανάγκην επαίνων μου οι Μαρασλήδες, οι Ροδοκανάκαι, και τ΄ άλλα εξ Οδησσού τέκνα της Ελλάδος.
Σας ευγνωμονούμεν, αγαπητοί αδελφοί διότι μας παρηγορείτε μακράν της γλυκείας Πατρίδος ευρισκομένους που κάμνετε να νομίζωμεν ότι ευρισκόμεθα εις τα άγια χώματά της.
Η συμμαχική αλληλεγγύη, η ευγνωμοσύνη προς τον ρωσικόν λαόν, ανθ΄ όσων υπέρ της Πατρίδος ημών έκαμε και τα συμφέροντα της Πατρίδος, επέβαλον εις τον μεγάλον ημών κυβερνήτην να αποφασίση την αποστολήν ελληνικού στρατού εις Ρωσίαν. Την πρωτοβουλίαν και την διεύθυνσιν των εν Ρωσία επιχειρήσεων έχει η ένδοξος και Ιπποτική Γαλλία, η πρωτοστατούσα πάντοτε εις τοιαύτης φύσεως ευγενείς αγώνας.
Είμαι πολύ ευτυχής αναγγέλλων υμίν ότι οι ελληνικοί πόθοι προοδευτικώς εκπληρούνται και ότι ο ελληνικός στρατός ευρίσκεται αυτήν την στιγμήν ολίγας ώρας μαακράν της Κωνσταντινουπόλεως, καταλαβών πάσαν την προς την θάλασσαν ζώνην της Θράκης. Μετ΄ ολίγον ουδείς Έλλην θα μείνη υπό τον βαρβαρώτερον και ατιμώτερον ζυγόν. Με την ακλόνητον ταύτην πεποίθησιν ο ελληνικός στρατός απεχωρίσθη του πατρίου εδάφους.
Η τιμή, το καθήκον και η ευγνωμοσύνη της πατρίδος προς το ρωσικόν λαόν θα ώσιν οι οδηγοί του ελληνικού στρατού εις πάσαν πράξιν επί του ιερού δι΄ ημάς τούτου εδάφους.
Ζήτω το Έθνος!, Ζήτω η Ελληνική Κοινότης Οδησσού!
Ένα μήνα αργότερα στο Ροδοκανάκειο Παρθεναγωγείο εγκαταστάθηκε το Νοσοκομείο Διακομιδής του ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος που έλαβε μέρος στην εκστρατεία.
Άξιον ιδιαίτερης μνείας είναι η μπολσεβικική προπαγάνδα που έκανε τότε η ελληνική κομμουνιστική ομάδα της Οδησσού που τύπωσε και κυκλοφόρησε στην ελληνική γλώσσα εκτενή προκήρυξη προς τους αφιχθέντες Έλληνες στρατιώτες με την οποία τους καλούσε στο τέλος να αυτομολήσουν περνώντας "στη πλευρά εκείνων που έχουν κυβέρνηση εργατών, γεωργών και στρατιωτών". Παράλληλα γαλλόφωνοι κομμουνιστές διέτρεχαν τους συμμαχικούς στρατώνες διαδίδοντας σε στρατιώτες και ναύτες ότι τους έστειλαν εκεί να θυσιαστούν για τα συμφέροντα Γάλλων τραπεζιτών και βιομηχάνων, υπενθυμίζοντάς τους τη γαλλική επανάσταση. Η διάβρωση από την προπαγάνδα αυτή άρχισε να παρατηρείται από τις πρώτες συμμαχικές ήττες και γιγαντώθηκε όταν στασίασαν τα πληρώματα των γαλλικών θωρηκτών, στη διάρκεια της ανακωχής που ακολούθησε, με συνέπεια το "Γαλλο-ελληνικό επεισόδιο" (βλ. παρακάτω). Σε τι βαθμό η εν λόγω προκήρυξη επηρέασε το φρόνημα των Ελλήνων στρατιωτών δεν έγινε ποτέ γνωστό. Στον συγκεντρωτικό πίνακα απωλειών της εκστρατείας αυτής αναφέρονται 241 εξαφανισθέντες που πιθανολογείται περισσότερο ότι συνελήφθησαν αιχμάλωτοι και η τύχη τους παρέμεινε άγνωστη.
Της παραπάνω μεταφοράς ακολούθησε το 7ο Σύνταγμα ΠΖ, ένα μέρος του οποίου επιβιβάστηκε στο πλοίο "Χερσών" που απέπλευσε από ίδιο όρμο στις 9 Φεβρουαρίου/22 Φεβρουαρίου, ενώ το υπόλοιπο τμήμα του στο πλοίο "Χίος" που απέπλευσε στις 20 Φεβρουαρίου/6 Μαρτίου για Οδησσό. Το δε 1ο Σύνταγμα ΠΖ επιβιβάστηκε από τη Θεσσαλονίκη στα πλοία "Τίγρης", "Σηκουάνας" και "Ραιδεστός" που απέπλευσαν στις 22 Φεβρουαρίου/5 Μαρτίου. Παρότι στις 25 Φεβρουαρίου/10 Μαρτίου είχε ολοκληρωθεί η μεταφορά της ΙΙης Μεραρχίας εντούτοις δεν είχε ακόμα μεταφερθεί καμία μονάδα του πυροβολικού της. Κατά τον ίδιο προβληματικό τρόπο ακολούθησε και η μεταφορά της ΧΙΙΙης Μεραρχίας, από τους λιμένες Ελευθερών και της Θεσσαλονίκης, που ολοκληρώθηκε στις 9 Μαρτίου/22 Μαρτίου ενώ το 2ο Σύνταγμα αποβιβάστηκε στις 24 Μαρτίου στη Σεβαστούπολη. Η μεταφορά της ΧΙΙΙης Μεραρχίας πραγματοποιήθηκε με τα πλοία "Αυτοκράτωρ Νικόλαος", "Ευφράτης", "Ιερουσαλήμ", "Αυτοκράτωρ Αλέξανδρος", "Μηχανικός Ορκαντώφ" και "Αυτοκράτωρ Μέγας Πέτρος" επί του οποίου επιβιβάστηκε και ο στρατηγός Κ. Νίδερ με το επιτελείο του (βλ. παρακάτω ενότητα Χρονολόγιο). Τελικά η συνολική δύναμη του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος που συμμετείχε στην εκστρατεία αυτή ήταν 791 εμπειροπόλεμοι από τους βαλκανικούς πολέμους αξιωματικοί, 21.929 οπλίτες, 2.952 υποζύγια, 697 ιππήλατα οχήματα, 132 αυτοκίνητα και 16 πυροβόλα.
Την αποστολή ελληνικού στρατού στην Κριμαία πληροφορήθηκε ο αθηναϊκός λαός, πολύ λακωνικά, δια του ελεγχόμενου τότε τύπου στις 12 Ιανουαρίου 1919 (παλαιό ημερολόγιο), δηλαδή πέντε ημέρες μετά την άφιξη του πρώτου τμήματος στην Οδησσό.
Επιμέρους μέτωπα επιχειρήσεων
Σημεία αποβάσεων των συμμαχικών δυνάμεων στην εκστρατεία της Κριμαίας ήταν αρχικά η Οδησσός και στη συνέχεια η Σεβαστούπολη επί της χερσονήσου της Κριμαίας. Μετά την άφιξη της 156ης γαλλικής μεραρχίας στην Οδησσό και των πρώτων ελληνικών τμημάτων που τέθηκαν υπό τις διαταγές του στρατηγού Μποριούς (διοικητού της 156ης Μεραρχίας) δημιουργήθηκαν τρία μέτωπα:
α) το μέτωπο της Μπερεζόφκας (110 χλμ. βόρεια της Οδησσού),
β) το μέτωπο του Νικολάιεφ (100 χλμ. βορειοανατολικά της Οδησσού), και
γ) το μέτωπο της Χερσώνας (40 χλμ. ανατολικότερα του προηγουμένου), από το οποίο και ξεκίνησαν ο επιχειρήσεις.